To blow the whistle or not?

Γράφει η Ιωάννα Μπαλαούρα*

 

Οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (γνωστοί με τον αγγλικό όρο “whistleblowers”) είναι τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, όταν διαπιστώνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους, παρατυπίες ή πρακτικές αθέμιτες και καταχρηστικές.

Αυτές οι παρατυπίες και πρακτικές μπορούν να βλάψουν το δημόσιο συμφέρον έχοντας, για παράδειγμα, αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς και τα δημόσια οικονομικά.

Η προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος σήμερα χαρακτηρίζεται από νομοθετικό κατακερματισμό.

 

Επί του παρόντος, μόνο δέκα χώρες της ΕΕ διαθέτουν πλήρη νομοθεσία για την προστασία τους. Σε επίπεδο ΕΕ, μόνον σε πολύ περιορισμένο αριθμό τομέων (κυρίως στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) υπάρχει νομοθεσία που περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος. Στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο για την προστασία τους είναι ανύπαρκτο.

 

Ειδικά στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο προστασίας αυτών των προσώπων είναι ανύπαρκτο. Το υπάρχον πλέγμα προστασίας μαρτύρων κατά τα προβλεπόμενα στην ποινική νομοθεσία δεν είναι επαρκές, ούτε θα μπορούσε να εξισωθεί με την γενική υποχρέωση αναφοράς αξιόποινων πράξεων.

Αυτό αιτιολογείται από την φύση, τον θεσμό και κυρίως τη δυναμική του βεληνεκούς του whistleblowing. Το whistleblowing  εκφεύγει της γενικής νομικής υποχρέωσης οποιουδήποτε να αναφέρει αξιόποινες πράξεις.

Το whistleblowing ως διαδικασία και μηχανισμός αντλεί την ιδιότυπη φύση του από διαφορετικούς τομείς όπως τους κώδικες δεοντολογίας, το εργατικό δίκαιο, το αστικό δικονομικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων, το νομικό πλαίσιο περί δυσφήμισης, τους συνταγματικούς κανόνες περί ελευθερίας της έκφρασης και της συνείδησης, την επαγγελματική ευθύνη, την εμπιστευτική και προνομιακή πληροφόρηση, την εταιρική διακυβέρνηση, την επίλυση διαφορών και την κανονιστική συμμόρφωση.

Η Οδηγία 1937/2019/ΕΕ επιχείρησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο πρότυπο εγγυήσεων και προδιαγραφών για το whistleblowing. Διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως πληροφοριοδότες, εντάσσοντας σε αυτούς τόσο όσους βοηθούν κάποιον πληροφοριοδότη όσο και κάποιον που παρέχει εθελοντική εργασία κι όχι απαραίτητα αμειβόμενη. Η Οδηγία θέτει ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο προστασίας σε περισσότερους από 10 καίριους τομείς της αγοράς, ενώ δεν παραλείπει να κάνει εκτενή αναφορά σε διαύλους εσωτερικής – εξωτερικής αναφοράς (καταγγελίας) περιστατικών διαφθοράς.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί χρειαζόμαστε το whistleblowing στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη – κι όχι μόνο- δεν μπορεί να απαντηθεί αυτόνομα, καθώς συνυφαίνεται έντονα με την παγκοσμιοποιημένη διαφθορά και κυρίως την αφανή, εκ των έσω διαφθορά σε επιχειρήσεις.

Για να έρθει στο φως μία διοικητική ή άλλη παρατυπία, μία καταχρηστική πρακτική που παραβιάζει δικαιώματα εργαζομένων ή μία εγκληματική πράξη περνάει αναγκαία από τα μάτια των εργαζομένων.

Είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος ή άλλος που τελεί σε ευρεία έννοια εργασιακή σχέση μισθωτή ή μη, επ’ αμοιβή ή μη, που έρχεται πρώτος σε επαφή με περιστατικά διαφθοράς (δωροδοκίας, δωροληψίας και πάει λέγοντας), που καθιστούν το κανονιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης και ηθικής δεοντολογίας αναποτελεσματικό.

Δε θα ήταν διόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι ο εργαζόμενος είναι το προληπτικό στάδιο για την εκρίζωση της εκ των έσω διαφθοράς, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί το κατασταλτικό στάδιο με αβέβαιη την εκρίζωση και πάταξη της εκ των έσω διαφθοράς.

 

Το whistleblowing δε θα μπορούσε να προσεγγιστεί κοντόφθαλμα και μυωπικά ,αλλά τριαξονικά:

  • ως προληπτικό όπλο κατά της διαφθοράς που συμβάλλει στην εξιχνίαση – διαλεύκανση διεφθαρμένων ενεργειών ή παραλείψεων με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους εργαζομένους
  • ως δικαίωμα ενάσκησης της ελευθερίας έκφρασης του λόγου
  • ως πρακτική καλής εταιρικής διακυβέρνησης

 

Η θέαση αυτή προσφέρει μια κάλυψη ολιστική και σαφώς πιο ηθική. Η ηθική δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά παράγεται πρωτίστως από τον συνειδησιακό μηχανισμό του πολίτη.

Η τήρηση αρχών ηθικής και επαγγελματικής δεοντολογίας, αν πράγματι θέλουμε να είμαστε επιχειρησιακώς «ηθικοί» κι όχι «ηθικολόγοι», διέρχεται και υλοποιείται από την δυναμική του θεσμού του whistleblowing.

Είναι μία μέθοδος αυτενέργειας του ίδιου του πολίτη, άρα και εργαζομένου, που αποκαλύπτει, δημοσιοποιεί, γνωστοποιεί μία αθέμιτη, καταχρηστική, αξιόποινη πρακτική εθελουσίως λόγω ενεργών ηθικών ανακλαστικών και για λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η δυναμική αυτού του βεληνεκούς, ωστόσο, έχει εχθρό της τον φόβο. Ο φόβος αυτός διακρίνεται σε φόβο για αντίποινα, φόβο για απόλυση, φόβο για απώλεια εισοδήματος, φόβο για εκβιασμό ιδίου εργαζομένου ή οικογενείας του, φόβο για επίθεση και δολοφονία του.

Αντίβαρο στο καθεστώς αντιποίνων συνιστά η παροχή χρηματικού ανταλλάγματος ως επιβράβευση στον εργαζόμενο που αποκάλυψε δημοσίως φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής πάσης φύσεως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η χρηματική αυτή ανταμοιβή με όρους ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη είναι μη συνήθης μιας και το whistleblowing έλκει την καταγωγή του από διαφορετικό νομικό σύστημα στο οποίο η χρηματική ανταμοιβή είναι δόκιμη πρακτική.

Κάθε αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπίας ακολουθεί την τακτική των μικρών βημάτων, προκειμένου να εμβαθύνει συνειδησιακά και μετέπειτα κοινωνικά με τα ανάλογα νομικά και κοινωνικά επιτεύγματα.

Το whistleblowing φέρνει σε πρώτη μοίρα τον πολίτη (ενν. εργαζόμενο) και τον φέρνει αντιμέτωπο με το κράτος σε ρόλο ισοσθενή και ισότιμο. Αλλάζει τον τρόπο διακυβέρνησης και φέρνει περισσότερη ισοτιμία στους ρόλους αρχόντων και αρχομένων καθώς πρωταγωνιστές στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος γίνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εθελουσίως κι όχι ως υποχρέωση.

Αυτό δεν είναι ηθικό και δημοκρατικό; 

*Η Ιωάννα Μπαλαούρα είναι δικηγόρος και στα ενδιαφέροντά της εμπίπτει ο νομικός ακτιβισμός με έμφαση σε επίκαιρα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  ποινικού δικαίου και διακυβέρνησης.


Ο ρόλος και η «καθημερινότητα» του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO)

Γράφει ο Δημοσθένης Κωστούλας*

 

Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 679/2016 (εφεξής GDPR), μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις των ιδιωτικών εταιριών και των δημόσιων αρχών / φορέων (ως υπεύθυνοι επεξερgασίας), είναι ο ορισμός Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer, εφεξής DPO), όταν:

  • οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση δεδομένων των υποκειμένων σε μεγάλη κλίμακα και
  • οι βασικές δραστηριότητες του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Πρόκειται για έναν σχετικά νέο θεσμικό ρόλο, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν σχετικά άγνωστος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας.

Αποστολή του DPO είναι η υποστήριξη της ιδιωτικής εταιρείας ή της δημόσιας αρχής /  φορέα στην διαρκή απαίτηση για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εταιρία / φορέα (πελάτες, συνεργάτες, προσωπικό, προμηθευτές κλπ.).

Μεταξύ των άλλων, ο DPO αποτελεί τον κύριο συνομιλητή της διοίκησης για θέματα προστασίας δεδομένων, καταρτίζει το πρόγραμμα και την πολιτική προστασίας δεδομένων και εποπτεύει την εφαρμογή του, εκτιμά και συμβουλεύει για την αναγκαιότητα κατάρτισης μιας εκτίμησης αντικτύπου, συντονίζει την συνεργασία των τμημάτων και τη δημιουργία μιας διαρκούς εταιρικής κουλτούρας προστασίας δεδομένων, πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα, καταρτίζει ευρετήριο προσωπικών δεδομένων κλπ.

Ακόμα και όταν ΔΕΝ προκύπτει ξεκάθαρα η απαίτηση για DPO, η παρουσία του μόνο καλό θα κάνει σε μια εταιρεία ή έναν φορέα.

Μετά την αρχική συμμόρφωση με τον GDPR

Σε μεγάλο βαθμό, οι εταιρείες / φορείς  είθισται να παρουσιάζουν σημεία απόκλισης μετά από το τέλος της περιόδου της επίσημης συμμόρφωσης τους με τον GDPR και την κείμενη νομοθεσία, με τα σημεία απόκλισης να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη και αναμενόμενη, αφού η πίεση της καθημερινότητας και οι μεγάλες απαιτήσεις σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργανισμού, μπορεί να θέσουν σταδιακά την προστασία των δεδομένων σε δεύτερη προτεραιότητα.

Για τους παραπάνω λόγους, η παρουσία του DPO πρέπει να είναι ουσιαστική και συνεχόμενη, μέσα από μια σειρά ενεργειών, οι οποίες θα πρέπει να καλλιεργούν και να συντηρούν μια πιο μόνιμη κουλτούρα συμμόρφωσης εντός της εταιρίας / του φορέα.

Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

1. Τήρηση ημερολογίου πεπραγμένων Data Protection Officer (DPO)

Η τήρηση ενός ημερολογίου σε συστηματική βάση από την μεριά του DPO κρίνεται επιτακτική, τόσο για λόγους ουσίας, όσο και για λόγους τεκμηρίωσης και απόδειξης μια διαρκούς προσπάθειας συμμόρφωσης σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ουσιαστικά, συνιστά μια καταγραφή από τον DPO όλων των πεπραγμένων που υλοποιούνται από την στιγμή της τελικής συμμόρφωσης και μετέπειτα.

Σε μεγάλο βαθμό, οι καταγραφές σχετίζονται με το στάδιο υλοποίησης των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που προτάθηκαν από την περίοδο της αρχικής συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

Ωστόσο, καθότι το αρχείο με τις προτεινόμενες – προληπτικές ή/και διορθωτικές – ενέργειες από την φάση της συμμόρφωσης ενδέχεται να είναι συνοπτικό, το ημερολόγιο DPO θα πρέπει να υπεισέρχεται σε μεγαλύτερη ανάλυση σχετικά με τις ενέργειες που υλοποιούνται ή αναμένεται να υλοποιηθούν από τον οργανισμό. Δηλαδή, το ημερολόγιο αποτελεί μια προέκταση του αρχείου με τα προτεινόμενα μέτρα, περιλαμβάνοντας σχόλια, υποσημειώσεις και αναλυτικές πληροφορίες προς διευκόλυνση του DPO στο έργο της διαρκούς συμμόρφωσης και της τεκμηρίωσης αυτής. Η δε ανανέωση του πρέπει να είναι πολύ συχνή, σε αντίθεση με την ανανέωση του γενικότερου αρχείου με τα μέτρα, η οποία πραγματοποιείται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα.

Το ημερολόγιο DPO μπορεί να τηρείται σε ηλεκτρονικό αρχείο και να κοινοποιείται σε συστηματική βάση στην διοίκηση του οργανισμού. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία / ο φορέας μπορεί να λαμβάνει γνώση για την δραστηριότητα του DPO και το γενικότερο επίπεδο συμμόρφωσης, ενώ παράλληλα λειτουργεί και σαν υπενθύμιση προς την διοίκηση για τις ενέργειες που υπολείπονται να γίνουν.

2. Περιοδική ανανέωση παραδοτέων αρχείων αρχικής συμμόρφωσης

Είναι αυτονόητο ότι ένας από τους σημαντικότερους ρόλους του DPO είναι η περιοδική ανανέωση των αρχικών αρχείων συμμόρφωσης. Αν και δεν αναφέρεται ξεκάθαρα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η ανανέωση των αρχείων μια ή και παραπάνω φορές εντός ενός έτους, κρίνεται επιτακτική. Στην ουσία πρόκειται για μια τεκμηριωμένη ανανέωση των παραδοτέων αρχείων κάθε επιμέρους φάσης της αρχικής συμμόρφωσης, αλλάζοντας κάθε φορά τον αριθμό έκδοσης και σημειώνοντας την ημερομηνία της ανανέωσης (versioning).

Στην συγκεκριμένη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ευρήματα και ρίσκα, ενώ καταγράφονται και όλα τα πεπραγμένα σχετικά με τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που αρχικά προτάθηκαν, μέσω και της άντλησης δεδομένων από το ημερολόγιο DPO.

Εφόσον ο οργανισμός ακολουθεί μια σωστή και ουσιαστική πορεία συμμόρφωσης, οι περιοδικές ανανεώσεις των βασικών αρχείων από τον DPO, αναμένεται να αποδεικνύουν έμπρακτα την «βελτίωση» του γενικότερου επιπέδου συμμόρφωσης.

Ακολούθως, θα πρέπει να ανανεώνονται από τον DPO και όσες – ήδη διανεμημένες – πολιτικές, διαδικασίες και οδηγίες εργασίας κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου αυτές να ενσωματώνουν τυχόν ευρήματα που προκύπτουν από τις περιοδικές ανανεώσεις.

3. Διεξαγωγή Μελέτης Αντικτύπου (DPIA) για νέες διαδικασίες / δραστηριότητες και επικαιροποίηση παλαιότερων

Στα πλαίσια της περιοδικής ανανέωσης των παραδοτέων αρχείων συμμόρφωσης, ο DPO οφείλει να εστιάζει την προσοχή του και στις επιμέρους Μελέτες Αντικτύπου (Data Privacy Impact Assessment -DPIA).

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του GDPR, η εκάστοτε ιδιωτική εταιρεία ή φορέας του Δημοσίου πρέπει να διεξάγει Μελέτη Αντικτύπου όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο (ενδεικτικά, όταν παρουσιάζεται υψηλός κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα των επιμέρους κατηγοριών υποκειμένων). Πέρα όμως από την διεξαγωγή των αρχικών μελετών αντικτύπου κατά την φάση της επίσημης συμμόρφωσης, πρέπει να διεξάγει παρόμοιες μελέτες και για κάθε νέα διαδικασία / δραστηριότητα εντός της εταιρείας / του φορέα και να επικαιροποιεί / ανανεώνει παλαιότερες Μελέτες Αντικτύπου, στις οποίες και θα πρέπει να ενσωματώνονται νέα ευρήματα ή/και η υλοποίηση επιμέρους ενεργειών που μπορεί να σχετίζονται με την DPIA. Ο DPO είναι υπεύθυνος να αξιολογεί τις μελέτες αυτές και να παρέχει τη γνώμη του.

4. Τακτικές επιθεωρήσεις επιτήρησης συμμόρφωσης

Στις βασικές υποχρεώσεις ενός DPO, είναι και η διενέργεια επιθεωρήσεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να ελέγξει το επίπεδο συμμόρφωσης σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τηρούνται και διακινούνται εντός μιας εταιρείας / ενός φορέα.

Συνεπώς, ένας DPO πρέπει κάθε τόσο να επισκέπτεται τον οργανισμό (αν είναι εξωτερικός) και να διεξάγει εσωτερικές επιθεωρήσεις σε κάθε τμήμα / υπηρεσία, αλλά και γενικότερα στο σύνολο του οργανισμού. Κατά τα πρότυπα των επιθεωρήσεων ποιότητας, ο DPO πρέπει να είναι εφοδιασμένος με μια φόρμα επιθεώρησης, η οποία στην ουσία αποτελεί έναν οδηγό σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους όρους του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων. Κατά την διάρκεια της επιθεώρησης αλλά και κατά την μετέπειτα αξιολόγηση των νέων ευρημάτων, ο DPO θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επίσημο υλικό από την αρχική συμμόρφωση, όπως ενδεικτικά, τα πρώτα ευρήματα και αποκλίσεις, τα προτεινόμενα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα κλπ. Στην περίπτωση μελλοντικών επιθεωρήσεων, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα ευρήματα τυχόν προηγούμενων εσωτερικών επιθεωρήσεων (μετά την αρχική συμμόρφωση).

Τα αποτελέσματα κάθε επιθεώρησης θα πρέπει να καταγράφονται και να τηρούνται μαζί με τον αρχικό φάκελο της συμμόρφωσης, αφού, πέρα από την ουσία, αποτελούν και αυτά έμπρακτη απόδειξη της προσπάθειας διαρκούς συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

5. Τακτικές εκπαιδεύσεις

Βασικό μέλημα ενός DPO είναι η διαρκή εγρήγορση του οργανισμού προς την κατεύθυνση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Πέραν όλων των άλλων ενεργειών μετά το τέλος της αρχικής συμμόρφωσης, αυτό επιτυγχάνεται και μέσω συχνών εκπαιδεύσεων του προσωπικού. Οι εκπαιδεύσεις αυτές πρέπει να έχουν – σε κάποιο βαθμό – διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο από τις αρχικές εκπαιδεύσεις, καθότι θα πρέπει να εστιάζουν πιο αναλυτικά σε επιμέρους θέματα.

Ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, αντικείμενο των εκπαιδεύσεων θα μπορούσε να είναι η αναφορά σε πραγματικά συμβάντα διαρροής δεδομένων στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, οι αναφορές σε προσθήκες ή/και διαφοροποιήσεις στο νομοθετικό στερέωμα, ειδικότερη αναφορά και εκπαίδευση σε τεχνικά μέτρα σχετικά με την ασφαλή χρήση και λειτουργία των ηλεκτρονικών μέσων, των προγραμμάτων και της χρήσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ., υπενθύμιση στον τρόπο αντίδρασης και διαχείρισης περιστατικών διαρροής δεδομένων, υπενθύμιση των ήδη διανεμημένων πολιτικών, διαδικασιών, οδηγιών εργασίας και εντύπων και παρουσίαση τυχών νέων εκδόσεων κλπ.

* Ο Δημοσθένης Κωστούλας, Quality Manager και DPO σε Ιδιωτική Κλινική στην Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος MBΑ και MSc (International Business and Finance). Είναι ένας εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου με τίτλο «Η Συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων – Πρακτικά Ζητήματα – Υποδείγματα» (Ιανουάριος 2020, Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ), ενώ ταυτόχρονα, αποτελεί γενικό γραμματέα και μέλος Δ.Σ. του ελληνικού παραρτήματος του European Association of Data Protection Professionals (EADPP), επιστημονικό συνεργάτη του Ευρωμεσογειακού Ινστιτούτου Ποιότητας & Ασφάλειας στις Υπηρεσίες Υγείας Avedis Donabedian (EIQSH), μέλος της ομάδας του Homo Digitalis, μέλος του DPO Network Greece και μέλος του ΙΝ.ΕΠ.ΙΔ Β.Ελλάδος.

Πηγές: 

Τσιπτσέ, Ο. και Κωστούλας, Δ. (Ιανουάριος 2020), Η συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων GDPR EU 2016/679 – Πρακτικά Ζητήματα Υποδείγματα, Νομικές Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ, Αθήνα

Σωτηρόπουλος, Β. (2017),  Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων – Εργαλειοθήκη για τον νέο θεσμό σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα – Θεσσαλονίκη

Ομάδα Προστασίας των Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα του Άρθρου 29 (6/EL WP 243 rev.01 – Απρίλιος 2017), Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων

https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,211475&_dad=portal&_schema=PORTAL


Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική: Μια βεβιασμένη συνύπαρξη

Γράφουν οι Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης

 

Το ζήτημα της ασφάλειας στον δημόσιο χώρο αποτελεί προτεραιότητα κάθε έννομης τάξης, καθιστώντας την έγκαιρη πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος αναπόσπαστο κομμάτι της ημερήσιας διάταξης.

Η ανάδυση νέων μορφών και διαύλων εγκληματικότητας και η χρήση της τεχνολογίας για εγκληματικούς σκοπούς, ωθεί τα όργανα επιβολής του νόμου να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες προκλήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου (facial recognition) έχει ενταχθεί δυναμικά στο οπλοστάσιο της αστυνομίας διεθνώς, ευελπιστώντας πώς θα αποτελέσει έναν ακόμα σύμμαχο στον αγώνα κατά του εγκλήματος.

Συνοπτικά, η τεχνολογία facial recognition συλλέγει σε πραγματικό χρόνο τα βιομετρικά χαρακτηριστικά του προσώπου και με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου αλγόριθμου επιχειρεί να τα ταυτοποιήσει με φωτογραφίες που βρίσκονται αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.

Η εν λόγω διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από έναν υπολογιστή. Τι μπορεί να πάει άραγε λάθος;

Οι ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver είναι ενδεικτικές.

Ο Robert Williams, ένας Αφροαμερικανός κάτοικος του Detroit, συνελήφθη στα τέλη Ιουνίου στην είσοδο του σπιτιού του, μπροστά στις δύο ανήλικες κόρες του, χωρίς κανείς να μπορεί να του αναφέρει τον λόγο.

Στο αστυνομικό τμήμα ενημερώθηκε πως θεωρείται ύποπτος για την ληστεία ενός καταστήματος το 2018, καθώς το πρόσωπό του ταυτοποιήθηκε με ένα απόσπασμα από την κάμερα ασφαλείας του καταστήματος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ταυτοποίηση έγινε με βάση μια παλιά φωτογραφία από δίπλωμα οδήγησης. Μετά από τριάντα ώρες κράτησης, ο Robert Williams αφέθηκε τελικά ελεύθερος.

Η κυνική ομολογία των αστυνομικών του Detroit είναι αφοπλιστική: «ο υπολογιστής μάλλον έκανε λάθος».

Ο Williams επέλεξε να δώσει δημοσιότητα στην ιστορία του, δηλώνοντας ότι δεν ξέρει πώς να εξηγήσει σε δύο ανήλικα κορίτσια ότι ο μπαμπάς τους συνελήφθη κατά λάθος μπροστά στα μάτια τους.

Ταυτόχρονα, επεσήμανε πως, μολονότι η δική του περιπέτεια έληξε μέσα σε τριάντα ώρες, «σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ταλαιπωρούνται πολύ περισσότερο για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξαιτίας αντίστοιχων λαθών».

Ο Michael Oliver, επίσης Αφροαμερικανός κάτοικος Detroit, αποκάλυψε τη δική του περιπέτεια, αφού πρώτα άκουσε για την ιστορία του Williams.

Τον Ιούνιο του 2019, ο Oliver συνελήφθη από την αστυνομία του Detroit στον δρόμο για τη δουλειά του, με την κατηγορία της κλοπής του iPhone ενός δασκάλου.

Μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του ήταν το καρέ από ένα βίντεο μιας κάμερας ασφαλείας. Το συγκεκριμένο στιγμιότυπο εισήχθη στην εφαρμογή facial recognition της αστυνομίας του Detroit και ο Oliver υποδείχθηκε από το σύστημα ως βασικός ύποπτος.

Σε αντίθεση με τον Williams, η δική του υπόθεση κράτησε πολύ περισσότερο από τριάντα ώρες, καθώς οδηγήθηκε σε δίκη, όπου και τελικά αθωώθηκε τρεις μήνες μετά την σύλληψή του.

Οι παραπάνω ιστορίες προσφέρουν ένα χρήσιμο παράδειγμα για τα όρια και τους κινδύνους της μαζικής χρήσης της τεχνολογίας facial recognition από τις αστυνομικές αρχές.

Είναι εύλογο να αναρωτιέται κάποιος κατά πόσο είναι αρκετό το ταίριασμα μια παλιάς φωτογραφίας από έναν υπολογιστή για την σύλληψη, κι ενδεχομένως την καταδίκη, ενός ανθρώπου.

Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να διερευνηθεί το ζήτημα της ευθύνης σε περίπτωση λανθασμένου αποτελέσματος, καθώς και να αξιολογηθεί το κατά πόσο είναι  πράγματι ουδέτερη η συγκεκριμένη τεχνολογία.

Στους προβληματισμούς αυτούς, καθώς και στο ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε ευθύς αμέσως.

Facial recognition και τεχνολογικοποίηση των διακρίσεων

Αν προσέξει κανείς τις ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver, ένα κοινό χαρακτηριστικό γίνεται αμέσως διακριτό: και οι δύο συλληφθέντες είναι Αφροαμερικανοί.

Σύμφωνα με την έρευνα του National Institute of Standards and Technology (NIST), η χρήση της τεχνολογίας facial recognition έχει ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αναγνώριση (false positives) ανθρώπων αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής, έως και 100 φορές περισσότερο συγκριτικά με τους λευκούς, ενώ η ομάδα που πλήττεται περισσότερο από false positives είναι οι Αμερικάνοι, ινδιάνικης καταγωγής.

Αντίθετα, η πληθυσμιακή κατηγορία που επωφελείται από το χαμηλότερο ποσοστό λάθους είναι οι λευκοί άντρες μέσης ηλικίας.

Τρία από τα βασικά εργαλεία ψηφιακής αναγνώρισης προσώπων που έχουν αναπτυχθεί από τεχνολογικούς κολοσσούς (Microsoft, IBM, Megvii), δίνουν λάθος αποτελέσματα μία στις τρεις φορές, όταν πρόκειται για την ταυτοποίηση του φύλου μαύρων γυναικών.

Αντίθετα, το ποσοστό λάθος ταυτοποίησης λευκών ανδρών είναι μόλις 1%.

Αντίστοιχα, σε μια δοκιμαστική μελέτη του λογισμικού Rekognition της Amazon, το πρόγραμμα ταυτοποίησε λανθασμένα 28 μέλη του Κογκρέσου με άτομα που είχαν συλληφθεί στο παρελθόν για κάποιο έγκλημα. Οι λάθος ταυτοποιήσεις αφορούσαν  συντριπτικά σε μαύρους και λατίνους.

Ο υψηλός αριθμός false positives σε βάρος των μαύρων αποτελεί επί της ουσίας την τεχνολογικοποίηση των ήδη υφιστάμενων διακρίσεων.

Όσο κι αν τα νούμερα φαντάζουν δυστοπικά, δεν διαφέρουν πολύ σε σχέση με όσα συμβαίνουν στου αμερικανικούς δρόμους μέχρι σήμερα, όπου η πρακτική του racial profiling έχει ως αποτέλεσμα να σταματώνται καθημερινά για έλεγχο από την αστυνομία δυσανάλογα περισσότεροι μαύροι.

Ενδεικτικά, το 2019, σε σύνολο 13.459 ελέγχων στο δρόμο από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, το 90% αφορούσε σε μαύρους και λατίνους και μόλις το 9% σε λευκούς.

Ως εκ τούτου, η χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία  αποτελεί επί της ουσίας τη μεταφορά της διαδεδομένης πρακτικής profiling στον ψηφιακό κόσμο.

Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική

Η χρήση της τεχνολογίας facial recognition δεν περιορίζεται στο να ξεκλειδώνουμε με ευκολία το κινητό μας.

Ούτε αφορά μόνο τον έλεγχο του διαβατηρίου μας από την ασφάλεια του αεροδρομίου. Η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου αποτελεί πλέον ένα ισχυρό ερευνητικό και ανακριτικό εργαλείο στα χέρια των αστυνομικών αρχών.

Στις Η.Π.Α., ένα στα τέσσερα αστυνομικά τμήματα έχει πρόσβαση σε εφαρμογές facial recognition με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Αντίστοιχα, το σύστημα ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου της Interpol (IFRS) περιέχει αποθηκευμένες φωτογραφίες προσώπων σε περισσότερες από 160 χώρες.

Ωστόσο, η απουσία στοιχείων για την αποτελεσματικότητα και την πραγματική συμβολή της συγκεκριμένης τεχνολογίας στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι ανησυχητική, ενισχύοντας έτσι τις φωνές που αγωνίζονται υπέρ της απαγόρευσης της χρήσης facial recognition από την αστυνομία.

Χαρακτηριστικά, αναφέρεται πως η χρήση facial recognition δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής στην διαλεύκανση κανενός βαρύτερου ή ειδεχθούς εγκλήματος, παρά μόνο στην εξιχνίαση μικροπαραβάσεων και κλοπών.

Απουσία ρυθμιστικού πλαισίου

Ακόμα κι αν κάποιος δεν υποστηρίζει την καθολική κατάργηση της χρήσης facial recognition από την αστυνομία, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει την ανάγκη θεσμοθέτησης ενός κανονιστικού πλαισίου που θα συμβάλει στην ενίσχυση της διαφάνειας.

Χαρακτηριστικά, η Amazon, της οποίας το λογισμικό ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου Rekognition χρησιμοποιείται από πολλά αστυνομικά τμήματα ανά τον κόσμο, αναγνώρισε πως η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου για τις εφαρμογές facial recognition είναι μείζονος σημασίας.

Μάλιστα,  σε σχετική δήλωση, τον Ιούνιο του 2020, ανακοίνωσε ότι θα παύσει την παροχή υπηρεσιών facial recognition σε αστυνομικές αρχές για ένα χρόνο, με σκοπό να ωθήσει τα κράτη να δημιουργήσουν ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για την ηθική χρήση της τεχνολογίας.

Παράλληλα, η εφαρμογή Clearview AI αποτελεί την πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη εφαρμογή από τα όργανα επιβολής του νόμου παγκοσμίως, διαθέτοντας μία βάση δεδομένων με περισσότερες από 3 δισεκατομμύρια εικόνες προσώπου, οι οποίες έχουν συλλεχθεί από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η εν λόγω εφαρμογή βασίζεται στη χρήση τεχνολογίας facial recognition και δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να ανεβάσει τη φωτογραφία ενός ατόμου στην εφαρμογή και να επιτύχει την αναγνώριση και σύνδεση του με τους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, περισσότερες από 600 αστυνομικές αρχές παγκοσμίως κάνουν χρήση της εν λόγω εφαρμογής.

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, σε επιστολή του προς τη Homo Digitalis, αρνήθηκε τη χρήση της εφαρμογής από την Ελληνική Αστυνομία.

Σε διεθνές επίπεδο, αυξάνονται οι αντιδράσεις απέναντι στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής, ενώ εισαγγελικές έρευνες έχουν ξεκινήσει σε Καναδά, Αυστραλία και Αγγλία. Μάλιστα, στον απόηχο των εισαγγελικών ερευνών, η Clearview αποφάσισε να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών της προς την καναδική αστυνομία.

Γίνεται σαφές πως οι εφαρμογές facial recognition δεν είναι ακόμα σε θέση να προσφέρουν απολύτως ασφαλή αποτελέσματα.

Ο υψηλός αριθμός λανθασμένων ταυτοποιήσεων και η σύλληψη αθώων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως παράπλευρη απώλεια της χρήσης μια τεχνολογικής εφαρμογής.

Μάλιστα, φαίνεται πως ακόμα και οι εταιρίες που αποκομίζουν οικονομικό όφελος από την ανάπτυξη και τη χρήση των συγκεκριμένων εφαρμογών, πλέον παρουσιάζουν σημαντικούς ενδοιασμούς στην παροχή των υπηρεσιών τους, ζητώντας από τα κράτη να προβούν στη θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου που θα προστατεύει τους πολίτες από τη λανθασμένη χρήση της τεχνολογίας.

Προς το παρόν, ούτε η τεχνολογία ούτε το ρυθμιστικό πλαίσιο για την εφαρμογή της δείχνουν ικανά να εγγυηθούν την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η χρήση εφαρμογών facial recognition από τις αστυνομικές αρχές πρέπει να περιμένει.

 

*Ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice MSc) από το Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι τακτικό μέλος της Homo Digitalis.


Συνέντευξη με τον καθηγητή Chris Brummer για τη διεθνή νομική συνεργασία στον τομέα των κρυπτονομισμάτων

Τα τελευταία χρόνια, η αναγνωρισιμότητα, ζήτηση και προσβασιμότητα των κρυπτονομισμάτων έχει αυξηθεί σημαντικά. Τα λεγόμενα «stablecoins» έχουν αναδειχθεί ως μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων με σχετικά χαμηλό κίνδυνο για θεσμικούς επενδυτές, ενώ τα διάφορα «altcoins» συνεχίζουν να προσελκύουν ιδιώτες επενδυτές λόγω της διαθεσιμότητας τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech).

Οι εν λόγω εξελίξεις έχουν μεγιστοποιήσει μια σειρά κινδύνων που οφείλονται σε δύο εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας blockchain στην οποία βασίζονται τα κρυπτονομίσματα: τη μη μεταβλητότητα και την αποκέντρωση. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν μη ανακτήσιμα κόστη (τα οποία συνήθως πηγάζουν από τη μεταβλητότητα της αξίας των νομισμάτων), την απώλεια ή κλοπή ιδιωτικών «κλειδιών», καθώς και την αυξανόμενη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων μέσω κρυπτονομισμάτων.

Ζητήσαμε από τον Chris Brummer, καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Georgetown*, να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με τη σημασία της διεθνούς νομικής ρύθμισης, τυποποίησης και συνεργασίας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ως άνω κινδύνων και τις προκλήσεις που ενέχει η προσπάθεια ευθυγράμμισης και εναρμόνισης των εσωτερικών ρυθμιστικών προσεγγίσεων.

 

Ο καθηγητής Brummer ξεκίνησε σημειώνοντας ότι ο βασικός κίνδυνος των κρυπτονομισμάτων από την επενδυτική σκοπιά έγκειται στην πολυπλοκότητά τους.

«Τί είναι; Πώς λειτουργούν και ποιά είναι η προβαλλόμενη αξία τους; Λόγω της πολυπλοκότητάς τους, τα κρυπτονομίσματα ενέχουν μια σειρά από κινδύνους, με αποτέλεσμα πολλοί επενδυτές να τυγχάνουν εκμετάλλευσης από διάφορους κύκλους», εξήγησε ο καθηγητής Brummer.

 

Τα κρυπτονομίσματα είναι εγγενώς διασυνοριακά χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς λειτουργούν σε ψηφιακές πλατφόρμες. Επομένως, ο μετριασμός των κινδύνων που συνεπάγεται η αυξανόμενη κυκλοφορία και χρήση τους απαιτεί διεθνή συντονισμό.

 

«Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω ανεπίσημων κατευθυντήριων γραμμών και πρακτικών οι οποίες, σε περίπτωση που δε μπορούν να λάβουν το χαρακτήρα ‘εναρμόνισης’, θα πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίζουν την κύμανση των εθνικών μεταρρυθμίσεων στην ίδια ευρεία κατεύθυνση», σημειώνει ο καθηγητής Brummer.

