Μελέτη του FRA για προκλήσεις & θετικές επιπτώσεις του GDPR στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών
Τον Ιούνιο ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) δημοσίευσε τη μελέτη του αναφορικά με τις προκλήσεις αλλά και τις θετικές επιπτώσεις που ανακύπτουν από τις διατάξεις του GDPR για τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην ΕΕ.
Ο τίτλος της μελέτης είναι «The General Data Protection Regulation – one year on. Civil society: awareness, opportunities and challenges», ενώ σε αυτή συμμετείχαν περισσότερες από 100 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών από όλη την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Homo Digitalis.
Είναι μεγάλη μας τιμή να μπορούμε να αποτελούμε μέλος της Fundamental Rights Platform (Πλατφόρμας για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα) του Οργανισμού και να μας δίνεται με αυτό τον τρόπο η δυνατότητα να συμμετέχουμε ενεργά στην εκπόνηση των εν λόγω ερευνών και να επικοινωνούμε τη γνώμη μας και τις απόψεις μας.
O GDPR εφαρμόζεται για όλους
Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης
Στο τέλος Μαΐου, η Βελγική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (“L’Autorité de protection des données -APD”) επέβαλε για πρώτη φορά πρόστιμο για παραβίαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (“GDPR”).
Πιθανότατα ήδη βαρεθήκατε και θέλετε να σταματήσετε να διαβάζετε αυτό το άρθρο. Αν ακούσετε και το ποσό του προστίμου, μάλλον θα σταματήσετε άμεσα: μόλις 2.000 ευρώ.
Και όμως, αυτή η απόφαση είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Και αυτό γιατί η Βελγική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε το πρόστιμο αυτό σε ένα δήμαρχο!
Ο δήμαρχος αυτός είχε στείλει 2 emails σε δύο κατοίκους της πόλης του σχετικά με την προεκλογική του εκστρατεία. Οι δύο πολίτες είχαν στείλει πρώτοι email στο δήμαρχο, στα οποία του ανέλυαν την ιδέα τους για ένα project στην πόλη τους. Ο δήμαρχος την ημέρα πριν τις τοπικές εκλογές απάντησε στα emails των δύο πολιτών στέλνοντάς τους το πολιτικό του πρόγραμμα.
Η Βελγική Αρχή έκρινε ότι η χρήση των διευθύνσεων emails των δύο πολιτών ήταν καταχρηστική και επέβαλε πρόστιμο.
«Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι οι πρώτοι οι οποίοι πρέπει να συμμορφώνονται με το νόμο. Ένας δήμαρχος αναμένεται και οφείλει να γνωρίζει τη νομοθεσία και να συμμορφώνεται με αυτήν.»
Όπως σημείωσε ο Hielke Hijmans, πρόεδρος της Βελγικής Αρχής:«η χρήση προσωπικών δεδομένων από πολιτικούς για εκλογικούς σκοπούς είναι ένα σημαντικό θέμα για τους πολίτες. Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι οι πρώτοι οι οποίοι πρέπει να συμμορφώνονται με το νόμο. Ένας δήμαρχος αναμένεται και οφείλει να γνωρίζει τη νομοθεσία και να συμμορφώνεται με αυτήν.»
Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα «συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς» (άρθρο 5(β) GDPR).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δήμαρχος είχε λάβει τις διευθύνσεις email των δύο πολιτών για ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Επέλεξε όμως να τις χρησιμοποιήσει για έναν εντελώς διαφορετικό σκοπό. Η συμπεριφορά του αυτή αποτελεί παραβίαση του GDPR. Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός οτι η Βελγική Αρχή εστίασε τη προσοχή της στις διατάξεις του GDPR και όχι στη εθνική νομοθεσία σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
Τι μας έδειξε λοιπόν η Bελγική Αρχή με την απόφαση αυτή;
Ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων είναι ευθύνη όλων!
Η υποχρέωση προστασίας και ορθής επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων δε βαρύνει μόνο τις εταιρείες και τους οργανισμούς. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι έχοντες δημόσια αξιώματα υπέχουν επίσης σημαντικότατη ευθύνη. Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι προσωπικά δεδομένα τα οποία έχουν συλλέξει κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθούν για προσωπικό όφελος.
Σαφώς, γνωρίζαμε ήδη από το πεδίο εφαρμογής του GDPR ότι και οι δημόσιοι λειτουργοί οφείλουν να συμμορφώνονται με τον Κανονισμό. Όμως, είναι η πρώτη φορά που μία εθνική Αρχή το εφαρμόζει στην πράξη.
Καθώς οι εθνικές εκλογές πλησιάζουν στη χώρα μας και έχοντας ακόμα νωπές μνήμες από προεκλογικά μηνύματα υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις Ευρωεκλογές, αναμένουμε να δούμε αν οι υποψήφιοι αυτή τη φορά θα λάβουν υπόψη τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών ως ένα αγαθό άξιο προστασίας.
Σε κάθε περίπτωση, αν νιώθετε ότι τα προσωπικά σας δεδομένα παραβιάζονται από υποψηφίους στις επικείμενες εκλογές, μπορείτε να υποβάλετε άμεσα και δωρεάν καταγγελία στην Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Μάλιστα, η Ελληνική Αρχή πρόσφατα δημοσίευσε την απόφασή της για μία παρόμοια σχετικά υπόθεση, με την οποία υποβάλει το πρόστιμο των 2.000 ευρώ σε έναν υποψήφιο ευρωβουλευτή.
Η Homo Digitalis στην 1η Συνέλευση της Συμμαχίας περί Τεχνητής Νοημοσύνης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Την Τετάρτη 26 Ιουνίου, η Homo Digitalis είχε τη μεγάλη τιμή και χαρά να βρίσκεται στις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει στην πρώτη Συνέλευση της Συμμαχίας περί Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Alliance) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Συμμαχία δίνει τη δυνατότητα σε φορείς από όλο τον κόσμο να αλληλοεπιδράσουν με την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων Υψηλού Επιπέδου περί Τεχνητής Νοημοσύνης (High Level Experts Group on AI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να υποβάλλουν παρατηρήσεις στα παραδοτέα της ομάδας αυτής, και να συμμετάσχουν σε εκπαιδευτικές και κοινωνικές εκδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη.
Η οργάνωσή μας αποτελεί μέλος της Συμμαχίας από τις πρώτες ημέρες σύστασής της, τον Ιούνιο του 2018.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ανακοινώθηκε η έναρξη της πιλοτικής φάσης εφαρμογής των Κατευθυντήριων Γραμμών Αξιόπιστης Τεχνητής Νοημοσύνης της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων, ενώ δημοσιεύθηκε και το καινούργιο παραδοτέο της, ήτοι «Προτάσεις Πολιτικής και Επενδύσεων για Αξιόπιστη Τεχνητή Νοημοσύνη».
Η οργάνωσή μας αναγνωρίζει τη συμβολή των εν λόγω παραδοτέων στο διάλογο περί ανάπτυξης συστημάτων που χρησιμοποιούν τεχνολογίες που εντάσσονται στον ευρύ και ασαφή όρο «Τεχνητή Νοημοσύνη». Ωστόσο, επιζητούμε την άμεση αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανακύπτουν από τη χρήση τέτοιων συστημάτων για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες των κατοίκων της ΕΕ, μέσα από συγκεκριμένες δράσεις και εφαρμογή των νομοθετικών μέτρων.
Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για την εκδήλωση και να παρακολουθήσετε το βίντεο αυτής εδώ.
