Διατήρηση Μεταδεδομένων Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών: Το ευρωπαϊκό φάντασμα που θέλει να πάρει ξανά σάρκα και οστά
Γράφει ο Λευτέρης Χελιουδάκης
Στις 22 Ιουλίου η EDRi, μαζί με άλλες 29 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών από διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Homo Digitalis, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς την εκλεγμένη Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ursula von der Leyen, και τον Πρώτο Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Frans Timmermans.
Με την επιστολή αυτή ζητάμε να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία περί διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών στα Κράτη Μέλη της ΕΕ θα ευθυγραμμιστεί επιτέλους με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και τις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Με τον όρο «μεταδεδομένα» ορίζονται τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα, τα οποία υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίου δικτύου επικοινωνιών. Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη, τον αριθμό τηλεφώνου του καλούντος και τον αριθμό του καλουμένου, τη διεύθυνση IP για τις υπηρεσίες του διαδικτύου, τον τερματικό εξοπλισμού του συνδρομητή ή και χρήστη, την ημερομηνία και ώρα έναρξης/λήξης καθώς και τη διάρκεια της επικοινωνίας, τον όγκο των διαβιβασθέντων δεδομένων, πληροφορίες σχετικά με το πρωτόκολλο, τη μορφοποίηση και τη δρομολόγηση της επικοινωνίας, το δίκτυο από το οποίο προέρχεται ή στο οποίο καταλήγει η επικοινωνία, και τα δεδομένα που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μίας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, διαπίστωσης της ταυτότητας του προσώπου με το οποίο ο συνδρομητής ή ο εγγεγραμμένος χρήστης επικοινώνησε, του μέσου με το οποίο έγινε η επικοινωνία, καθώς και τη δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου της επικοινωνίας και της γεωγραφικής θέσης από την οποία έλαβε χώρα η επικοινωνία αυτή. Επιπλέον, τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί η συχνότητα των επικοινωνιών του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη με συγκεκριμένα πρόσωπα σε δεδομένη χρονική περίοδο.
Με απλά λόγια τα μεταδεδομένα επιτρέπουν να διαπιστωθεί ποιος μίλησε με ποιον, μέσω ποιων συσκευών, πότε, για πόση διάρκεια, καθώς και πού κατά προσέγγιση βρίσκονταν αυτοί οι χρήστες κατά τη συνομιλία τους. Επομένως, τα μεταδεδομένα δεν αφορούν το περιεχόμενο της επικοινωνίας αλλά όλα τα άλλα συνοδευτικά στοιχεία αυτής.
Αιτία της επιστολής αυτής στάθηκε το έγγραφο που δημοσίευσε στις αρχές Ιουνίου το Συμβούλιο της ΕΕ. Σύμφωνα με αυτό, το Συμβούλιο συμπεραίνει πως η διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελεί ένα βασικό εργαλείο για την αποδοτική διερεύνηση εγκλημάτων, και καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διεξάγει έρευνα σχετικά με πιθανές λύσεις για την διατήρηση δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης μίας μελλοντικής ενωσιακής νομοθετικής πρωτοβουλίας στον τομέα αυτό.
Με αφορμή την επιστολή αυτή, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σχετικά με την ευρωπαϊκή ιστορία της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να αναλογιστούμε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην ΕΕ και στη χώρα μας.
Πίσω στο μακρινό 1997, η Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά επιχείρησε μέσω της Οδηγίας 97/66/EK περί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στις τηλεπικοινωνίες (γνωστή και ως Οδηγία ISDN) να ρυθμίσει το συγκεκριμένο τομέα. Η Οδηγία συμπλήρωνε τις διατάξεις της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (της μαμάς του GDPR) και παρείχε για πρώτη φορά σημαντικές λεπτομέρειες αναφορικά με την απαλοιφή των δεδομένων κίνησης και χρέωσης των συνδρομητών.
Ωστόσο, οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου οδήγησαν και στην τροποποίηση της Οδηγίας 97/66/EK.
Συγκεκριμένα, το 2002 η Οδηγία 2002/58/ΕΚ (ευρέως γνωστή ως ePrivacy Directive) ήρθε για να προσφέρει ένα ευρύτερο πλαίσιο προστασίας αναφορικά με ζητήματα που αφορούσαν την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα κατά τη χρήση των τηλεπικοινωνιών. Μάλιστα το τότε Άρθρο 15 αυτής (πριν η Οδηγία τροποποιηθεί το 2009) έθεσε τις βάσεις για εθνικά νοµοθετικά µέτρα που θα προέβλεπαν τη φύλαξη μεταδεδοµένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών για ορισµένο χρονικό διάστηµα προκειμένου να επιτευχθούν σκοποί σχετικοί με τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άµυνας, της δηµόσιας ασφάλειας, και την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικηµάτων.
Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει και η οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών «Statewatch», την περίοδο εκείνη υπήρξε άμεση επιρροή από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2001, λίγο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στις Η.Π.Α., ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α. κ. George Bush Jr είχε αποστείλει επιστολή στον τότε Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Romano Prodi με την οποία του κοινοποιούσε μια λίστα με προτεινόμενες δράσεις, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να υιοθετήσει προκειμένου να σταθεί αρωγός στις προσπάθειες των Η.Π.Α. για πάταξη της τρομοκρατίας.
Μία από αυτές τις προτεινόμενες δράσεις ήταν και η αναθεώρηση των τότε υφιστάμενων σχεδίων οδηγιών που προέβλεπαν την υποχρεωτική καταστροφή των μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προκειμένου να επιτρέπεται η διατήρησή τους για ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Τον Ιούνιο του 2004, λίγο μετά τις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις του Μαρτίου του ίδιου έτους στη Μαδρίτη, το Συμβούλιο της ΕΕ με το Σχέδιο Δράσης της ΕΕ για την πάταξη της τρομοκρατίας (ενότητα 3.1.10) τάχθηκε επίσημα, για πρώτη φορά, υπέρ της πρότασης της Γαλλίας, Ιρλανδίας, Σουηδίας, και του Ην. Βασιλείου για μία νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ως καταληκτική ημερομηνία για την υιοθέτηση του εν λόγω νομικού πλαισίου τέθηκε ο Ιούνιος του 2005.
Δυστυχώς, μία νέα τρομοκρατική βομβιστική επίθεση στο Λονδίνο έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2005. Το Συμβούλιο της ΕΕ με δελτίο τύπου του εκείνες τις ημέρες τόνισε τη σημασία της υιοθέτησης του νομικού πλαισίου για τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επίπεδο ΕΕ. Δύο μήνες μετά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την πρόταση νομοθεσίας για μία ευρωπαϊκή οδηγία – αυτή τη φορά – στον τομέα της διατήρησης μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τελικά, το Μάρτιο του 2006, υιοθετήθηκε η Οδηγία 2006/24/ΕΚ για την διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Πολλά έχουν γραφτεί για εκείνη την περίοδο αναφορικά με την έλλειψη ενδελεχούς έρευνας από την πλευρά της ΕΕ σχετικά με την προστιθέμενη αξία της εν λόγω νομοθεσίας στον αγώνα για τη πάταξη της τρομοκρατίας και της εγκληματικότητας, καθώς και τις πιέσεις που έλαβαν χώρα σε ενωσιακό επίπεδο από εθνικούς φορείς. Πολλοί έφτασαν να χαρακτηρίσουν το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ξεπλύματος πολιτικής» (policy laundering = νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες επειδή αδυνατούν να υιοθετηθούν αρχικά σε εθνικό επίπεδο, προωθούνται και υιοθετούνται τελικά σε δεύτερο χρόνο μέσω της νομοθετικής διαδικασίας της ΕΕ).
Στο παρόν άρθρο δεν θα εστιάσουμε σε αυτά τα ζητήματα, ωστόσο για όσους ενδιαφέρονται η Statewatch έχει δημοσιεύσει μία έρευνα με το πλήρες ιστορικό της περιόδου, η οποία περιέχει πληθώρα σχετικών πηγών.
Οι διατάξεις της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ έθεταν σοβαρά ζητήματα αναφορικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των κατοίκων της ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η διατήρηση των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ήταν υποχρεωτική για κάθε κάτοικο της ΕΕ, χωρίς η συμπεριφορά του να συνδέεται, έστω και με τρόπο έμμεσο ή απομακρυσμένο, με κάποια σοβαρή παράβαση. Δεν υπήρχε δε καμία εξαίρεση ακόμη και σε πρόσωπα των οποίων οι επικοινωνίες καλύπτονταν, βάσει εθνικών κανόνων δικαίου, από το επαγγελματικό απόρρητο. Επιπλέον, η διάρκεια της διατήρησης κυμαινόταν μεταξύ 6 μηνών τουλάχιστον και 24 μηνών, κατά μέγιστο όριο, χωρίς να διευκρινίζεται ότι ο καθορισμός της διάρκειας διατήρησης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρηση περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό.
Ακόμη, οι διατάξεις της Οδηγίας δεν προέβλεπαν κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού των προσώπων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση και η εν συνεχεία χρήση των διατηρούμενων μεταδεδομένων. Το κυριότερο είναι ότι η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν εξαρτιόταν από προηγούμενο έλεγχο πραγματοποιούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή και κατόπιν απόφασης που θα περιόριζε την πρόσβαση στα μεταδεδομένα και την χρήση τους στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, προκειμένου να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός στο πλαίσιο των διαδικασιών για την πρόληψη, τη διαπίστωση ή την ποινική δίωξη σοβαρών εγκλημάτων. Ούτε βέβαια προβλεπόταν ότι τα κράτη μέλη είχαν τη συγκεκριμένη υποχρέωση να προβαίνουν σε τέτοιου είδους οριοθετήσεις.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η διατήρηση των μεταδεδομένων των ηλεκτρονικών επικοινωνιών παρείχε τη δυνατότητα εξαγωγής ιδιαιτέρως ακριβών συμπερασμάτων σε σχέση με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα είχαν διατηρηθεί, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή οι προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία τα πρόσωπα αυτά συχνάζουν.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, η ιρλανδική οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών Digital Rights Ireland, η οποία υπογράφει και την επιστολή στην αρχή του παρόντος άρθρου, αποφάσισε να αμφισβητήσει την συμβατότητα της Οδηγίας με τις διατάξεις του Χάρτη και κίνησε διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα αυτών ήταν τον Ιούνιο του 2012 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας να αποστείλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το ΔΕΕ για μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων. Η αίτηση αυτή ενώθηκε αργότερα με αντίστοιχη αίτηση που απέστειλε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στο ΔΕΕ το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας (υπόθεση Kärntner Landesregierung κ.λπ., αργότερα Seitlinger κ.πλ.).
Μετά από την συζήτηση των υποθέσεων τον Ιούλιο του 2013, η απόφαση για τις δύο αυτές συνεκδικαζόμενες αποφάσεις ήρθε τον Απρίλιο του 2014. Σε αυτή την απόφαση το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Οδηγία 2006/24/ΕΚ είναι ανίσχυρη, καθώς ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των Άρθρων 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι διατάξεις της Οδηγίας θέσπιζαν ένα γενικό καθεστώς διατήρησης των δεδομένων σχετικά με επικοινωνίες το οποίο προσέβαλε τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη της ΕΕ (προστασία ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, προστασία προσωπικών δεδομένων). Η Οδηγία συνεπαγόταν μια τεράστιας έκτασης και ιδιαιτέρως μεγάλης βαρύτητας επέμβαση σε αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα χωρίς η επέμβαση αυτή να οριοθετείται επακριβώς μέσω διατάξεων δυνάμενων να διασφαλίσουν ότι πράγματι περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό.
Τέλος, οι διατάξεις της δεν επέβαλαν τη διατήρηση των εν λόγω δεδομένων εντός των εδαφικών ορίων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι διασφάλιζαν πλήρως τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, ο οποίος ρητώς απαιτείται από το Άρθρο 8 του Χάρτη, και ο οποίος συνιστά ουσιώδες στοιχείο του σεβασμού της προστασίας των προσώπων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Μετά τη κήρυξη της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ ως ανίσχυρης από το ΔΕΕ, τα Κράτη Μέλη της ΕΕ εξακολουθούσαν να έχουν σε ισχύ τις εθνικές τους νομοθεσίες με τις οποίες είχαν μεταφέρει τις διατάξεις της Οδηγίας στην εθνική τους έννομη τάξη.
Έτσι π.χ. στην Ελλάδα ο Ν. 3917/2011 εξακολούθησε να βρίσκεται σε ισχύ. Με απόφαση του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είχε συσταθεί Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή τον Ιούλιο του 2014 με αντικείμενο την κατάργηση/τροποποίηση της εν λόγω νομοθεσίας και την πρόταση περαιτέρω νομοθετικών ρυθμίσεων με την υποβολή σχεδίου νόμου, αιτιολογικής έκθεσης και έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών των ρυθμίσεων.
Με μία σειρά νεότερων αποφάσεων των εκάστοτε Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η ημερομηνία περάτωσης των εργασιών της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής παρατάθηκε έως και τον Σεπτέμβριο του 2018, δηλαδή περισσότερο από 4 χρόνια μετά τη σύσταση της επιτροπής!
Κατόπιν επιστολής μας προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας, και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, λάβαμε άμεσα επίσημη απάντηση ότι η εν λόγω Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή έχει πλέον αναστείλει τις εργασίες της και δεν έχει ολοκληρώσει έως σήμερα (περισσότερο από 5 έτη μετά τη σύστασή της) το έργο της, ήτοι την υποβολή στον Υπουργό σχεδίου νόμου, αιτιολογικής έκθεσης, και αίτησης αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων!
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι πριν τρία χρόνια, τον Αύγουστο του 2016, το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου είχε υποβάλει αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στο ΔΕΕ σχετικά με μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα που αφορούσαν το γεγονός ότι η εθνική μας νομοθεσία που ενσωμάτωσε την οδηγία 2006/24/ΕΚ εξακολουθούσε να ισχύει και να εφαρμόζεται από τα εγχώρια δικαστήρια. Ωστόσο, η υπόθεση εντέλει διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του ΔΕΕ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο του ΔΕΕ, μετά την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων C‑203/15 και C‑698/15, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου δεν διευκρίνισε μέχρι την ταχθείσα προθεσμία εάν, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης αυτής, επιθυμούσε να εμμείνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του. Επομένως, το ΔΕΕ συνήγε το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο Ρεθύμνου δεν επιθυμεί να εμμείνει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, μετά την απόφαση επί των ως άνω συνεκδικασθείσων υποθέσεων.
Η υπόθεση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ αφορά τις εθνικές νομοθεσίες της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά τη κήρυξη της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ ως ανίσχυρης, και ερμηνεύει το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2002/58 (ePrivacy Diriective), όπως αυτή τροποποιήθηκε το 2009.
Το Δεκέμβριο του 2016, με την απόφαση του σε αυτή την υπόθεση, το ΔΕΕ ερμήνευσε το Άρθρο 15, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αντιβαίνει προς το Άρθρο 15 εθνική ρύθμιση η οποία, προς τον σκοπό καταπολέμησης του εγκλήματος, προβλέπει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών όλων των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας .
Ωστόσο, το Άρθρο 15 δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος ρυθμίσεως η οποία επιτρέπει, προληπτικώς, τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης, προς τον σκοπό καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η διατήρηση των δεδομένων περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται καθώς και το διάστημα για το οποίο γίνεται δεκτό ότι πραγματοποιείται η διατήρηση.