 

Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών

 

Η επίτευξη ακόμη και ενός ελάχιστου βαθμού διεθνούς συναίνεσης μπορεί ωστόσο να αποδειχθεί αρκετά δύσκολη δεδομένης της ύπαρξης σημαντικών κανονιστικών περιορισμών σε εθνικό επίπεδο. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Brummer, «κατ’αρχάς, παρότι η τεχνολογία είναι καινούργια, οι υπάρχουσες ρυθμιστικές αρχές λειτουργούν στη βάση παραδοσιακών νομικών συστημάτων. Επομένως, ο ίδιος ο ορισμός των κρυπτονομισμάτων ποικίλλει απο χώρα σε χώρα. Δηλαδή οι διάφορες εγχώριες νομικές τάξεις προσδιορίζουν διαφορετικά έννοιες όπως “αξία”/ “αξιόγραφο”, ενώ αντιλαμβάνονται το ρόλο βασικών οντοτήτων διαφορετικά, όπως π.χ. των «ανταλλακτηρίων» και των τραπεζών. Αυτοί οι ορισμοί δε μπορουν έυκολα να τροποποιηθούν – στις ΗΠΑ για παράδειγμα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ σε άλλες έννομες τάξεις μπορεί να επιβάλλονται από την εθνική (ή στην περίπτωση της ΕΕ, Ενωσιακή) νομοθεσία. Ο διεθνής συντονισμός μπορεί επομένως να καταστεί δυσεπίτευκτος και να προσκρούσει σε διαφορετικά επίπεδα πρακτικών δυσκολιών.»

Εκτός από τις βασικές διαφορές στις υπάρχουσες εσωτερικές νομικές δομές, μπορεί επίσης να υπάρχουν διαφορές ως προς τα συμφέροντα του κάθε κράτους. «Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η επιθυμία καθορίζεται από την εμπειρία του κάθε κράτους», εξηγεί ο καθηγητής Brummer. «Πάρτε για παράδειγμα το πώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Η Ιαπωνία ήταν μια από τις πιο ‘φιλικές’ χώρες στον κόσμο όσον αφορά τα κρυπτονομίσματα. Αυτή η ελαφριά ρυθμιστική στάση άρχισε να αλλάζει όταν το μεγαλύτερο ιαπωνικό ανταλλακτήριο, το Coincheck, έπεσε θύμα παραβίασης από hackers, με αποτέλεσμα την κλοπή NEM tokens αξίας περίπου 530 εκατομμυρίων δολαρίων. Έκτοτε, οι ιαπωνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτούν από όλα τα ανταλλακτήρια τα οποία λειτουργούν στη χώρα την εξασφάλιση ειδικής άδειας. Αντίθετα, άλλες χώρες-μέλη των G20, όπως η Γαλλία, είχαν εξ’αρχής υιοθετήσει μια πιό στοχευμένη προσέγγιση, έχοντας υπόψη τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους και απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία, ειδικά τη στιγμή που διάφορες εταιρείες εκφράζουν δισταγμούς ως προς το Λονδίνο ως χρηματοοικονομικό κέντρο (λόγω Brexit). Αν και δεν απορρίπτει τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, η Γαλλία διατηρεί ένα καθεστώς προαιρετικής και υποχρεωτικής άδειας. Η τελευταία απαιτείται για εταιρείες που επιδιώκουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία έναντι νόμιμου χρήματος, ή να παράσχουν υπηρεσίες φύλαξης ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.»

 

Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας.

 

Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας του διεθνούς συντονισμού είναι η ύπαρξη πολλαπλών εγχώριων και διεθνών ρυθμιστικών αρχών. Ο καθηγητής Brummer παρατηρεί ότι «οι διεθνείς και εγχώριες ρυθμιστικές αρχές δε συμφωνούν πάντα στις προσεγγίσεις τους. Η Επιτροπή της Βασιλείας, για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα ήταν λιγότερο ενθουσιώδης αναφορικά με τη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων απ΄οτι το ΔΝΤ, το οποίο επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς πληρωμές και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ακόμα και εντός συνόρων, οι πολλαπλοί ρυθμιστικοί φορείς μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φαίνεται να είναι πολύ πιο επιφυλακτική από την Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων. Ομοίως, η ΕΚΤ φαίνεται να είναι πιο επιφυλακτική από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών .»

Προς το παρόν, η διεθνής ρυθμιστική συνεργασία φαίνεται να εξελίσσεται αργά, υπό το φως των ως άνω περιορισμών τους οποίους περιγράφει ο καθηγητής Brummer. Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες, ακόμη και εντός της ΕΕ, ενδέχεται επομένως να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για πρώτη φορά, πρόσφατα εξέδωσε ανακοίνωση υιοθετόντας τις απόψεις των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών που προειδοποιούν τους καταναλωτές για τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, χωρίς να έχει ωστόσο ακόμη εκδώσει ακριβείς οδηγίες. Σε κάθε περίπτωση, καθώς τα νέα stablecoins επορικών κολοσσών ενδέχεται να κερδίσουν δημοσιότητα, είναι πιθανό να σημειωθούν ταχύτερες ρυθμιστικές εξελίξεις, ίσως προς ένα μεγαλύτερο βαθμό σύγκλισης μεταξύ των διαφόρων χωρών και αρχών.

 

*Ο Chris Brummer είναι ο οικοδεσπότης του δημοφιλούς podcast «Fintech Beat». Επίσης διευθύνει το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Georgetown, όπου και διδάσκει νομικά. Δημοσιεύει τακτικά και παραδίδει διαλέξεις σε ζητήματα που αφορούν το fintech, τα χρηματοοικονμικά και την παγκόσμια διακυβέρνηση, καθώς και το δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, τις μικροδομές της αγοράς και το διεθνές εμπόριο. Υπό αυτή την ιδιότητα, παρίσταται τακτικά ενώπιον πολυμερών θεσμικών οργάνων και συμμετέχει σε παγκόσμια ρυθμιστικά φόρουμ. Επίσης, καταθέτει απόψεις ενώπιον νομοθετικών οργάνων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Πρόσφατα ολοκλήρωσε την τριετή θητεία του ως μέλος της Ρυθμιστικής Αρχής του Χρηματοπιστωτικού Κλάδου, ενός οργανισμού εξουσιοδοτημένου από το Κογκρέσο των ΗΠΑ να εποπτεύει την αγορά κινητών αξιών.

** Photo Credits: Jinitzail Hernández / CQ Roll Call


Ψηφιακά Καρτέλ: οι κίνδυνοι, ο ρόλος των Big Data, τα πιθανά μέτρα και η Ε.Ε.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Καούρας*

 

Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια των «καρτέλ». Στα καρτέλ μεγάλοι παίκτες σε ολιγοπωλιακές συνήθως αγορές συνάπτουν τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ τους, διαμορφώνοντας ενιαία τιμή διάθεσης των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, προκειμένου να αποφύγουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό και να μοιράσουν τα κέρδη από την αγορά.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία τελικός ζημιωμένος είναι ο καταναλωτής, ο οποίος καταλήγει να πληρώνει περισσότερο από όσο θα ήταν αρχικά διατεθειμένος.

Το αποτέλεσμα είναι ότι μέρος του δικού του πλεονάσματος μετατρέπεται σε πλεόνασμα του (λιανο-)πωλητή.

Τι θα γινόταν όμως αν τέτοια φαινόμενα παρατηρούνταν στον ψηφιακό χώρο;

Αν δηλαδή αλγόριθμοι τιμολόγησης ήταν ικανοί να συντονίσουν τις τιμές ακόμα και σε μη ολιγοπωλιακές αγορές δημιουργώντας «ψηφιακά καρτέλ» («αλγοριθμική (σιωπηρή) συμπαιγνία»);

Οι αλγόριθμοι θα μπορούσαν να το πετύχουν αυτό θέτοντας αυτόματα εκείνες τις τιμές που μεγιστοποιούν τα κέρδη των (λιανο-)πωλητών.

Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά καρτέλ, όπου οι ανταγωνίστριες εταιρείες αναγκάζονται να συνάψουν ρητές ή σιωπηρές συμφωνίες μεταξύ τους, στα ψηφιακά καρτέλ ο συντονισμός των δράσεών τους μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς ρητή συμφωνία μεταξύ τους, αλλά με αναγνώριση της αμοιβαίας αλληλεξάρτησής τους στο πλαίσιο μίας δεδομένης αγοράς.

Σιωπηρή Συμπαιγνία και Αλγόριθμοι

Oι τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί σιωπηρή συμπαιγνία μέσω της χρήσης αλγορίθμων είναι πολλοί. Ενδεικτικά:

  1. Οι αλγόριθμοι έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν απειλές στην αγορά πολύ γρήγορα, για παράδειγμα μέσω ενός φαινομένου που είναι γνωστό ως «now casting», το οποίο επιτρέπει στους παίκτες της αγοράς να εξαγοράζουν προληπτικά τυχόν ανταγωνιστές ή να αντιδρούν επιθετικά στην είσοδο νέων παικτών στην αγορά.
  2. Οι αλγόριθμοι συμβάλλουν στην αύξηση της διαφάνειας της αγοράς και της συχνότητας των αλληλεπιδράσεων, με αποτέλεσμα να καθιστούν τους οικείους τομείς της αγοράς πιο επιρρεπείς σε συμπαιγνία.
  3. Οι αλγόριθμοι μπορούν να δρουν ως διευκολυντές συμπαιγνίας μέσω παρακολούθησης των κινήσεων των ανταγωνιστών με στόχο την επιβολή μίας συμπαιγνιακής συμφωνίας, επιτρέποντας τον έγκαιρο εντοπισμό αποκλίσεων από την καθορισμένη τιμή και τη χάραξη στρατηγικών αντεκδίκησης.
  4. Ο αλγοριθμικός συντονισμός μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα σενάριο «κέντρου και περιφέρειας» («hub and spoke») όπου οι ανταγωνίστριες εταιρίες ενδέχεται να χρησιμοποιούν τους ίδιους κατασκευαστές αλγορίθμων για τη δημιουργία αλγορίθμων τιμολόγησης και, έτσι, να καταλήγουν να βασίζονται στους ίδιους αλγορίθμους για την ανάπτυξη των στρατηγικών τιμολόγησης. Παρομοίως, ένα συμπαιγνιακό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν οι περισσότερες εταιρίες κατέληγαν να χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης για να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τον ηγέτη της αγοράς (στρατηγική «οφθαλμός αντί οφθαλμού»).
  5. «Σηματοδοτικοί αλγόριθμοι» μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις να ορίζουν αυτόματα ταχύτατα επαναλαμβανόμενες ενέργειες, όπως στιγμιαίες αλλαγές τιμών στη μέση της νύχτας, που δεν μπορούν να τύχουν εκμετάλλευσης από τους καταναλωτές, αλλά οι οποίες μπορούν να «διαβαστούν» και να εκτελεστούν από ανταγωνιστές που διαθέτουν καλούς, αναλυτικούς αλγόριθμους.
  6. «Αυτοδίδακτοι αλγόριθμοι» μπορεί να εξαφανίσουν την ανάγκη για ανθρώπινη μεσολάβηση, καθώς χρησιμοποιώντας τεχνολογίες νοημοσύνης των μηχανών («machine learning»), οι αλγόριθμοι αυτοί δύνανται να βοηθούν τις επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν ένα συμπαιγνιακό αποτέλεσμα χωρίς κάν να έχουν επίγνωση αυτού.

Αλγόριθμοι & Big Data: Σύμμαχοι του Καταναλωτή & της Επιχείρησης;

Τα Big Data ορίζονται ως εκείνο το «σώμα πληροφοριών που χαρακτηρίζεται από τέτοιο μεγάλο όγκο, ταχύτητα και ποικιλία που απαιτείται ειδική τεχνολογία και αναλυτικές μέθοδοι για τη μετατροπή του σε αξία». Οι αλγόριθμοι, ως «πολύ καλά ορισμένη υπολογιστική διαδικασία που λαμβάνει μία ορισμένη αξία, ή ένα σύνολο αξιών, ως «πρώτη ύλη» και παράγει μία άλλη αξία, ή σύνολο αξιών, ως αποτέλεσμα», παρέχουν την απαραίτητη τεχνολογία για την αξιοποίηση των Big Data.

Πώς θα μπορούσε ο συνδυασμός των δύο να οδηγήσει στη μείωση του κινδύνου επίτευξης σιωπηρής συμπαιγνίας σε μία αγορά;

Σε ψηφιακά οικοσυστήματα που στηρίζονται στη χρήση δεδομένων, οι καταναλωτές μπορούν να αναθέτουν αγοραστικές αποφάσεις σε αλγόριθμους που λειτουργούν ως το «άλλο ψηφιακό τους μισό» ή να συγκεντρωθούν σε αγοραστικές πλατφόρμες, ενισχύοντας έτσι την αγοραστική τους δύναμη.

Όταν οι αγοραστές έχουν ισχυρή αγοραστική δύναμη, έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα από πού και με ποιους όρους θα προμηθευτούν προιόντα ή υπηρεσίες και, έτσι, δυσχεραίνουν ανεπανόρθωτα κάθε προσπάθεια επίτευξης όρων συντονισμού μεταξύ των πωλητών.

Επίσης, οι αλγόριθμοι μπορούν να αναγνωρίσουν πιθανή συμπαιγνία μεταξύ των (λιανο-)πωλητών και να ειδοποιήσουν τον καταναλωτή ή ακόμα και να οδηγήσουν τον καταναλωτή να προμηθευτεί προιόντα ή υπηρεσίες από διαφορετικούς πωλητές προκειμένου να ισχυροποιήσουν τα κίνητρα νέων παικτών να εισέλθουν στην αγορά.

Πέρα από τη θετική λειτουργία σε επίπεδο ζήτησης, οι «αλγοριθμικοί καταναλωτές» μπορούν επίσης να επιτείνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των πωλητών, καθώς, με τη βοήθεια των αλγορίθμων, έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν ένα μεγάλο όγκο προσφορών και να αλλάξουν προμηθευτές, εάν αυτό κριθεί συμφέρον.

Από την άλλη πλευρά, η αυξημένη διαθεσιμότητα ηλεκτρονικών δεδομένων, ως αποτέλεσμα της χρήσης αλγορίθμων, μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για την αγορά σε επίδοξους νέους παίκτες μειώνοντας το κόστος εισόδου τους στην αγορά.

Επιπροσθέτως, οι αλγόριθμοι μπορούν να αποτελέσουν μία σημαντική πηγή καινοτομίας, επιτρέποντας σε επιχειρήσεις να αναπτύξουν μη παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα και να εξαγάγουν περισσότερες πληροφορίες από υπάρχοντα δεδομένα, οδηγώντας, έτσι,  σε πολυεπίπεδη ανάπτυξη της αγοράς και μείωση της παροντικής αξίας των συμπαιγνιακών συμφωνιών.

Τα Μέτρα Πρόληψης ή και Αντιμετώπισης των «Ψηφιακών Καρτέλ» και o Ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αναγνωρίζοντας ότι τυχόν μέτρα κατά των «ψηφιακών καρτέλ» μπορεί να έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, οι αρχές ανταγωνισμού καλούνται να υιοθετήσουν άλλοτε πιο ήπια και άλλοτε πιο ριζοσπαστικά μέτρα ανάλογα με τη σοβαρότητα ή και την πιθανότητα του κινδύνου συμπαιγνίας.

Ένα από τα παραδοσιακά εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι αρχές ανταγωνισμού προς αυτή την κατεύθυνση είναι η διεξαγωγή ερευνών αγοράς και η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις περιπτώσεις αλγοριθμικής τιμολόγησης και τον κίνδυνο συμπαιγνίας.

Σε περίπτωση που ο κίνδυνος συμπαιγνίας είναι υπαρκτός, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να τροποποιήσουν το καθεστώς ελέγχου των συγχωνεύσεων, μειώνοντας το κατώφλι παρέμβασής τους και διερευνώντας την πιθανότητα συμπαιγνίας ακόμα και σε λιγότερο ολιγοπωλιακές συνθήκες π.χ. συγχωνεύσεις από 4 σε 3 ή ακόμη και από 5 σε 4 μέρη.

Επιπλέον, θα μπορούσαν να ρυθμίσουν ex ante το καθεστώς των αλγορίθμων τιμολόγησης επιβάλλοντας απαίτηση ειδοποίησης και προηγούμενης ανάλυσής τους, δημιουργώντας τελικά ένα προστατευμένο κανονιστικό περιβάλλον («regulatory sandbox») για τη λειτουργία των αλγορίθμων.

Ένας τέτοιος έλεγχος θα μπορούσε να ανατεθεί σε έναν ειδικό φορέα, όπως ένα εθελοντικό δίκτυο μεταξύ ρυθμιστικών αρχών σε εθνικό και υπερ-εθνικό επίπεδο υπεύθυνων για τη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα («Digital Clearing House»).

Ταυτόχρονα, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να επανεξετάσουν την έννοια της «συμφωνίας» κατά την έκδοση των αποφάσεών τους στο μέλλον προκειμένου να ενσωματώσουν σε αυτήν και άλλες μορφές συντονισμού («meeting of minds») που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια αλγορίθμων.

Στη δε περίπτωση των «αυτοδίδακτων αλγορίθμων», θα μπορούσαν να διευρύνουν το πλαίσιο ευθύνης για παραβίαση διατάξεων του Δικαίου Ανταγωνισμού, αποδίδοντας ενοχή σε πρόσωπα που επωφελούνται από τις αυτόνομες αποφάσεις των αλγορίθμων.

Τέλος, όταν ο κίνδυνος συμπαιγνίας αξιολογείται ως πολύ υψηλός, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να εξετάσουν τη θέσπιση κανόνων για την αποτροπή της αλγοριθμικής συμπαιγνίας, καθορίζοντας ανώτατες τιμές τιμολόγησης, καθιστώντας τις συνθήκες της αγοράς πιο ασταθείς ή ακόμα και δημιουργώντας πλαίσιο κανόνων όσον αφορά το σχεδιασμό των αλγορίθμων.

Ωστόσο, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά πριν την εφαρμογή τους.