Η Homo Digitalis στο 4ο Data Privacy&Protection Conference
Στις 25 Ιουνίου η Homo Digitalis είχε τη μεγάλη χαρά να συμμετάσχει ως επιστημονικός συνεργάτης στο 4ο Data Privacy&Protection Conference.
Ένα χρόνο μετά την εφαρμογή του GDPR σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, το 4ο Data Privacy & Protection Conference αποτύπωσε τις αλλαγές και τους καινούριους κανονισμούς που έχουν προκύψει.
Η Homo Digitalis συμμετείχε τόσο στην οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου, όσο και ως ομιλητής. Την οργάνωσή μας εκπροσώπησε ο αντιπρόεδρός της, Στέφανος Βιτωράτος, ο οποίος ανέλυσε την προστασία προσωπικών δεδομένων ως μορφή κοινωνικής εταιρικής ευθύνης και ως μοχλό βελτίωσης της φήμης και των κερδών των επιχειρήσεων.
Ο Στέφανος Βιτωράτος κατά την ομιλία του στο 4o Data Privacy & Protection Conference
Στο συνέδριο συμμετείχαν περισσότεροι από 40 έγκριτοι ομιλητές από την Ελλάδα και το εξωτερικό και ανταλλάχθηκαν σημαντικές εμπειρίες εμπειριών για το πώς μπορεί πραγματικά να αξιοποιηθεί η ισχύς των δεδομένων μέσω της υπεύθυνης χρήσης, την οικονομική ανάπτυξη αλλά και τα κοινωνικά οφέλη που προκύπτουν.
Ήταν μεγάλη τιμή της Homo Digitalis να βρίσκεται ανάμεσα στους πιο αναγνωρισμένους επαγγελματίες και ακαδημαϊκούς, οι οποίοι ασχολούνται με την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Στο συνέδριο παρευρέθηκαν και τα μέλη της οργάνωσής μας Ελπίδα Βαμβακά, Κωνσταντίνος Κακαβούλης, Εμμανουήλ Μανδράκης, Μαρία-Αλεξάνδρα Παπουτσή, Εμμανουήλ Τζιβιέρης, Βασίλης Βασιλόπουλος, Αθηνά Μαυρίδου, Μιχάλης Δρακουλάκης και Δημήτρης Πατσός.
Ευχαριστούμε θερμά την κ. Στέλλα Τσιτσούλα και την Boussias Communications για την εξαιρετική συνδιοργάνωση!
Η πρόσβαση των αρχών στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία: Τι συμβαίνει με τα προσωπικά μας δεδομένα;
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης*
Η χρήση ψηφιακών μέσων επικοινωνίας είναι πλέον καθολική. Πράγματι, ποιος δεν απολαμβάνει την ευκολία της αποστολής ενός e-mail ή μιας γρήγορης συνομιλίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ωστόσο, η διάδοση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών διευκολύνει και δραστηριότητες που ξεπερνούν τα όρια μιας καθημερινής συνομιλίας και γίνεται εργαλείο στην διάπραξη αξιόποινων πράξεων. Συγκεκριμένα, η ψηφιοποίηση της επικοινωνίας και των συναλλαγών ωφελεί αναπόφευκτα την εγκληματική δραστηριότητα˙ όχι μόνο σε επίπεδο ηλεκτρονικού εγκλήματος, αλλά και σε ένα πρακτικότερο πλαίσιο, όπως αυτό της επικοινωνίας μεταξύ των δραστών για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας εγκληματικής ενέργειας.
Πώς μπορεί αυτή η πραγματικότητα να επηρεάσει τα ψηφιακά δικαιώματα και την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων;
Η απάντηση έρχεται μέσω της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υιοθέτηση του Κανονισμού σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.
Συγκεκριμένα, ο Ευρωπαίος νομοθέτης έκρινε απαραίτητη την θεσμοθέτηση ενός κοινού Ευρωπαϊκού πλαισίου για την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία (e-evidence), με σκοπό την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκλήματος. Το ενδιαφέρον του νομοθέτη φαντάζει αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς πως το 85% των ποινικών ερευνών περιλαμβάνει πλέον την χρήση ψηφιακών δεδομένων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο αριθμός των αιτημάτων προς τους μεγαλύτερους παρόχους (Google, Facebook, Twitter, Microsoft, Apple) για πρόσβαση των αρχών σε αποθηκευμένα ψηφιακά δεδομένα αυξήθηκε κατά 84% την πενταετία 2013-2018.
Η ανάγκη για διασυνοριακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία αφορά πλέον οποιοδήποτε αδίκημα και δεν περιορίζεται στο κυβερνοέγκλημα ή τα συνήθη διακρατικά εγκλήματα, διευρύνοντας έτσι σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου Κανονισμού. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοχεύει στο να διευκολύνει και να επιταχύνει την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο διαγραφής τους από τους παρόχους.
Είναι σαφές πως η κυριαρχία της ψηφιακής επικοινωνίας καθιστά την πρόσβαση στα ψηφιακά δεδομένα αναγκαία για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκληματος.
Είναι ωστόσο η παραδοχή αυτή αρκετή για να άρει κάθε προβληματισμό σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων;
Το πρόβλημα και η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η πρόσβαση των αρχών στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία αποτελεί ένα περίπλοκο και χρονοβόρο ζήτημα, ιδίως λόγω της διαφορετικής νομοθεσίας που ισχύει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του τόπου όπου τα δεδομένα είναι αποθηκευμένα.
H αποθήκευση των ψηφιακών δεδομένων γίνεται στους servers του εκάστοτε παρόχου ηλεκτρονικων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα τα δεδομένα ενός χρήστη να βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφορετικές τοποθεσίες και η πρόσβαση σε αυτά να διέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πως ο τοπικός κατακερματισμός των δεδομένων ενος χρήστη και το διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει ανά τα κράτη δυσχεραίνει την πρόσβαση των αρχών και επιβραδύνει σημαντικά την διαδικασία.
Για παράδειγμα, προκειμένου μία δικαστής να αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα της συνομιλίας μεταξύ δύο Ελλήνων στο WhatsApp, πρέπει να απευθύνει σχετικό αίτημα στις αρχές της χώρας που βρίσκονται εγκατεστημένοι οι servers και είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα, καθιστώντας έτσι την όλη διαδικασία χρονοβόρα.
Μάλιστα, μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη υιοθετήσει την Οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, κρίθηκε πως αυτή δεν επαρκεί για την αποτελεσματική και γρήγορη πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Τα παραδοσιακά μέσα συνεργασίας που έχει θεσπίσει η Ένωση δεν ανταποκρίνονται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ψηφιακών δεδομένων, ο οποίος επιτάσει ταχύτερες διαδικασίες που θα εξασφαλίζουν την έγκαιρη πρόσβαση των αρχών.
Τί ακριβώς είναι όμως τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία και γιατί μας αφορούν;
Εν συντομία, κάθε μορφής ψηφιακά δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έρευνα και δίωξη ενός εγκλήματος θεωρούνται ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Ένα e-mail, κάποιο μήνυμα στο WhatsApp, το πότε ήσασταν τελευταία φορά διαθέσιμη στο Messenger, όλα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την καταπολέμηση του εγκλήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού, ως ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία ορίζονται τα δεδομένα συνδρομητή, τα δεδομένα πρόσβασης, τα δεδομένα συναλλαγών και τα δεδομένων περιεχομένου που ειναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρονική μορφή από πάροχο ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή για λογαριασμό του.