Επίσης, όπως το ΔΕΕ υπογραμμίζει, η υποχρέωση που επιβάλλεται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διατηρούν τα δεδομένα κινήσεως, προκειμένου οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εγείρει ζητήματα που συνδέονται με τον σεβασμό όχι μόνον των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, αλλά και με τον σεβασμό της ελευθερίας της έκφρασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη.
Ακόμα και αν η ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπει τη διατήρηση του περιεχομένου της επικοινωνίας και, επομένως, δεν μπορεί να θίξει το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων, η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως θα μπορούσε εντούτοις να επηρεάσει τη χρήση των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας και, ως εκ τούτου, την άσκηση από τους χρήστες των εν λόγω μέσων της ελευθερίας έκφρασής τους.
Τέλος, το ΔΕΕ τόνισε ότι αντιβαίνει προς το Άρθρο 15 εθνική ρύθμιση η οποία καθορίζει τα σχετικά με την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσης και, ιδίως, την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα διατηρούμενα δεδομένα, χωρίς να περιορίζει την εν λόγω πρόσβαση μόνο στις περιπτώσεις που συνδέονται με την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος, χωρίς να προβλέπει ότι η εν λόγω πρόσβαση υπόκειται στον προηγούμενο έλεγχο δικαστηρίου ή ανεξάρτητης διοικητικής αρχής και χωρίς να επιβάλλει τη διατήρηση των εν λόγω δεδομένων εντός των εδαφικών ορίων της Ένωσης.
Βέβαια, σημαντικό αναφορικά με τη διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών είναι και το σκεπτικό των αποφάσεων του ΔΕΕ σε άλλες υποθέσεις, όπως η υπόθεση C‑362/14 (Schrems) και η υπόθεση C-207/16 (Ministerio Fiscal), καθώς και το σκεπτικό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε υποθέσεις όπως η Centrum för rättvisa κατά Σουηδίας και Βig Βrother Watch κ.λπ. κατά Ην. Βασιλείου, οι οποίες βέβαια πλέον έχουν παραπεμφθεί στο τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου. Φυσικά, παρελθοντικές αποφάσεις τόσο του ΔΕΕ όσο και του ΕΔΔΑ εξακολουθούν να έχουν βαρύνουσα σημασία για τα ζητήματα που ανακύπτουν.
Σε επίπεδο Ελληνικών Ανωτάτων Δικαστηρίων, ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις αναφορικά με το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αποτελούν η με αριθμό 1593/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ. Δ΄- Επταμελές) και η με αριθμό 1/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Σχετικά με τη διάσταση που υπάρχει στη νομολογία αυτών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς την εξαιρετική τοποθέτηση του Πάρεδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, κ. Νικολάου Κ. Μαρκόπουλου, στη Βουλή των Ελλήνων στο πλαίσιο της Ημερίδας που διοργάνωσε η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) το Μάη του 2018 (30:00 επόμενα). Βέβαια, προτείνουμε την παρακολούθηση και των υπολοίπων τοποθετήσεων της ημερίδας που έχουν αναρτηθεί από το κανάλι της Βουλής.
Όργανα και Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε συζητήσεις και συναντήσεις αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία για την διατήρηση μεταδεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε επίπεδο κρατών μελών. Για παράδειγμα, η Επιτροπή, η Europol, και η Eurojust συμμετέχουν σε συναντήσεις που οργανώνει η Ομάδα Εργασίας του Συμβουλίου της ΕΕ για τη διατήρηση δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Working Party on Telecommunications and Information Society / DAPIX (Friends of Presidency – Data Retention)). Με τη σειρά του το Συμβούλιο της ΕΕ δημοσίευσε στις αρχές Ιουνίου τα συμπεράσματά του επί του θέματος, καλώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε μία σειρά από δράσεις.
Με τη σειρά μας, με τη κοινή ανοιχτή επιστολή που απευθύναμε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητάμε:
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διεξάγει ενδελεχή έρευνα αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία στον τομέα αυτό, συμπεριλαμβανομένης μίας συστηματικής αξιολόγησης του αντικτύπου στα δικαιώματα του ανθρώπου και μιας συγκριτικής ανάλυσης των περιπτώσεων κατά των οποίων η χρήση των εν λόγω διατάξεων έχει οδηγήσει στην διαλεύκανση σοβαρών εγκλημάτων,
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της ΕΕ να διασφαλίσουν ότι οι συζητήσεις για μία νέα ευρωπαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό δεν θα επηρεάσουν τη γρήγορη υιοθέτηση της προτεινόμενης νομοθεσίας για την προστασία της ιδιωτικότητας στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες (ePrivacy Regulation),
-H Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναθέσει στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA) την εκπόνηση λεπτομερούς μελέτης για την σχετική νομοθεσία των κρατών μελών και την συμβατότητα αυτής με τη νομολογία του ΔΕΕ και τις διατάξεις του Χάρτη, και
-Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει µέτρα κατά των κρατών µελών στα οποία ισχύει νομοθεσία που έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του ΔΕΕ και τις διατάξεις του Χάρτη, µε την κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ενώ τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την προσήλωση σε αυτές τις αρχές. Επομένως, η νομοθεσία στον τομέα της διατήρησης των δεδομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα πρέπει να βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με αυτές, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει ορίσει μέσα από τη νομολογία του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τεχνολογίες Προστασίας της Ιδιωτικότητας στο Διαδίκτυο: Μύθοι και Πραγματικότητα
Γράφει ο Γιάννης Κωνσταντινίδης*
Αυτό το άρθρο εξετάζει επιφανειακά τρεις βασικές τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την πρόσβαση σε υπηρεσίες του Διαδικτύου και αναδεικνύει τους μηχανισμούς που επιτρέπουν την περαιτέρω ενίσχυση της ιδιωτικότητας των χρηστών. Παράλληλα, αποσαφηνίζει μερικές λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία αυτών των τεχνολογιών και προτείνει τρόπους προφύλαξης από συνηθισμένες κακόβουλες ενέργειες.
HTTPS
Τα HTTP και HTTPS πρόκειται για δύο πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται στη δικτυακή επικοινωνία στο επίπεδο των εφαρμογών και είναι ιδιαίτερα γνωστά για την πρόσβαση σε υπηρεσίες του ιστού, κοινώς για την περιήγηση σε ιστοσελίδες, μέσα από κάποιον φυλλομετρητή ιστού (web browser).
Το HTTPS, σε αντίθεση με το HTTP, διαθέτει πρόσθετα χαρακτηριστικά ασφάλειας και αξιοποιεί το κρυπτογραφικό πρωτόκολλο TLS για την προστασία της εμπιστευτικότητας (confidentiality) και της ακεραιότητας (integrity) των δεδομένων που μεταδίδονται. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση που αποστέλλονται «ευαίσθητες» πληροφορίες, όπως π.χ. κωδικοί πρόσβασης σε ιστοσελίδες.
Απεναντίας, στο πρωτόκολλο HTTP τα δεδομένα διαβιβάζονται σε μορφή απλού κειμένου (plain text) και επομένως είναι πάρα πολύ εύκολη η υποκλοπή ή/και η τροποποίηση τους από τρίτους.
Στο Διαδίκτυο, αρκετές φορές, γίνεται αναφορά αποκλειστικά στο πρωτόκολλο SSL. Ωστόσο, τo πρωτόκολλο SSL πλέον δε χρησιμοποιείται στην πράξη και έχει αντικατασταθεί από το TLS. Ένας από τους λόγους που εξακολουθεί να επικρατεί το ακρωνύμιο SSL είναι ενδεχομένως η εξαιρετικά δημοφιλής βιβλιοθήκη OpenSSL που υλοποιεί τα προαναφερόμενα πρωτόκολλα. Παρομοίως, πολύ συχνά υπάρχει αναφορά ως SSL/TLS σε υλοποιήσεις του πρωτοκόλλου TLS.
Δυστυχώς, το TLS δεν προσφέρει προστασία από επιθέσεις ανάλυσης της δικτυακής κίνησης (traffic analysis attacks). Ναι μεν τα δεδομένα μεταφέρονται κρυπτογραφημένα και παρέχεται έλεγχος της ακεραιότητας τους, αλλά κάποιος κακόβουλος χρήστης μπορεί να παρακολουθήσει τα δικτυακά πακέτα που μεταφέρονται και να αντλήσει βασικές πληροφορίες όπως για παράδειγμα τους ιστότοπους που επισκέπτεται το «θύμα» του.
Πιστοποιητικά
Το παρόν άρθρο δεν σκοπεύει να μελετήσει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα ψηφιακά πιστοποιητικά, ούτε και να εξηγήσει την εκκίνηση της διαδικασίας ασφαλούς σύνδεσης–που ονομάζεται χειραψία (handshake)–μεταξύ του χρήστη και της Διαδικτυακής υπηρεσίας.
Κάθε Διαδικτυακή υπηρεσία που επιθυμεί να υποστηρίξει ασφαλείς συνδέσεις, μέσω HTTPS και TLS, καλείται να εφαρμόσει και να εγκαταστήσει ένα πιστοποιητικό το οποίο εγκρίνεται από μια αρχή πιστοποίησης (certificate authority). Σκοπός είναι να ταυτοποιηθεί η Διαδικτυακή υπηρεσία και να εξασφαλιστεί ότι οι εκάστοτε χρήστες επικοινωνούν με την επιθυμητή υπηρεσία.
Οι φυλλομετρητές ιστού είναι εξαρχής προγραμματισμένοι να αναγνωρίζουν ψηφιακά πιστοποιητικά που εγκρίνονται από αξιόπιστες αρχές πιστοποίησης, ειδάλλως εμφανίζουν προειδοποιητικά μηνύματα και είναι στην αποκλειστική ευχέρεια του χρήστη να επιλέξει εάν θα ανταλλάξει πληροφορίες με την αντίστοιχη ιστοσελίδα.
Τέλος, κάθε πιστοποιητικό διαθέτει ημερομηνία λήξης και πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία (από τον ιδιοκτήτη του) για την ανανέωση του.
Στην μπάρα πλοήγησης του φυλλομετρητή ιστού όπου διακρίνεται το https://www.homodigitalis.gr, έχει πραγματοποιηθεί σύνδεση μέσω HTTPS (και ακολούθως TLS) στην ιστοσελίδα της Homo Digitalis και η αρχή πιστοποίησης Let’s Encrypt (επισημασμένη σε κόκκινο πλαίσιο) επιβεβαιώνει την ταυτότητα της Homo Digitalis.
Συχνές Παγίδες
Αρκετές προχωρημένες επιθέσεις «ψαρέματος» (phishing) που έχουν στόχο την υποκλοπή στοιχείων, όπως π.χ. λογαριασμών χρηστών και αριθμών πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, χρησιμοποιούν πιστοποιητικά και υλοποιούν ιστοσελίδες πανομοιότυπες με τις πραγματικές ξεγελώντας με αυτόν τον τρόπο τα υποψήφια «θύματα» τους.
Συνήθως προηγείται η αποστολή ενημερωτικού μηνύματος μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή μέσω κοινωνικού δικτύου που προτρέπει τον χρήστη σε κάποια ενέργεια επισκεπτόμενος την (φαινομενικά πραγματική) ιστοσελίδα.
Στα παρακάτω στιγμιότυπα φαίνονται δύο τέτοιες καλοστημένες απόπειρες υποκλοπής. Ας δοθεί όμως προσοχή στους συνδέσμους (επισημασμένοι σε κόκκινα πλαίσια) – στο ένα στιγμιότυπο είναι π.χ. https://instagram.com-unsuspend.mx και όχι https://instagram.com όπως φυσιολογικά θα έπρεπε.
Στιγμιότυπα όπου φαίνονται ιστοσελίδες ψαρέματος πανομοιότυπες με τις πραγματικές, αλλά με κύρια διαφορά τους συνδέσμους που διαφέρουν από τους γνωστούς και πραγματικούς. Γίνεται χρήση πιστοποιητικών, ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι δε μπορούν να πραγματοποιηθούν κακόβουλες ενέργειες.
Πηγη: https://blogs.cisco.com/security/the-light-is-green-but-is-it-safe-to-go-abusing-users-faith-in-https
Πολύ μεγάλη προσοχή, λοιπόν, πρέπει να δίνεται στο σύνδεσμο (URL) που φαίνεται στη μπάρα διεύθυνσης (address bar) του φυλλομετρητή ιστού. Οι σύνδεσμοι προς phishing ιστοσελίδες τείνουν να μοιάζουν σε σημαντικό βαθμό με τους πραγματικούς συνδέσμους, αλλά παρόλα αυτά εμφανίζουν διαφορές.
Δηλαδή, υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ https://www.homodigitalis.gr (πραγματικός σύνδεσμος) και https://www.h0modigitalis.gr (ψεύτικος σύνδεσμος).
Το γεγονός ότι το https://www.h0modigitalis.gr μπορεί να διαθέτει πιστοποιητικό και ότι ακολούθως ο φυλλομετρητής ιστού παρουσιάζει το περίφημο «πράσινο λουκέτο» δεν εξασφαλίζει ότι δεν πρόκειται για κακόβουλη ιστοσελίδα. Απλά υποδηλώνει, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν και παραπάνω στο άρθρο, ότι όντως υπάρχει σύνδεση με το https://www.h0modigitalis.gr και ότι η σύνδεση είναι κρυπτογραφημένη. Δεν προστατεύει, συνεπώς, τους χρήστες από εκλεπτυσμένες επιθέσεις phishing.
VPNs
Τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (virtual private networks) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενδιάμεσοι κόμβοι μεταξύ του χρήστη και της εκάστοτε Διαδικτυακής υπηρεσίας. Αναλαμβάνουν ουσιαστικά την παραλαβή των δεδομένων από τον αποστολέα και την επαναπροώθηση τους στο δέκτη.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην απόκρυψη της δικτυακής κίνησης και με αυτόν τον τρόπο κάποιος κακόβουλος αναλυτής που παρακολουθεί τις επικοινωνίες, ή ακόμα και ο πάροχος υπηρεσιών Διαδικτύου (Internet service provider), δεν είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς τη συμπεριφορά του χρήστη.
Υπάρχουν φυσικά, υπό προϋποθέσεις, μερικές εξαιρέσεις σε αυτό αν και προς το παρόν δεν πρόκειται να γίνει λεπτομερής αναφορά σε αυτές. Η χρήση VPNs ως ένα επιπρόσθετο μέτρο προστασίας είναι επομένως ιδανική για τη σύνδεση σε δίκτυα που δε θεωρούνται ασφαλή, όπως π.χ. σε κάποιο ανοικτό (open) ασύρματο σημείο πρόσβασης που μπορεί να παρακολουθείται. Επιπλέον, με τη σύνδεση σε VPNs μπορούν να παρακαμφθούν γεωγραφικοί ή άλλοι περιορισμοί που τακτικά ορίζονται από τις υπηρεσίες Διαδικτύου.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι συνδέσεις μέσω HTTPS προστατεύουν το περιεχόμενο των μηνυμάτων που μεταδίδονται αλλά μπορούν να «προδώσουν» κάποια βασικότερα στοιχεία συμπεριλαμβανομένων των ιστοτόπων που επισκέπτεται οποιοσδήποτε χρήστης. Σε συνδυασμό βέβαια με τη σύνδεση σε VPNs μπορεί να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο.
Με μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο, μπορούν να βρεθούν πολλοί πάροχοι συνδρομητικών υπηρεσιών για πρόσβαση σε VPNs. Συνιστάται η λεπτομερής έρευνα και η προσεκτική επιλογή ενός παρόχου που διαθέτει καλή φήμη και αξιολογήσεις.
Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος οι πάροχοι να καταγράφουν (logging) τις δραστηριότητες των συνδρομητών τους σε ειδικά αρχεία, ή/και να βασίζονται σε παρωχημένες τεχνολογίες και πρωτόκολλα, ή/και να έχουν πραγματοποιήσει κακή υλοποίηση με αποτέλεσμα να εκτίθενται σημαντικά στοιχεία για τους συνδρομητές και τη συμπεριφορά τους. Εξαιρετικά σημαντικό επίσης είναι να χρησιμοποιούνται τα πρωτόκολλα IKEv2/IPSec ή OpenVPN τα οποία θεωρούνται αξιόπιστα.
DNS
Κάθε συσκευή που συνδέεται στο Διαδίκτυο αποκτά μία μοναδική διεύθυνση IP που είναι εύκολα κατανοητή και διαχειρίσιμη από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές αλλά ομολογουμένως απομνημονεύεται δυσκολότερα από τον άνθρωπο.
Μία τυπική IPv4 διεύθυνση έχει τη μορφή xxx.xxx.xxx.xxx και αναπαρίσταται με δεκαδικό συμβολισμό (decimal notation), ενώ μια νεότερου τύπου IPv6 διεύθυνση έχει τη μορφή xxxx:xxxx:xxxx:xxxx και αναπαρίσταται με δεκαεξαδικό συμβολισμό (hexadecimal notation).
Το σύστημα ονομάτων χώρου (domain name system) έχει ως σκοπό να αντιστοιχίζει ορισμένες από τις διευθύνσεις αυτές με ονόματα χώρου (domain names). Κάθε φορά που χρησιμοποιείται για παράδειγμα το ευκολομνημόνευτο όνομα χώρου homodigitalis.gr, αυτό μεταφράζεται απευθείας στη διεύθυνση IPv4 95.216.16.146.
Την αντιστοίχιση αυτή αναλαμβάνουν οι εξυπηρετητές DNS (DNS servers), οι οποίοι είναι κεντρικοί υπολογιστές που βρίσκονται σε κάθε μέρος του πλανήτη και ανήκουν τυπικά σε παρόχους υπηρεσιών και μεγάλους δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους εξυπηρετητές τείνουν να διατηρούν αρχεία καταγραφής (logs), δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να σημειώνουν τα αιτήματα για συσχετίσεις μεταξύ διευθύνσεων και ονομάτων χώρων που πραγματοποιούν οι χρήστες.
Οι οικιακοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές που συνδέονται στο Διαδίκτυο, μέσω των γνωστών παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου, συνήθως χρησιμοποιούν τους προεπιλεγμένους ανά τοποθεσία εξυπηρετητές DNS των παρόχων. Γενικά υπάρχει η δυνατότητα για αλλαγή των ρυθμίσεων στο επίπεδο του οικιακού διαποδιαμορφωτή/δρομολογητή (modem/router) που διαθέτει ο συνδρομητής, ή έστω στο επίπεδο του λειτουργικού συστήματος μέσω του προεγκατεστημένου λογισμικού διαχείρισης δικτύου (network management), ούτως ώστε να οριστούν εξυπηρετητές DNS διαφορετικοί από τους προκαθορισμένους.
Με μία σχετική αναζήτηση στο Διαδίκτυο μπορούν να βρεθούν διευθύνσεις γνωστών εξυπηρετητών DNS που υπόσχονται το σεβασμό της ιδιωτικότητας των χρηστών τους.
DNS Leaks
Πολλοί πάροχοι VPNs κατέχουν και λειτουργούν ιδιωτικούς εξυπηρετητές DNS για την προστασία της ιδιωτικότητας των συνδρομητών τους. Όμως, εάν έχουν καταχωρηθεί εσφαλμένες ρυθμίσεις για τη δικτύωση με το VPN ή/και σε κάποιες άλλες ειδικότερες περιπτώσεις, υπάρχει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν οι προεπιλεγμένοι εξυπηρετητές DNS του παρόχου υπηρεσιών Διαδικτύου αντί για τους ιδιωτικούς εξυπηρετητές DNS του παρόχου VPN.
Άρα, με λίγα λόγια, ο πάροχος υπηρεσιών Διαδικτύου θα είναι δυνητικά σε θέση να γνωρίζει στοιχεία για τη συμπεριφορά του χρήστη παρόλο που γίνεται χρήση υπηρεσίας VPN. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται διαρροή DNS (DNS leak). Στο Διαδίκτυο υπάρχουν αρκετά εργαλεία για τον έλεγχο και τον εντοπισμό τέτοιων διαρροών.
Σκέψεις και Συμπεράσματα
Τα τελευταία τριάντα έτη έχουν προκύψει ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών. Πλέον μεταφέρονται με άνεση τεράστιοι όγκοι προσωπικών δεδομένων από ένα σημείο του πλανήτη σε ένα άλλο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Μεγάλες εταιρείες και οργανισμοί διατηρούν κολοσσιαία σύνολα από ψηφιακά αρχεία που περιέχουν λεπτομέρειες για τις πολύπλευρες πτυχές του ιδιωτικού βίου εκατομμυρίων ανθρώπων.
Πέραν από τις τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της ιδιωτικότητας των χρηστών του Διαδικτύου, εξίσου σημαντική είναι η ευαισθητοποίηση (awareness) των ατόμων γύρω από τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την αλόγιστη και ανήθικη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και η απαίτηση από τους οργανισμούς να χειρίζονται τα προσωπικά δεδομένα με σύνεση εφαρμόζοντας κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα. Μόνο έτσι μπορούν να γίνονται σκέψεις για ένα πραγματικά ασφαλές Διαδίκτυο.
*Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι τελειόφοιτος φοιτητής στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Συμμετέχει επί έτη σε πολλαπλά έργα ελεύθερου και ανοικτού λογισμικού και δίνει ομιλίες σχετικά με θέματα ιδιωτικότητας και προστασίας δεδομένων, πνευματικών δικαιωμάτων και ανοικτών τεχνολογιών.
Πώς θα ενισχυθεί η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στο ψηφιακό περιβάλλον;
Γράφει η Αναστασία Καραγιάννη*
Πριν λίγες εβδομάδες κλείσαμε ένα χρόνο από τη θέση σε ισχύ του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1].
Κάποιοι μπορούν να υποστηρίξουν ότι η υιοθέτηση του Κανονισμού συνέβαλε στην ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στον ψηφιακό χώρο, καθώς με βάση τον Κανονισμό χρειάζεται η συγκατάθεση των γονέων τόσο για την συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία και διανομή των προσωπικών δεδομένων του παιδιού, όσο και για την συμμετοχή του στην κοινωνία της πληροφορίας.
Άλλοι, αντιθέτως, μπορούν να υποστηρίξουν ότι όντως ο Κανονισμός έθεσε κάποιες βάσεις για την παιδική προστασία στον ψηφιακό χώρο.
Ωστόσο, οι προκλήσεις είναι ακόμη πολλές και ο δρόμος προς την ουσιαστική κατοχύρωση και εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού στον ψηφιακό χώρο είναι μακρύς.
Κατά πρώτο λόγο, ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού που χρήζει προστασίας στο ψηφιακό περιβάλλον είναι το δικαίωμα συμμετοχής και το δικαίωμα να ακούγεται και να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού κατά την λήψη των αποφάσεων. Τα παιδιά, μολονότι είναι ενεργά στο διαδίκτυο, και εν γένει στον ψηφιακό χώρο, δεν έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν κατά την λήψη των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, δε δίνεται η δυνατότητα στο παιδί να εκφράσει την άποψή του, τις επιθυμίες του και τις εμπειρίες του προτού ληφθούν οι πολιτικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν σημαντικά την ζωή του.
Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Eurochild διοργανώνει σε ετήσια βάση ένα Συνέδριο στο οποίο συμμετέχουν παιδιά ηλικίας 11 έως 16 ετών, που εκπροσωπούν κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εκφράζουν την άποψή τους πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται προς συζήτηση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους, όσο και με ειδικούς εμπειρογνώμονες και πολιτικούς, οι οποίοι αν και δεν συμμετέχουν στο συμβούλιο, λαμβάνουν υπόψη κατά την λήψη των αποφάσεων τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν σε αυτό.
Ακόμη, η Unicef διοργανώνει συναντήσεις και σεμινάρια, στα οποία μπορούν να συμμετέχουν τα παιδιά και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς και με ειδικούς της Unicef. Το υλικό που προκύπτει από αυτές τις συναντήσεις χρησιμοποιείται από την Unicef κατά την διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Η εφαρμογή του δικαιώματος συμμετοχής δεν συνεπάγεται απαραίτητα την κατοχύρωση μιας θέσης, μιας ‘καρέκλας’, κατά την πολιτική συνδιάσκεψη. Αντιθέτως, σημαίνει την ενίσχυση του ενεργητικού ρόλου του παιδιού σε ζητήματα που το αφορούν και, κατά συνέπεια, της ψηφιακής κοινωνικής του υπευθυνότητας σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Η επιρροή της συμμετοχής των παιδιών στις πολιτικές αποφάσεις καθορίζει και τον βαθμό αποτελεσματικότητας της συμμετοχής. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν αρκεί να διαβουλεύονται με τα παιδιά, αλλά να είναι πράγματι διατεθειμένοι να αλληλεπιδράσουν μαζί τους και να ακούσουν πράγματι την γνώμη τους, λαμβάνοντάς την σοβαρά υπόψη.
«Ο γονέας ή ο ασκών την γονική μέριμνα θα πρέπει να ‘ακούει’ τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, ώστε να το εκπαιδεύει κατάλληλα.»
Με αυτόν τον τρόπο, η δημιουργία μιας κουλτούρας φιλικής και ανοιχτής για αλληλεπίδραση με το παιδί ενισχύει την μείωση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο ψηφιακός αλφαβητισμός δεν είναι μόνο η εκμάθηση τεχνικών γνώσεων, αλλά και η σωστή χρήση αυτών των δεξιοτήτων. Ο γονέας ή ο ασκών την γονική μέριμνα θα πρέπει να ‘ακούει’ τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, ώστε να το εκπαιδεύει κατάλληλα. Για παράδειγμα, αν το παιδί χρησιμοποιεί μία εφαρμογή εκγύμνασης ή απώλειας βάρους, που χρειάζεται τα βιομετρικά του δεδομένα, θα πρέπει να ενημερώσει το παιδί για τους κινδύνους παραβίασης των προσωπικών του δεδομένων που χειρίζεται αυτή η εφαρμογή. Ο ψηφιακός αλφαβητισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο η πληροφόρηση, αλλά και η σωστή πληροφόρηση.
Πολλές φορές, εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης στην πληροφορία, λόγω έλλειψης τεχνικού εξοπλισμού ή περιορισμένης πρόσβασης στο διαδίκτυο, εμφανίζονται συμπεριφορές διακριτικής μεταχείρισης στον ψηφιακό χώρο, όπως ρατσιστικές, ξενοφοβικές, ομοφοβικές και σεξιστικές εκδηλώσεις.
Για αυτόν τον λόγο, οι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην ψηφιακή γνώση, η υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης, καθώς και η αύξηση των πόρων προκειμένου όλα τα παιδιά, από κάθε μειονοτική ομάδα και ευαλωτότητα, να έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα εργαλεία και εξοπλισμό, συμβάλλει στην ενίσχυση του ψηφιακού αλφαβητισμού.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και οι ενήλικες, οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα, χρειάζονται επιμόρφωση και κατάρτιση για την εξοικείωσή τους με τον ψηφιακό χώρο και τις προκλήσεις που αυτός θέτει.
Μιλώντας για εξοικείωση και γονείς, φυσικά δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στον ρόλο των γονέων και των ασκούντων την γονική μέριμνα. Συγκεκριμένα, είναι σημαντικό οι γονείς να ξεπεράσουν την ιδεολογία του ‘προστατευτισμού’, της υπερβολικής αντίδρασης και της μονοδιάστατης λήψης των αποφάσεων, προστατεύοντας στην ουσία το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, επιτελώντας δηλαδή τον κύριο ρόλο τους ως γονείς και ασκούντες την γονική μέριμνα.
Οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα καλούνται να καλύψουν τις σωματικές, ψυχικές, πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες του παιδιού, ακούγοντας πραγματικά τις ανάγκες και επιθυμίες του.
Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, πλέον, στον ψηφιακό χώρο. Είναι πολίτες του διαδικτύου, και το ίδιο καλούνται να κάνουν και οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα.
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να προσαρμοστούν στο ψηφιακό περιβάλλον, να ενημερώνονται για τους κινδύνους που κρύβει ζητώντας την υποστήριξη του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών.
«Οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να εξοικειώσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία με την έννοια της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και να ελέγχουν την αλόγιστη έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.»
Φυσικά, όσο επάγρυπνοι πρέπει να είναι οι γονείς ή οι ασκούντες την γονική μέριμνα με τους κινδύνους του διαδικτύου, τόσο προσεκτικοί πρέπει να είναι με τη δική τους ψηφιακή συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα με τις φωτογραφίες και τις πληροφορίες των παιδιών που οι ίδιοι δημοσιεύουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εν γένει στο διαδίκτυο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να εξοικειώσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία με την έννοια της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και να ελέγχουν την αλόγιστη έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, το παιδί θα μπορέσει να βάλει όρια στο ψηφιακό περιβάλλον, να περιορίσει τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του και να τα προστατεύσει.
Συνοψίζοντας, τόσο τα κράτη όσο και o ιδιωτικός τομέας, οι εταιρίες μάρκετινγκ και διαφήμισης, θα πρέπει να θεωρούν τα παιδιά ως κατόχους δικαιωμάτων, να περιορίζουν τις πρακτικές χειραγώγησης και εκμετάλλευσης και τις παραβιάσεις της ιδιωτικής τους ζωής και των δικαιωμάτων τους.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά θα πρέπει να ενημερωθούν και να κατανοήσουν τις τακτικές και παραπλανητικές μορφές του ψηφιακού μάρκετινγκ, ούτως ώστε να αναπτύξουν κριτική σκέψη και να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους ως καταναλωτές.
Η αναγνώριση των παιδιών ως υποκειμένων ψηφιακών δικαιωμάτων καθορίζει σημαντικά την αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων τους ως ψηφιακών εργαζομένων, ψηφιακών πολιτών, ψηφιακών μαθητών, ψηφιακών καταναλωτών, ψηφιακών ασθενών, ψηφιακών εναγόντων ή κατηγορουμένων.
Η ρύθμιση ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου για τα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών είναι απαραίτητη για την ολιστική και ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών.
Ενημερωθείτε για τις δράσεις της Homo Digitalis στα σχολεία της Ευαγγελικής Σχολής Νέας Σμύρνης εδώ και στην Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιά “Saint Paul”εδώ.
[1] Να σημειωθεί ότι ακόμη δεν έχει τεθεί προς ψήφιση το νομοσχέδιο εφαρμογής του Κανονισμού στην εθνική μας έννομη τάξη.
*Η Αναστασία Καραγιάννη είναι νομικός με εξειδίκευση στα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών. Είναι μέλος της Homo Digitalis και συνδημιουργός της ChildAct, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των ψηφιακών δικαιωμάτων των παιδιών. Στις 8 Νοεμβρίου 2018 εκπροσώπησε τη Homo Digitalis στη συνεδρίαση με θέμα ‘Facebook και άλλοι κοινωνικοί κίνδυνοι’, που έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
O GDPR εφαρμόζεται για όλους
Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης
Στο τέλος Μαΐου, η Βελγική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (“L’Autorité de protection des données -APD”) επέβαλε για πρώτη φορά πρόστιμο για παραβίαση των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (“GDPR”).