Καθώς οι περισσότερες διαδικτυακές εταιρείες που χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης λειτουργούν πέραν των εθνικών συνόρων και η Ε.Ε. έχει τη δύναμη να εξωτερικεύει το κανονιστικό της πλαίσιο εκτός των συνόρων της (ένα φαινόμενο γνωστό ως «η επίδραση των Βρυξελλών»), προτείνεται από τον γράφοντα η χάραξη πολιτικής κατά της αλγοριθμικής συμπαιγνίας να λάβει χώρα σε επίπεδο Ε.Ε., με τη συνεργασία όλων των αρμόδιων αρχών για τη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα.

Το εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο σε επίπεδο Ε.Ε., όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ), είναι σημαντικό για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των καταναλωτών και για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης και της ταχείας επέκτασης των καινοτόμων πλατφορμών που χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι, μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποιεί επί του παρόντος μια εις βάθος ανάλυση των προκλήσεων και των ευκαιριών που παρουσιάζονται από την αλγοριθμική λήψη αποφάσεων.

Μάλιστα, η Ανεξάρτητη Υψηλού Επιπέδου Ομάδα Ειδικών για την Τεχνητή Νοημοσύνη, που έχει συσταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσιοποίησε τον Απρίλιο 2019 Kατευθυντήριες Γραμμές Δεοντολογίας για μία Αξιόπιστη Τεχνητή Νοημοσύνη, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη θα πρέπει να προάγει τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών και να λειτουργεί εντός ενός πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας.

Καταληκτικά, δεδομένων των δυνητικών ωφελειών από τη χρήση αλγορίθμων, αλλά και των κινδύνων που εγκυμονεί η δημιουργία «ψηφιακών καρτέλ» για το καταναλωτικό κοινό, είναι σαφές ότι θα πρέπει να βρεθεί η «χρυσή τομή» μεταξύ μιας laissez-faire προσέγγισης, που μπορεί να καταλήξει επικίνδυνη για τον καταναλωτή, και μιας απόλυτα παρεμβατικής προσέγγισης, που μπορεί να αποβεί μοιραία για τον ίδιο τον ανταγωνισμό.

*Ο Κωνσταντίνος Καούρας είναι δικηγόρος Αθηνών με ειδίκευση στο Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στο μεγαλύτερο μη-κερδοσκόπικο πάροχο υπηρεσιών Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Nuffield Health. Παράλληλα, πραγματοποιεί μεταπτυχιακό στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού και της Πνευματικής Ιδιοκτησίας στο University College London. Έχει εκπονήσει εργασίες με θέμα τη διάδραση Δικαίου του Ανταγωνισμού και Δικαίου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ενώ έχει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον για τη λειτουργία των αλγορίθμων και των Big Data.

Βιβλιογραφία

Lianos I, Korah V, with Siciliani P, Competition Law Analysis, Cases, & Materials (OUP 2019)

OECD, ‘Algorithms and Collusion: Competition Policy in the Digital Age’ (2017) <www.oecd.org/competition/algorithms-collusion-competition-policy-in-the-digital-age.htm>

OECD, ‘Big Data: Bringing Competition Policy to the Digital Era – Background Note by the Secretariat’ (2016) <https://one.oecd.org/document/DAF/COMP(2016)14/en/pdf>  


Η εργασία από το σπίτι και το μέλλον των Κοινών

Γράφει ο Πέτρος Τερζής*

 

Αν και ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως τα τελευταία χρόνια, η εργασία από το σπίτι δεν είναι κάτι καινούριο.

Αντίθετα, η παραγωγή πλούτου και η οικονομική δραστηριότητα με πυρήνα το σπίτι έχουν την απαρχή τους στα «cottage industries» της προβιομηχανικής επανάστασης, τις μικρές δηλαδή οικιακές μονάδες παραγωγής όπου τα μέλη ενός νοικοκυριού επεξεργάζονται υφάσματα, ξύλο, πηλό κα.

 

Εργασία από το σπίτι στην προβιομηχανική επανάσταση (εικόνα από Pinterest)

Τότε, στην εποχή του μόχθου, η ανθρώπινη κατάσταση περιοριζόταν και εξαντλούνταν σε έναν στενό, οικείο κύκλο. Ζωή και επιβίωση, μόχθος και εργασία, περιστρέφονταν γύρω από τον πυρήνα του «ιδιωτικού». Ακόμα κι όταν ο άνθρωπος έβγαινε από το σπίτι του για να πάει στο χωράφι του, οι δεσμοί με αυτόν τον πυρήνα δε σπάγανε αφού έφευγε από κάτι «δικό του» για να καταλήξει, πάλι, σε κάτι άλλο «δικό του».

Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή και η οικιακή οικονομία.

Μετά ήρθαν οι μηχανές και τα εργοστάσια.

Η βιομηχανική επανάσταση, αποσυνδέοντας τον άνθρωπο από το μόχθο της καλλιέργειας της γης και την οικιακή μονάδα παραγωγής, διέκοψε αυτή την αέναη ανακύκλωση της υπάρξής του ανθρώπου στη σφαίρα του ιδιωτικού. Πλέον ο άνθρωπος θα έφευγε από το σπίτι του όχι για να πάει στη γη του, αλλά για να πάει στη δουλειά του. Στο εργοστάσιο, στο ανθρακωρυχείο, στο λατομείο, στο μηχανουργείο.

Κι ήταν αυτό ακριβώς το ταξίδι στο χώρο εργασίας που άλλαξε το ρου της ιστορίας της ανθρώπινης κατάστασης. Αν, λοιπόν, θέλουμε να αξιολογήσουμε τη σημασία και τις προεκτάσεις της εργασίας από το σπίτι σήμερα, αξίζει να πιάσουμε το νήμα από εκεί.

Γιατί το ταξίδι προς τη δουλειά, ήταν ο παράγοντας που μετέβαλε την «εξίσωση» της εδραιωμένης μέχρι τότε ανθρώπινης κατάστασης. Ήταν η στιγμή της εξόδου του ανθρώπου από την σφαίρα του ιδιωτικού και η έκθεσή του σε αυτήν του κοινωνικού/πολιτικού.  Πλέον ο άνθρωπος επηρεαζόταν άμεσα από την κατάσταση των «κοινών». Ο δρόμος που έπαιρνε για τη δουλειά, ο χρόνος που έχανε στο τρένο της επιστροφής, η πλατεία που περπατούσε, οι ώρες και οι συνθήκες που εργαζόταν, αποτέλεσαν προβολές μια άλλης, δεύτερης σφαίρας. Τα προβλήματα και η πρόοδος των «κοινών» έγιναν πλέον και «δικά του». Ο άνθρωπος δεν ήταν πια μέλος μιας οικογένειας, αλλά αναπόσπαστο -ή και αναλώσιμο- κομμάτι μιας κοινότητας ανθρώπων. Η ανθρώπινη κατάσταση άλλαξε.

Παράλληλα, όμως, μεταλλάχθηκε και η ίδια η σφαίρα του ιδιωτικού. Η ορθάνοιχτη πόρτα σε «ακάλεστους» γείτονες και συγγενείς του σπιτιού της αγροτικής οικογένειας, άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει. Οι τέσσερεις τοίχοι του σπιτιού έγιναν πια το σύνορό του ανθρώπου με την πόλη, το όριο που χωρίζει το «ιδιωτικό» από το «κοινό». Η οικεία άρχισε ‘ετσι να αποκτά, την αίσθηση του άβατου και με την συνδρομή του δικαίου, έγινε πια κάτι ιερό. Ένας χώρος ξεκούρασης και απομόνωσης από τη βουή της καθημερινότητας και του εργοστασίου. Ένας χώρος όπου ο άνθρωπος είχε αναφαίρετο το δικαίωμα «να τον αφήνουν στην ησυχία του».

Όσο προχωράμε στη βιομηχανική επανάσταση και με δεδομένη πια την αναφαίρετη προστασία του ιερού της οικείας του (χώρος), ήρθε και η αναγνώριση πώς όταν ο άνθρωπος φεύγει από το εργοστάσιο, 8 ώρες μετά την έλευσή του, το εργοστάσιο κλείνει και η δουλειά του τον αφήνει -κι αυτή- στην ησυχία του. Πλέον, τον χρόνο που είχε διαθέσιμο μπορούσε να τον επενδύσει όπου ήθελε. Στην οικογένειά του, στην εκπαίδευσή του, στη διασκέδασή του ή στη συλλογική του δράση με άλλους για ένα καλύτερο μέλλον.

Κάπως έτσι, περιγράφει η Χάνα Αρέντ, η αποσύνδεση του εργαζόμενου από το σπίτι διαμόρφωσε εν πολλοίς τους όρους της σχέσης του ανθρώπου με το χώρο («το κοινό» ενάντια στο «ιδιωτικό») και τον χρόνο («χρόνος εργασίας» και «χρόνος ξεκούρασης») μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα.

Γιατί μέχρι τότε, οι διαχωριστικές αυτές γραμμές ήταν ξεκάθαρες.

Μετά, ήρθε το διαδίκτυο.

Όλα πια, γίναν προσβάσιμα με ένα άγγιγμα. Το φαγητό, τα ψώνια, τα βιβλία, η γυμναστική, η εργασία…

Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, όπως θέλει να την αποκαλεί το World Economic Forum.

Η εποχή της Πληροφορίας για τους υπολοίπους.

Η πρώτη φάση της εργασιακής μετάβασης έγινε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις smartphones εφαρμογές και τις τεχνολογίες διαχείρισης προσωπικού και projects. Ο εργαζόμενος, «φίλος» πια με τον εργοδότη του, έδινε -και έδειχνε- το πράσινο φως μιας διαρκούς διαθεσιμότητας.

Κάπως έτσι, τα χρονικά όρια μεταξύ εργασίας και μη-εργασίας αλλοιώθηκαν. Οι κάποτε ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές της βιομηχανικής εποχής, θόλωσαν.  Κάποιες διάσπαρτες ρυθμίσεις για το «δικαίωμα να είσαι εκτός σύνδεσης» στη Γαλλία και στην Iταλία δεν επέφεραν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά και «ανεπαισθήτως» η ερώτηση «τι ώρα σχολάς;» έχασε τη σημασία που είχε κάποτε και μαζί της τραυματίστηκαν κεκτημένα που το εργατικό κίνημα απολάμβανε για δεκαετίες.

 

Κάναμε αυτή την εισαγωγή, για να έρθουμε πια στο κυρίως θέμα: στη δεύτερη φάση της εργασιακής μετάβασης. Στο στάδιο κατά το οποίο μαζί με την αίσθηση του χρόνου εργασίας, αλλοιώνεται και επαναπροσδιορίζεται ο χώρος της. Στο στάδιο κατά το οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πια για χώρο εργασίας το ίδιο του το σπίτι. Το χώρο εκείνο που η βιομηχανική επανάσταση διαμόρφωσε ως άβατο για την ξεκούραση και τη γαλήνη του.

Ήδη πριν την πανδημία, η τηλε-εργασία αποτελούσε δημοφιλή στρατηγική για ευελιξία στην εργασία. Στους παρακάτω πίνακες βλέπετε την ανοδική τάση του ποσοστού των εργαζομένων που εργάζονται «μερικές φορές» και «συνήθως» από το σπίτι.

 

Πηγή: Eurostat

Εξαιτίας, τώρα, της πανδημίας πολλές ήταν οι εταιρείες που επένδυσαν γρήγορα τεράστια ποσά για να «μετακομίσουν» στο cloud. Άλλες που «ήταν ήδη εκεί», όπως η Google και η Facebook, ανακοίνωσαν πως θα επεκτείνουν το καθεστώς τηλε-εργασίας για όλους τους εργαζομένους τους μέχρι το τέλος του 2021. Αν, λοιπόν, η τηλε-εργασία ήταν τάση, η πανδημία της έδωσε μια ένεση ταχείας θεσμοποίησης.

Τι μπορεί να αλλάξει, λοιπόν, σε ένα μέλλον όπου η εργασία από το σπίτι αποτελεί «κανονικότητα»;

Η σφαίρα του ιδιωτικού

Αν το σπίτι είναι ο χώρος που στο πίσω μέρος του μυαλού μας ταυτίζεται με την ξεκούραση και τη γαλήνη, τι θα συμβεί όταν το σπίτι μας γίνει χώρος εργασίας; Ή αν προτιμάτε, αν τα ρούχα που φοράμε για να χαλαρώσουμε όταν επιστρέφουμε σπίτι στο τέλος μιας κουραστικής μέρας, τα φοράμε δουλεύοντας, με τί ρούχα το μυαλό και το σώμα μας θα αισθάνεται ότι αλλάζει κατάσταση; Αν, πάλι, ο εργαζόμενος αισθάνεται μια αίσθηση «ελευθεριότητας» για τη μέρα που έχει μπροστά του όταν θα κλείσει την πόρτα του γραφείου πίσω του, πώς θα νιώθει αυτή την ίδια αίσθηση όταν δεν έχει πόρτα να κλείσει;

Τα παραπάνω ερωτήματα δεν έχουν σκοπό να ομορφύνουν το επιχείρημα που προσπαθούμε να χτίσουμε. Αντίθετα, θέλουν να καταδείξουν τις διαστάσεις ενός παράγοντα που γίνεται επικίνδυνος όταν σωματοποιείται. Τα πρώτα στατιστικά στοιχεία για την τηλε-εργασία δείχνουν μεταξύ άλλων πως τα φαινόμενα κόπωσης και άγχους είναι εντονότερα για εκείνους που εργάζονται κυρίως από το σπίτι (δες παρακάτω γράφημα). Αιτία αυτού του φαινομένου φαίνεται να είναι το γεγονός ότι η τηλε-εργασία παρεμβαίνει διακριτικά σε έναν φυσικό χώρο ξεκούρασης του εργαζομένου (το σπίτι με τα δωμάτια και τους τοίχους του) ενώ ταυτόχρονα και συνακόλουθα, αλλοτριώνει ένα ψυχολογικό καταφύγιο γαλήνης (την αίσθηση του σπιτιού ως «σπίτι»). Μια συνεχής, λοιπόν, εργασία από το σπίτι, μεταβάλλει την ισορροπία μεταξύ εργασίας και (προσωπικής) ζωής αλλοιώνοντας τη σχέση του ανθρώπου με το σπίτι του και μεταλλάσσοντας την ανθρώπινη κατάσταση στη σφαίρα του «ιδιωτικού».

 

 

Εξίσου, όμως, επικίνδυνη είναι η επικρατούσα θεώρηση ότι η εργασία από το σπίτι είναι «ευκολότερη» από την κανονική και ότι κατ’ επέκταση ο εργαζόμενος οφείλει με την απόδοσή του να ανταποδίδει τη «διευκόλυνση». Πράγματι, καλοπροαίρετοι εργαζόμενοι μπορεί ενδόμυχα να αισθάνονται «σε διευκόλυνση» όσες μέρες δουλεύουν από το σπίτι.  Μία τέτοια τάση φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, που δείχνει ότι οι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τεχνολογίες σύνδεσης και πληροφορίας (ICT) είναι περισσότερο πιθανό να δηλώσουν ότι εργάζονται κανονικά από το σπίτι τις μέρες που υπό άλλες συνθήκες δε θα εργάζονταν για λόγους ασθενείας ή αδιαθεσίας (virtual presenteeism) .

 

Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι περισσότερο ανησυχητική. Καθώς, ούσα «ευκολότερη», είναι ορατός ο κίνδυνος ορισμένοι εργοδότες να δουν την εργασία από το σπίτι ως μια καλή ευκαιρία για να δώσουν «κάτι σαν άδεια» στον εργαζόμενο ή, ακόμα χειρότερα, να μετατρέψουν μια άδεια μητρότητας  σε «ευελιξία» για εργασία από το σπίτι. Μια τέτοια λύση είναι φαινομενικά επωφελής και για τις δύο μεριές της εργασιακής σχέσης αφού η γυναίκα δεν απολύεται και η εργασία δεν διαταράσσεται. Η αποδοχή, ωστόσο, μιας τέτοιας αμοιβαιότητας, εμπεριέχει τη σιωπηρή αποδοχή ότι η άδεια μητρότητας δεν αποτελεί καν υπαρκτή λύση. Η στιγμή, λοιπόν, που θα θεσμοθετηθεί δυνατότητα ευέλικτης άδειας μητρότητας θα είναι και πάλι «κάτι λιγότερο» από αυτό που το εργατικό δίκαιο και κίνημα κατέκτησαν με κόπο.

Οι ανισότητες

Το τελευταίο ζήτημα της άδειας μητρότητας είναι έκφανση ενός ευρύτερου προβλήματος, στην εργασία από το σπίτι.

Τον Απρίλιο 2020 το επιστημονικό περιοδικό ‘The British Journal for the Philosophy of Science’ είχε αμελητέες προτάσεις για δημοσίευση από γυναίκες. Η deputy editor του περιοδικού χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο «άνευ προηγουμένου». Την ίδια στιγμή, ένα άλλο επιστημονικό περιοδικό, το Comparative Political Studies, είδε τις προτάσεις για δημοσίευση από άνδρες να αυξάνονται κατά 50% συγκριτικά με εκείνες του Απριλίου του περασμένου έτους.

Η διαφορά στην απόδοση δεν είναι τυχαία. Πίσω από αυτά τα νούμερα, κρύβεται μια μακραίωνη ανισότητα στον καταμερισμό των εργασιών του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών, παραδείγματα της οποίας δε μας φτάνουν οι σελίδες για να απαριθμήσουμε. Το απόσταγμα, όμως, αυτής της ανισότητας για την ανάλυσή μας είναι το εξής: Οι τηλε-εργαζόμενες γυναίκες εργάζονται ταυτόχρονα από και για το σπίτι.

Κι όταν αυτός ο συνδυασμός αποτυπωθεί ξανά σε «έρευνες παραγωγικότητας» ή μισθολογικά δεδομένα, θα έρθουμε ξανά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα τις ρίζες του οποίου αρνούμαστε πεισματικά να ακουμπήσουμε.