– Δεδομένα συνδρομητή: Πληροφορίες που αφορούν την ταυτότητα του συνδρομητή (ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση, τηλέφωνο, κλπ.), καθώς και το είδος και τη διάρκεια της χρησιμοποιούμενης υπηρεσίας.
– Δεδομένα πρόσβασης: Πληροφορίες που αφορούν την έναρξη και λήξη της περιόδου πρόσβασης ενός χρήστη σε μια υπηρεσία (ημερομηνία και ώρα χρήσης, διεύθυνση IP, κλπ.).
– Δεδομένα συναλλαγών: Πληροφορίες που αφορούν την χρήση μιας υπηρεσίας από τον εκάστοτε συνδρομητή και επικεντρώνονται κυρίως στον εντοπισμό της πηγής και του προορισμού ενός μηνύματος, την ανίχνευση της τοποθεσίας της συσκευής, καθώς και τον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας, ώρας και διάρκειας μιας επικοινωνίας.
– Δεδομένα περιεχομένου: Περιλαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία μοιραζόμαστε στον ψηφιακό κόσμο και αποθηκεύεται σε ψηφιακή μορφή, όπως κείμενο, φωνή, βίντεο, εικόνες και ήχος.
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πως οι τέσσερις αυτές κατηγορίες δεδομένων περιλαμβάνουν το σύνολο των πληροφοριών που μοιραζόμαστε στο διαδίκτυο, ξεκινώντας από τα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα του χρήστη και φτάνοντας μέχρι το διαμοιραζόμενο περιεχόμενο καθαυτό (content και non-content data).
Με άλλα λόγια, το πότε συνδεθήκατε τελευταία φορά σε κάποια μέσο κοινωνικής δικτύωσης, πόσες φορές μιλήσατε με κάποιον και για πόση ώρα, αλλά και το ακριβές περιεχόμενο των μηνυμάτων που ανταλλάξατε, όλα αυτά αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση κάποιου προσώπου ή για την περαιτέρω διερεύνηση μιας ποινικής υπόθεσης.
Σύμφωνα με το προτεινόμενο νομοθετικό πλαίσιο, οι αρχές ενός κράτους (κράτος έκδοσης) μπορούν να διατάξουν απευθείας έναν πάροχο υπηρεσιών να υποβάλει ή να διατηρήσει τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στους servers του.
Μάλιστα, δεν απαιτείται οι servers να βρίσκονται εντός της Ε.Ε. ή να εχει ο πάροχος την έδρα του σε ευρωπαϊκό έδαφος, παρά αρκεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, το κράτος έκδοσης δύναται να εκδίδει την Ευρωπαϊκή Εντολή Υποβολής Στοιχείων (ΕΕΥ), η οποία είναι δεσμευτική απόφαση και υποχρεώνει τον πάροχο να υποβάλει τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, ή την Ευρωπαϊκή Εντολή Διατήρησης Στοιχείων (ΕΕΔ), η οποία είναι επίσης δεσμευτική απόφαση και υποχρεώνει τον πάροχο να διατηρήσει και μην διαγράψει τα αποθηκευμένα δεδομένα, ενόψει μελλοντικού αιτήματος υποβολής τους.
Οι αρχές του κράτους έκδοσης, του κράτους δηλαδή που εκδίδει τις εντολές υποβολής ή διατήρησης των δεδομένων, θα μπορούν πλέον να αποκτήσουν πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που είναι αποθηκευμένα οπουδήποτε στην Ε.Ε, υποβάλλοντας το αίτημά τους απευθείας στον πάροχο και όχι στις αντίστοιχες αρχές του κράτους όπου είναι εγκατεστημένοι οι servers (κράτος εκτέλεσης).
Ως εκ τούτου, παρακάμπτεται η τοπική νομοθεσία που ισχύει στο κράτος εκτέλεσης και υπόλογος για την υποβολή ή διατήρηση των δεδομένων γίνεται πλέον ο εκάστοτε πάροχος.
Η τοποθεσία που βρίσκονται αποθηκευμένα τα ψηφιακά δεδομένα και το δίκαιο του κράτους που φιλοξενεί τους servers καθίστανται πλέον αδιάφορα και δεν μπορούν να αποτελέσουν ανάχωμα στην πρόσβαση των αρχών.
Πηγή: http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-18-3345_en.htm
Ο πάροχος ηλεκτρονικών υπηρεσιών οφείλει να εξασφαλίσει την προσβαση στα ψηφιακά δεδομένα εντός δέκα ημερών, ή ακόμα και έξι ωρών εφόσον πρόκειται για επείγον αίτημα. Το δικαίωμα του εκάστοτε παρόχου να αρνηθεί την υποβολή των δεδομένων είναι εξαιρετικά περιορισμένο και αφορά περιπτώσεις όπου η εντολή υποβολής είναι ελλιπής, έχει πρόδηλα σφάλματα ή συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
Στην περίπτωση που ο εκάστοτε πάροχος κρίνει πως μια ΕΕΥ παραβιάζει προδήλως τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. ή είναι καταχρηστική, τότε οφείλει να απευθυνθεί στις αρμοδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης.
Υπό το νέο αυτό καθεστώς, η διαδικασία για την υποβολή και διατήρηση των ψηφιακών δεδομένων τυποποιείται και επιταχύνεται σημαντικά. Ο προστατευτικός ρόλος του κράτους όπου βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα περιορίζεται και η εγχώρια νομοθεσία καθίσταται σε μεγάλο βαθμό αδιάφορη.
Ταυτόχρονα, οι κρίσιμες αποφάσεις για την υποβολή των δεδομένων και η υποχρέωση συμμόρφωσης μετακυλύονται από τις αρχές του κράτους εκτέλεσης προς τον εκάστοτε πάροχο. Μάλιστα, η δέσμη των προτεινόμενων μέτρων για την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία συμπληρώνεται από την πρόταση σχετικής Οδηγίας που υποχρεώνει τους παρόχους να ορίσουν νόμιμους εκπροσώπους, οι οποίοι και θα είναι υπεύθυνοι για την παραλαβή, συμμόρφωση και εκτελεση των ΕΕΥ και ΕΕΔ.
Και η προστασία των προσωπικών δεδομένων;
Η πρόταση τη Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγείρει πολλά ερωτήματα, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πράγματι, σχετικοί προβληματισμοί έχουν επισημανθεί τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και από ακαδημαϊκούς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εγείρουν εύλογες ενστάσεις έναντι της υιοθέτησης του κανονισμού από την Ε.Ε..
Ένα από τα πλέον καίρια σημεία κριτικής εντοπίζεται στο γεγονός πως η υποχρέωση συμμόρφωσης και εκτέλεσης μιας ΕΕΥ ή ΕΕΔ είναι πλέον αρμοδιότητα του παρόχου των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και όχι των κρατικών ή δικαστικών αρχών.
Μάλιστα, ο πάροχος γίνεται πλέον υπεύθυνος για τον έλεγχο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και καλείται να κρίνει εάν και κατά πόσο μια ΕΕΥ ή ΕΕΔ παραβιάζει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γεννάται συνεπώς το ερώτημα κατά πόσο ο ιδιώτης πάροχος είναι κατάλληλος να αποφασίζει για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός πως ο πάροχος υπόκειται σε κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με μία ΕΕΥ ή ΕΕΔ, είναι άξιο απορίας το εάν πράγματι θα πραγματοποιεί τον απαιτούμενο έλεγχο και θα μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων ή υπό των φοβο της μη συμμόρφωσης θα προχωρά εν τέλει στην εκτέλεση κάθε ΕΕΥ.
