Γράφει η Αναστασία Καραγιάννη
Η αλήθεια είναι ότι, λίγο πολύ, στις μέρες μας είμαστε ενημερωμένοι για την άμεση συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων των παιδιών. Ωστόσο, είναι εξίσου αλήθεια ότι γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για άλλες μεθόδους έμμεσης συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων των παιδιών, κυρίως στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Τα προσωπικά δεδομένα των ανηλίκων βρίσκονται ακόμα και στις φωτογραφίες που μοιράζονται στο Facebook οι γονείς και οι φίλοι της οικογένειας, σε όλα τα βίντεο από την καθημερινή ζωή των παιδιών ή τα vlogs της οικογένειας στο YouTube, στα hashtags στο Twitter και στις στιγμιαίες φωτογραφίες στο Snapchat, και υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με το προφίλ των ενηλίκων
Δεδομένου ότι πολλά παιδιά ηλικίας 13 έως 16 ετών χρησιμοποιούν αυτές τις πλατφόρμες, τα δεδομένα τους είναι αυτονόητο ότι συλλέγονται και αποθηκεύονται. Όμως, τα δεδομένα αυτά βρίσκονται και στις φωτογραφίες που μοιράζονται στο Facebook οι γονείς και οι φίλοι της οικογένειας, σε όλα τα βίντεο από την καθημερινή ζωή των παιδιών ή τα vlogs της οικογένειας στο YouTube, στα hashtags στο Twitter και στις στιγμιαίες φωτογραφίες στο Snapchat, και υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με το προφίλ των ενηλίκων. Με αυτό τον τρόπο, τα δεδομένα των παιδιών ενσωματώνονται στα δεδομένα των ενηλίκων-γονέων στα πλαίσια των ‘οικογενειακών δεδομένων’.
Τον Νοέμβριο του 2018, το Facebook κατέθεσε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τις προβλέψεις δημογραφικών στοιχείων, οι οποίες βασίστηκαν σε δεδομένα εικόνας. Αυτή η ‘πατέντα’ βασίζεται στην αναγνώριση προσώπου και επιτρέπει στο Facebook να κατηγοριοποιεί φωτογραφίες που δημοσιεύονται από το χρήστη και φωτογραφίες που έχουν αναρτηθεί από άλλους χρήστες οι οποίοι είναι ‘κοινωνικά συνδεδεμένοι’ μαζί του, καθώς και με άλλα είδη κειμένου, όπως οι λεζάντες που περιέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το χρήστη και την οικογένειά του.
Παρόλο που οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσπαθούν να συμμορφωθούν με τον GDPR στις Πολιτικές Απορρήτου, στοχεύουν στα παιδιά ή συλλέγουν πληροφορίες από τα προφίλ της οικογένειας μέσω της εξαγωγής δεδομένων.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που υπάρχουν επίσης οι περιπτώσεις των ‘moms influencers’ που μοιράζονται πληροφορίες όχι μόνο για τη δική τους ζωή, αλλά και των παιδιών τους, έχοντας ως σκοπό την προώθηση προϊόντων με διαφημίσεις, άρα το κέρδος, ή καθιστώντας τα παιδιά τους influencers στα κοινωνικά μέσα.
Ωστόσο, το ερώτημα είναι το εξής:
Τα δεδομένα στην εικόνα ανήκουν στα παιδιά και τι συμβαίνει όταν τα δικαιώματα που απορρέουν ασκούνται από τρίτους, όπως οι γονείς και οι έχοντες την γονική επιμέλεια; Αυτά τα δεδομένα σε ποιον ανήκουν; Και η ‘ιδιοκτησία των δεδομένων’ μπορεί να θεωρηθεί δικαίωμα ιδιοκτησίας;
Ιστορικά, τα παιδιά είναι υπό την ευθύνη των γονέων τους. Αυτή η θεμελιώδης αρχή παραμένει, αν και η ευαισθησία μας και η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τη γονική σχέση έχει αλλάξει. Ο Ali Watson υποστηρίζει ότι παρά τις αλλαγές στην τεχνολογία, την κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ανάπτυξη των παιδιών «η φύση των ίδιων των παιδιών έχει αλλάξει πολύ λίγο». Παρόλο που υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία σχετικά με τις πρακτικές κληρονομιάς, οι πηγές που απευθύνονται άμεσα στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των παιδιών είναι ελάχιστες.