Πιθανότατα ήδη βαρεθήκατε και θέλετε να σταματήσετε να διαβάζετε αυτό το άρθρο. Αν ακούσετε και το ποσό του προστίμου, μάλλον θα σταματήσετε άμεσα: μόλις 2.000 ευρώ.
Και όμως, αυτή η απόφαση είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Και αυτό γιατί η Βελγική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε το πρόστιμο αυτό σε ένα δήμαρχο!
Ο δήμαρχος αυτός είχε στείλει 2 emails σε δύο κατοίκους της πόλης του σχετικά με την προεκλογική του εκστρατεία. Οι δύο πολίτες είχαν στείλει πρώτοι email στο δήμαρχο, στα οποία του ανέλυαν την ιδέα τους για ένα project στην πόλη τους. Ο δήμαρχος την ημέρα πριν τις τοπικές εκλογές απάντησε στα emails των δύο πολιτών στέλνοντάς τους το πολιτικό του πρόγραμμα.
Η Βελγική Αρχή έκρινε ότι η χρήση των διευθύνσεων emails των δύο πολιτών ήταν καταχρηστική και επέβαλε πρόστιμο.
«Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι οι πρώτοι οι οποίοι πρέπει να συμμορφώνονται με το νόμο. Ένας δήμαρχος αναμένεται και οφείλει να γνωρίζει τη νομοθεσία και να συμμορφώνεται με αυτήν.»
Όπως σημείωσε ο Hielke Hijmans, πρόεδρος της Βελγικής Αρχής:«η χρήση προσωπικών δεδομένων από πολιτικούς για εκλογικούς σκοπούς είναι ένα σημαντικό θέμα για τους πολίτες. Οι δημόσιοι λειτουργοί είναι οι πρώτοι οι οποίοι πρέπει να συμμορφώνονται με το νόμο. Ένας δήμαρχος αναμένεται και οφείλει να γνωρίζει τη νομοθεσία και να συμμορφώνεται με αυτήν.»
Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα «συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς» (άρθρο 5(β) GDPR).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δήμαρχος είχε λάβει τις διευθύνσεις email των δύο πολιτών για ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Επέλεξε όμως να τις χρησιμοποιήσει για έναν εντελώς διαφορετικό σκοπό. Η συμπεριφορά του αυτή αποτελεί παραβίαση του GDPR. Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός οτι η Βελγική Αρχή εστίασε τη προσοχή της στις διατάξεις του GDPR και όχι στη εθνική νομοθεσία σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
Τι μας έδειξε λοιπόν η Bελγική Αρχή με την απόφαση αυτή;
Ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων είναι ευθύνη όλων!
Η υποχρέωση προστασίας και ορθής επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων δε βαρύνει μόνο τις εταιρείες και τους οργανισμούς. Οι δημόσιοι λειτουργοί και οι έχοντες δημόσια αξιώματα υπέχουν επίσης σημαντικότατη ευθύνη. Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι προσωπικά δεδομένα τα οποία έχουν συλλέξει κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθούν για προσωπικό όφελος.
Σαφώς, γνωρίζαμε ήδη από το πεδίο εφαρμογής του GDPR ότι και οι δημόσιοι λειτουργοί οφείλουν να συμμορφώνονται με τον Κανονισμό. Όμως, είναι η πρώτη φορά που μία εθνική Αρχή το εφαρμόζει στην πράξη.
Καθώς οι εθνικές εκλογές πλησιάζουν στη χώρα μας και έχοντας ακόμα νωπές μνήμες από προεκλογικά μηνύματα υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις Ευρωεκλογές, αναμένουμε να δούμε αν οι υποψήφιοι αυτή τη φορά θα λάβουν υπόψη τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών ως ένα αγαθό άξιο προστασίας.
Σε κάθε περίπτωση, αν νιώθετε ότι τα προσωπικά σας δεδομένα παραβιάζονται από υποψηφίους στις επικείμενες εκλογές, μπορείτε να υποβάλετε άμεσα και δωρεάν καταγγελία στην Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Μάλιστα, η Ελληνική Αρχή πρόσφατα δημοσίευσε την απόφασή της για μία παρόμοια σχετικά υπόθεση, με την οποία υποβάλει το πρόστιμο των 2.000 ευρώ σε έναν υποψήφιο ευρωβουλευτή.
Η πρόσβαση των αρχών στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία: Τι συμβαίνει με τα προσωπικά μας δεδομένα;
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης*
Η χρήση ψηφιακών μέσων επικοινωνίας είναι πλέον καθολική. Πράγματι, ποιος δεν απολαμβάνει την ευκολία της αποστολής ενός e-mail ή μιας γρήγορης συνομιλίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ωστόσο, η διάδοση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών διευκολύνει και δραστηριότητες που ξεπερνούν τα όρια μιας καθημερινής συνομιλίας και γίνεται εργαλείο στην διάπραξη αξιόποινων πράξεων. Συγκεκριμένα, η ψηφιοποίηση της επικοινωνίας και των συναλλαγών ωφελεί αναπόφευκτα την εγκληματική δραστηριότητα˙ όχι μόνο σε επίπεδο ηλεκτρονικού εγκλήματος, αλλά και σε ένα πρακτικότερο πλαίσιο, όπως αυτό της επικοινωνίας μεταξύ των δραστών για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας εγκληματικής ενέργειας.
Πώς μπορεί αυτή η πραγματικότητα να επηρεάσει τα ψηφιακά δικαιώματα και την προστασία των προσωπικών μας δεδομένων;
Η απάντηση έρχεται μέσω της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την υιοθέτηση του Κανονισμού σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις.
Συγκεκριμένα, ο Ευρωπαίος νομοθέτης έκρινε απαραίτητη την θεσμοθέτηση ενός κοινού Ευρωπαϊκού πλαισίου για την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία (e-evidence), με σκοπό την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκλήματος. Το ενδιαφέρον του νομοθέτη φαντάζει αναμενόμενο, αν αναλογιστεί κανείς πως το 85% των ποινικών ερευνών περιλαμβάνει πλέον την χρήση ψηφιακών δεδομένων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο αριθμός των αιτημάτων προς τους μεγαλύτερους παρόχους (Google, Facebook, Twitter, Microsoft, Apple) για πρόσβαση των αρχών σε αποθηκευμένα ψηφιακά δεδομένα αυξήθηκε κατά 84% την πενταετία 2013-2018.
Η ανάγκη για διασυνοριακή πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία αφορά πλέον οποιοδήποτε αδίκημα και δεν περιορίζεται στο κυβερνοέγκλημα ή τα συνήθη διακρατικά εγκλήματα, διευρύνοντας έτσι σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του προτεινόμενου Κανονισμού. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοχεύει στο να διευκολύνει και να επιταχύνει την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία, μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο διαγραφής τους από τους παρόχους.
Είναι σαφές πως η κυριαρχία της ψηφιακής επικοινωνίας καθιστά την πρόσβαση στα ψηφιακά δεδομένα αναγκαία για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του εγκληματος.
Είναι ωστόσο η παραδοχή αυτή αρκετή για να άρει κάθε προβληματισμό σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων;
Το πρόβλημα και η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η πρόσβαση των αρχών στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία αποτελεί ένα περίπλοκο και χρονοβόρο ζήτημα, ιδίως λόγω της διαφορετικής νομοθεσίας που ισχύει στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του τόπου όπου τα δεδομένα είναι αποθηκευμένα.
H αποθήκευση των ψηφιακών δεδομένων γίνεται στους servers του εκάστοτε παρόχου ηλεκτρονικων υπηρεσιών, με αποτέλεσμα τα δεδομένα ενός χρήστη να βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφορετικές τοποθεσίες και η πρόσβαση σε αυτά να διέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα εθνική νομοθεσία.
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πως ο τοπικός κατακερματισμός των δεδομένων ενος χρήστη και το διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει ανά τα κράτη δυσχεραίνει την πρόσβαση των αρχών και επιβραδύνει σημαντικά την διαδικασία.
Για παράδειγμα, προκειμένου μία δικαστής να αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα της συνομιλίας μεταξύ δύο Ελλήνων στο WhatsApp, πρέπει να απευθύνει σχετικό αίτημα στις αρχές της χώρας που βρίσκονται εγκατεστημένοι οι servers και είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα, καθιστώντας έτσι την όλη διαδικασία χρονοβόρα.
Μάλιστα, μολονότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη υιοθετήσει την Οδηγία 2014/41/ΕΕ περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, κρίθηκε πως αυτή δεν επαρκεί για την αποτελεσματική και γρήγορη πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Τα παραδοσιακά μέσα συνεργασίας που έχει θεσπίσει η Ένωση δεν ανταποκρίνονται στον ιδιαίτερο χαρακτήρα των ψηφιακών δεδομένων, ο οποίος επιτάσει ταχύτερες διαδικασίες που θα εξασφαλίζουν την έγκαιρη πρόσβαση των αρχών.
Τί ακριβώς είναι όμως τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία και γιατί μας αφορούν;
Εν συντομία, κάθε μορφής ψηφιακά δεδομένα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έρευνα και δίωξη ενός εγκλήματος θεωρούνται ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία. Ένα e-mail, κάποιο μήνυμα στο WhatsApp, το πότε ήσασταν τελευταία φορά διαθέσιμη στο Messenger, όλα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία για την καταπολέμηση του εγκλήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού, ως ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία ορίζονται τα δεδομένα συνδρομητή, τα δεδομένα πρόσβασης, τα δεδομένα συναλλαγών και τα δεδομένων περιεχομένου που ειναι αποθηκευμένα σε ηλεκτρονική μορφή από πάροχο ηλεκτρονικών υπηρεσιών ή για λογαριασμό του.
– Δεδομένα συνδρομητή: Πληροφορίες που αφορούν την ταυτότητα του συνδρομητή (ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση, τηλέφωνο, κλπ.), καθώς και το είδος και τη διάρκεια της χρησιμοποιούμενης υπηρεσίας.
– Δεδομένα πρόσβασης: Πληροφορίες που αφορούν την έναρξη και λήξη της περιόδου πρόσβασης ενός χρήστη σε μια υπηρεσία (ημερομηνία και ώρα χρήσης, διεύθυνση IP, κλπ.).
– Δεδομένα συναλλαγών: Πληροφορίες που αφορούν την χρήση μιας υπηρεσίας από τον εκάστοτε συνδρομητή και επικεντρώνονται κυρίως στον εντοπισμό της πηγής και του προορισμού ενός μηνύματος, την ανίχνευση της τοποθεσίας της συσκευής, καθώς και τον ακριβή προσδιορισμό της ημερομηνίας, ώρας και διάρκειας μιας επικοινωνίας.
– Δεδομένα περιεχομένου: Περιλαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία μοιραζόμαστε στον ψηφιακό κόσμο και αποθηκεύεται σε ψηφιακή μορφή, όπως κείμενο, φωνή, βίντεο, εικόνες και ήχος.
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό πως οι τέσσερις αυτές κατηγορίες δεδομένων περιλαμβάνουν το σύνολο των πληροφοριών που μοιραζόμαστε στο διαδίκτυο, ξεκινώντας από τα στοιχεία που αφορούν την ταυτότητα του χρήστη και φτάνοντας μέχρι το διαμοιραζόμενο περιεχόμενο καθαυτό (content και non-content data).
Με άλλα λόγια, το πότε συνδεθήκατε τελευταία φορά σε κάποια μέσο κοινωνικής δικτύωσης, πόσες φορές μιλήσατε με κάποιον και για πόση ώρα, αλλά και το ακριβές περιεχόμενο των μηνυμάτων που ανταλλάξατε, όλα αυτά αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ταυτοποίηση κάποιου προσώπου ή για την περαιτέρω διερεύνηση μιας ποινικής υπόθεσης.
Σύμφωνα με το προτεινόμενο νομοθετικό πλαίσιο, οι αρχές ενός κράτους (κράτος έκδοσης) μπορούν να διατάξουν απευθείας έναν πάροχο υπηρεσιών να υποβάλει ή να διατηρήσει τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που είναι αποθηκευμένα στους servers του.
Μάλιστα, δεν απαιτείται οι servers να βρίσκονται εντός της Ε.Ε. ή να εχει ο πάροχος την έδρα του σε ευρωπαϊκό έδαφος, παρά αρκεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, το κράτος έκδοσης δύναται να εκδίδει την Ευρωπαϊκή Εντολή Υποβολής Στοιχείων (ΕΕΥ), η οποία είναι δεσμευτική απόφαση και υποχρεώνει τον πάροχο να υποβάλει τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, ή την Ευρωπαϊκή Εντολή Διατήρησης Στοιχείων (ΕΕΔ), η οποία είναι επίσης δεσμευτική απόφαση και υποχρεώνει τον πάροχο να διατηρήσει και μην διαγράψει τα αποθηκευμένα δεδομένα, ενόψει μελλοντικού αιτήματος υποβολής τους.
Οι αρχές του κράτους έκδοσης, του κράτους δηλαδή που εκδίδει τις εντολές υποβολής ή διατήρησης των δεδομένων, θα μπορούν πλέον να αποκτήσουν πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία που είναι αποθηκευμένα οπουδήποτε στην Ε.Ε, υποβάλλοντας το αίτημά τους απευθείας στον πάροχο και όχι στις αντίστοιχες αρχές του κράτους όπου είναι εγκατεστημένοι οι servers (κράτος εκτέλεσης).
Ως εκ τούτου, παρακάμπτεται η τοπική νομοθεσία που ισχύει στο κράτος εκτέλεσης και υπόλογος για την υποβολή ή διατήρηση των δεδομένων γίνεται πλέον ο εκάστοτε πάροχος.
Η τοποθεσία που βρίσκονται αποθηκευμένα τα ψηφιακά δεδομένα και το δίκαιο του κράτους που φιλοξενεί τους servers καθίστανται πλέον αδιάφορα και δεν μπορούν να αποτελέσουν ανάχωμα στην πρόσβαση των αρχών.
Πηγή: http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-18-3345_en.htm
Ο πάροχος ηλεκτρονικών υπηρεσιών οφείλει να εξασφαλίσει την προσβαση στα ψηφιακά δεδομένα εντός δέκα ημερών, ή ακόμα και έξι ωρών εφόσον πρόκειται για επείγον αίτημα. Το δικαίωμα του εκάστοτε παρόχου να αρνηθεί την υποβολή των δεδομένων είναι εξαιρετικά περιορισμένο και αφορά περιπτώσεις όπου η εντολή υποβολής είναι ελλιπής, έχει πρόδηλα σφάλματα ή συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας.
Στην περίπτωση που ο εκάστοτε πάροχος κρίνει πως μια ΕΕΥ παραβιάζει προδήλως τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. ή είναι καταχρηστική, τότε οφείλει να απευθυνθεί στις αρμοδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης.
Υπό το νέο αυτό καθεστώς, η διαδικασία για την υποβολή και διατήρηση των ψηφιακών δεδομένων τυποποιείται και επιταχύνεται σημαντικά. Ο προστατευτικός ρόλος του κράτους όπου βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα περιορίζεται και η εγχώρια νομοθεσία καθίσταται σε μεγάλο βαθμό αδιάφορη.