Συνεπώς, το σημαντικότερο πρόβλημα που δημιουργείται με το νέο θεσμικό πλαίσιο είναι η μετατόπιση της υποχρέωσης ελέγχου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων από το κράτος στον ιδιώτη πάροχο, ο οποίος επιφορτίζεται με την κρίσιμη απόφαση υποβολής ή μη των αποθηκευμένων δεδομένων, περιορίζοντας έτσι σημαντικά τον προστατευτικό ρόλο του κράτους.
Ταυτόχρονα, η πράξη για την οποία ζητείται η υποβολή των προσωπικών δεδομένων δεν απαιτείται να ενέχει την ίδια απαξία στην έννομη τάξη του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης. Η κατάργηση του κριτηρίου αυτού (dual criminality) μειώνει το επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και διευκολύνει την πρόσβαση ακόμη και σε περιπτώσεις που αφορούν ήσσονος σημασίας αδικήματα.
Το μοναδικό όριο που θέτει ο Κανονισμός αφορά την πρόσβαση σε δεδομένα συναλλαγών και περιεχομένου, όπου μια ΕΕΥ μπορεί να εκδοθεί μόνο για αδικήματα που επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον τριών ετών στο κράτος έκδοσης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ακόμη και αν οι νόμοι του κράτους εκτέλεσης προβλέπουν ένα αυξημένο πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αυτό είναι πλέον αδιάφορο. Παράλληλα, η υποβολή των δεδομένων συνδρομητή και προσβασης μπορεί να διαταχθεί για οποιοδήποτε αδίκημα.
Η σημασία των ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων για την αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος είναι αδιαμφισβήτητη. Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο όγκος και η ιδιαίτερη φύση των ψηφιακών δεδομένων καθιστούν πράγματι αναγκαία την θέσπιση νέων εργαλείων για την έγκαιρη και αποτελεσματική πρόσβαση των αρχών στα ψηφιακά δεδομένα.
Για να επιστρέψουμε ωστόσο και στο αρχικό μας ερώτημα, η παραδοχή αυτή δεν αρκεί για να άρει τους όποιους ενδοιασμούς εγείρει η νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη για αποτελεσματικότητα πρέπει να συμβαδίζει με το κρίσιμο αίτημα της αποτελεσματικής προστασίας των προσωπικών δεδομένων και είναι συνεπώς καθήκον του Ευρωπαίου νομοθέτη να κινηθεί προς τον σκοπό αυτό.
*Ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice MSc) από το Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι τακτικό μέλος της Homo Digitalis.
Το καινούργιο τεύχος του GDPR Today είναι εδώ!
Το καινούργιο τεύχος του GDPR Today είναι εδώ!
Σήμερα, 11 Ιουνίου 2019, κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του GDPR Today με πλούσια αρθρογραφία και στατιστικά στοιχεία σχετικά με την εφαρμογή του GDPR!
Διάβασε πρώτος τις τελευταίες εξελίξεις σε επίπεδο Κρατών Μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή των διατάξεων του GDPR, ένα έτος μετά τη θέση του σε ισχύ!
Επίσης, η ενότητα «GDPR σε αριθμούς» παρέχει στατιστικά στοιχεία με μεγάλο ενδιαφέρον που αφορούν τις Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων από 14 Κράτη Μέλη, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας και της Κύπρου!
Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά το Γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα της Κύπρου και την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα της Ελλάδας για την αγαστή συνεργασία και την παραχώρηση από μέρους τους των αναγκαίων στατιστικών στοιχείων, για ακόμη μία φορά!
Το τεύχος αυτό επιμελήθηκε η οργάνωση European Digital Rights.
Μαζί με την Homo Digitalis, στο τεύχος αυτό συμμετείχαν οι εξής οργανώσεις:
H νέα ετήσια έκθεσή του FRA για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και η νέα μελέτη του για τη Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εδώ!
Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Agency for Fundamental Rights – FRA), δημοσίευσε στις 6 Ιουνίου τη νέα έκθεσή του για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η έκθεση συνοψίζει και αναλύει τις σημαντικότερες εξελίξεις που σημειώθηκαν στον τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια του 2018 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις για δράση.
Ένας από τους θεματικούς άξονες της έκθεσης που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο Επτά (7), το οποίο σχετίζεται ειδικά με ζητήματα που αφορούν την κοινωνία των πληροφοριών και την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.
Στην φετινή εκδοχή της έκθεσης το κεφάλαιο Επτά εστιάζει τη προσοχή του στην εφαρμογή των διατάξεων του GDPR, στις εξελίξεις σε ζητήματα τεχνητής νοημοσύνης και σε ζητήματα κυβερνοασφάλειας, σε νομολογιακές εξελίξεις σχετικά με τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και στην διασυνοριακή πρόσβαση σε δεδομένα που σχετίζονται με τη δράση αρχών επιβολής του νόμου.
Η έκθεση επίσης περιλαμβάνει κεφάλαια που σχετίζονται με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τη χρήση του από τα κράτη μέλη, την ισότητα και την εξάλειψη των διακρίσεων, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και συναφείς μορφές μισαλλοδοξίας, την ένταξη των Ρομά, το άσυλο, τα σύνορα και τη μετανάστευση, τα δικαιώματα των παιδιών, την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την εφαρμογή της σύμβασης του ΟΗΕ για τα άτομα με αναπηρίες.
Στις 11 Ιουνίου ο FRA δημοσίευσε τη νέα μελέτη του σχετικά με τη Τεχνητή Νοημοσύνη. Η μελέτη επικεντρώνεται στην σημασία της ποιότητας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται από τους αλγορίθμους μηχανικής εκμάθησης για τη λήψη αυτοματοποιημένων αποφάσεων.
Η Ηοmo Digitalis στην οργανωτική επιτροπή του Data Privacy & Protection Conference 2019
Η Homo Digitalis έχει τη μεγάλη τιμή και χαρά να συμμετέχει στην οργανωτική επιτροπή του 4ου Data Privacy & Protection Conference! Ο αντιπρόεδρός μας, Στέφανος Βιτωράτος, συμμετέχει ενεργά στην οργάνωση του Συνεδρίου δίπλα σε κορυφαία στελέχη και καταξιωμένες προσωπικότητες στον τομέα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικότητας.
Η εκδήλωση λαμβάνει χώρα την Τρίτη 25 Ιουνίου στο Μαρούσι Αττικής και αποτελεί το κορυφαίο ετήσιο συνέδριο DPOs στην Ελλάδα!
Ομιλητές από τη χώρα μας και το εξωτερικό θα μοιραστούν τις εμπειρίες τους και θα αναλύσουν το επίπεδο συμμόρφωσης των εταιριών στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και θα παρέχουν συμβουλές σχετικά με τις προληπτικές ενέργειες που απαιτούνται για την καλύτερη συμμόρφωση των οργανισμών με τον GDPR! Επίσης, το συνέδριο εστιάζει εν γένει στις σύγχρονες τεχνολογίες και σε παγκόσμιες εξελίξεις σε θέματα ασφαλείας προσωπικών δεδομένων.
Μπορείτε να δείτε αναλυτικά περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα του 4ου Data Privacy & Protection Conference και τους ομιλητές εδώ.
Οι εγγραφές είναι ανοιχτές και τα μέλη της Homo Digitalis απολαμβάνουν ειδικής έκπτωσης!