Αν, πάλι, σας φαίνεται δύσκολο να δείτε έμφυλες διαστάσεις στο ζήτημα της τηλε-εργασίας, σκεφτείτε το παρακάτω υποθετικό παράδειγμα:

«Σε μία οικογένεια με δύο μικρά παιδιά, ο άνδρας εργάζεται σε εργασία μη δυνάμενη αποστάσεως, ενώ η γυναίκα έχει από τον εργοδότη της τη δυνατότητα να δουλεύει από το σπίτι κάθε μέρα».

Τώρα, ξαναδιαβάστε την προηγούμενη πρόταση και σκεφτείτε αν εκεί που γράφει «δυνατότητα» για τη γυναίκα, καταλάβατε να ενυπάρχει και μια υποχρέωση. Προς τον άνδρα της, προς τα παιδιά της, προς το σπίτι της…

 

Η εργασία από το σπίτι δεν είναι ανευ ετέρου επωφελής για όλους και οι έμφυλες ανισότητες, δεν είναι οι μόνες που διογκώνονται εξαιτίας αυτής. Εξίσου πιθανό είναι να αυξηθούν και οι οικονομικές ανισότητες. Γιατί όταν το σπίτι σου γίνεται χώρος εργασίας, η ποιότητα του σπιτιού σου έχει πια άμεσο αντίκτυπο στην ψυχολογία και την παραγωγικότητά σου. Δεν είναι ίδιο το περιβάλλον εργασίας ενός εξοχικού με κήπο στα προάστια της Αθήνας και ενός διαμερίσματος 50 τμ που φιλοξενεί τρεις φίλους και έχει ένα μπαλκόνι που κοιτάει μια πυλωτή.

Και ξανά, όταν αυτή η διαφορά αποτυπωθεί σε «έρευνες παραγωγικότητας» ή μισθολογικά δεδομένα, ερχόμαστε ξανά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα τις ρίζες του οποίου αρνούμαστε πεισματικά να ακουμπήσουμε…

 

Η σφαίρα του κοινωνικού/πολιτικού

Τέλος, αν πράγματι ο χώρος εργασίας είναι κάτι περισσότερο από «χώρος για εργασία», τότε μια εργασία από το σπίτι στερεί από τον εργαζόμενο αυτό το «κάτι παραπάνω».

Η αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα ανθρώπων, η καθημερινή επαφή και συνομιλία με τους συναδέλφους, η αίσθηση της φυσικής παρουσίας σε ένα στρογγυλό τραπέζι με προϊστάμενους και υφιστάμενους, και άλλες παρόμοιες εμπειρίες συλλογικής ενσυναίσθησης και διεκδίκησης, δεν μπορούν να υποκατασταθούν από μια διαδικτυακή συνομιλία όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν bits απόψεων, ιδεών και εμπειριών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εδραιώθηκε στην κοινή διάλεκτο το φαινόμενο του «Zoom Fatigue», της ψυχολογικής δηλαδή κόπωσης που γεννάται από τις αλλεπάλληλες συνομιλίες μέσω webcam. Το φαινόμενο αυτό έχει μάλιστα νευρολογικές αιτίες.

Για να αντιληφθούμε το εν λόγω πρόβλημα και παραφράζοντας λίγο την Χάνα Αρέντ, φανταστείτε να κάθεστε σε ένα στρογγυλό τραπέζι συζητώντας ένα πλάνο με συναδέλφους ή πελάτες σας, και ξαφνικά να εξαφανίζεται το τραπέζι αφήνοντας μονάχα το κενό να συνδέει εσάς με τους ομοτράπεζούς σας.

 

Πώς, λοιπόν, θα διαμορφωθεί η ανθρώπινη κατάσταση, όταν ελαττωθεί αυτή η επαφή με το «κοινό»;

 

Αν η Αρέντ έχει δίκιο όταν λέει πως η ανθρώπινη κατάσταση μετουσιώθηκε εξαιτίας της εργασίας του ανθρώπου  κατά τη βιομηχανική επανάσταση, πώς θα υφανθεί η σχέση μας με το «κοινό» στην εποχή της Πληροφορίας; Πώς θα συνδιαμορφώνουμε μνήμες και εμπειρίες; Πώς θα παραμείνουμε όντα «πολιτικά» όταν στερηθούμε τα ερεθίσματα της επαφής μας με την «πόλη»;

Το ερώτημα αυτό είναι υπαρξιακής σημασίας για την Αρέντ που αφιέρωσε το έργο της στην προσπάθεια να καταδείξει πως πηγή όλων των ανθρώπινων δεινών είναι ο παραγκωνισμός του παράγοντα του «πολιτικού» από την ανθρώπινη κατάσταση. Γιατί, για την Αρέντ, αγνοώντας την «πολιτική» μας διάσταση, καταλήγουμε να πλάθουμε ανθρώπους-μηχανές που θα ζήσουν μια ζωή χωρίς την αγωνία που ενυπάρχει στη συνειδητή μας επιλογή να γίνουμε καλοί άνθρωποι.

Πως μπορεί, λοιπόν, η τηλε-εργασία να αποτελέσει ένα κεφάλαιο στην πρόοδο της ανθρώπινης κατάστασης;

Χωρίς αμφιβολία,  έχει πολλά να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Η προσβασιμότητα, η μια παραπάνω μέρα στο σπίτι,  η αποφυγή στιβαγμένων τρένων, μετρό και λεωφορείων, η ακόμα και η ευελιξία να εργάζεται κανείς από το σπίτι των διακοπών του ή στο τρένο προς τη διήμερη εξόρμησή του είναι σημαντικά πλεονεκτήματα. Η συζήτηση την οποία το άρθρο αυτό φιλοδοξεί να ξεκινήσει, ωστόσο, απαιτεί τον απεγκλωβισμό της από μια απλή παράθεση των «συν» και των «πλην».

Αυτό που μας αφορά είναι το πώς η τηλε-εργασία θα ομορφύνει τις ζωές μας.

Γιατί -και πάλι χωρίς αμφιβολία- μπορεί στ’ αλήθεια να το κάνει.

Σε αυτή τη συζήτηση και προς αυτήν την κατεύθυνση, παραθέτουμε τη δική μας συμβολή, σταχυολογώντας ορισμένες υπερβάσεις που κρίνουμε απαραίτητες για εκάστοτε πλευρά της εργασιακής σχέσης. Ας τις ονομάσουμε, απλουστευμένα και συμβολικά, «Κεφάλαιο» και «Εργάτες».

 

Το Κεφάλαιο

Πρωτίστως, η ισχυρή πλευρά οφείλει να δει με κριτική ματιά την ψηφιοποίηση της εργασίας, να απορρίψει απλουστευμένες προσεγγίσεις κοινής λογικής και να επαναπροσδιορίσει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις για την τεχνολογία (πχ ότι «θα ευνοήσει τους πάντες στο τέλος» ή ότι «τεχνολογία σημαίνει πρόοδος άνευ ετέρου»).

Η τεχνολογία δεν παράγει ουδέτερα εργαλεία. Όπως κάθε επιλογή, έτσι και η επιλογή των εργαλείων τηλε-εργασίας έχει σημαντικό αξιολογικό φορτίο καθώς με αυτά σφυρηλατείται η σχέση του εργαζομένου με τον εργοδότη, το χώρο, και το χρόνο εργασίας του. Όπως, λοιπόν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εργαλεία παρακολούθησης του εργαζομένου στο σπίτι του που θα οικοδομήσουν σχέσεις πιεστικές και τοξικές, μπορούν στον αντίποδα να διαμορφωθούν εργαλεία που θα υφάνουν μια άλλη εργασιακή κουλτούρα. Μια κουλτούρα που δε θα βασίζεται στην παρακολούθηση και τη διαρκή διαθεσιμότητα αλλά στην εμπιστοσύνη και στη διαφάνεια.

Αυτή η επιλογή τεχνολογικών εργαλείων και κουλτούρας δεν είναι μονάχα οικονομική στρατηγική αλλά κυρίως ηθική πυξίδα. Αρκετές έρευνες (για παράδειγμα εδώ , εδώ και εδώ ) δείχνουν να υποστηρίζουν θετική συσχέτιση μεταξύ ευέλικτης εργασίας και παραγωγικότητας. Χωρίς, όμως, μια ηθική ενδοσκόπηση που θα αμφισβητήσει τη λαχτάρα για παραγωγικότητα, η εργασία από το σπίτι θα καταλήξει να γίνει εργασία-για-περισσότερη-παραγωγή από το σπίτι.

Σε αυτό το πλαίσιο, εργοδότες που δεσμεύονται στη σφυρηλάτηση σχέσεων αμοιβαίας αφοσίωσης και εμπιστοσύνης, θα ακούν τις προτάσεις για άνετη εργασία, για «λιγότερη δουλειά» ή για «4 μέρες την εβδομάδα», όχι ως ουτοπίες «αντι-παραγωγής», αλλά ως υπαρκτές στρατηγικές συν-χάραξης μιας άλλης, πιο φιλικής προς τον άνθρωπο εργασιακής πραγματικότητας. Η τηλε-εργασία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πυλώνα αυτής της προσπάθειας.

Δευτερευόντως, η κριτική ματιά προς τα κραταιά τεχνολογικά εργαλεία τηλε-εργασίας είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των εργοδοτών. Το Microsoft Teams, το Google Duo,  το Zoom ή το Slack, είναι όλα εργαλεία εξέχουσας χρησιμότητας επί των οποίων δομείται υπαρξιακά μια επιχείρηση. Όλα τα έγγραφα, όλα τα σχέδια, όλες οι συνομιλίες, όλες οι πληροφορίες για εργαζόμενους, πελάτες και εργοδότες βρίσκονται πια αποθηκευμένα σε αυτές τις υποδομές.

Με μία μικρή λεπτομέρεια. Καμία από αυτές τις υποδομές δεν αποτελεί «ιδιοκτησία» του «κεφαλαίου». Αντίθετα, η επιχείρηση φτάνει να γίνεται «συνδρομητής» στην οργανωτική της ραχοκοκαλιά, σαγηνευμένη από μια αίσθηση ατέρμονης εύρυθμης λειτουργίας του συνδράμοντος.

Ο βαθμός αυτός της οργανωτικής εξάρτησης των εργοδοτών από τρίτους-ιδιώτες δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Το ευρύτερο, μάλιστα, ζήτημα των εξαρτήσεων από «προγραμματίσιμες υποδομές» (programmable infrastructures) έχει πρόσφατα ξεκινήσει να γίνεται ξεχωριστός κλάδος επιστημονικής μελέτης και ανάλυσης (δες εδώ).

Η σημερινή παρουσία των εργαλείων αυτών στην αγορά και η τεράστια αποτελεσματικότητα και χρηστικότητα τους καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την αντικατάσταση τους. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη ιδίων εργαλείων για την ψηφιακή οργάνωση της επιχείρησης, οφείλει να αποτελέσει κεφάλαιο της εργοδοτικής ατζέντας για την προστασία των συμφερόντων της.

 

Οι Εργάτες

Υπερβάσεις απαιτούνται και από την άλλη πλευρά. Οι «Εργάτες», λοιπόν, με τη σειρά τους, αφού ευχαριστήσουν τον Μαρξ για τη συνεισφορά του στην κριτική του κραταιού οικονομικού μοντέλου, οφείλουν να συζητήσουν την προοπτική εγκατάλειψης της αναλυτικής εργαλειοποίησης των ιδεών του για την υπερνίκηση του καπιταλισμού. Διότι, δεν είναι σίγουρο ότι αυτό που ζούμε σήμερα είναι ποιοτικά συναφές με το κυρίαρχο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό παρονομαστή του 20ουαιώνα.

Στο βιβλίο της ‘Capital is Dead. Is this something worse?’ η Μακένζι Γουάρκ εξηγεί με δογματική ακρίβεια και πνευματική διαύγεια γιατί οι όροι έχουν αλλάξει. Με λίγα λόγια και απλουστευμένα, ο διαχωρισμός «Κεφάλαιο» και «Εργάτες» έχει καταστεί πλέον ανακριβής καθώς ούτε το «Κεφάλαιο» είναι «Κεφάλαιο», ούτε κι οι «Εργάτες, «Εργάτες». Πλέον, με την πληροφορία να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας, η φύση των μέσων παραγωγής έχει αλλάξει, δεν επιδέχεται ιδιοκτησίας και, σίγουρα,  δεν είναι μονάχα στα χέρια των εργοδοτών.

Δίπλα λοιπόν στις ισχυρές σχέσεις εξάρτησης του «κεφαλαίου» από τρίτους-παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών και συστημάτων μεταβάλλονται σταδιακά η φύση της εργασίας και η έννοια του «εργάτη». Στην εποχή της Πληροφορίας, ο «διανοητικός» εργάτης και η πνευματική εργασία αντικαθιστούν σταδιακά τον μόχθο της χειρωνακτικής εργασίας της βιομηχανικής εποχής. Αρκετά απλουστευμένα, ο «εργάτης» πια δεν μοχθεί και δεν ιδρώνει, αλλά αδειάζει και «στραγγίζεται». Στο συλλογικό υποσυνείδητο, η εικόνα του (άνδρα) εργάτη με τα λαδωμένα χέρια, έδωσε τη θέση της στον προβληματισμένο (πάλι) άνδρα που κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή με τα δάχτυλά του να ακουμπάνε στους κροτάφους του.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το εργατικό κίνημα αντί να αναζητά μέσα παραγωγής για να κατακτήσει μπορεί να χαράξει δρόμους για να τα δημιουργήσει αφού η τεχνολογία ως μη-ουδέτερη, εκτός από κινδύνους προσφέρει και ευκαιρίες. Το εργατικό κίνημα μπορεί, λοιπόν, να θέσει τους δικούς του όρους στη διαμόρφωσή των τεχνολογικών εργαλείων για εργασία και να διεκδικήσει με αυτά ένα καλύτερο ή, αν θέλετε, ριζικά διαφορετικό εργασιακό μέλλον.

Συλλογικότητες για το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την υποστήριξη φιλικών τεχνολογικών εργαλείων θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του οργανωτικού σκελετού των εργατικών κινημάτων. Γιατί όπως μπορούν να αναπτυχθούν τεχνολογικά εργαλεία που θα δείχνουν ανά πάσα στιγμή αν ο εργαζόμενος είναι διαθέσιμος, έτσι μπορούν να αναπτυχθούν και εργαλεία που θα λειτουργούν μόνο 4 μέρες την εβδομάδα ή/και μονάχα 7 ώρες την ημέρα.

Σε ένα ιδανικό εργασιακό περιβάλλον, η επιλογή των τεχνολογικών εργαλείων που θα διασφαλίσουν μια ισορροπημενη κουλτούρα εργασίας και τηλε-εργασίας δε θα είναι απόφαση μιας κλειστής συνάντησης ανώτατων προϊσταμένων. Αντίθετα, εργοδότες και εργαζόμενοι θα συναποφασίζουν και θα συνδιαμορφώνουν τον χαρακτήρα, τα όρια και την αύρα της ψηφιακής τους πραγματικότητας.

Τη θεσμική ωριμότητα που απαιτείται για μια τέτοια αμφοτεροβαρή υπέρβαση, οφείλει με τη σειρά της να αναδείξει η πολιτεία θεσμοθετώντας γενικές κατευθύνσεις και κόκκινες γραμμές.

Σήμερα, στο κατώφλι της αναμόρφωσης της εργασιακής και -συνακόλουθα- της ανθρώπινης κατάστασης,  αν θέλουμε να ομορφύνουμε τις ζωές μας, ίσως αυτές και άλλες υπερβάσεις να είναι χρέος μας.

Είναι, δυστυχώς, ορατός ο κίνδυνος να παρασυρθούμε από επιταγές προσαρμοστικότητας. Έχει συμβεί τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Η ίδια, όμως, η έννοια της προσαρμοστικότητας προϋποθέτει «κάτι» στο οποίο «κουμπώνουμε» χωρίς τη δυνατότητα να το διαμορφώσουμε. Αν λοιπόν, το δίκαιο, η πολιτική και η οικονομία δουν την τηλε-εργασία σαν ένα «τελεσίγραφο προς προσαρμογή» για την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και την ευελιξία, τότε δυστυχώς τα δομικά προβλήματα κοινωνικής, οικονομικής και έμφυλης ανισότητας θα φυτοζωούν παρασιτικά στις ρίζες της εποχής της Πληροφορίας μεταλλάσοντας «ανεπαισθήτως» και προς το χειρότερο τη σύσταση της ανθρώπινης κατάστασης.

Αν στο βωμό της προσαρμοστικότητας αγνοήσουμε τις υπερβάσεις που προαναφέρθηκαν και άλλες που θα προκύψουν όταν ανοίξει η συζήτηση που φιλοδοξούμε να ξεκινήσουμε, η εργασία από το σπίτι κινδυνεύει να γίνει άλλο ένα επεισόδιο στην πορεία προς την εργασιακή μονολιθικότητα, τη συλλογική μας αποξένωσή μας από το «κοινό», και την αποπολιτικοποίηση μας.

Αν στο βωμό της προσαρμοστικότητας αγνοήσουμε τις υπερβάσεις που προαναφέρθηκαν, τότε το άρθρο που θα γραφτεί κάμποσα χρόνια από τώρα για να περιγράψει το τρίτο στάδιο της εργασιακής μετάβασης θα καταλήξει να συζητά θέματα σαν και τα δικά μας.

Ας γίνει η πανδημία, η αφορμή να ονειρευτούμε και να επιδιώξουμε μια ριζικά διαφορετική σχέση του ανθρώπου με την εργασία, τον χώρο και τον χρόνο του. Με την «πρώην κανονικότητα» να έχει πια καταρρεύσει, είναι ίσως καιρός να σπάσουμε τα δεσμά που περιορίζουν το συλλογικό μας φαντασιακό.

Προτού μια «νέα κανονικότητα» στεριώσει, ας αναπνεύσουμε ιδεολογικά κι προσπαθήσουμε να απεικονίσουμε κάθε πιθανή εκδοχή του εργασιακού μέλλοντος. Κι όταν συμφωνήσουμε στο ποια εκδοχή ομορφύνει τις ζωές μας, ας την διεκδικήσουμε συλλογικά.