Ταυτόχρονα, οι κρίσιμες αποφάσεις για την υποβολή των δεδομένων και η υποχρέωση συμμόρφωσης μετακυλύονται από τις αρχές του κράτους εκτέλεσης προς τον εκάστοτε πάροχο. Μάλιστα, η δέσμη των προτεινόμενων μέτρων για την πρόσβαση στα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία συμπληρώνεται από την πρόταση σχετικής Οδηγίας που υποχρεώνει τους παρόχους να ορίσουν νόμιμους εκπροσώπους, οι οποίοι και θα είναι υπεύθυνοι για την παραλαβή, συμμόρφωση και εκτελεση των ΕΕΥ και ΕΕΔ.
Και η προστασία των προσωπικών δεδομένων;
Η πρόταση τη Ευρωπαϊκής Επιτροπής εγείρει πολλά ερωτήματα, ιδίως σε ό,τι αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πράγματι, σχετικοί προβληματισμοί έχουν επισημανθεί τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και από ακαδημαϊκούς και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που εγείρουν εύλογες ενστάσεις έναντι της υιοθέτησης του κανονισμού από την Ε.Ε..
Ένα από τα πλέον καίρια σημεία κριτικής εντοπίζεται στο γεγονός πως η υποχρέωση συμμόρφωσης και εκτέλεσης μιας ΕΕΥ ή ΕΕΔ είναι πλέον αρμοδιότητα του παρόχου των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και όχι των κρατικών ή δικαστικών αρχών.
Μάλιστα, ο πάροχος γίνεται πλέον υπεύθυνος για τον έλεγχο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και καλείται να κρίνει εάν και κατά πόσο μια ΕΕΥ ή ΕΕΔ παραβιάζει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γεννάται συνεπώς το ερώτημα κατά πόσο ο ιδιώτης πάροχος είναι κατάλληλος να αποφασίζει για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός πως ο πάροχος υπόκειται σε κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με μία ΕΕΥ ή ΕΕΔ, είναι άξιο απορίας το εάν πράγματι θα πραγματοποιεί τον απαιτούμενο έλεγχο και θα μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων ή υπό των φοβο της μη συμμόρφωσης θα προχωρά εν τέλει στην εκτέλεση κάθε ΕΕΥ.
Συνεπώς, το σημαντικότερο πρόβλημα που δημιουργείται με το νέο θεσμικό πλαίσιο είναι η μετατόπιση της υποχρέωσης ελέγχου της προστασίας των προσωπικών δεδομένων από το κράτος στον ιδιώτη πάροχο, ο οποίος επιφορτίζεται με την κρίσιμη απόφαση υποβολής ή μη των αποθηκευμένων δεδομένων, περιορίζοντας έτσι σημαντικά τον προστατευτικό ρόλο του κράτους.
Ταυτόχρονα, η πράξη για την οποία ζητείται η υποβολή των προσωπικών δεδομένων δεν απαιτείται να ενέχει την ίδια απαξία στην έννομη τάξη του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης. Η κατάργηση του κριτηρίου αυτού (dual criminality) μειώνει το επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και διευκολύνει την πρόσβαση ακόμη και σε περιπτώσεις που αφορούν ήσσονος σημασίας αδικήματα.
Το μοναδικό όριο που θέτει ο Κανονισμός αφορά την πρόσβαση σε δεδομένα συναλλαγών και περιεχομένου, όπου μια ΕΕΥ μπορεί να εκδοθεί μόνο για αδικήματα που επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον τριών ετών στο κράτος έκδοσης.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, ακόμη και αν οι νόμοι του κράτους εκτέλεσης προβλέπουν ένα αυξημένο πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, αυτό είναι πλέον αδιάφορο. Παράλληλα, η υποβολή των δεδομένων συνδρομητή και προσβασης μπορεί να διαταχθεί για οποιοδήποτε αδίκημα.
Η σημασία των ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων για την αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος είναι αδιαμφισβήτητη. Στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ο όγκος και η ιδιαίτερη φύση των ψηφιακών δεδομένων καθιστούν πράγματι αναγκαία την θέσπιση νέων εργαλείων για την έγκαιρη και αποτελεσματική πρόσβαση των αρχών στα ψηφιακά δεδομένα.
Για να επιστρέψουμε ωστόσο και στο αρχικό μας ερώτημα, η παραδοχή αυτή δεν αρκεί για να άρει τους όποιους ενδοιασμούς εγείρει η νομοθετική πρόταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη για αποτελεσματικότητα πρέπει να συμβαδίζει με το κρίσιμο αίτημα της αποτελεσματικής προστασίας των προσωπικών δεδομένων και είναι συνεπώς καθήκον του Ευρωπαίου νομοθέτη να κινηθεί προς τον σκοπό αυτό.
*Ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice MSc) από το Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι τακτικό μέλος της Homo Digitalis.
Βιντεοσκόπηση σε χώρους εργασίας. Μια κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Γράφει ο Μιχάλης Δρακουλάκης*
Η Homo Digitalis έχει ήδη εξηγήσει εκτενώς ότι το εργασιακό σου περιβάλλον είναι και προσωπική σου υπόθεση.
Αναμφίβολα, μία από τις πλέον καίριες μορφές παραβίασης των εργασιακών δικαιωμάτων είναι η καταγραφή των εργαζομένων στον εργασιακό τους χώρο μέσω εικονοληπτικών μηχανών (καμερών παρακολούθησης-κυκλωμάτων βιντεοσκόπησης ή/και ηχογράφησης), φαινόμενο το οποίο ήδη έχει αρχίσει να λαμβάνει επικίνδυνα μεγάλες διαστάσεις στην εποχή μας, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Τα συστήματα αυτά παρακολούθησης σχεδόν πάντα τοποθετούνται από τον εργοδότη με το πρόσχημα της «ασφάλειας» που θέλει να πετύχει για τον εργασιακό του χώρο και των αντικειμένων που βρίσκονται εντός αυτού, αλλά πάρα πολύ συχνά στην πράξη χρησιμοποιούνται ως μέσο ελέγχου της εργατικότητας/αποδοτικότητας κάθε εργαζομένου.
Πέραν αυτών εξάλλου, απλά και μόνο η ύπαρξη τέτοιων συστημάτων καταγραφής εικόνων ή/και ήχου (με κάμερες ή μικρόφωνα) στο εργασιακό περιβάλλον δημιουργεί επιπλέον άγχος στον εργαζόμενο, ο οποίος υπό το φόβο πιθανών επιπτώσεων, ωθεί τον εαυτό του σε μια κατάσταση συνεχούς εργασιακής υπερπροσφοράς, γεγονός που επίσης οδηγεί τους εργοδότες στη θέληση να συνεχίζουν ή ακόμα και να επιτείνουν τέτοιες καταστάσεις, με συνεχώς νέα κρούσματα καθημερινά στην κοινωνία.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καταστεί απόλυτα σαφές και με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο ότι η καταγραφή εικόνας και ήχου εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους δεν επιτρέπεται, δεν είναι θεμιτή με τους εθνικούς και διεθνείς κανόνες δικαίου και δεν δικαιολογείται για κανένα απολύτως λόγο παρά μόνο για πολύ συγκεκριμένες και ειδικές εξαιρέσεις και δεν θα πρέπει να γίνεται ανεκτή από κανένα εργαζόμενο καθώς συνιστά κατάφωρη παραβίαση όχι μόνο των εργασιακών του δικαιωμάτων αλλά της ίδιας της αξιοπρέπειάς του!
Τέτοια φαινόμενα θα πρέπει να καταγγέλλονται άμεσα στις αρμόδιες Αρχές και ο κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να είναι σε θέση είτε συλλογικά είτε ατομικά να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να προφυλάσσει εργασιακά κεκτημένα χρόνων.
ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Καταρχάς, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η προστασία της προσωπικότητας του ατόμου, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και το δικαίωμα στην εργασία προβλέπονται και προστατεύονται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2, 4, 9Α, 22 και 25 αντίστοιχα) αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων (ΕΣΔΑ, άρθρα 1, 8, 10 και 17) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 1, 7, 8 και 15).
Πέραν αυτών, μετά τις 25/05/2018, οι διατάξεις του Κανονισμού 679/2016 (GDPR) εφαρμόζονται και στη χώρα μας, ακόμα και αν δεν έχουμε (ακόμη) εφαρμοστικό νόμο. Ο Κανονισμός αυτός προβλέπει μια σειρά από διατάξεις σχετικά με την προστασία του ατόμου από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Κυριότερα σημεία του νόμου αυτού είναι ότι:
-Τα δεδομένα συλλέγονται για καθορισμένους, ρητούς και νόμιμους σκοπούς και δεν υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς, ενώ η έκταση της συλλογής και επεξεργασίας τους περιορίζεται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο συλλέγονται (άρθρο 5). Δηλαδή, τα δεδομένα θα πρέπει να είναι μόνο τόσα όσα απαιτείται από το σκοπό για τον οποίο γίνεται η επεξεργασία (όπως πχ η ασφάλεια του χώρου εν προκειμένω) και για κανένα λόγο περισσότερα.
-Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων ενός φυσικού προσώπου μπορεί να γίνεται με τη συγκατάθεσή του (άρθρο 6). Η συγκατάθεση ωστόσο για να είναι έγκυρη, πρέπει να είναι ελεύθερη (π.χ. όχι προϊόν φόβου ή απειλής), ειδική, και προϊόν πλήρους πληροφόρησης. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι όταν υφίσταται σχέση εργοδότη/απασχολούμενου η εξασφάλιση έγκυρης συγκατάθεσης είναι δύσκολο να επιτευχθεί εξαιτίας της σχέσης εξάρτησης που υπάρχει. Στον κανονισμό αναφέρονται και άλλες 5 περιπτώσεις, όπου η συνδρομή έστω ενός εξ αυτών είναι αρκετή και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η συγκατάθεση, ωστόσο είναι περιπτώσεις όπου η επεξεργασία είναι (απολύτως) απαραίτητη για λόγους: α) εκτέλεσης σύμβασης στην οποία το υποκείμενο επεξεργασίας (εδώ εργαζόμενος) είναι συμβαλλόμενο μέρος, β) συμμόρφωσης με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας (εδώ εργοδότης), γ) διαφύλαξης ζωτικού συμφέροντος υπευθύνου επεξεργασίας (ενν. εργοδότη), δ) εκτέλεσης υποχρέωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ε) όταν η επεξεργασία γίνεται για σκοπούς εννόμων συμφερόντων του υπευθύνου επεξεργασίας, τα οποία υπερισχύουν του συμφέροντος ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων (εδώ εργαζομένων).
-Όποιος επεξεργάζεται/συλλέγει προσωπικά δεδομένα (εν προκειμένω ο εργοδότης) είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει κάθε φορά το εκάστοτε φυσικό πρόσωπο σχετικά με το ποιά προσωπικά δεδομένα του επεξεργάζεται-συλλέγει, για ποιο σκοπό προβαίνει σε αυτή την επεξεργασία, ποιοι άλλοι έχουν πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα και για το δικαίωμα του φυσικού προσώπου να έχει και το ίδιο πρόσβαση επίσης στα προσωπικά του αυτά δεδομένα που είναι αντικείμενο επεξεργασίας και το αφορούν (άρθρο 12 και 13).
-Κάθε άτομο έχει δικαίωμα να εναντιωθεί/προβάλει αντιρρήσεις στην καταγραφή/επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (δικαίωμα εναντίωσης) (άρθρο 21). Αυτό σημαίνει ότι το εκάστοτε άτομο/εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει να πάψει οποιαδήποτε καταγραφή, ηχογράφηση, βιντεοσκόπηση ή παρακολούθησή του στην οποία δεν συναινεί ή η οποία δεν είναι σύμφωνη με το νόμο. Ο εργοδότης θα πρέπει να σεβαστεί τις αντιρρήσεις αυτές και να σταματήσει την επεξεργασία ειδάλλως θα πρέπει να είναι σε θέση να καταδείξει επιτακτικούς και νόμιμους λόγους για την επεξεργασία οι οποίοι υπερισχύουν των συμφερόντων, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του υποκειμένου των δεδομένων (ενν. του εργαζομένου).
-Τέλος προβλέπονται αυστηρότατες διοικητικές (άρθρο 83 Κανονισμού) και ποινικές κυρώσεις για τους παραβάτες των συγκεκριμένων διατάξεων καθώς και αστική ευθύνη για αποζημίωση των ατόμων που ζημιώθηκαν από αυτή την παράνομη συμπεριφορά (άρθρα 22 και 23 του Ν.2472/1997, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής μιας και, όπως αναφέρθηκε, δεν υπάρχει ακόμη εφαρμοστικός νόμος σχετικά με τον GDPR που να προβλέπει νέες ποινικές και αστικές κυρώσεις- βλ. και αρθρ. 82 Κανονισμού)
Επίσης, ως εποπτική Αρχή για την προστασία των ατόμων από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων έχει θεσπιστεί στην Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) με ευρύτατες αρμοδιότητες όπως την έκδοση οδηγιών-αποφάσεων για ειδικότερη ρύθμιση αυτών των ζητημάτων αλλά και την επιβολή προστίμων όπου κρίνεται ότι παραβιάζεται ο νόμος.
Ειδικά ως προς το θέμα της καταγραφής εικόνας ή/και ήχου σε χώρους εργασίας η Αρχή έχει εκδώσει τις οδηγίες 115/2001 και 1/2011. Από την παράθεσή τους προκύπτει ότι:
-Τα δεδομένα που συλλέγονται δεν επιτρέπεται να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας (όπως π.χ. η ασφάλεια του χώρου) και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο.
-Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας. Αντίθετα, σε έναν τυπικό χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου, χωρίς να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείων ή διάδρομοι (μάλιστα, ως ενδεικτικά παραδείγματα που θα δικαιολογούσαν εξαίρεση στον κανόνα αναφέρονται μόνο χώροι όπως στρατιωτικά εργοστάσια και εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου, ενώ ακόμη και σε χώρους με αντικείμενα μεγάλης αξίας όπως χρηματοκιβώτια, η κάμερα θα πρέπει να καταγράφει ΜΟΝΟ το προστατευόμενο αντικείμενο και ΟΧΙ τον εργαζόμενο).
-Είναι απαραίτητη η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων που θα ενημερώνουν ότι ο χώρος καταγράφεται.
–Απαγορεύεται ρητώς οποιαδήποτε χρήση δεδομένων που έχουν συλλεγεί για τους παραπάνω σκοπούς ως κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομένων, καθώς ο διαρκής έλεγχος των χώρων εργασίας με μέσα παρακολούθησης προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητα των εργαζομένων.
-Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να ενημερώνονται και να διατυπώνουν γνώμη πριν από την εισαγωγή μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης των εργαζομένων καθώς και για τους λόγους για τους οποίους αυτή κρίνεται αναγκαία.
Περιμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον την ψήφιση του νέου Νόμου που πρόκειται να θεσπιστεί εντός των επόμενων μηνών σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα και ο οποίος, εν τοις πράγμασι, θα ενσωματώνει τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 679/2016 (GDPR), για να δούμε πώς θα ρυθμίζει η Ελλάδα τις διατάξεις για τις οποίες έχει, βάσει του Κανονισμού, διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της διαμόρφωσης του περιεχομένου τους. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι σε σχέση με το αντίστοιχο νομικό πλαίσιο που υπήρχε για το συγκεκριμένο ζήτημα στον προϋπάρχοντα Νόμο (Ν.2472/1997) ο Κανονισμός όχι μόνο δεν αίρει κάποιο από τα υπάρχοντα δικαιώματα αλλά αντίθετα μεγιστοποιεί ακόμα περισσότερο την προστασία των πολιτών από τέτοιου είδους ενέργειες παράνομης επεξεργασίας των δεδομένων τους.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΩΣ ΤΩΡΑ – Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΕΙΣΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Με δεδομένο ότι το θέμα της καταγραφής εικόνας ή/και ήχου εργαζομένων στους χώρους εργασίας δεν έχει ακόμη αντιμετωπιστεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια (αν και ήδη αναμένεται η έκδοση σχετικών αποφάσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας), για τα φαινόμενα που έχουν προκύψει ως τώρα σχετικά με το ζήτημα μπορεί να γίνει έρευνα αφενός στις αποφάσεις της Αρχής (ΑΠΔΠΧ) και στα αντίστοιχα πρόστιμα που αυτή έχει επιβάλλει ως τώρα, αφετέρου στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σχετικά με το εν λόγω θέμα.
Πρέπει εδώ να γίνει μια σύντομη παράθεση για το εν λόγω Δικαστήριο και γιατί μας ενδιαφέρουν και μας επηρεάζουν οι αποφάσεις του. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ, εξετάζει προσφυγές σχετικές με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα -όπως αυτά προβλέπονται και ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- και το κατά πόσο τα δικαιώματα αυτά τηρούνται και προστατεύονται από τα Κράτη-μέλη.
Οι αποφάσεις του είναι μεν δεσμευτικές για τα εθνικά κράτη, όμως δεν υπάρχει μηχανισμός επιβολής τους. Η αρνητική ωστόσο δημοσιότητα που προκαλούν οι αποφάσεις του για κάθε Κράτος-μέλος κάθε φορά, καθώς και η βεβαιότητα ότι, αν δικαιώθηκε ένας προσφεύγων, θα δικαιωθούν και όλοι οι άλλοι που θα προσφύγουν στο μέλλον για το ίδιο θέμα, αρκούν συνήθως, ώστε το κράτος-μέλος να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία ή την κρίση επί των ζητημάτων που άπτονται της ερμηνείας/εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής και να παύσει την προσβολή. Επίσης, το ΕΔΔΑ έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει χρηματική αποζημίωση στον πολίτη που προσέφυγε κατά του συγκεκριμένου κράτους-μέλους και δικαιώθηκε. Εξυπακούεται φυσικά ότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ θα πρέπει να γίνονται σεβαστές καθώς και να τυγχάνουν εφαρμογής από όλα τα κράτη-μέλη).
Ως προς τις αποφάσεις της Αρχής, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν κυρίως οι (πρόσφατες) αποφάσεις 20/2017 και 41/2018. Και στις δύο περιπτώσεις, η Αρχή, μετά από καταγγελία εργαζομένων επέβαλλε πρόστιμα αξίας 10.000€ και 50.000€ σε μια εταιρεία μελετών και μια δικηγορική εταιρεία αντίστοιχα.
Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις ήταν ότι αμφότερες οι εταιρείες είχαν:
α) εγκαταστήσει κάμερες εντός των χώρων που βρίσκονταν τα γραφεία των εργαζομένων και
β) ότι χρησιμοποίησαν το υλικό αυτό για να καταγράφουν (μεταξύ άλλων) και το πόσο αποδοτικοί ήταν οι εργαζόμενοι.
Μάλιστα, και οι δύο εταιρείες προέβαλαν ως επιχείρημα ότι αναγκάστηκαν να τοποθετήσουν το σύστημα παρακολούθησης επειδή είχαν στους χώρους εργασίας τους αντικείμενα μεγάλης αξίας, χωρίς ωστόσο να αλλάξουν τη γνώμη της Αρχής, η οποία αντέτεινε ότι η ασφάλεια και η φύλαξή τους θα μπορούσε να επιτευχθεί κάλλιστα με λιγότερο επαχθή για τους εργαζόμενους μέτρα όπως με τοποθέτηση καμερών μόνο στην είσοδο/έξοδο του κτιρίου, χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση των τελευταίων, η οποία και αποτελεί φυσικά ανεπίτρεπτη παραβίαση των δικαιωμάτων τους.
Αυτό που έχει όμως ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔΔΑ) γύρω από αυτό το θέμα και συγκεκριμένα οι αποφάσεις: Άντοβιτς και Μίρκοβιτς εναντίον Μαυροβουνίου (2017) και Λόπεζ Ριμπάλντα και λοιποί εναντίον Ισπανίας (2018) (Μέσα από το κείμενο των αποφάσεων αυτών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκανε πλέον απόλυτα εμφανή και αδιαμφισβήτητο τον σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύουν τόσο τα κράτη-μέλη όσο και οι ιδιώτες/εργοδότες στην ιδιωτικότητα κάθε πολίτη/εργαζομένου, και δη στους χώρους εργασίας.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη απόφαση, το ΕΔΔΑ δικαίωσε δύο καθηγητές Πανεπιστημίου (Άντοβιτς και Μίρκοβιτς), οι οποίοι προσέφυγαν σε αυτό επειδή οι αρχές του Πανεπιστημίου στο οποίο εργάζονταν, είχαν εγκαταστήσει κάμερες εντός των αμφιθεάτρων, με το σκεπτικό ότι τα αμφιθέατρα είναι δημόσιοι χώροι και ότι έπρεπε να εποπτεύεται η ασφάλειά τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως επεσήμανε ότι άσχετα με το αν τα αμφιθέατρα ήταν δημόσιοι χώροι ή όχι, η διαρκής παρακολούθηση εργαζομένων κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους συνιστά υπέρμετρη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει επιτρεπτή.
Επίσης έντονο ενδιαφέρον έχει και η δεύτερη υπόθεση στην οποία κλήθηκε να απαντήσει το ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, έγινε προσφυγή εργαζομένων οι οποίοι εργάζονταν ως ταμίες σε μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ της Ισπανίας και οι οποίοι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης τους είχε εγκαταστήσει για λόγους ασφαλείας κάμερες για να εποπτεύει το ταμείο καθενός, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί αναπόφευκτα και τους ίδιους κατά τις ώρες εργασίας τους και μάλιστα χωρίς να τους έχει ενημερώσει πρώτα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επίσης απάντησε ότι και αυτό συνιστά υπέρμετρη προσβολή του δικαιώματός τους και ότι ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό το γεγονός ότι το ποσό στα ταμεία ήταν μεγάλης αξίας και χρειαζόταν συνεχή φύλαξη, ο εργοδότης όφειλε να βρει άλλα μέσα για να το επιτύχει και όχι φυσικά να βιντεοσκοπεί (έστω και παρεμπιπτόντως) τους εργαζόμενους.
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η συγκεκριμένη κρίση του ΕΔΔΑ δεν είναι ακόμη οριστική, καθώς εκκρεμεί η εκδίκασή της ενώπιον της Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου (αντίστοιχα όπως στο εθνικό δικαστικό σύστημα τμήματα του Αρείου Πάγου παραπέμπουν υποθέσεις στην Ολομέλεια).
Τέλος, αξίζει επίσης να αναφερθούν και οι αποφάσεις Κόπλαντ εναντίον Μ.Βρετανίας (2007) και Μπαρμπουλέσκου εναντίον Ρουμανίας (2017) με τις οποίες το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επίσης παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (πέρα από την βιντεοσκόπηση) και η παρακολούθηση από τον εργοδότη των e-mail, των τηλεφωνικών κλήσεων ή των ιστοσελίδων στις οποίες μπαίνουν οι εργαζόμενοι κατά τις ώρες εργασίας τους, δικαιώνοντας τους τελευταίους που προσέφυγαν σε αυτό. (βλ. και εδώ για εκτενέστερη ανάλυση όλων των ανωτέρω αποφάσεων).
ΠΟΡΙΣΜΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Και ενώ λοιπόν από νομικής πλευράς είναι απόλυτα σαφές ότι η παρακολούθηση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας τους αποτελεί (με ελάχιστες και πολύ ειδικές εξαιρέσεις) παράνομη πρακτική και μη θεμιτή με την έννομη τάξη, επισύροντας μάλιστα τόσο βαριές κυρώσεις, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα για ποιόν λόγο συνεχίζει να υφίσταται ως φαινόμενο τόσο έντονα και συχνά στην κοινωνία.
Η απάντηση είναι φυσικά αφενός λόγω της άγνοιας που οι περισσότεροι εργαζόμενοι/εργοδότες έχουν γύρω από το θέμα, αφετέρου λόγω του δικαιολογημένου φόβου που επίσης υπάρχει στους περισσότερους εργαζόμενους, εξ αιτίας του κινδύνου να απολυθούν εάν αποφασίσουν να καταγγείλουν αυτά τα φαινόμενα.
Ως προς το δεύτερο ειδικά, αξίζει να επισημανθεί ότι η απόλυση (ή και οποιαδήποτε άλλη επιβαρυντική εργασιακή εξέλιξη εις βάρος του εργαζόμενου) που γίνεται για ένα τέτοιο λόγο (επειδή δηλαδή ο εργαζόμενος αποφάσισε να ασκήσει τα δικαιώματά του όπως αυτά αναλύθηκαν ανωτέρω) είναι απολύτως παράνομη και άρα άκυρη (ως καταχρηστική) με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να μπορεί να διεκδικήσει όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος σε αυτή την περίπτωση. Πέραν αυτού φυσικά, πρέπει να τονιστεί ότι και η συγκατάθεση του εργαζόμενου στην καταγραφή του υπό τον ανωτέρω φόβο, δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη.
Τέλος, δεν μπορεί φυσικά να μην σχολιαστεί και το γεγονός ότι αρκετοί εργοδότες τοποθετούν κάμερες, οι οποίες ωστόσο δεν καταγράφουν, αλλά απλώς έχουν τεθεί για να εκφοβίζουν τους εργαζόμενους, οι οποίοι και αγνοούν το κατά πόσο είναι λειτουργικές ή όχι. Και σε αυτή την περίπτωση, η πρακτική αυτή των εργοδοτών είναι απολύτως παράνομη και θα πρέπει να καταγγέλλεται από τους εργαζόμενους όπως ακριβώς και η κανονική βιντεοσκόπηση.
Η Homo Digitalis καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ευαισθητοποιήσει και να ενημερώσει το κοινό σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων γύρω από αυτό το καίριο θέμα, προκειμένου αφενός να γίνει ξεκάθαρο ότι αντίστοιχα φαινόμενα παρακολούθησης σε χώρους εργασίας δεν θα πρέπει να γίνονται ανεκτά από κανέναν και αφετέρου για να αυξηθούν οι σχετικοί έλεγχοι των εποπτικών αρχών πάνω σε εταιρίες και εργοδότες που παραβιάζουν τη νομοθεσία με ταυτόχρονη φυσικά μείωση οποιασδήποτε γραφειοκρατίας/βραδυπορίας του κρατικού μηχανισμού γύρω από την αντιμετώπισή τους.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΕΙΚΟΝΑΣ Η’/ΚΑΙ ΗΧΟΥ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΑΣ
Ως προς τα διοικητικά πρόστιμα της Αρχής Π.Δ.Π.Χ.
Η προϋπόθεση που έχει θέσει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα προκειμένου να επιληφθεί ενός τέτοιου περιστατικού είναι να γίνει αρχικά μια επώνυμη καταγγελία στην ίδια την Αρχή προκειμένου να λάβει η τελευταία γνώση.
Για να ξεκινήσει η έρευνα, η Αρχή απαιτεί να έχει πρώτα κοινοποιηθεί εγγράφως στον εκάστοτε εργοδότη ένα κείμενο μέσα το οποίο θα πρέπει να εκτίθενται όλοι οι προβληματισμοί του εργαζόμενου σχετικά με την παρακολούθησή του εν ώρα εργασίας (ενδεικτικά θα μπορεί να ερωτάται: για ποιο λόγο κρίνεται απαραίτητη η παρακολούθηση, γιατί δεν προτιμούνται άλλα (ηπιότερα) μέσα, γιατί η καταγραφή δεν περιορίζεται στην είσοδο/έξοδο του κτηρίου, ποιοι ακριβώς χώροι βιντεοσκοπούνται, ποιες/πόσες ώρες γίνεται η καταγραφή, ποιος διαχειρίζεται τα δεδομένα που προκύπτουν από την παρακολούθηση, ποιος άλλος έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, για πόσο διατηρούνται αυτά τα δεδομένα, γιατί δεν ενημερώθηκαν οι εργαζόμενοι, δείγμα από την καταγραφή που έχει ήδη γίνει κτλ, καθώς και να δηλώνονται οι αιτιολογημένες αντιρρήσεις των εργαζομένων).
Δεν προσδιορίζεται ωστόσο η ακριβής μορφή του κειμένου, οπότε θα πρέπει να θεωρηθεί δόκιμη και η αποστολή του με email, ταχυδρομικώς, με SMS, ή και απλώς η παράδοση χειρογράφου. Καλό είναι όμως να κρατάτε πάντα αποδεικτικά/αντίγραφα σε περίπτωση που χρειαστούν.
Εφόσον ο εργοδότης δεν απαντήσει εντός 30 ημερών ή η απάντησή του δεν κρίνεται ικανοποιητική από τον εργαζόμενο, μπορεί εν συνεχεία να γίνει καταγγελία στην Αρχή. Φόρμες καταγγελίας μπορείτε να βρείτε έτοιμες στην ιστοσελίδα της Αρχής τις οποίες μπορείτε να καταθέσετε εν συνεχεία με όλους τους τρόπους, ταχυδρομικώς, ηλεκτρονικά ή αυτοπροσώπως στα γραφεία της Αρχής (Λ. Κηφισίας 1-3, 1ος όροφος).
Τέλος, εφόσον η Αρχή επιληφθεί της υποθέσεως και διαπιστώσει ότι υπάρχει παραβίαση της Νομοθεσίας, έχει την δυνατότητα να επιβάλλει πρόστιμο στον εργοδότη, με το ύψος αυτού να ποικίλει ανάλογα με το βαθμό της βαρύτητας της παράβασης, το δόλο ή την αμέλειά του, προηγούμενες παραβάσεις του, την πρόθεσή του να επανορθώσει κ.α.
Επίσης, επειδή οι καταγγελίες είναι πάντα επώνυμες, η ίδια η Αρχή στην επίσημη ιστοσελίδα ενημερώνει ότι υπάρχει η επιλογή, πέρα από τον ίδιο τον εργαζόμενο, η καταγγελία να γίνεται και από κάποιο συλλογικό όργανο (πχ εργατικά σωματεία, εθελοντικές οργανώσεις, μη-κερδοσκοπικές οργανώσεις κτλ) στο οποίο και θα αναθέσετε αυτή την ενέργεια.
Σημειώνεται ωστόσο ότι κατά την προσωπική και επιστημονική γνώμη του γράφοντος, ειδικά για την παρακολούθηση σε χώρους εργασίας, αφενός και δεν θα πρέπει να θεωρείται απαραίτητη η προηγούμενη ενημέρωση/αίτηση στον εργοδότη, καθώς τοποθετεί τον εργαζόμενο σε μια αρκετά δυσχερή θέση, αφετέρου ότι όπως η Επιθεώρηση Εργασίας, το ΣΔΟΕ και τα κλιμάκια του ΙΚΑ διενεργούν (περισσότερους) απροειδοποίητους τυχαίους ελέγχους σε χώρους εργασίας, την ίδια –αποτελεσματική- τακτική θα πρέπει να αρχίσει να ακολουθεί και η Αρχή Π.Δ.Π.Χ., εάν θέλουμε να εκλείψουν οριστικά τέτοια φαινόμενα.