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τα υπόλοιπα μέλη της οργανωτικής επιτροπής για την αγαστή συνεργασία και την Boussias Communications για την εξαιρετική προετοιμασία της εκδήλωσης.
Βιντεοσκόπηση σε χώρους εργασίας. Μια κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Γράφει ο Μιχάλης Δρακουλάκης*
Η Homo Digitalis έχει ήδη εξηγήσει εκτενώς ότι το εργασιακό σου περιβάλλον είναι και προσωπική σου υπόθεση.
Αναμφίβολα, μία από τις πλέον καίριες μορφές παραβίασης των εργασιακών δικαιωμάτων είναι η καταγραφή των εργαζομένων στον εργασιακό τους χώρο μέσω εικονοληπτικών μηχανών (καμερών παρακολούθησης-κυκλωμάτων βιντεοσκόπησης ή/και ηχογράφησης), φαινόμενο το οποίο ήδη έχει αρχίσει να λαμβάνει επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις στην εποχή μας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Τα συστήματα αυτά παρακολούθησης σχεδόν πάντα τοποθετούνται από τον εργοδότη με το πρόσχημα της «ασφάλειας» που θέλει να πετύχει για τον εργασιακό του χώρο και των αντικειμένων που βρίσκονται εντός αυτού, αλλά πάρα πολύ συχνά στην πράξη χρησιμοποιούνται ως μέσο ελέγχου της εργατικότητας/αποδοτικότητας κάθε εργαζομένου.
Πέραν αυτών εξάλλου, απλά και μόνο η ύπαρξη τέτοιων συστημάτων καταγραφής εικόνων ή/και ήχου (με κάμερες ή μικρόφωνα) στο εργασιακό περιβάλλον δημιουργεί επιπλέον άγχος στον εργαζόμενο, ο οποίος υπό το φόβο πιθανών επιπτώσεων, ωθεί τον εαυτό του σε μια κατάσταση συνεχούς εργασιακής υπερπροσφοράς, γεγονός που επίσης οδηγεί τους εργοδότες στη θέληση να συνεχίζουν ή ακόμα και να επιτείνουν τέτοιες καταστάσεις, με συνεχώς νέα κρούσματα καθημερινά στην κοινωνία.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταστεί απόλυτα σαφές και με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο ότι η καταγραφή εικόνας και ήχου εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους δεν επιτρέπεται, δεν είναι θεμιτή με τους εθνικούς και διεθνείς κανόνες δικαίου και δεν δικαιολογείται για κανένα απολύτως λόγο παρά μόνο για πολύ συγκεκριμένες και ειδικές εξαιρέσεις και δεν θα πρέπει να γίνεται ανεκτή από κανένα εργαζόμενο καθώς συνιστά κατάφωρη παραβίαση όχι μόνο των εργασιακών του δικαιωμάτων αλλά της ίδιας της αξιοπρέπειάς του!
Τέτοια φαινόμενα θα πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα στις αρμόδιες Αρχές και ο κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να είναι σε θέση είτε συλλογικά είτε ατομικά να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να προφυλάσσει εργασιακά κεκτημένα χρόνων.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Καταρχάς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και το δικαίωμα στην εργασία προβλέπονται και προστατεύονται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2, 4, 9Α, 22 και 25 αντίστοιχα) αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων (ΕΣΔΑ, άρθρα 1, 8, 10 και 17) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 1, 7, 8 και 15).
Πέραν αυτών, μετά τις 25/05/2018, οι διατάξεις του Κανονισμού 679/2016 (GDPR) εφαρμόζονται και στη χώρα μας, ακόμα και αν δεν έχουμε (ακόμη) εφαρμοστικό νόμο. Ο Κανονισμός αυτός προβλέπει μια σειρά από διατάξεις σχετικά με την προστασία του ατόμου από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Κυριότερα σημεία του νόμου αυτού είναι ότι:
-Τα δεδομένα συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς, ενώ η έκταση της συλλογής και επεξεργασίας τους περιορίζεται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο συλλέγονται (άρθρο 5). Δηλαδή, τα δεδομένα θα πρέπει να είναι μόνο τόσα όσα απαιτείται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται η επεξεργασία (όπως πχ η ασφάλεια του χώρου εν προκειμένω) και για κανένα λόγο περισσότερα.
-Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ενός φυσικού προσώπου μπορεί να γίνεται με τη συγκατάθεσή του (άρθρο 6). Η συγκατάθεση ωστόσο για να είναι έγκυρη, πρέπει να είναι ελεύθερη (π.χ. όχι προϊόν φόβου ή απειλής), ειδική, και προϊόν πλήρους πληροφόρησης. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι όταν υφίσταται σχέση εργοδότη/απασχολούμενου η εξασφάλιση έγκυρης συγκατάθεσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί εξαιτίας της σχέσης εξάρτησης που υπάρχει. Στον κανονισμό αναφέρονται και άλλες 5 περιπτώσεις, όπου η συνδρομή έστω ενός εξ αυτών είναι αρκετή και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η συγκατάθεση, ωστόσο είναι περιπτώσεις όπου η επεξεργασία είναι (απολύτως) απαραίτητη για λόγους: α) εκτέλεσης σύμβασης στην οποία το υποκείμενο επεξεργασίας (εδώ εργαζόμενος) είναι συμβαλλόμενο μέρος, β) συμμόρφωσης με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας (εδώ εργοδότης), γ) διαφύλαξης ζωτικού συμφέροντος υπευθύνου επεξεργασίας (ενν. εργοδότη), δ) εκτέλεσης υποχρέωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ε) όταν η επεξεργασία γίνεται για σκοπούς εννόμων συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας, τα οποία υπερισχύουν του συμφέροντος ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων (εδώ εργαζομένων).
-Όποιος επεξεργάζεται/συλλέγει προσωπικά δεδομένα (εν προκειμένω ο εργοδότης) είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει κάθε φορά το εκάστοτε φυσικό πρόσωπο σχετικά με το ποιά προσωπικά δεδομένα του επεξεργάζεται-συλλέγει, για ποιο σκοπό προβαίνει σε αυτή την επεξεργασία, ποιοι άλλοι έχουν πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα και για το δικαίωμα του φυσικού προσώπου να έχει και το ίδιο πρόσβαση επίσης στα προσωπικά του αυτά δεδομένα που είναι αντικείμενο επεξεργασίας και το αφορούν (άρθρο 12 και 13).
-Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να εναντιωθεί/προβάλει αντιρρήσεις στην καταγραφή/επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (δικαίωμα εναντίωσης) (άρθρο 21). Αυτό σημαίνει ότι το εκάστοτε άτομο/εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει να πάψει οποιαδήποτε καταγραφή, ηχογράφηση, βιντεοσκόπηση ή παρακολούθησή του στην οποία δεν συναινεί ή η οποία δεν είναι σύμφωνη με το νόμο. Ο εργοδότης θα πρέπει να σεβαστεί τις αντιρρήσεις αυτές και να σταματήσει την επεξεργασία ειδάλλως θα πρέπει να είναι σε θέση να καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (ενν. του εργαζομένου).