Η απουσία νομικής ρύθμισης σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των παιδιών οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά δεν έχουν πλήρη νομική προσωπικότητα, λόγω ηλικίας, ανωριμότητας και ευαλωτότητας, κάτι που τους απαγορεύει να ελέγχουν τα δικά τους συμφέροντα.
Ωστόσο, στο άρθρο 21 του Ν. 4624/2019 (άρθρο 6 και 8 του GDPR) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων προβλέπεται το 15ο έτος ως όριο ηλικίας, όπου το παιδί μπορεί να δώσει την συναίνεσή του για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων κατά την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι ένα παιδί-έφηβος/η στο 15ο έτος της ηλικίας του διαθέτει την στοιχειώδη ωριμότητα, ώστε να αντιληφθεί πιθανούς κινδύνους, να αντισταθμίσει τα οφέλη και να πάρει συνειδητά μία απόφαση.
Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού εγγυάται στα παιδιά το δικαίωμα σε όνομα, εκπαίδευση, πολιτισμό, θρησκευτική ελευθερία, ενώ ενθαρρύνει τη δημοσίευση παιδικών βιβλίων. Ωστόσο, δεν αναφέρεται ρητά στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των παιδιών. Πράγματι, αναφέρεται μόνο στην ιδιοκτησία, στο μέτρο που τα παιδιά δεν πρέπει να υφίστανται διακρίσεις εξαιτίας της ιδιοκτησίας τους ή της έλλειψης κυριότητας ιδιοκτησίας. Η υπογραφή της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού αποτέλεσε κρίσιμη στιγμή για την αναγνώριση των δικαιωμάτων του παιδιού σε ένα νομικό κείμενο και για την καθιέρωση ενός σημαντικού κριτηρίου στο άρθρο 3 ότι «το πρωταρχικό μέλημα πρέπει να είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού».
Η πρώτη σημαντική διεθνής σύμβαση για την αναγνώριση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του παιδιού είναι η Σύμβαση της Χάγης του 1996 για τη γονική μέριμνα και την προστασία των παιδιών. Ειδικότερα, στο άρθρο 1, η Σύμβαση καλεί τα κράτη να «προστατεύσουν το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού». Η συχνή χρήση της φράσης «πρόσωπο ή ιδιοκτησία του παιδιού» δηλώνει την αναγνώριση των σημερινών και μελλοντικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του παιδιού.
Ωστόσο, πριν εξεταστεί ο ρόλος των γονέων σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να διευκρινίσουμε την έννοια της ιδιοκτησίας των δεδομένων και της σχέσης της με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με την Valentina Pavel, η κυριότητα είναι το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης, κατοχής και διάθεσης της περιουσίας. Πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν συναισθηματικά επιχειρήματα σχετικά με την ιδιοκτησία των δεδομένων, οπότε ένας νομικός ορισμός της ιδιοκτησίας είναι αναγκαίος, όπως και η σημασία που δίνεται από τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την Sylvie Delacroix, η διαρροή των δεδομένων μας καθιστά ευάλωτους. Η συνεχής, διαισθητική σχέση ιδιοκτησίας με τον έλεγχο φαίνεται να βασίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεώδες ιδιοκτησίας, το οποίο αντικατοπτρίζεται στο ρητό, «το σπίτι κάποιου είναι το κάστρο του».
Η Sylvie Delacroix υποστηρίζει ότι η προσπάθεια του GDPR να περιορίσει την ελευθερία των συμβάσεων δεν αρκεί από μόνη της, ώστε να αντιστρέψει την ασυμμετρία εξουσίας μεταξύ αυτών που ελέγχουν τα δεδομένα και των υποκειμένων των δεδομένων. Η λύση σύμφωνα με την Sylvie Delacroix είναι η εμπιστοσύνη των δεδομένων, ένας μηχανισμός με τον οποίο τα υποκείμενα δεδομένων επιλέγουν να συγκεντρώσουν τα δεδομένα τους εντός του νομικού πλαισίου της εμπιστευτικότητας.