Εξάλλου, όπως απαγορεύεται ρητά η ανασφάλιστη εργασία, ακόμα κι αν συναινεί σε αυτήν ο ίδιος ο εργαζόμενος, αντίστοιχα θα πρέπει να θεωρείται μη νόμιμη και η καταγραφή του εν ώρα εργασίας, ακόμη κι αν έχει συναινέσει σε αυτό, μιας και με αυτό τον τρόπο, αφενός προσβάλλεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος στην εργασία εν γένει και επομένως όχι μόνο το ιδιωτικό συμφέρον του συγκεκριμένου εργαζομένου που παρακολουθείται, καθώς τοποθετεί τον εργαζόμενο που θα εγείρει αντιρρήσεις στην παρακολούθηση σε σαφώς μειονεκτικότερη θέση από τους υπόλοιπους που σιωπούν, αφετέρου, δεν θα μπορεί σχεδόν ποτέ να διακριβωθεί με σιγουριά εάν η συναίνεση είναι πραγματική ή προϊόν απειλής ή ψυχολογικής πίεσης.
Αστική αποζημίωση
Σημειώνεται ότι τα πρόστιμα που μπορεί να επιβάλει η ΑΠΔΠΧ είναι διοικητικά κι ως εκ τούτου έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τον εργοδότη και το Κράτος. Συνεπώς, εάν κάποιο φυσικό πρόσωπο/εργαζόμενος επιθυμεί να αποζημιωθεί θα πρέπει να καταφύγει στα Πολιτικά Δικαστήρια με αγωγή, με τη συνδρομή ωστόσο κάποιου συνηγόρου.
Επίσης, αξίζει να επισημανθεί ότι η αστική αποζημίωση σε αυτή την περίπτωση είναι ανεξάρτητη/αδιάφορη με το αν έχει ο εργαζόμενος απευθυνθεί στην ΑΠΔΠΧ ή όχι και μάλιστα ο Νόμος προστατεύει κάθε άτομο που υπέστη περιουσιακή ή ηθική βλάβη από παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του (όπως εν προκειμένω τον εργαζόμενο), με ελάχιστο ποσό ως αποζημίωση τα 5.869,40€ (αρ.23 Ν.2472/1997 – βλ. 4196/11 ΠΠΑθ, 3428/16 ΜΠΑθ, 415/16 ΕιρΑθ). Ωστόσο, αναμφίβολα, μια πιθανή βεβαίωση της παράβασης και από την ΑΠΔΠΧ θα ενίσχυε έτι περαιτέρω τους ισχυρισμούς οποιουδήποτε εργαζομένου στην δίκη αποζημίωσης.
Ποινική Ευθύνη
Σε αρκετές περιπτώσεις ενδέχεται η παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη να καταγράφει τους χώρους εργασίας να αποτελεί, πέραν των άλλων, και ποινικό αδίκημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εκάστοτε ζημιωθείς/εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλλει έγκληση στον αρμόδιο Εισαγγελέα με σκοπό την ποινική καταδίκη του υπευθύνου και φυσικά να λάβει και ο ίδιος ο εργαζόμενος κανονικά μέρος στη δίκη ως πολιτικώς ενάγων.
Πάντα ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις, λόγω και των σοβαρότατων συνεπειών που επιφέρουν, κρίνεται καλύτερο πριν ο ζημιωθείς προβεί στην έγκληση, να αναζητεί τη βοήθεια/συνδρομή κάποιου εξειδικευμένου νομικού.
Για εκτενέστερη ενημέρωση και καθοδήγηση πάνω στο θέμα μπορείτε να απευθυνθείτε στη Homo Digitalis.
*Ο Μιχάλης Δρακουλάκης είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο Δίκαιο των Προσωπικών Δεδομένων καθώς και στο Δίκαιο Νέων Τεχνολογιών και νέων μορφών συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας, ενώ έχει ευρύτερη ερευνητική και επαγγελματική ενασχόληση γενικότερα με το Αστικό, Εμπορικό και Εργατικό Δίκαιο.
Το κενό ασφαλείας στο WhatsApp και πώς να προστατευτείτε
Γράφει ο Βύρωνας Καβαλίνης
Πριν λίγες ημέρες βγήκε στην επιφάνεια ένα κενό ασφαλείας της γνωστής εφαρμογής WhatsApp, το οποίο επιτρέπει την εγκατάσταση spyware στο κινητό του χρήστη με σκοπό την υποκλοπή προσωπικών δεδομένων με μια απλή κλήση.
Για την εγκατάσταση δεν είναι απαραίτητη η αποδοχή της κλήσης. Μάλιστα, η κλήση αυτή δεν εμφανίζεται στο ιστορικό της συσκευής. Σε ανακοίνωση του το WhatsApp δεν κατονόμασε τον υπεύθυνο για αυτή την ενέργεια, αλλά έδωσε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία πίσω από αυτή την ενέργεια βρίσκεται εταιρία δημιουργίας λογισμικού υποκλοπής δεδομένων, που συνεργάζεται με κυβερνήσεις.
Τόσο η Αρχή Προστασιας Προσωπικών Δεδομένων της Ιρλανδίας, όσο και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικου Χαρακτηρα της Ελλάδας έχουν προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις επι του θέματος.
Το WhatsApp προσφέρει ήδη κρυπτογραφημένη επικοινωνία στους 1.5 δισεκατομμύριο χρήστες του. Η ανακάλυψη του κενού ασφαλείας έγινε αρχές Μαϊου και το patch που το διορθώνει κυκλοφόρησε την Δευτέρα.
Επίσης, εκτός από το update των εφαρμογών, τόσο για Android όσο και iPhone, όπως ανακοίνωσε το WhatsApp γίνονται και αναβαθμίσεις σε επίπεδο υποδομών. Το συγκεκριμένο κενό ασφαλείας επηρεάζει όλους τους χρήστες του WhatsApp είτε χρησιμοποιούν Android είτε iPhone.
Σαφώς, αυτό δε συνεπάγεται ότι έχουν επηρεαστεί όλοι οι χρήστες της εφαρμογής. Η ίδια η εταιρία δεν έχει δώσει στοιχεία σχετικά με τον αριθμό ή την ταυτότητα των χρηστών που έχουν μολυνθεί.
Πώς λειτουργεί το κενό ασφαλείας
Σύμφωνα με το κέντρο ασφαλείας της Facebook (στην οποία ανήκει το WhatsApp) η συγκεκριμένη ευπάθεια προήλθε από ένα τύπο σφάλματος γνωστό ως υπερχείλιση buffer. Οι εφαρμογές χρησιμοποιούν ένα buffer για να αποθηκεύουν επιπλέον δεδομένα.
Στο buffer αποθηκεύονται προσωρινά δεδομένα. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, στρατηγικά γίνεται υπερχείλιση του buffer, αναγκάζοντας τα δεδομένα να “υπερπηδούν” σε άλλα μέρη της μνήμης. Αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην λειτουργία της εφαρμογής ή να δώσει στους επιτιθέμενους ένα τρόπο για να αποκτήσουν πρόσβαση στη συσκευή.
Στην περίπτωση του WhatsApp λοιπόν, οι επιτιθέμενοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι σε μια κλήση VoIP το σύστημα πρέπει να προετοιμαστεί για μια σειρά από ενέργειες: απόρριψη κλήσης, αποδοχή κτλ.
Πώς μπορείτε να προστατευθείτε
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω δεν έχουν δοθεί πληροφορίες για τον αριθμό των χρηστών που έχουν μολυνθεί και επηρεαστεί από αυτό το κενό ασφαλείας. Πιθανόν αν δεν έχετε δεχτεί κάποια περίεργη κλήση να μην υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναβαθμίσετε την εφαρμογή του WhatsApp της συσκευής σας, ανεξάρτητα αν έχετε Android ή iPhone ή Windows Phone ή ακόμα και desktop, στην τελευταία έκδοση της.
Μπορείτε να δείτε την τελευταία έκδοση της εφαρμογής που έχει επίσημα κυκλοφορήσει στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.whatsapp.com/download/ Επιλέγοντας το λειτουργικό του smartphone σας σας εμφανίζει την έκδοση που μπορείτε να κατεβάσετε. Για να επιβεβαιώσετε ότι την έχετε ήδη εγκαταστήσει στη συσκευή σας μπορείτε να πατήσετε πάνω στο εικονίδιο της στο κινητό σας και να επιλέξετε “Πληροφορίες εφαρμογής”:
Αναβάθμιση εφαρμογής σε Android:
- Ανοίξτε το Play Store στο κινητό σας
- Πατήστε τις τρεις οριζόντιες γραμμές που βρίσκονται πάνω αριστερά
- Επιλέξτε “Οι εφαρμογές/παιχνίδια μου”
- Πατήστε στην εφαρμογή WhatsApp
- Πατήστε το κουμπί “Ενημέρωση”
Αναβάθμιση εφαρμογής σε iPhone (iOS):
- Ανοίξτε το AppStore στο κινητό σας
- Πατήστε την επιλογή “Αναβαθμίσεις” που βρίσκεται στην κάτω πλευρά της οθόνης
- Στις αναβαθμίσεις που είναι διαθέσιμες πατήστε το WhatsApp
- Πατήστε το κουμπί “Αναβάθμιση”
Προτείνουμε εκτός από την εφαρμογή να έχετε αναβαθμισμένο και το λειτουργικό της συσκευής σας στην τελευταία έκδοση όπως και να έχετε εγκαταστήσει όλες τις ενημερώσεις ασφαλείας που έχουν κυκλοφορήσει στον υπολογιστή/laptop σας.
Η Homo Digitalis θα σας ενημερώσει αν υπάρξουν περισσότερες εξελίξεις.
Πόσο “ελεύθερες” είναι οι επιλογές μας στην εποχή των Big Data; Το παράδειγμα του Netflix
Του Ευάγγελου Φαρμακίδη*
Μόλις έχει τελειώσει το τελευταίο επεισόδιο της καινούριας σεζόν της αγαπημένης μας σειράς του Netflix και έχουμε αποφασίσει να βγούμε για μια βόλτα. Πριν κλείσουμε την τηλεόραση για να ετοιμαστούμε, μια άλλη σειρά κεντρίζει το ενδιαφέρον μας. Εμφανίστηκε στα προτεινόμενα και τυχαίνει να είναι το είδος της σειράς που μας αρέσει. Μετά από μια γρήγορη ματιά αποφασίζουμε να δούμε μόνο το Trailer για να σιγουρευτούμε ότι είναι της αρεσκείας μας.
Πράγματι είναι! Η έξοδος ακυρώνεται και ένας νέος μαραθώνιος επεισοδίων (Binge-Watching) ξεκινά.
Πόσο ελεύθερες είναι άραγε οι επιλογές μας στην εποχή των Big Data;
Θέλαμε πράγματι να μείνουμε σπίτι και να δούμε μια νέα σειρά ή θέλαμε να βγούμε για μια βόλτα;
Μήπως με κάποιον έντεχνο τρόπο η βούλησή μας επηρεάζεται σημαντικά και οι αποφάσεις μας καθοδηγούνται;
Στα παραπάνω ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σύντομη, απλή και κατανοητή απάντηση.
Η επιλογή του παραδείγματος του Netflix δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Όπως δεν είναι τυχαία και η εμφάνιση της νέας προτεινόμενης ενδιαφέρουσας σειράς στην οθόνη της τηλεόρασής μας.
To Netflix σήμερα αριθμεί περί τους 137 εκατομμύρια συνδρομητές σε 190 χώρες και οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στα Big Data. Η ανάλυση δεδομένων είναι μια πρακτική που η εταιρία εφάρμοσε από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, όταν η υπηρεσία Streaming δεν ήταν διαθέσιμη και το Netflix εξυπηρετούσε τους πελάτες του αποκλειστικά με την αποστολή DVDs στο σπίτι μέσω του ταχυδρομείου. Μελετώντας τις προτιμήσεις άλλων πελατών του, τους πρότεινε ταινίες που πιθανόν να τους ενδιέφεραν.
Με την πρακτική αυτή θέλησε να αυξήσει τα έσοδά του και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που ανέκυπτε κάθε φορά που μια ταινία βραβευόταν με Όσκαρ ή κάποιος διάσημος κριτικός ταινιών έγραφε μια διθυραμβική κριτική για μια ταινία: η ζήτηση της συγκεκριμένης ταινίας αυξανόταν κατακόρυφα με αποτέλεσμα αφενός το Netflix να μην μπορεί να εξυπηρετήσει την αυξημένη ζήτηση και αφετέρου οι παλαιότερες ταινίες να μένουν στα αζήτητα με αποτέλεσμα η εταιρία να χάνει περισσότερα έσοδα.
Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε να στρέψει τους πελάτες του σε λιγότερο διάσημες ή παλαιότερες ταινίες. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξε έναν αλγόριθμο πρόβλεψης, ο οποίος ονομάστηκε Cinematch, για να προτείνει στους χρήστες του νέες ταινίες με βάση τις προτιμήσεις των άλλων χρηστών.
Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2006, θέλοντας να βελτιώσει την απόδοση του αλγορίθμου, προκήρυξε έναν ανοιχτό διαγωνισμό, το Netflix Prize. Η ομάδα που θα κατάφερνε να βελτιώσει σε ικανοποιητικό βαθμό τα αποτελέσματα του αλγορίθμου θα κέρδιζε χρηματικό έπαθλο ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Στον διαγωνισμό, ο οποίος τράβηξε το ενδιαφέρον ολόκληρης της παγκόσμιας κοινότητας, συμμετείχαν περισσότερες από 40.000 ομάδες ειδικών (στους τομείς των μαθηματικών, της στατιστικής, της πληροφορικής κ.α.) από 183 διαφορετικές χώρες του κόσμου. Για τον σκοπό αυτό δόθηκε στους ερευνητές πρόσβαση σε αξιολογήσεις και κριτικές 500.000 χρηστών του Netflix.
Χρειάστηκαν τρία ολόκληρα χρόνια για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα και το βραβείο τελικά δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2009. Ο αλγόριθμος που κέρδισε ήταν αποτέλεσμα κοινοπραξίας 4 ομάδων υπό την ονομασία BellKor’s Pragmatic Chaos και βελτίωνε τα αποτελέσματα του υπάρχοντος αλγορίθμου κατά 10.06%. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα να λαμβάνουμε προτάσεις, οι οποίες ξεπερνούν σε ποσοστό επιτυχίας το 85%.
Κρατώντας μας απασχολημένους με συνεχόμενη ροή προτάσεων, το Netflix καταφέρνει κάθε μήνα να ανανεώνουμε τη συνδρομή μας. Αν δεν υπήρχαν οι προτάσεις αυτές, είναι πιθανό ότι μετά το τέλος της τελευταίας σεζόν της αγαπημένης μας σειράς, θα ακυρώναμε τη συνδρομή μας, τουλάχιστον μέχρις ότου κυκλοφορήσει η νέα σεζόν της αγαπημένης μας σειράς.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσωποποιημένης εμπορικής πρακτικής του Netflix είναι το ακόλουθο: Για την προώθηση της -ίσως πιο διάσημης- σειράς του, που ανέδειξε και καθιέρωσε την εταιρία, το House of Cards, γυρίστηκαν διαφορετικά trailers με διαφορετικές εκδοχές της ίδιας σειράς, που όμως απευθύνονταν σε διαφορετικές ομάδες κοινού, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Έτσι, στα προτεινόμενα κάθε “ομάδας” εμφανιζόταν διαφορετικό trailer για την ίδια ακριβώς σειρά, ανάλογα με το ιστορικό των προτιμήσεών τους. Για παράδειγμα, οι φίλοι των δραματικών ταινιών έβλεπαν μια πιο δραματική εκδοχή της σειράς, ενώ αντίστοιχα οι φίλοι των περιπετειών μια πιο περιπετειώδη εκδοχή της κ.ο.κ..