-Τέλος προβλέπονται αυστηρότατες διοικητικές (άρθρο 83 Κανονισμού) και ποινικές κυρώσεις για τους παραβάτες των συγκεκριμένων διατάξεων καθώς και αστική ευθύνη για αποζημίωση των ατόμων που ζημιώθηκαν από αυτή την παράνομη συμπεριφορά (άρθρα 22 και 23 του Ν.2472/1997, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής μιας και, όπως αναφέρθηκε, δεν υπάρχει ακόμη εφαρμοστικός νόμος σχετικά με τον GDPR που να προβλέπει νέες ποινικές και αστικές κυρώσεις- βλ. και αρθρ. 82 Κανονισμού)
Επίσης, ως εποπτική Αρχή για την προστασία των ατόμων από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων έχει θεσπιστεί στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) με ευρύτατες αρμοδιότητες όπως την έκδοση οδηγιών-αποφάσεων για ειδικότερη ρύθμιση αυτών των ζητημάτων αλλά και την επιβολή προστίμων όπου κρίνεται ότι παραβιάζεται ο νόμος.
Ειδικά ως προς το θέμα της καταγραφής εικόνας ή/και ήχου σε χώρους εργασίας η Αρχή έχει εκδώσει τις οδηγίες 115/2001 και 1/2011. Από την παράθεσή τους προκύπτει ότι:
-Τα δεδομένα που συλλέγονται δεν επιτρέπεται να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας (όπως π.χ. η ασφάλεια του χώρου) και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο.
-Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας. Αντίθετα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι (μάλιστα, ως ενδεικτικά παραδείγματα που θα δικαιολογούσαν εξαίρεση στον κανόνα αναφέρονται μόνο χώροι όπως στρατιωτικά εργοστάσια και εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου, ενώ ακόμη και σε χώρους με αντικείμενα μεγάλης αξίας όπως χρηματοκιβώτια, η κάμερα θα πρέπει να καταγράφει ΜΟΝΟ το προστατευόμενο αντικείμενο και ΟΧΙ τον εργαζόμενο).
-Είναι απαραίτητη η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων που θα ενημερώνουν ότι ο χώρος καταγράφεται.
–Απαγορεύεται ρητώς οποιαδήποτε χρήση δεδομένων που έχουν συλλεγεί για τους παραπάνω σκοπούς ως κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων, καθώς ο διαρκής έλεγχος των χώρων εργασίας με μέσα παρακολούθησης προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητα των εργαζομένων.
-Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να ενημερώνονται και να διατυπώνουν γνώμη πριν από την εισαγωγή μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης των εργαζομένων καθώς και για τους λόγους για τους οποίους αυτή κρίνεται αναγκαία.
Περιμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον την ψήφιση του νέου Νόμου που πρόκειται να θεσπιστεί εντός των επόμενων μηνών σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα και ο οποίος, εν τοις πράγμασι, θα ενσωματώνει τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 (GDPR), για να δούμε πώς θα ρυθμίζει η Ελλάδα τις διατάξεις για τις οποίες έχει, βάσει του Κανονισμού, διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της διαμόρφωσης του περιεχομένου τους. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι σε σχέση με το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο που υπήρχε για το συγκεκριμένο ζήτημα στον προϋπάρχοντα Νόμο (Ν.2472/1997) ο Κανονισμός όχι μόνο δεν αίρει κάποιο από τα υπάρχοντα δικαιώματα αλλά αντίθετα μεγιστοποιεί ακόμα περισσότερο την προστασία των πολιτών από τέτοιου είδους ενέργειες παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων τους.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΤΩΡΑ – Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΕΙΣΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Με δεδομένο ότι το θέμα της καταγραφής εικόνας ή/και ήχου εργαζομένων στους χώρους εργασίας δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια (αν και ήδη αναμένεται η έκδοση σχετικών αποφάσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας), για τα φαινόμενα που έχουν προκύψει ως τώρα σχετικά με το ζήτημα μπορεί να γίνει έρευνα αφενός στις αποφάσεις της Αρχής (ΑΠΔΠΧ) και στα αντίστοιχα πρόστιμα που αυτή έχει επιβάλλει ως τώρα, αφετέρου στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με το εν λόγω θέμα.
Πρέπει εδώ να γίνει μια σύντομη παράθεση για το εν λόγω Δικαστήριο και γιατί μας ενδιαφέρουν και μας επηρεάζουν οι αποφάσεις του. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ, εξετάζει προσφυγές σχετικές με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα -όπως αυτά προβλέπονται και ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- και το κατά πόσο τα δικαιώματα αυτά τηρούνται και προστατεύονται από τα Κράτη-μέλη.
Οι αποφάσεις του είναι μεν δεσμευτικές για τα εθνικά κράτη, όμως δεν υπάρχει μηχανισμός επιβολής τους. Η αρνητική ωστόσο δημοσιότητα που προκαλούν οι αποφάσεις του για κάθε Κράτος-μέλος κάθε φορά, καθώς και η βεβαιότητα ότι, αν δικαιώθηκε ένας προσφεύγων, θα δικαιωθούν και όλοι οι άλλοι που θα προσφύγουν στο μέλλον για το ίδιο θέμα, αρκούν συνήθως, ώστε το κράτος-μέλος να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία ή την κρίση επί των ζητημάτων που άπτονται της ερμηνείας/εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής και να παύσει την προσβολή. Επίσης, το ΕΔΔΑ έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση στον πολίτη που προσέφυγε κατά του συγκεκριμένου κράτους-μέλους και δικαιώθηκε. Εξυπακούεται φυσικά ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ θα πρέπει να γίνονται σεβαστές καθώς και να τυγχάνουν εφαρμογής από όλα τα κράτη-μέλη).
Ως προς τις αποφάσεις της Αρχής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν κυρίως οι (πρόσφατες) αποφάσεις 20/2017 και 41/2018. Και στις δύο περιπτώσεις, η Αρχή, μετά από καταγγελία εργαζομένων επέβαλλε πρόστιμα αξίας 10.000€ και 50.000€ σε μια εταιρεία μελετών και μια δικηγορική εταιρεία αντίστοιχα.
Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις ήταν ότι αμφότερες οι εταιρείες είχαν:
α) εγκαταστήσει κάμερες εντός των χώρων που βρίσκονταν τα γραφεία των εργαζομένων και
β) ότι χρησιμοποίησαν το υλικό αυτό για να καταγράφουν (μεταξύ άλλων) και το πόσο αποδοτικοί ήταν οι εργαζόμενοι.
Μάλιστα, και οι δύο εταιρείες προέβαλαν ως επιχείρημα ότι αναγκάστηκαν να τοποθετήσουν το σύστημα παρακολούθησης επειδή είχαν στους χώρους εργασίας τους αντικείμενα μεγάλης αξίας, χωρίς ωστόσο να αλλάξουν τη γνώμη της Αρχής, η οποία αντέτεινε ότι η ασφάλεια και η φύλαξή τους θα μπορούσε να επιτευχθεί κάλλιστα με λιγότερο επαχθή για τους εργαζόμενους μέτρα όπως με τοποθέτηση καμερών μόνο στην είσοδο/έξοδο του κτιρίου, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση των τελευταίων, η οποία και αποτελεί φυσικά ανεπίτρεπτη παραβίαση των δικαιωμάτων τους.