Το εργασιακό μέλλον δεν είναι αναπόφευκτο.

*Ο Πέτρος Τερζής, συνιδρυτής του Pandemos Project, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Winchester με τίτλο ‘Who, then, in law is my neighbour: Judgment, responsibility and harm in the onlife world’. Eίναι μέλος της Homo Digitalis από τον Ιανουάριο του 2020.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Pandemos Project


Ας αντιληφθούμε τα όρια της ελευθερίας μας!

Γράφει η Χριστιάννα Ανδρέου*

Καθημερινά ερχόμαστε ολοένα και περισσότερο σε επαφή με τη λεγόμενη “ψηφιακή επανάσταση”, καθώς η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας έχει γενικευθεί σε τέτοιο βαθμό που έχει παραμερίσει τους παραδοσιακούς τρόπους επεξεργασίας πληροφοριών.

Τρανταχτό παράδειγμα αυτής της γενίκευσης αποτελεί η χρήση της τεχνολογίας μέσα στο χάος της πανδημίας, καθώς η  ψηφιακή διακυβέρνηση αναβαθμίστηκε με πλήθος πρωτοβουλιών προς διευκόλυνση της καθημερινότητας από το σπίτι. Έννοιες όπως τηλεργασία μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας. Όλα πλέον είναι εφικτά με ένα κλικ.

Μέσω του διαδικτύου μας δίνεται η δυνατότητα να βλέπουμε εικόνες και να ακούμε ήχους μετασχηματισμένους στη γλώσσα της ψηφιακής τεχνολογίας, να επεξεργαζόμαστε, να αποθηκεύουμε, να αναπαράγουμε, να μεταβιβάζουμε πληροφορίες για την εργασία μας, για διασκέδαση, για επικοινωνία, για να απολαμβάνουμε έναν μεγάλο όγκο παρεχόμενων υπηρεσιών και φυσικά με μηδενικούς χωροχρονικούς περιορισμούς!

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της κατάργησης των περιορισμών είναι η δυνατότητα εν μέσω της πανδημίας να πραγματοποιούνται επιτυχώς video conferences με συναδέλφους ή συνεργάτες σε όλο το κόσμο εντελώς δωρεάν από την άνεση του σπιτιού μας. Ταυτόχρονα, μπορούμε να επικοινωνούμε με φίλους, συγγενείς, γνωστούς, να απολαμβάνουμε νέα ή παλαιότερα έργα καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η έκφρασή μας τώρα περισσότερο από ποτέ έχει μεταφερθεί από τον πραγματικό κόσμο στο ψηφιακό περιβάλλον.

Ποικιλόμορφος όγκος πληροφοριών, απειρία χρηστών, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα: τρεις βασικοί λόγοι που καθιστούν δύσκολη την επιβολή ορίων στην έκφραση μέσα στο χαοτικό διαδίκτυο∙ «Το διαδίκτυο υπήρξε μια επανάσταση, τόσο για τη λογοκρισία όσο και για την ελεύθερη έκφραση», έγραψε ο Τζο Γκλάνβιλ, και είχε δίκιο.

Στην Υπόθεση Cengiz and Others v. Turkey, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αναγνώρισε ότι το διαδίκτυο έγινε ένα από τα βασικά μέσα άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης μέσω της λήψης και της μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, παρέχοντας συγκεκριμένα εργαλεία που διευκολύνουν τη συμμετοχή σε δράσεις και συζητήσεις πολιτικού και γενικότερου περιεχομένου. Επίσης, η δυνατότητα έκφρασης των χρηστών μέσω περιεχομένου που “γεννούν” οι ίδιοι (user generated content) καθιστά το διαδίκτυο μια πλατφόρμα με πρωτοφανείς δυνατότητες άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

Η εκφορά της γνώμης είναι συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας και καθοριστικό μέσο επικοινωνίας. “Ελευθερία του λόγου” σημαίνει ότι ο καθένας από εμάς ξεχωριστά ή από κοινού με άλλους, μπορεί να εκφράζει απόψεις, ιδέες και σκέψεις χωρίς να τον βαραίνει ο φόβος της αντίρρησης, της λογοκρισίας, ή ακόμα περισσότερο, της νομικής κύρωσης.

Ως συνώνυμη με την ελευθερία λόγου, χρησιμοποιείται και η ελευθερία έκφρασης, μόνο που αυτή περιλαμβάνει επιπροσθέτως και κάθε πράξη αναζήτησης, απόκτησης και μετάδοσης των πληροφοριών. Στο ελληνικό Σύνταγμα, κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 το δικαίωμα έκφρασης, διαδόσεως των στοχασμών προφορικώς, εγγράφως και δια του Τύπου, όχι μόνο του έντυπου, αλλά και του διαδικτυακού Τύπου. Ιδέες, γεγονότα, απόψεις, μηνύματα και εν γένει κάθε τρόπος έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος και από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στην ελευθερία της γνώμης εντάσσεται και η ελευθερία της πληροφόρησης στην ενεργητική και την παθητική της μορφή, η οποία απορρέει από το άρθρο 14 και το άρθρο 5 παρ.1 περί ανάπτυξης της προσωπικότητας.

Το 2001 προστέθηκε το άρθρο 5Α που κατοχυρώνει το «δικαίωμα συμμετοχής στη Κοινωνία της Πληροφορίας». Στην παράγραφο 1 καθιερώνεται ένα γενικότερο «δικαίωμα στην πληροφόρηση». Όπως και σε όλα τα λοιπά κατοχυρωμένα συνταγματικά δικαιώματα, έτσι και κατά την ενάσκηση αυτού του δικαιώματος στον ψηφιακό κόσμο προηγείται ο άνθρωπος ως αξία.

Αυτό σημαίνει ότι κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που είναι συνυφασμένα με την απόλαυση του διαδικτύου, θα πρέπει να γίνονται σεβαστά από τους χρήστες άλλα δικαιώματα που τυχόν συγκρούονται με αυτό, όπως π.χ. η προστασία προσωπικότητας, της οικογενειακής ζωής και του ιδιωτικού βίου, η προστασία της αξιοπρέπειας ή της τιμής, τα προσωπικά δεδομένα άλλων χρηστών, η παιδική ηλικία, τα συνυφασμένα με την εργασία απόρρητα, όπως το ιατρικό, το δικηγορικό ή το φορολογικό, το δικαίωμα των εργοδοτών να διαφυλάττουν τα επαγγελματικά τους συμφέροντα, ακόμα και υπέρτερα του ατόμου δικαιώματα, όπως είναι η δημόσια τάξη  και ασφάλεια.

Είναι προφανές ότι ένας καθολικός μηχανισμός ελέγχου των αναρτώμενων απόψεων και εκφράσεων δεν μπορεί πολύ αποτελεσματικά να κατασκευαστεί. Άλλωστε, όλες οι διατυπωμένες απόψεις μπορεί να “κριθούν”, εάν θίγουν εμμέσως ή αμέσως, το δικαίωμα άλλου.

Το ΕΔΔΑ έχει κληθεί σε πολλές περιπτώσεις να κρίνει αν η ελευθερία έκφρασης κάποιου προσώπου έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα άλλου προσώπου. Ας δούμε αναλυτικότερα κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.

Σύγκρουση ελευθερίας έκφρασης με επαγγελματικά συμφέροντα

Στην υπόθεση Herbai v. Hungary, ο προσφεύγων στα δικαστήρια της Ουγγαρίας και σε μεταγενέστερο στάδιο στο ΕΔΔΑ, απολύθηκε από την Τράπεζα που εργαζόταν καθώς είχε κατασκευάσει website παροχής επαγγελματικών συμβουλών στον τομέα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού (HR), στο οποίο παρουσιαζόταν και ως “expert”. Ο εργοδότης θεώρησε πως η συμπεριφορά αυτή έθιγε τα επαγγελματικά του συμφέροντα, καθώς οι γνώσεις του προσφεύγοντος είχαν αποκτηθεί αποκλειστικά στο εργασιακό περιβάλλον της Τράπεζας, και ότι έτσι διέρρεαν πολιτικές διαχείρισης της μέσω του διαδικτύου. Ο προσφέυγων ισχυρίστηκε ότι το website και τα άρθρα των οποίων ήταν συντάκτης αποτελούσαν πτυχή του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι δεν έγινε δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα δύο δικαιώματα – αναγνώρισε όμως το ότι ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης.

Σύγκρουση ελευθερίας έκφρασης με το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής

Εξαιρετικά ευαίσθητος χώρος και άξιος προστασίας είναι αυτός του οικογενειακού βίου και της οικογενειακής ζωής. Στην Υπόθεση Rolf Anders Daniel Pihl v. Sweden, αναγνωρίστηκε από το ΕΔΔΑ ότι τα εθνικά δικαστήρια τήρησαν δίκαιη ισορροπία. Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε ότι ήταν μέλος ναζιστικού κόμματος από ανώνυμο σχόλιο που αναρτήθηκε στο website μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Τα σουηδικά δικαστήρια έκριναν ότι οι ιδιοκτήτες της διαδικτυακής πύλης δεν ήταν υπεύθυνοι για την ανάρτηση των ανωνύμων σχολίων, και ότι τα σχόλια αν και προσβλητικά δεν αποτελούσαν, όμως, ρητορική μίσους ή υποκίνηση βίας.

“Δεν φοβάμαι τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Φοβάμαι την έλλειψή τους”, είπε ο Isaac Asimov. Έχουμε αλήθεια φανταστεί πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτούς; Πώς το τόσο εύκολο θα γινόταν πολύ πιο δύσκολο; Αφού μας δόθηκε τόσο απλόχερα αυτός ο αχανής κόσμος, ας τον χρησιμοποιούμε όσο μπορούμε περισσότερο, αλλά με σύνεση. Είμαστε ελεύθεροι να δημοσιεύουμε τη ζωή μας, τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας. Να αναρτούμε άρθρα, ακόμα και ολόκληρα βιβλία προκειμένου να τα δει, να τα επεξεργαστεί και να τα μεταδώσει άγνωστος αριθμός χρηστών. Τη στιγμή που ασκούμε το δικαίωμά μας, όμως, κάποιο άλλο δικαίωμα, κάποιου άλλου σαν εμάς, μπορεί να θίγεται. Πριν το κάθε μας διαδικτυακό “share”, πριν πατήσουμε το κλικ, ας σκεφτούμε μια ακόμη φορά αν έχουμε προσβάλει κάποια ευαίσθητη πτυχή της ζωής ενός άλλου προσώπου, φυσικού ή νομικού. Σε έναν χώρο όπου οι κανόνες δεν έχουν αναπτύξει ακόμα πλήρως την ρυθμιστική τους ικανότητα, σε έναν χώρο τόσο αχανή και απροσδιόριστο για τον κοινό νου, ας γίνουμε πιο ευσυνείδητοι χρήστες!

*H Χριστιάννα Ανδρέου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών, ασκούμενη δικηγόρος με τομείς ενδιαφέροντος το Ποινικό Δίκαιο, και συγκεκριμένα το Ηλεκτρονικό και Οικονομικό Έγκλημα και τη προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο διαδίκτυο.


Ψηφιακή αναγνώριση προσώπου: μια διεθνής χαρτογράφηση

Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης*

Ας σκεφτούμε το εξής σενάριο:

περιδιαβαίνοντας μια καθημερινή ειρηνική ημέρα τον αστικό ιστό, αστυνομικές αρχές που είναι τοποθετημένες ανά οικοδομικό τετράγωνο μας ζητούν επιτακτικά την επίδειξη του δελτίου ταυτότητάς μας για την εξακρίβωση των στοιχείων μας, προκειμένου να έχουμε την δυνατότητα να κινηθούμε μέσα στην πόλη. Ανά λίγες δεκάδες μέτρα διενεργείται έλεγχος… 

Αναμφίβολα μια τέτοια τακτική θα εξέγειρε εκτεταμένες (και δικαίως) αντιδράσεις από ενώσεις πολιτών και ακτιβιστές που προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες, ενώ ίσως θα προκαλoύσε οξύτατη πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση με κύριο διακύβευμα τα περί «αστυνομικού κράτους», «κράτους πρόληψης», «κράτους ασφάλειας».

Τι θα λέγαμε, όμως, αν διαπιστώναμε ότι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει πολύ πιο αθόρυβα, αόρατα και εξ αποστάσεως, μακράν πιο αποτελεσματικά και με άπειρες μη αντιληπτές εν πρώτοις επιπτώσεις για την ελευθερία του προσώπου;

Ο λόγος περί της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου (facial recognition), μιας τεχνολογίας, που ναι μεν ξεκίνησε πειραματικά από την δεκαετία του ’60, πλην όμως τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια έχει διεισδύσει σε πάμπολες πτυχές των καθημερινών μας δραστηριοτήτων: από το ξεκλείδωμα του υπολογιστή και του «έξυπνου» τηλεφώνου μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την εύρεση αγνοουμένων προσώπων έως τον έλεγχο κατά την είσοδο στον εργασιακό χώρο, την αστυνόμευση σε αεροδρόμια και λοιπούς δημοσίους χώρους και την πρόσβαση στον τραπεζικό μας λογαριασμό.

Η λειτουργία αυτής της ψηφιακής τεχνολογίας έχει να κάνει με τον υπολογισμό μέσω βιντεοκαμερών (CCTV) της γεωμετρίας του ανθρωπίνου προσώπου, καθώς σε ασύλληπτες ταχύτητες και με την χρήση αλγορίθμων υπολογίζεται η απόσταση μεταξύ των ματιών, το μήκος του μετώπου ή το σχήμα της κάτω γνάθου για την δημιουργία μιας μοναδικής ψηφιακής ταυτότητας προσώπου, η οποία με την σειρά της αντιπαραβάλλεται με αντίστοιχες ταυτότητες αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.

Πρόσφατη, εξαιρετικής σημασίας έρευνα, χαρτογραφεί την εφαρμογή της εν λόγω τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα. Ως προς την χρήση της λοιπόν από τους κρατικούς μηχανισμούς, και δη από τις αρχές επιβολής της τάξης, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου σε τακτική βάση αφορά το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, ήδη 98 χώρες έχουν θέσει σε λειτουργία κάμερες που ενσωματώνουν και την ψηφιακή αναγνώριση προσώπου, ενώ σε άλλες 12 η χρήση της έχει εγκριθεί και αναμένεται η πρακτική της εφαρμογή.

Στις Η.Π.Α. ήδη από το 2016 έρευνα έχει καταδείξει ότι οι μισοί ενήλικες πολίτες  έχουν καταγραφεί σε κάποιο δίκτυο ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου, ενώ το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφαλείας (Department of Homeland Security) εντός του 2019 ανακοίνωσε ότι σκοπεύει έως το 2023 να καταγράφει τα πρόσωπα των επιβατών στα αεροπλάνα, σχεδόν στην ολότητά τους (97%). Στατιστική μελέτη του Pew Research Center από την άλλη έχει αναδείξει ότι το 59% των αμερικανών πολιτών αποδέχονται την χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου στο πλαίσιο της ασφάλειας και της αντεγκληματικής πολιτικής. Νοτιότερα στο σύνολο των κρατών της Νότιας Αμερικής η χρήση της τεχνολογίας αγγίζει το 92%, καθώς συνδέθηκε με μεγάλες αστυνομικές επιτυχίες, όπως την σύλληψη ενός από τους πλέον καταζητούμενους εγκληματίες στην Βραζιλία.

Στην Μέση Ανατολή καθώς και στην κεντρική και ανατολική Ασία η κατάσταση, κατά την έρευνα, είναι αντίστοιχη με το πρόσθετο χαρακτηριστικό ότι εδώ η εφαρμογή της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα και για λόγους εθνικής άμυνας λόγω ορισμένων ανοιχτών εμπόλεμων ζωνών.

Η Κίνα, πρωτοπόρος στις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, διαθέτει πλέον εγκατεστημένη μία κάμερα κλειστού κυκλώματος για κάθε 12 πολίτες της, ενώ χώρες, όπως η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα καυχώνται για την επιτυχημένη χρήση της τεχνολογίας στην αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και την επιβολή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και καραντίνας.

Στον αντίποδα των ανωτέρω βρίσκεται η αφρικανική ήπειρος, όπου προς το παρόν η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου λειτουργεί μόνο στο 20% των κρατών της στα οποία έχει αναπτύξει δραστηριότητες ο κινεζικός ψηφιακός κολοσσός της Huawei. Στην Τανζανία πάντως αυτήν την στιγμή πραγματοποιούνται πειράματα για χρήση της τεχνολογίας για την ταυτοποίηση σκύλων που έχουν εμβολιαστεί για λύσσα, ενώ η Κένυα ισχυρίζεται ότι περιόρισε σχεδόν στο μισό την εγκληματικότητά της λόγω της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Δεδομένων των ραγδαίων πάντως εξελίξεων και την ταχύτατη διείσδυση των παγκόσμιων ψηφιακών εταιρειών στην Αφρική, πολύ σύντομα η εφαρμογή της τεχνολογίας από τα κράτη θα επεκταθεί σε ανάλογα ποσοστά με την Αμερική και την Ασία.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, που διαθέτει μια παράδοση στην προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και οι πολίτες έχουν οξυμένη ευαισθησία της κοινωνίας των πολιτών στα ζητήματα των συνταγματικών ελευθεριών, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου χρησιμοποιείται από 26 κράτη!