Το Netflix σήμερα συλλέγει διάφορα δεδομένα των χρηστών του, όπως η ηλικία, το φύλο, η γεωγραφική θέση, πληροφορίες σχετικά με τον υπολογιστή τους ή άλλες συσκευές που χρησιμοποιούν για την πρόσβαση στην υπηρεσία, τα προγράμματα που παρακολούθησαν από την ημέρα της εγγραφής τους, οι ημέρες και οι ώρες που συνδέονται, το ιστορικό των αναζητήσεών τους, ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο έκαναν scroll κατά την περιήγησή τους. Καταγράφει ακόμα κάθε πότε κάνουν παύση, πηγαίνουν πίσω για να ξαναδούν μια σκηνή ή πότε περνούν με fast play μια βαρετή σκηνή.
Στην επιστήμη σήμερα δεν υπάρχει ένας οικουμενικά αποδεκτός ορισμός για τα Big Data. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ως “Μεγάλα Δεδομένα” ορίζονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως είδους, που συγκεντρώνουν τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: υπερβολικά μεγάλο όγκο (volume), μεγάλη ποικιλία (variety) και υψηλή ταχύτητα συλλογής – ακόμη και σε πραγματικό χρόνο – από πολλαπλές πηγές (velocity).
Data mining ή εξόρυξη δεδομένων είναι η διαδικασία μέσω της οποίας αποκτά κανείς χρήσιμες πληροφορίες μέσα από την κατάλληλη επεξεργασία των «ακατέργαστων», αταξινόμητων, πολύπλοκων και με μεγάλο όγκο δεδομένων, τα οποία προηγουμένως έχουν συλλεχθεί και βρίσκονται σε τεράστιες και αχανείς βάσεις.
Οι πληροφορίες που εξορύσσονται από τα δεδομένα είναι ένα πανίσχυρο “όπλο” στα χέρια των Marketers, οι οποίοι τις χρησιμοποιούν για την προώθηση των προϊόντων ή ακόμα και για τη σχεδίαση νέων.
Τα δεδομένα σήμερα, στην εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, έχουν την ίδια αξία με αυτή που είχε το πετρέλαιο για τη 2η Βιομηχανική Επανάσταση και ο ατμός για την 1η (The world’s most valuable resource is no longer oil, but data, The Economist, 2017).
Με τον παραπάνω τρόπο, το Netflix γνωρίζει ποια από τα προγράμματά του πρέπει να μας προτείνει, αλλά επιπλέον στηρίζει και την παραγωγή των νέων προγραμμάτων του στις προτιμήσεις και τις συνήθειες των χρηστών του. Γνωρίζοντας με ακρίβεια τί προτιμούν οι χρήστες του, παράγει προγράμματα που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γίνουν επιτυχίες, πριν καν γυριστούν.
Η χρήση των μεθόδων αυτών εμπορικής προώθησης σε καμία περίπτωση δεν είναι κατακριτέα, ούτε φυσικά είναι πρόθεση του γράφοντος να ξορκίσει τα Big Data, τα οποία αποδεικνύονται πολύ χρήσιμα σε πολλούς τομείς της ζωής μας και πέρα από την εμπορική δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα στην Ιατρική Επιστήμη.
Αντίθετα, τα οφέλη για τον ενημερωμένο καταναλωτή είναι πολλαπλά, καθώς του παρέχεται η ευκαιρία να κάνει σωστές επιλογές, οι οποίες θα είναι της αρεσκείας του και θα καλύπτουν τις ανάγκες του, ενώ ταυτόχρονα εξοικονομεί χρόνο και χρήματα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 την αξία των προσωπικών δεδομένων και θέσπισε ένα ειδικό νομοθετικό πλαίσιο, προκειμένου από τη μια να διευκολύνει την ελεύθερη ροή τους και από την άλλη να προστατεύσει τους κατοίκους των χωρών μελών της. Τελευταία μεγάλη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία της είναι η ψήφιση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων ή ευρύτερα γνωστού ως GDPR. Σημειωτέον ότι αναμένεται ο νέος Κανονισμός ePrivacy, που θα αφορά, μεταξύ άλλων, και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
Η σημασία των μεγάλων δεδομένων για τις σύγχρονες οικονομίες και την επιστήμη του Marketing είναι αδιαμφισβήτητη. Άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα έχει επισημάνει ο Dan Zarrella “Marketing without data is like driving a car with your eyes closed”.
Οι καταναλωτές όμως θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι, ώστε οι πρακτικές αυτές να λειτουργούν προς όφελός τους και όχι επηρεάζοντας τη βούλησή τους, χειραγωγώντας τις αποφάσεις τους και καθορίζοντας τον τρόπο ζωής τους.
Bιβλιογραφία
- Mareike Jenner, (2018), Netflix and the Re-invention of Television. Palgrave Macmillan.
- Pant V., Yu E., (2018), Conceptual Modeling to Support the “Larger Goal” Pivot – An Example from Netflix. In: Buchmann R., Karagiannis D., Kirikova M. (eds) The Practice of Enterprise Modeling. PoEM 2018. Lecture Notes in Business Information Processing, vol 335. Springer, Cham.
- Kai-Ingo Voigt, OanaBuliga, Kathrin Michl, (2017), Entertainment on Demand: The Case of Netflix. In: Business Model Pioneers, Springer International Publishing.
- Jenkins J., (2017), Netflix. In: Schintler L., McNeely C. (eds) Encyclopedia of Big Data, Springer, Cham
- Roberts R., (2017), Live TV, Netflix, Amazon, the Universe! In: Mastering Media with the Raspberry Pi. Apress, Berkeley, CA.
- McDonald K. & Smith-Rowsey D., (2016), The Netflix effect: Technology and entertainment in the 21st century. London: Bloomsbury Academic.
- Amatriain X., Basilico J., (2015), Recommender Systems in Industry: A Netflix Case Study. In: Ricci F., Rokach L., Shapira B. (eds) Recommender Systems Handbook. Springer, Boston, MA.
- Mary J. Cronin, (2014), Netflix Switches Channels. In: Top Down Innovation, Springer International Publishing.
- Keating, Gina, (2012), Netflixed: The Epic Battle for America’s Eyeballs. Portfolio/ Penguin.
- Robert M. Bell, Yehuda Koren& Chris Volinsky, (2010), All Together Now: A Perspective on the Netflix Prize. CHANCE, 23:1, 24-29.
- S. Finlay, (2014), Predictive Analytics, Data Mining and Big Data, Palgrave Macmillan UK.
- Min Chen, Shiwen Mao, Yin Zhang, Victor CM Leung, (2014), Big Data: Related Technologies, Challenges and Future Prospects, Springer International Publishing.
- Hrushikesha Mohanty, PrachetBhuyan, Deepak Chenthati, (2015), Big Data: A Primer, Springer India.
*Ο Ευάγγελος Φαρμακίδης είναι μέλος της Homo Digitalis, ασκούμενος δικηγόρος, τελειόφοιτος του ΔΠΜΣ «Δίκαιο και Πληροφορική» του Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής, ΠαΜακ και της Νομικής Σχολής, ΔΠΘ, μεταπτυχιακός φοιτητής Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογικών Επιστημών στη Νομική Σχολή, ΔΠΘ, κάτοχος Διπλώματος στην Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
YouTube και παιδιά: Μία σχέση προστατευτική;
Της Αναστασίας Καραγιάννη *
Πριν από λίγες μέρες έπεσε στην αντίληψή μου το βίντεο ενός χρήστη στο YouΤube, ο οποίος προσπαθούσε να εξηγήσει πώς αυτή η πλατφόρμα διευκολύνει την σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών από παιδόφιλους. Μάλιστα, σχολίαζε ότι πρόκειται για μία αρκετά επικερδή δραστηριότητα σε αυτόν τον χώρο, καθώς στα συγκεκριμένα βίντεο προβάλλονταν διαφημίσεις, τόσο του Fortnite, όσο και της Disney και άλλων εταιριών!
Αναρωτήθηκα πώς επιτρέπεται αυτό και πώς ήταν τόσο προφανές που το παρατήρησε και το ανακάλυψε;
Στο βίντεο, λοιπόν, που ανέβασε ο Matt Watson παρουσιάζονται ανεβασμένα βίντεο των παιδιών σε καθημερινά στιγμιότυπα, όπως σε αθλητικές δραστηριότητες, σε παιχνίδια, σε πισίνα με μαγιό. Πρόκειται για ‘αθώα’ βίντεο, χωρίς επικίνδυνο, άσεμνο ή πορνογραφικό περιεχόμενο. Ωστόσο, αποκτούν soft porno περιεχόμενο στα μάτια παιδόφιλων, οι οποίοι τα σχολιάζουν, τονίζοντας παγωμένα στιγμιότυπα, και τα προωθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν διστάζουν, μάλιστα, να προσθέσουν στα σχόλια links-συνδέσεις με υλικό παιδικής πορνογραφίας.
Για την αξιοπιστία του πειράματος που έκανε, ο Matt Watson χρησιμοποίησε έναν ολοκαίνουργιο λογαριασμό στο YouTube και ένα VPN, ώστε οι αναζητήσεις του να μην επηρεαστούν από προηγούμενη δραστηριότητα στην πλατφόρμα.
Το αποτέλεσμα ήταν σοκαριστικό. Τόσο η πλαϊνή γραμμή όσο και η πρώτη σελίδα των αποτελεσμάτων ήταν γεμάτες με βίντεο ανηλίκων σε διάφορες άσεμνες πόζες. Με αυτόν τον τρόπο, απέδειξε ότι οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιεί το YouTube και που παραπέμπουν στα βίντεο αυτά είναι πολύ απλοί, καθώς πληκτρολογώντας απλές φράσεις, όπως ‘κορίτσια σε πισίνα’ ή ‘μικρά κορίτσια κάνουν γυμναστική’ εμφανίζονται βίντεο που παραπέμπουν σε υλικό με το περιεχόμενο και τα σχόλια, όπως περιγράφηκε παραπάνω.
Πονοκέφαλο προκαλούν στο Youtube τόσο ο χαρακτηρισμός αυτών των βίντεο και ο τρόπος αντιμετώπισής τους, όσο και το γεγονός ότι αποτελούν μία κερδοσκοπική δραστηριότητα, αφού εξαιτίας της υψηλής θεαματικότητας έχουν τοποθετηθεί διαφημίσεις από γνωστές και μεγάλες εταιρίες.
Σχετικά, λοιπόν, με τον χαρακτηρισμό τους, οι διαθέσιμοι τρόποι σήμανσης των βίντεο που κυκλοφορούν στην πλατφόρμα είναι η ακατάλληλη γλώσσα που χρησιμοποιείται ή η κάλυψη αμφιλεγόμενων θεμάτων και ευαίσθητων γεγονότων. Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που το YouTube κατηγορείται ότι θέτει σε κίνδυνο τα παιδιά ή ότι δεν τα προστατεύει από την έκθεσή τους σε παιδόφιλους, μέσα από τα σχόλια που παραθέτουν.
Στη φωτογραφία βλέπουμε τους διαθέσιμους τρόπους σήμανσης ενός βίντεο στο YouTube
Το 2018, μια έρευνα του Times of London έδειξε ότι το YouTube δεν κατάφερε να απομακρύνει άμεσα τις ζωντανές ροές-live streamings με ακατάλληλο περιεχόμενο. Το 2017, μάλιστα, η Google δέχθηκε επικρίσεις από το πρόγραμμα Trusted Flagger που διαθέτει το YouTube, στο οποίο συμμετέχουν και ειδικοί παιδικής προστασίας, έπειτα από τις διαμαρτυρίες τους για απουσία δράσης και αντιμετώπισης σχετικά με τον κίνδυνο για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών, τόσο εξαιτίας απρεπών φωτογραφιών όσο και άσεμνων σχολίων.
Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε το 2017 στην Forbes, αν και δεν δημοσιεύτηκε, ένας από τους συμμετέχοντες σε αυτή την εκστρατεία ευαισθητοποίησης, εξέφρασε την δυσαρέσκειά του σχετικά με τον αργό ρυθμό που το YouTube ανταποκρίθηκε και διαχειρίστηκε τις αναφορές που υποβλήθηκαν. Μετά από την υποβολή 526 αναφορών που υποβλήθηκαν σε λιγότερο από 60 ημέρες σχετικά την ασφάλεια των παιδιών στην πλατφόρμα, οι ίδιοι έλαβαν συνολικά μόνο 15 απαντήσεις, ενώ μόλις οι 8 εξετάστηκαν για τον έλεγχο παραβίασης των Κοινοτικών Οδηγιών. Εκπρόσωπος του YouTube δεσμεύτηκε ότι θα προσπαθήσει να προσθέσει μία λειτουργία αναθεώρησης σχολίων και θα προσλάβει επιπλέον προσωπικό για να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση.
Στα ίδια πλαίσια, θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο ερευνητικό τεύχος του Daily Dot του 2013 σχετικά με το ποσοστό των παιδόφιλων που έρχονται σε επαφή με ανηλίκους μέσω σχολίων στο YouTube. Τα βίντεο που προσελκύουν το ενδιαφέρον των παιδόφιλων χρονολογούνται από το 2013, ενώ εξακολουθούν να αναπαράγονται και το 2019! Εκατομμύρια σχόλια και περισσότερα από 400 κανάλια στο YouTube διαγράφηκαν για τα απρεπή σχόλια και τα άσεμνα βίντεο που προωθούσαν, όπως ανέφερε η Chi Hea Cho, εκπρόσωπος της Google, μητρικής εταιρίας του YouTube. Μάλιστα, η Chi Hea Cho επισήμανε ότι ανέφερε αυτές τις παράνομες δραστηριότητες και στο Εθνικό Κέντρο για τα Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα Παιδιά.
Τα παιδιά που μαγνητοσκοπούν και ανεβάζουν τα βίντεο αυτά είναι, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, κάτω των 13 ετών. Και αναρωτιέμαι:
-Γιατί δεν αντιδρούν οι γονείς τους;
-Πώς επιτρέπεται να αναπαράγεται αυτό το υλικό, εφόσον το YouTube γνωρίζει το πώς χρησιμοποιείται και προωθείται;
-Αντί για κατασταλτικά μέτρα, γιατί δεν λαμβάνουν τόσο η Google όσο και το YouTube προληπτικά μέτρα;
-Αντί για διαγραφή σχολίων και λογαριασμών, κατόπιν εορτής, γιατί αυτές οι πλατφόρμες δεν αναπτύσσουν φίλτρα προστασίας και δεν εφαρμόζουν πολιτικές σύμφωνες με τους κανόνες παιδικής προστασίας;
Η Epic Games και η Nestle απέσυραν τις διαφημίσεις τους σε αντίστοιχα βίντεο από τις δύο πλατφόρμες. Αρκεί όμως αυτό;
*Η Αναστασία Καραγιάννη είναι νομικός με εξειδίκευση στα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών. Είναι μέλος της Homo Digitalis και συνδημιουργός της ChildAct, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των ψηφιακών δικαιωμάτων των παιδιών. Στις 8 Νοεμβρίου 2018 εκπροσώπησε τη Homo Digitalis στη συνεδρίαση με θέμα ‘Facebook και άλλοι κοινωνικοί κίνδυνοι’, που έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.