Αυτό που έχει όμως ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔΔΑ) γύρω από αυτό το θέμα και συγκεκριμένα οι αποφάσεις: Άντοβιτς και Μίρκοβιτς εναντίον Μαυροβουνίου (2017) και Λόπεζ Ριμπάλντα και λοιποί εναντίον Ισπανίας (2018) (Μέσα από το κείμενο των αποφάσεων αυτών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκανε πλέον απόλυτα εμφανή και αδιαμφισβήτητο τον σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύουν τόσο τα κράτη-μέλη όσο και οι ιδιώτες/εργοδότες στην ιδιωτικότητα κάθε πολίτη/εργαζομένου, και δη στους χώρους εργασίας.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη απόφαση, το ΕΔΔΑ δικαίωσε δύο καθηγητές Πανεπιστημίου (Άντοβιτς και Μίρκοβιτς), οι οποίοι προσέφυγαν σε αυτό επειδή οι αρχές του Πανεπιστημίου στο οποίο εργάζονταν, είχαν εγκαταστήσει κάμερες εντός των αμφιθεάτρων, με το σκεπτικό ότι τα αμφιθέατρα είναι δημόσιοι χώροι και ότι έπρεπε να εποπτεύεται η ασφάλειά τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως επεσήμανε ότι άσχετα με το αν τα αμφιθέατρα ήταν δημόσιοι χώροι ή όχι, η διαρκής παρακολούθηση εργαζομένων κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους συνιστά υπέρμετρη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτή.
Επίσης έντονο ενδιαφέρον έχει και η δεύτερη υπόθεση στην οποία κλήθηκε να απαντήσει το ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, έγινε προσφυγή εργαζομένων οι οποίοι εργάζονταν ως ταμίες σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ της Ισπανίας και οι οποίοι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης τους είχε εγκαταστήσει για λόγους ασφαλείας κάμερες για να εποπτεύει το ταμείο καθενός, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί αναπόφευκτα και τους ίδιους κατά τις ώρες εργασίας τους και μάλιστα χωρίς να τους έχει ενημερώσει πρώτα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επίσης απάντησε ότι και αυτό συνιστά υπέρμετρη προσβολή του δικαιώματός τους και ότι ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό το γεγονός ότι το ποσό στα ταμεία ήταν μεγάλης αξίας και χρειαζόταν συνεχή φύλαξη, ο εργοδότης όφειλε να βρει άλλα μέσα για να το επιτύχει και όχι φυσικά να βιντεοσκοπεί (έστω και παρεμπιπτόντως) τους εργαζόμενους.
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η συγκεκριμένη κρίση του ΕΔΔΑ δεν είναι ακόμη οριστική, καθώς εκκρεμεί η εκδίκασή της ενώπιον της Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου (αντίστοιχα όπως στο εθνικό δικαστικό σύστημα τμήματα του Αρείου Πάγου παραπέμπουν υποθέσεις στην Ολομέλεια).
Τέλος, αξίζει επίσης να αναφερθούν και οι αποφάσεις Κόπλαντ εναντίον Μ.Βρετανίας (2007) και Μπαρμπουλέσκου εναντίον Ρουμανίας (2017) με τις οποίες το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επίσης παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (πέρα από την βιντεοσκόπηση) και η παρακολούθηση από τον εργοδότη των e-mail, των τηλεφωνικών κλήσεων ή των ιστοσελίδων στις οποίες μπαίνουν οι εργαζόμενοι κατά τις ώρες εργασίας τους, δικαιώνοντας τους τελευταίους που προσέφυγαν σε αυτό. (βλ. και εδώ για εκτενέστερη ανάλυση όλων των ανωτέρω αποφάσεων).
ΠΟΡΙΣΜΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Και ενώ λοιπόν από νομικής πλευράς είναι απόλυτα σαφές ότι η παρακολούθηση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους αποτελεί (με ελάχιστες και πολύ ειδικές εξαιρέσεις) παράνομη πρακτική και μη θεμιτή με την έννομη τάξη, επισύροντας μάλιστα τόσο βαριές κυρώσεις, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα για ποιόν λόγο συνεχίζει να υφίσταται ως φαινόμενο τόσο έντονα και συχνά στην κοινωνία.
Η απάντηση είναι φυσικά αφενός λόγω της άγνοιας που οι περισσότεροι εργαζόμενοι/εργοδότες έχουν γύρω από το θέμα, αφετέρου λόγω του δικαιολογημένου φόβου που επίσης υπάρχει στους περισσότερους εργαζόμενους, εξ αιτίας του κινδύνου να απολυθούν εάν αποφασίσουν να καταγγείλουν αυτά τα φαινόμενα.
Ως προς το δεύτερο ειδικά, αξίζει να επισημανθεί ότι η απόλυση (ή και οποιαδήποτε άλλη επιβαρυντική εργασιακή εξέλιξη εις βάρος του εργαζόμενου) που γίνεται για ένα τέτοιο λόγο (επειδή δηλαδή ο εργαζόμενος αποφάσισε να ασκήσει τα δικαιώματά του όπως αυτά αναλύθηκαν ανωτέρω) είναι απολύτως παράνομη και άρα άκυρη (ως καταχρηστική) με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να μπορεί να διεκδικήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος σε αυτή την περίπτωση. Πέραν αυτού φυσικά, πρέπει να τονιστεί ότι και η συγκατάθεση του εργαζόμενου στην καταγραφή του υπό τον ανωτέρω φόβο, δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη.
Τέλος, δεν μπορεί φυσικά να μην σχολιαστεί και το γεγονός ότι αρκετοί εργοδότες τοποθετούν κάμερες, οι οποίες ωστόσο δεν καταγράφουν, αλλά απλώς έχουν τεθεί για να εκφοβίζουν τους εργαζόμενους, οι οποίοι και αγνοούν το κατά πόσο είναι λειτουργικές ή όχι. Και σε αυτή την περίπτωση, η πρακτική αυτή των εργοδοτών είναι απολύτως παράνομη και θα πρέπει να καταγγέλλεται από τους εργαζόμενους όπως ακριβώς και η κανονική βιντεοσκόπηση.
Η Homo Digitalis καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει το κοινό σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων γύρω από αυτό το καίριο θέμα, προκειμένου αφενός να γίνει ξεκάθαρο ότι αντίστοιχα φαινόμενα παρακολούθησης σε χώρους εργασίας δεν θα πρέπει να γίνονται ανεκτά από κανέναν και αφετέρου για να αυξηθούν οι σχετικοί έλεγχοι των εποπτικών αρχών πάνω σε εταιρίες και εργοδότες που παραβιάζουν τη νομοθεσία με ταυτόχρονη φυσικά μείωση οποιασδήποτε γραφειοκρατίας/βραδυπορίας του κρατικού μηχανισμού γύρω από την αντιμετώπισή τους.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΕΙΚΟΝΑΣ Η’/ΚΑΙ ΗΧΟΥ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΑΣ
Ως προς τα διοικητικά πρόστιμα της Αρχής Π.Δ.Π.Χ.
Η προϋπόθεση που έχει θέσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα προκειμένου να επιληφθεί ενός τέτοιου περιστατικού είναι να γίνει αρχικά μια επώνυμη καταγγελία στην ίδια την Αρχή προκειμένου να λάβει η τελευταία γνώση.
Για να ξεκινήσει η έρευνα, η Αρχή απαιτεί να έχει πρώτα κοινοποιηθεί εγγράφως στον εκάστοτε εργοδότη ένα κείμενο μέσα το οποίο θα πρέπει να εκτίθενται όλοι οι προβληματισμοί του εργαζόμενου σχετικά με την παρακολούθησή του εν ώρα εργασίας (ενδεικτικά θα μπορεί να ερωτάται: για ποιο λόγο κρίνεται απαραίτητη η παρακολούθηση, γιατί δεν προτιμούνται άλλα (ηπιότερα) μέσα, γιατί η καταγραφή δεν περιορίζεται στην είσοδο/έξοδο του κτηρίου, ποιοι ακριβώς χώροι βιντεοσκοπούνται, ποιες/πόσες ώρες γίνεται η καταγραφή, ποιος διαχειρίζεται τα δεδομένα που προκύπτουν από την παρακολούθηση, ποιος άλλος έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, για πόσο διατηρούνται αυτά τα δεδομένα, γιατί δεν ενημερώθηκαν οι εργαζόμενοι, δείγμα από την καταγραφή που έχει ήδη γίνει κτλ, καθώς και να δηλώνονται οι αιτιολογημένες αντιρρήσεις των εργαζομένων).