Μόνον στην γαλλική πόλη Nice υπάρχει μια βιντεοκάμερα για κάθε 342 πολίτες, ενώ -πάντα σύμφωνα με την έρευνα- χρήση της τεχνολογίας κάνει και η Ελλάδα. Μάλιστα σχετικά πρόσφατα η Homo Digitalis απηύθηνε επιστολή προς το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που αφορούσε πιθανή χρήση της δυσώνυμης πλέον εφαρμογής Clearview AI από την ελληνική αστυνομία σχετικά με την οποία έχει ξεσπάσει σάλος στις Η.Π.Α. Στην επίσημη απάντηση το Υπουργείο αρνείται κατηγορηματικά την χρήση της εν λόγω αμφιλεγόμενης τεχνολογίας ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου. Εντός του Μαΐου η European Digital Rights απέστειλε έκκληση προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την απαγόρευση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου και άλλων τεχνολογιών επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων σε δημόσιους χώρους, ενώ μέχρι στιγμής μόνο το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (μαζί με το Μαρόκο είναι τα μόνο τρία κράτη σε διεθνή εμβέλεια που επέβαλαν απαγόρευση) έχουν προβεί σε απαγορευτική νομοθετική ρύθμιση.

Κάπως έτσι έχει διαμορφωθεί σε διεθνές πλαίσιο η εξάπλωση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου προκαλώντας αναμφίβολα έντονες ανησυχίες στις κοινωνίες. Οι δημοκρατικές ελευθερίες περιλαμβάνουν το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού τα οποία βρίσκονται στο απόσπασμα λόγω της μαζικής βιομετρικής επιτήρησης του δημόσιου χώρου. Ίσως τμήμα όσων εκφράζουν επιφυλάξεις λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν, αναμετρώνται και με την τεχνολογική αιτιοκρατία (ετεραρχία ή ντετερμινισμό, όπως συνηθίζεται πλέον να λέγεται) που θέλει τους τεράστιους ψηφιακούς κολοσσούς να συμπλέουν με ευρύτερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα για την επέκταση των σύγχρονων δυστοπικών τεχνολογιών.

Είναι πάντως ερευνητικά αποδεδειγμένη η ανακρίβεια της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. μια από τις εφαρμογές ταυτοποίησε 28 μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου ως συλληφθέντες για ποινικά αδικήματα). Αυτό μπορεί να έχει βαρύτατες επιπτώσεις για τους θιγέντες, πολλές εκ των οποίων μη επανορθώσιμες.

Επειδή η εν λόγω τεχνολογία καθιστά εκ των προτέρων υπόπτους όλους ανεξαιρέτως, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η πεμπτουσία του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω της αδιάκριτης ψηφιακής καταγραφής των πολιτών στο δημόσιο χώρο. Θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των προσωπικών δεδομένων ενδέχεται να καταπατούνται, όπως η αρχή του περιορισμού του σκοπού της επεξεργασίας, η ελαχιστοποίηση των δεδομένων αλλά και η απαγόρευση ατομικής λήψης αποφάσεων και κατάρτιση ψηφιακού προφίλ βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συνάγεται λοιπόν ότι η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου ίσως ναρκοθετεί θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατικής κοινωνίας.

Ο περιορισμός του δημόσιου χώρου μέσω της ψηφιακής επιτήρησης, που τείνει να εξαπλώνεται, τροποποιεί αναπόδραστα την ισορροπία ισχύος μεταξύ κράτους και κοινωνίας, η οποία διαφοροποιεί τις δημοκρατίες από τα αυταρχικά αστυνομικά κράτη. Αλλά και ειδικά το ανθρώπινο πρόσωπο, ως το «ιερό βήμα» του ανθρωπίνου σώματος, για το οποίο κάποιος στοχαστής είπε ότι αυτό εκφράζεται κάθε στιγμή, σε αντίθεση με το στόμα που επιλέγει πότε θα μιλήσει, όταν υπόκειται στους «νόμους» των αλγορίθμων και της τεχνητής νοημοσύνης είναι φυσικό να προκαλεί ανυπολόγιστους κινδύνους για την ελευθερία του προσώπου.

Είμαστε, άραγε, έτοιμοι να τους παραβλέψουμε τόσο αψήφιστα;

*O Νικόδημος Καλλιντέρης είναι νομικός με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο (ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ) και Υποψήφιος Διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου. Πεδία έρευνας και ενδιαφέροντος του αποτελούν το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things) καθώς και οι τεχνολογίες Βig Data, Machine Learning και η Tεχνητή Nοημοσύνη.


Η αποστολή ανεπιθύμητης αλληλογραφίας (spamming)

Της Μαγδαληνής Σκόνδρα*

Η σύγχρονη αλληλογραφία δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει την ψηφιακή εποχή, κατά την οποία η ταχύτητα, η ευκολία και το μηδενικό κόστος ανταλλαγής μηνυμάτων, αποτελούν τόσο θελκτικά προνόμια, που έχουν κάνει την ηλεκτρονική αλληλογραφία το δημοφιλέστερο μέσο επικοινωνίας. Η εμπορική προώθηση προϊόντων βρήκε στην ηλεκτρονική αλληλογραφία ένα άμεσο και αδάπανο εργαλείο. Όπως και κάθε άλλη πρακτική που αποκτά τέτοια απήχηση, έτσι και η ηλεκτρονική αλληλογραφία δεν θα μπορούσε να μη συνδεθεί τόσο με απλώς αθέμιτες πρακτικές, όσο και με παράνομες ενέργειες, ορισμένες εκ των οποίων είναι ακόμη και ποινικά αδικήματα.

Η λέξη SPAM, με την οποία αναφερόμαστε σύντομα στην ανωτέρω πρακτική,  προέρχεται από το εμπορικό όνομα αμερικανικού προϊόντος κρέατος σε κονσέρβα στη δεκαετία του 1960 το οποίο εισαγόταν στη Μεγάλη Βρετανία σε μεγάλες ποσότητες. Το 1970, οι Μόντυ Πάιθονς έγραψαν το σκετς Σπαμ ως μέρος της εκπομπής Το ιπτάμενο τσίρκο των Μόντυ Πάιθονς όπου μια ομάδα Βίκινγκς επαναλάμβαναν δυνατά ένα τραγούδι με μόνα λόγια το «σπαμ σπαμ σπαμ…ωραίο σπαμ…εξαίρετο σπαμ». Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1980 οι εταιρείες αποστολής τέτοιων μηνυμάτων τα ονόμαζαν SPAM ως ακρωνύμιο του Sales Promotion and Marketing (Προώθηση Πωλήσεων και Μάρκετινγκ) [1]. Η νομική της έννοια βέβαια, είναι διαφορετική, καθώς δεν χρειάζεται η επικοινωνία να είναι μαζική (νομικά, σπαμ μπορεί να είναι και 1 μόνο μήνυμα), αλλά το περιεχόμενο πρέπει είναι διαφημιστικό (να προωθεί προϊόντα, υπηρεσίες, απόψεις, ή γενικά την «εικόνα» αυτού που το στέλνει).

Το κοινοτικό δίκαιο[2], ορίζει ότι η χρησιμοποίηση συσκευών αυτόματων κλήσεων, φαξ, emails, κλπ.  για απευθείας εμπορική προώθηση επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση συνδρομητών ή χρηστών οι οποίοι έχουν δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή τους.

Το ελληνικό δίκαιο που ενσωμάτωσε αυτήν την κοινοτική οδηγία[3], προβλέπει το ίδιο.

Ο ελληνικός νόμος προβλέπει την προστασία προσωπικών δεδομένων και στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες. Μάλιστα, στην έννοια του δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα έχει κριθεί ότι εμπίπτει, και ο τηλεφωνικός αριθμός και ο λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου[4] [5] [6] [7].

Η πολιτική επικοινωνία ως σπαμ

Όπως είπαμε παραπάνω, η νομική έννοια της μη νόμιμης αποστολής αζήτητης (ή αυτόκλητης) επικοινωνίας[8], προϋποθέτει την χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση επικοινωνία που γίνεται, όμως, συγκεκριμένα, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, χωρίς προηγούμενη ρητή συγκατάθεση[9] του παραλήπτη (σύστημα opt in). Στην έννοια της εμπίπτουν όλα τα μηνύματα που υπηρετούν διαφημιστικούς σκοπούς, και τέτοιοι θεωρούνται και όσοι στοχεύουν να προωθούν δράσεις φιλανθρωπικών ιδρυμάτων ή πολιτικών κομμάτων.

Έτσι, ακόμα και η πολιτική επικοινωνία οφείλει να συμμορφώνεται με τους κανόνες που ισχύουν για το spam[10]. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων (ΑΠΔΠΧ) έχει εκδώσει σχετική Οδηγία ήδη από το 2010[11], αλλά και νεότερη πρόσφατα, τον Απρίλιο του 2019, σχετικά με αυτό το ζήτημα[12], μετά και τη σχετική υπ΄ αριθμόν 2/2019 δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Έτσι, στις τελευταίες Ευρωεκλογές, η ΑΠΔΠΧ, με την υπ’ αριθμό 19/2019 απόφασή της, επέβαλε πρόστιμο 2.000€ για την αποστολή ενός και μόνο μηνύματος υποψηφίου ευρωβουλευτή σε δικηγόρο-ψηφοφόρο, της οποίας την ηλεκτρονική  διεύθυνση είχε συλλέξει από τους δημοσιευμένους καταλόγους στοιχείων επικοινωνίας δικηγόρων[13].

Τι σημαίνει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο; Είναι μόνο το email?

Σύμφωνα με το νόμο[14] και με την ΑΠΔΠΧ[15], στην έννοια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εντάσσονται όχι μόνο τα emails, όπως θα πίστευε κανείς, αλλά όλα τα ακόλουθα είδη μηνυμάτων:

  1. μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
  2. υπηρεσίες μηνυμάτων με χρήση κινητής τηλεφωνίας (SMS, MMS)
  3. υπηρεσίες φαξ
  4. υπηρεσίες στιγμιαίων μηνυμάτων (instant messaging), π.χ. Facebook Messenger, WhatsApp, Viber, MSN, Yahoo Messenger, Google Chat, κ.ά.
  5. υπηρεσίες ηλεκτρονικής ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, π.χ. Facebook, Twitter, LinkedIn, κ.ά.

Πότε επιτρέπονται μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για προωθητικούς σκοπούς;

Μόνη εξαίρεση στον κανόνα της προηγούμενης συγκατάθεσης του παραλήπτη, προβλέπει ο νόμος[16], στην περίπτωση που αυτός που στέλνει το μήνυμα έχει αποκτήσει το τηλέφωνο ή το μέιλ του παραλήπτη, με την ευκαιρία συναλλαγής μαζί του, (π.χ. κατά την αγορά προϊόντων) χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι του δίνει την ευκαιρία να αρνηθεί ήδη από τη στιγμή που του ζητά τα στοιχεία του, αλλά και σε κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που αρχικά δεν είχε διαφωνήσει(πχ μέσω ενός κουμπιού «απεγγραφή» ή “unsubscribe”).

Αναγκαία προϋπόθεση είναι όμως η προηγούμενη ενημέρωση του συνδρομητή-πελάτη[17]. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να παρέχεται κατά τη στιγμή της συλλογής των στοιχείων επικοινωνίας -δηλαδή, την ώρα της συναλλαγής- και να περιλαμβάνει με σαφήνεια την πρόθεση χρήσης των στοιχείων επικοινωνίας του συναλλασσόμενου, συγκεκριμένα για σκοπούς προωθητικών ενεργειών.

Η πρακτική του spamming ως ευκαιρία φθηνής διαφημιστικής προβολής, αλλά και ως ευκαιρία παρανομίας

Η συλλογή στοιχείων επικοινωνίας με τη χρήση ειδικών λογισμικών, των λεγόμενων spambots, αποτελεί ποινικό αδίκημα.

Η ευκολία και το μικρό κόστος της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορες τις επιχειρήσεις, αλλά και τις διαφημιστικές εταιρίες. Διαμορφώθηκε έτσι, σταδιακά, ως παγκόσμια πρακτική,  η τάση της δημιουργίας λιστών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και τηλεφωνικών αριθμών. «Με τη βοήθεια ειδικών λογισμικών, των λεγόμενων spambots, πραγματοποιείται εύκολα αυτοματοποιημένη σάρωση ιστοσελίδων και άλλων πηγών του Διαδικτύου, για την συλλογή διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από αυτές. Στη συνέχεια το spambot δημιουργεί λίστα των συλλεχθεισών διευθύνσεων»[18].

Τα λογισμικά αυτά συχνά χρησιμοποιούνται από hackers, για να πραγματοποιήσουν επιθέσεις με μολυσμένα μηνύματα ή κακόβουλο κώδικα σε ιστότοπους ή σε διακομιστές. Μετά την δημιουργία τέτοιων λογισμικών, οι έτοιμες λίστες διευθύνσεων που αυτά παρήγαγαν, αποτέλεσαν συχνά και προϊόν πώλησης διαφημιστικών εταιριών στο πελατολόγιο τους. Επικράτησε έτσι το παγκόσμιο φαινόμενο, κάθε επιχείρηση που ήθελε να διαφημιστεί, είτε να αγοράζει τέτοιες έτοιμες λίστες, είτε να παραγγέλλει την δημιουργία τους.

Η συλλογή στοιχείων επικοινωνίας με χρήση τέτοιων λογισμικών, αποτελεί ποινικό αδίκημα[19].

Εκτός του σπαμ, η χρήση των στοιχείων που αποκτήθηκαν με τέτοια λογισμικά, συχνά αποσκοπεί στην αποστολή κακόβουλου λογισμικού κάθε είδους, όπως ιούς, σκουλήκια, λογισμικό παρακολούθησης κλπ,  ή με σκοπό αποστολή νέων ηλεκτρονικών μηνυμάτων ηλεκτρονικού «ψαρέματος» (phishing) προσωπικών στοιχείων, κυρίως στοιχείων ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), με απώτερο στόχο την αφαίρεση χρηματικών ποσών από λογαριασμούς[20]. Οι ενέργειες αυτές, συνδέονται άμεσα και με την αζήτητη αλληλογραφία, καθώς παρατηρείται ότι σε αρκετές  περιπτώσεις, εμφανίζονται με το μανδύα του διαφημιστικού μηνύματος, που όμως είτε υποκρύπτει κακόβουλο λογισμικό, είτε προτρέπει τους χρήστες στην γνωστοποίηση προσωπικών τους στοιχείων[21].

Νομικό πλαίσιο: Ν. 3471/2006: lex specialis σε σχέση με το Ν. 2472/1997 (και ήδη με τον GDPR και τον Ν. 4624/2019).

Ποια όμως νομοθεσία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αυτές; Ο Νόμος 3471/2006 που αφορά τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατά τη χρήση ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ή η γενικότερη νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα (τον παλαιότερο νόμο 2472/1997, τον GDPR και τον νέο Νόμο 4624/2019);

Το ερώτημα έχει τεράστια πρακτική σημασία, καθώς οι διαφορές των διοικητικών προστίμων που προβλέπουν τα νομοθετήματα αυτά, είναι εξαιρετικά μεγάλες.

Ρητά, ορίζεται[22] ότι ο νόμος των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (3471/2006) συνιστά ειδικότερο νόμο (lex specialis) σε σχέση με τον γενικότερο Ν. 2472/1997[23]. Κατά τη γενική αρχή του δικαίου, ο ειδικότερος νόμος απωθεί την εφαρμογή του γενικότερου[24].

Στο παρελθόν, όμως, η σχέση γενικού προς ειδικό μεταξύ των δύο νομοθετημάτων, αποτέλεσε αντικείμενο συχνής παρανόησης στις αποφάσεις των δικαστηρίων και της ΑΠΔΠΧ[25].[26].

Οι παραπάνω διαπιστώσεις εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κατάργηση του Ν. 2472/1997 από το Ν. 4624/2019 και την έναρξη ισχύος του GDPR[27].

Παράλληλα, ο νέος  νόμος 4624/2019 ρητά προβλέπει ότι κάθε αναφορά στο παλιό νομοθετικό πλαίσιο νοείται πια ως αναφορά στον νέο νόμο και τον GDPR[28].

Επομένως, τα νομοθετήματα αυτά εφαρμόζονται συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο, όπως εκτίθεται αμέσως παρακάτω.

Ποιες  κυρώσεις προβλέπονται για όποιον παραβιάζει το νόμο;

Η αποστολή αζήτητης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, επισύρει :

-1ον Δυνατότητα αποζημίωσης του παραλήπτη και μάλιστα ποσού τουλάχιστον 10.000€ για κάθε μήνυμα[29], με προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια.

-2ον Διοικητικό πρόστιμο, μεταξύ 880,00 και 146.735,00€[30], που επιβάλλεται από την ΑΠΔΠΧ, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν καταγγελίας πολίτη, που υποβάλλεται ηλεκτρονικά[31]. Εάν όμως, η ΑΠΔΠΧ διαγνώσει παράλληλα και παραβίαση διατάξεων του GDPR, όπως έχουμε ήδη δει να συμβαίνει σε αποφάσεις της, το διοικητικό πρόστιμο θα ανέλθει στα δυσθεώρητα επίπεδα του GDPR (πρόστιμα έως και 20.000.000€ ή έως 4% του τζίρου). Είναι δε σχεδόν απίθανο να έχει σημειωθεί παράβαση ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και να μην έχει ταυτόχρονα παραβιαστεί κάποια από τις γενικές αρχές και υποχρεώσεις, που ρυθμίζονται από τον GDPR.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε η απόφαση 34/2019[32] της ΑΠΔΠΧ, με την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ύψους 200.000 ευρώ στον ΟΤΕ, όταν εξαιτίας τεχνικού σφάλματος, κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του δικαιώματος εναντίωσης των συνδρομητών στη λήψη προωθητικών μηνυμάτων.

Συμπεράσματα

Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω, η δυνατότητα αποστολής προωθητικών μηνυμάτων χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση του παραλήπτη, ΔΕΝ είναι καταρχήν δυνατή σε άτομα με τα οποία ο αποστολέας δεν είχε καμία συναλλαγή στο παρελθόν. Ούτε βέβαια είναι νόμιμο να σταλεί ένα πρώτο μήνυμα με το οποίο να ζητείται η άδεια -συγκατάθεση του παραλήπτη, αφού ήδη και η πρώτη αυτή επικοινωνία θα έχει γίνει κατά παράβαση του ανωτέρω κανόνα.

Μόνος νόμιμος τρόπος να συλλέξει κανείς τα στοιχεία επικοινωνίας ατόμων με τα οποία δεν είχε ποτέ προηγούμενη συναλλαγή, είναι είτε κατά πρόσωπο, είτε μέσω τηλεφώνου, ζητώντας τους να συγκατατεθούν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει για παράδειγμα κυρίως με την ευκαιρία εμπορικών εκθέσεων.

Σύμφωνα με τις σαφείς οδηγίες της ΑΠΔΠΧ[33], η χρήση διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την αποστολή διαφημιστικών μηνυμάτων ή για την εμπορία των διευθύνσεων αυτών είναι παράνομη όταν αυτές συλλέγονται:

-Με αγορά ή δωρεάν προμήθεια λιστών ηλεκτρονικών διευθύνσεων από εταιρείες χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση των κατόχων των ηλεκτρονικών διευθύνσεων.

-Από καταλόγους που δεν έχουν συσταθεί για το σκοπό της απευθείας εμπορικής προώθησης ή κάθε άλλου είδους διαφήμισης και τα πρόσωπα που περιέχονται σε αυτούς δεν έχουν δώσει τη συγκατάθεση τους για τη λήψη τέτοιας μορφής ηλεκτρονικής επικοινωνίας. (πχ οι κατάλογοι των επαγγελματικών ενώσεων, των σωματείων, συλλόγων, κατάλογοι εκθέσεων κ.λ.π).

-Μέσω Διαδικτύου (harvesting) από μπλογκ και ιστοσελίδες που περιέχουν ηλεκτρονικές διευθύνσεις χρηστών ή κοινών διευθύνσεων επαφής εταιριών, social media, ενημερωτικές λίστες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (mailing lists), white yellow pages κ.ά., ανεξαρτήτως εάν η συλλογή διευθύνσεων πραγματοποιείται χειροκίνητα ή αυτόματα (π.χ. μέσω προγραμμάτων αράχνης (web crawlers).

-Από τρίτους, για παράδειγμα από άτομα που δίνουν τις διευθύνσεις φίλων τους χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση των φίλων.

Οι εταιρείες-υπεύθυνοι επεξεργασίας, είναι υπόλογοι στην Αρχή για κάθε διαφημιστική ενέργεια μέσω αζήτητης επικοινωνίας που τους αφορά, ακόμα και αν αυτή γίνεται μέσω κάποιας διαφημιστικής εταιρείας για λογαριασμό τους.

Η συχνή παρανόηση ακόμη και  δικαστικών λειτουργών, ότι προσωπικά δεδομένα που έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο δεν προστατεύονται από το νόμο, είναι παντελώς λανθασμένη και συνήθως εντοπίζεται στη σύγχυση μεταξύ του πλαισίου προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών με το πλαίσιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων: κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύει μόνο για το απόρρητο των επικοινωνιών, που έχει νόημα προστασίας του, όσο η επικοινωνία διεξάγεται -κατά τη βούληση των συμμετεχόντων-ιδιωτικά και όχι δημόσια.

Αντίθετα, το δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων, ορίζει ότι επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μπορεί να γίνει μόνο εφόσον υπάρχει μία από τις 6 προβλεπόμενες στο δίκαιο νομικές βάσεις και μόνο για συγκεκριμένο θεμιτό και νόμιμο σκοπό, ανεξάρτητα αν τα δεδομένα είναι δημοσιευμένα ή όχι.

Επομένως, για παράδειγμα, κατάλογοι στοιχείων επαγγελματιών, που έχουν δημοσιευτεί προκειμένου να μπορούν να επικοινωνούν μαζί τους πελάτες και συνεργάτες ή συνάδελφοι, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, καθώς οι συμμετέχοντες στον κατάλογο έδωσαν τη συγκατάθεσή τους μόνο για το συγκεκριμένο σκοπό του καταλόγου και όχι για τη λήψη διαφημιστικών μηνυμάτων.

Έτσι, η φθηνή διαφημιστική λύση που παρείχε για δεκαετίες η πρακτική του spamming, ιδιαίτερα μετά την εφαρμογή του GDPR, μπορεί τελικά να έχει εξαιρετικά «ακριβό» τίμημα. Ο Κανονισμός αυτός, αν και δεν είναι το κατεξοχήν νομοθέτημα που εφαρμόζεται στην περίπτωση που εξετάζουμε, οδηγεί σταδιακά σε μεγαλύτερα ποσοστά ευαισθητοποίησης το μέσο πολίτη, όσον αφορά την πραγματική ουσία του δικαιώματός του στην προστασία των δεδομένων του, ενώ παράλληλα, οι αυστηρές του κυρώσεις, μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για κάθε τέτοια πρακτική, που συνηθέστατα θα σημαίνει και παραβίαση των όσων προβλέπει.

* Η Μαγδαληνή Σκόνδρα, CIPP/E, είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, απόφοιτος της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ.. Είναι  Αντιπρόεδρος του μη κερδοσκοπικού Ινστιτούτου Επαγγελματιών Ιδιωτικότητας Β. Ελλάδος και μέλος της Ελληνικής Ένωσης για την Ιδιωτικότητα και τα Προσωπικά Δεδομένα. Εργάζεται ως δικηγόρος, DPO ιδιωτικών φορέων και σύμβουλος προστασίας προσωπικών δεδομένων.

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    • [1] Τσίπης,Γεώργιος, ‘Νομική Και Τεχνική Προσέγγιση Του Φαινομένου Της Μη Ζητηθείσας Εμπορικής Επικοινωνίας’ (Μεταπτυχιακή διατριβή, ΠΑΠΕΙ, Τμήμα Πληροφορικής, 2012). και ‘Ψηφιακή Νομική Βιβλιοθήκη – Περιοδικά – ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ – 3/2008, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος – Χ. Γ. Μουζάκης, Ανεπιθύμητη εμπορική ηλεκτρονική αλληλογραφία – Η αντιμετώπιση του φαινομένου στην ελληνική και διεθνή έννομη τάξη’, ημερομηνία πρόσβασης 30 Νοέμβριος 2019, https://www.nbonline.gr/journals/8/volumes/134/issues/479/lemmas/4639915?searchid=376993.
    • [2] Οδηγία 2002/58/ΕΚ
    • [3] Άρθρο 11 του Ν.3471/2006
    • [4] Βλ. αποφάσεις ΑΠΔΠΧ 70/2017, 59/2012, 59/2011, 83/2009, Οδηγία 1/2010, αλλά και ΟΕ29 Γνώμη 2/2004
    • [5] Ειδικότερα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει κρίνει ότι: «η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου ενός φυσικού προσώπου αποτελεί προσωπικό δεδοµένο, αφού µπορεί να λειτουργήσει ως στοιχείο έµµεσης αναγνώρισης του κατόχου της, επιτρέποντας την επικοινωνία µε αυτόν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις φέρει ακόµα και στοιχεία του ονόµατος του κατόχου. Επισηµαίνεται δε ότι, σύµφωνα και µε τη Γνώµη 4/2007 της οµάδας εργασίας του άρθρου 29 της Ε.Ε. σχετικά µε την έννοια των προσωπικών δεδοµένων, ειδικά κατά τη λειτουργία ηλεκτρονικών υπηρεσιών, στοιχεία έµµεσης αναγνώρισης, όπως η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδροµείου, µπορούν επαρκώς σε ορισµένες περιπτώσεις να διακρίνουν ένα άτοµο από άλλα στο πλαίσιο ενός συγκεκριµένου συνόλου, ακόµα και αν δεν έχει γίνει η εξακρίβωση του ονόµατός του».ΑΠΔΠΧ απόφαση 70/2017
    • [6] Ορ. σχετ. απόφαση ΑΠΔΠΧ, 11/2019
    • [7]Συναφώς, τυγχάνουν εδώ εφαρμογής οι υπ΄ αριθ. 255/2017 κατευθυντήριες γραμμές της Ομάδας Εργασίας  του άρθρου 29 σχετικά με τη συγκατάθεση. ‘ARTICLE29 Newsroom – Guidelines on Consent under Regulation 2016/679 (wp259rev.01) – European Commission’, ημερομηνία πρόσβασης 1 Δεκέμβριος 2019, https://ec.europa.eu/newsroom/article29/item-detail.cfm?item_id=623051
    • [8] όπως αυτή οριοθετείται από την Οδηγία ΕΚ 2002/58 και το άρθρο 11 του Ν. 3471/2006
    • [9] Ορ. άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 3471/2006.
    • [10] Ορ. σχετ. απόφαση ΑΠΔΠΧ 51/2018, http://www.dpa.gr/APDPXPortlets/htdocs/documentDisplay.jsp?docid=64,30,245,14,250,206,129,84
    • [11] Οδηγία ΑΠΔΠΧ 1/2010
    • [12] http://www.dpa.gr/APDPXPortlets/htdocs/documentDisplay.jsp?docid=50,73,143,76,63,114,10,147
    • [13] http://www.dpa.gr/APDPXPortlets/htdocs/documentDisplay.jsp?docid=64,30,245,14,250,206,129,84
    • [14] άρθρο 2 περ. 7 του Ν.3471/2006
    • [15] https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,127423&_dad=portal&_schema=PORTAL
    • [16] άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 3471/2006
    • [17] Ορ. και ΑΠΔΠΧ 66/2018
    • [18] Νομική Και Τεχνική Προσέγγιση Του Φαινομένου Της Μη Ζητηθείσας Εμπορικής Επικοινωνίας Τσίπης,Γεώργιος, ‘Νομική Και Τεχνική Προσέγγιση Του Φαινομένου Της Μη Ζητηθείσας Εμπορικής Επικοινωνίας’.
    • [19] Καθώς είναι προφανές ότι τέτοιου είδους συλλογή διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπορεί να υπαχθεί στο άρθρο 370Β΄ΠΚ, αφού με αυτήν το δίχως άλλο αποκτάται χωρίς δικαίωμα πρόσβαση σε ηλεκτρονικά δεδομένα, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 38 του Ν.4624/2019, στο βαθμό που η συλλογή αφορά διευθύνσεις ΙΡ και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου φυσικών προσώπων, που εμπίπτουν στην έννοια των προσωπικών δεδομένων Έτσι και Εμμανουήλ Μεταξάκης, ‘Η ποινική προστασία της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείιου, του ονόματος χρήστη, του κωδικού πρόσβασης και της διεύθυνσης διαδικτυακού πρωτοκόλλου’, 2014, ΞΔ 2014, 2014, 8., σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και οι δυναμικές διευθύνσεις θα πρέπει να θεωρούνται προσωπικά δεδομένα, άποψη που υιοθέτησε και το ΔΕΕ στην C-582.14 Patrick Breyer vs Bundesrepublik Deutschland  (http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=186346&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=6481564)
    • [20] Αυτό  μπορεί να συνιστά και το αδίκημα της απάτης μέσω υπολογιστή, εφόσον ο δράστης έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος Έτσι και ‘ΜΕΤΑΞΑΚΗΣ ΠΟΙΝΔΙΚ 2015 681
    • [21] Κατά την ΑΠΔΠΧ, τα μηνύματα σπαμ μπορεί να περιέχουν εκτός των άλλων και :
    • -ένα κακόβουλο μήνυμα εξαπάτησης με στόχο την εξαγωγή προσωπικών δεδομένων (phishing), όπως ονόματα χρήστη, κωδικούς, αριθμούς πιστωτικής κάρτας, κ.λπ.
    • -ένα κακόβουλο μήνυμα με στόχο την οικονομική εξαπάτηση (scamming)
    • -μηνύματα φαινομενικά εμπορικά που παραπέμπουν σε ιστοσελίδες με κακόβουλο κώδικα (malware) , https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,127453&_dad=portal&_schema=PORTAL
    • [22] Κατά το άρθρο 3 του Ν. 3471/2006, οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του ως εξής: «1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 17 του παρόντος νόμου έχουν εφαρμογή κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών περιλαμβανομένων αυτών που υποστηρίζουν συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης. Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μη διαθεσίμων στο κοινό δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφαρμόζεται ο ν. 2472/1997 (Α`50), όπως ισχύει.»
    1. Ο ν. 2472/1997, όπως ισχύει, και οι εκτελεστικοί του άρθρου 19 του Συντάγματος νόμοι, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται για κάθε ζήτημα σχετικό με την παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που δεν ρυθμίζεται ειδικότερα από τον παρόντα νόμο.».
    • [23] Ορ. σχετ. πρόσφατη υπ’ αριθ. 11/2019 απόφαση της ΑΠΔΠΧ, που σε παραβίαση του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 3471/2006, έκρινε  ότι «η Αρχή κρίνει ότι πρέπει να απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση στο υπεύθυνο επεξεργασίας, με βάση το άρθρο 21 παρ. 1 εδαφ. α) του Ν 2472/1997, καθότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του Ν 3471/2006, εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση έχει ο Ν 2472/1997 και όχι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679.»
    • [24]Αυτονοήτως, αυτό γίνεται δεκτό και από τη θεωρία και τους ακαδημαϊκούς: «Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο μη διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών συνεχίζει να εφαρμόζεται ο ν. 2472/1997 (άρθρο 3 ν. 3471/2006). Η παραπάνω ρύθμιση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ότι για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πεδίο των παρεχόμενων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ο ν. 3471/2006 υπερισχύει του ν. 2472/1997, συνεπώς εφαρμόζεται για τις παρεχόμενες στο κοινό υπηρεσίες επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου»  ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, ‘ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ’, ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ σ.1058.
    • [25]. Έτσι, επικρίθηκε η απόφαση 19/2008 της ΑΠΔΠΧ, η οποία εφάρμοσε και μνημόνευσε το Ν. 2472/1997, αν και εξέταζε περίπτωση επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπαγόμενων στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3471/2006: «Στη σχολιαζόμενη απόφαση γίνεται ρητά αναφορά σε στοιχεία και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των «συνδρομητών» του Παρόχου, δηλαδή αναφέρεται στην ειδική κατηγορία δεδομένων των Οδηγιών 97/66/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ. Παρά ταύτα, ουδεμία αναφορά γίνεται στο Ν 3471/2006, ούτε αιτιολογείται με ποια συλλογιστική καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν «απλά» δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του Ν 2472/1997, τη στιγμή κατά την οποία αφορούν συνδρομητές Παρόχου υπηρεσιών τηλεφωνίας και επομένως υπάγονται στις διατάξεις του Ν 3471/2006 και εφαρμόζονται μόνο οι εκεί προβλεπόμενοι κανόνες επεξεργασίας.» ‘Ψηφιακή Νομική Βιβλιοθήκη – Περιοδικά – ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ – 2/2008, Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος – Γ. Τσόλιας, Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και «αντίστροφη αναζήτηση» αυτών για λόγους διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων Εξ αφορμής της υπ’ αρ. 19/2008 απόφασης της ΑΠΔΠΧ’, ημερομηνία πρόσβασης 2 Δεκέμβριος 2019, https://www.nbonline.gr/journals/8/volumes/134/issues/478/lemmas/4639824.
    • [26]Μάλιστα, στην αναφερόμενη μελέτη, ο Γ.Τσόλιας κάνει λόγο για «ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» στο Ν 3471/2006 σε αντιδιαστολή με τα «απλά δεδομένα» του Ν. 2472/1997 «1. Από τις διατάξεις του Ν 3471/2006 προκύπτει η τυποποίηση περισσότερων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών σε δημόσια δίκτυα και μόνον  :Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης (άρθρο 2 παρ. 3, 4 και άρθρο 6). Στην ίδια κατηγορία, υπάγεται η περίπτωση των δεδομένων θέσης, τα οποία τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (άρθρο 2 παρ. 7 σε συνδυασμό με άρθρο 6 παρ. 3). Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παράγονται ή τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της παροχής διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα, τα οποία όμως δεν αποτελούν δεδομένα κίνησης ή θέσης. Στην Αιτιολογική σκέψη υπ’ αρ. 15 της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ γίνεται λόγος για την υπαγωγή του ονόματος, της αρίθμησης ή της διεύθυνσης στην έννοια των δεδομένων κίνησης , στοιχεία τα οποία συνδέονται με το γεγονός και τη μετάδοση της επικοινωνίας.»‘Ψηφιακή Νομική Βιβλιοθήκη – Περιοδικά – ΔΙΚΑΙΟ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ – 2/2008, Απρίλιος – Μάιος – Ιούνιος – Γ. Τσόλιας, Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και «αντίστροφη αναζήτηση» αυτών για λόγους διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων Εξ αφορμής της υπ’ αρ. 19/2008 απόφασης της ΑΠΔΠΧ’.
    • [27] ο οποίος ρητά προβλέπει ότι εφαρμόζεται σε όλα τα θέματα που αφορούν την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και τα οποία δεν υπάγονται στις ειδικές υποχρεώσεις που έχουν τον ίδιο στόχο, όπως περιγράφονται στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. (Αιτ. σκέψη 173 GDPR)
    • [28] «άρθρο 83 παρ. 1:Όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας γίνεται αναφορά στον ν. 2472/1997 νοείται ως αναφορά στις οικείες διατάξεις του GDPR και του παρόντος.» Περαιτέρω, κατά την δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου «2. Οι οδηγίες και κανονιστικές πράξεις της Αρχής διατηρούνται σε ισχύ, εφόσον δεν προσκρούουν στον GDPR και στις ρυθμίσεις του παρόντος».
    • [29] Άρθρο 14 παρ. 2 Ν. 3471/2006
    • [30] βάσει της διατηρουμένης σε ισχύ διάταξης του άρθρου 21 του Ν. 2472/97 : Το άρθρο 84 του Ν. 4624/2019, διατήρησε σε ισχύ το άρθρο 21 του Ν. 2472/1997, που αφορά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του ν. 3471/2006
    • [31] http://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,211532&_dad=portal&_schema=PORTAL
    • [32] http://www.dpa.gr/APDPXPortlets/htdocs/documentDisplay.jsp?docid=47,129,81,44,214,237,129,37
    • [33] https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,127438&_dad=portal&_schema=PORTAL