Δεν προσδιορίζεται ωστόσο η ακριβής μορφή του κειμένου, οπότε θα πρέπει να θεωρηθεί δόκιμη και η αποστολή του με email, ταχυδρομικώς, με SMS, ή και απλώς η παράδοση χειρογράφου. Καλό είναι όμως να κρατάτε πάντα αποδεικτικά/αντίγραφα σε περίπτωση που χρειαστούν.
Εφόσον ο εργοδότης δεν απαντήσει εντός 30 ημερών ή η απάντησή του δεν κρίνεται ικανοποιητική από τον εργαζόμενο, μπορεί εν συνεχεία να γίνει καταγγελία στην Αρχή. Φόρμες καταγγελίας μπορείτε να βρείτε έτοιμες στην ιστοσελίδα της Αρχής τις οποίες μπορείτε να καταθέσετε εν συνεχεία με όλους τους τρόπους, ταχυδρομικώς, ηλεκτρονικά ή αυτοπροσώπως στα γραφεία της Αρχής (Λ. Κηφισίας 1-3, 1ος όροφος).
Τέλος, εφόσον η Αρχή επιληφθεί της υποθέσεως και διαπιστώσει ότι υπάρχει παραβίαση της Νομοθεσίας, έχει την δυνατότητα να επιβάλλει πρόστιμο στον εργοδότη, με το ύψος αυτού να ποικίλει ανάλογα με το βαθμό της βαρύτητας της παράβασης, το δόλο ή την αμέλειά του, προηγούμενες παραβάσεις του, την πρόθεσή του να επανορθώσει κ.α.
Επίσης, επειδή οι καταγγελίες είναι πάντα επώνυμες, η ίδια η Αρχή στην επίσημη ιστοσελίδα ενημερώνει ότι υπάρχει η επιλογή, πέρα από τον ίδιο τον εργαζόμενο, η καταγγελία να γίνεται και από κάποιο συλλογικό όργανο (πχ εργατικά σωματεία, εθελοντικές οργανώσεις, μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις κτλ) στο οποίο και θα αναθέσετε αυτή την ενέργεια.
Σημειώνεται ωστόσο ότι κατά την προσωπική και επιστημονική γνώμη του γράφοντος, ειδικά για την παρακολούθηση σε χώρους εργασίας, αφενός και δεν θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη η προηγούμενη ενημέρωση/αίτηση στον εργοδότη, καθώς τοποθετεί τον εργαζόμενο σε μια αρκετά δυσχερή θέση, αφετέρου ότι όπως η Επιθεώρηση Εργασίας, το ΣΔΟΕ και τα κλιμάκια του ΙΚΑ διενεργούν (περισσότερους) απροειδοποίητους τυχαίους ελέγχους σε χώρους εργασίας, την ίδια –αποτελεσματική- τακτική θα πρέπει να αρχίσει να ακολουθεί και η Αρχή Π.Δ.Π.Χ., εάν θέλουμε να εκλείψουν οριστικά τέτοια φαινόμενα.
Εξάλλου, όπως απαγορεύεται ρητά η ανασφάλιστη εργασία, ακόμα κι αν συναινεί σε αυτήν ο ίδιος ο εργαζόμενος, αντίστοιχα θα πρέπει να θεωρείται μη νόμιμη και η καταγραφή του εν ώρα εργασίας, ακόμη κι αν έχει συναινέσει σε αυτό, μιας και με αυτό τον τρόπο, αφενός προσβάλλεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος στην εργασία εν γένει και επομένως όχι μόνο το ιδιωτικό συμφέρον του συγκεκριμένου εργαζομένου που παρακολουθείται, καθώς τοποθετεί τον εργαζόμενο που θα εγείρει αντιρρήσεις στην παρακολούθηση σε σαφώς μειονεκτικότερη θέση από τους υπόλοιπους που σιωπούν, αφετέρου, δεν θα μπορεί σχεδόν ποτέ να διακριβωθεί με σιγουριά εάν η συναίνεση είναι πραγματική ή προϊόν απειλής ή ψυχολογικής πίεσης.
Αστική αποζημίωση
Σημειώνεται ότι τα πρόστιμα που μπορεί να επιβάλει η ΑΠΔΠΧ είναι διοικητικά κι ως εκ τούτου έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τον εργοδότη και το Κράτος. Συνεπώς, εάν κάποιο φυσικό πρόσωπο/εργαζόμενος επιθυμεί να αποζημιωθεί θα πρέπει να καταφύγει στα Πολιτικά Δικαστήρια με αγωγή, με τη συνδρομή ωστόσο κάποιου συνηγόρου.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί ότι η αστική αποζημίωση σε αυτή την περίπτωση είναι ανεξάρτητη/αδιάφορη με το αν έχει ο εργαζόμενος απευθυνθεί στην ΑΠΔΠΧ ή όχι και μάλιστα ο Νόμος προστατεύει κάθε άτομο που υπέστη περιουσιακή ή ηθική βλάβη από παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του (όπως εν προκειμένω τον εργαζόμενο), με ελάχιστο ποσό ως αποζημίωση τα 5.869,40€ (αρ.23 Ν.2472/1997 – βλ. 4196/11 ΠΠΑθ, 3428/16 ΜΠΑθ, 415/16 ΕιρΑθ). Ωστόσο, αναμφίβολα, μια πιθανή βεβαίωση της παράβασης και από την ΑΠΔΠΧ θα ενίσχυε έτι περαιτέρω τους ισχυρισμούς οποιουδήποτε εργαζομένου στην δίκη αποζημίωσης.
Ποινική Ευθύνη
Σε αρκετές περιπτώσεις ενδέχεται η παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη να καταγράφει τους χώρους εργασίας να αποτελεί, πέραν των άλλων, και ποινικό αδίκημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εκάστοτε ζημιωθείς/εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει έγκληση στον αρμόδιο Εισαγγελέα με σκοπό την ποινική καταδίκη του υπευθύνου και φυσικά να λάβει και ο ίδιος ο εργαζόμενος κανονικά μέρος στη δίκη ως πολιτικώς ενάγων.
Πάντα ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω και των σοβαρότατων συνεπειών που επιφέρουν, κρίνεται καλύτερο πριν ο ζημιωθείς προβεί στην έγκληση, να αναζητεί τη βοήθεια/συνδρομή κάποιου εξειδικευμένου νομικού.
Για εκτενέστερη ενημέρωση και καθοδήγηση πάνω στο θέμα μπορείτε να απευθυνθείτε στη Homo Digitalis.
*Ο Μιχάλης Δρακουλάκης είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο Δίκαιο των Προσωπικών Δεδομένων καθώς και στο Δίκαιο Νέων Τεχνολογιών και νέων μορφών συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, ενώ έχει ευρύτερη ερευνητική και επαγγελματική ενασχόληση γενικότερα με το Αστικό, Εμπορικό και Εργατικό Δίκαιο.