Τα δικαιώματα των γονέων στην ελευθερία της έκφρασης και της γονικής επιμέλειας μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση, όπως και με το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα των παιδιών
Όταν οι γονείς μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με τα παιδιά τους στο διαδίκτυο, τις περισσότερες φορές το κάνουν χωρίς τη συγκατάθεση των παιδιών τους. Οι γονείς παίζουν τόσο τον ρόλο του ‘φύλακα’ και ‘προστάτη’ των προσωπικών δεδομένων των παιδιών τους όσο και του ‘αφηγητή’ των προσωπικών ιστοριών τους.
Αυτός ο διπλός ρόλος των γονέων συμβάλλει σημαντικά στην διαμόρφωση της ηλεκτρονικής ταυτότητας των παιδιών, ενώ τους παρέχει ελάχιστη προστασία. Προκαλείται μια σύγκρουση συμφερόντων, καθώς τα παιδιά μπορεί κάποια μέρα να αντιδράσουν στις δημοσιεύσεις που έκαναν πριν χρόνια οι γονείς τους και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν πλέον το ψηφιακό τους αποτύπωμα.
Πράγματι, τα πρωτοβάθμια Δικαστήρια στην Αυστρία κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την υπόθεση μιας δεκαοχτάχρονης κοπέλας, η οποία μήνυσε τους γονείς της, επειδή μοιράστηκαν 500 φωτογραφίες της με τους 700 διαδικτυακούς τους φίλους στο Facebook. Η κοπέλα συγκεκριμένα αναφέρει πως οι γονείς την δεν έβαλαν όρια και δεν σκέφτηκαν ότι μπορεί να αισθάνεται η ίδια αργότερα ντροπή για αυτές τις φωτογραφίες, αφού σε κάποιες απεικονίζεται ακόμα και γυμνή στην μπανιέρα. Για αυτό το λόγο, ζήτησε από το Δικαστήριο να αποσυρθούν αυτές οι φωτογραφίες και η ίδια να αποζημιωθεί οικονομικά.
Όταν οι γονείς δημοσιεύουν φωτογραφίες των παιδιών τους από την καθημερινότητά τους, μπορούν να εγγυηθούν ότι τα παιδιά τους δεν θα δυσαρεστηθούν από αυτές τις φωτογραφίες ή δε θα ζητήσουν να αφαιρεθούν αυτές οι φωτογραφίες;
Μόλις ‘ανέβει’ μία φωτογραφία στο διαδίκτυο, δεν μπορεί να εξαφανιστεί εύκολα. Το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα παιδιά δεν μπορούν να εκφράσουν την γνώμη τους σε μικρή ηλικία, γιατί δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει, δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν πρέπει να ρωτήσουν την γνώμη τους, να τους εξηγήσουν για ποιο λόγο θέλουν αν μοιραστούν μία φωτογραφία τους και πως λειτουργεί ο ψηφιακός χώρος.
Μια έρευνα ανέφερε ότι οι περισσότεροι γονείς κατά 89% δραστηριοποιούνται καθημερινά στο διαδίκτυο, ενώ μόλις το 11% δήλωσε ότι ανησυχούν σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής τους ζωής και προσπαθούν να περιορίσουν τη χρήση του διαδικτύου.
Οι ‘Insta-Moms’, οι μητέρες που δημοσιεύουν συχνά τις φωτογραφίες των παιδιών τους στο Instagram, και οι ‘Moms-influencers’ συχνά επικρίνονται επειδή χρησιμοποιούν τις εικόνες των παιδιών τους με επικερδή τρόπο. Η έρευνα αυτή ανέφερε επίσης ότι μόνο το 14% των γονέων με παιδιά ηλικίας 9-12 ετών, και το 48% των γονέων με παιδιά ηλικίας 13-17 ετών, έκριναν ότι το παιδί τους ήταν αρκετά ώριμο, ώστε να έχει αυτοτελές δικαίωμα στην ιδιωτικότητα στον ψηφιακό χώρο.
Το ‘Sharenting’ (από το parenting που σημαίνει γονική μέριμνα και το share που σημαίνει μοιράζομαι) είναι η συνεχής συμπεριφορά των γονέων να μοιράζονται τα δεδομένα των παιδιών τους σαν να είναι δικά τους δεδομένα, στα πλαίσια της ιδιοκτησίας και της γονικής επιμέλειας. Η χρησιμοποίηση των φωτογραφιών των παιδιών με σκοπό το κέρδος, τις διαφημίσεις και τις χορηγίες είναι εντελώς διαφορετικό από την απλή λήψη φωτογραφιών.
Προωθώντας διάφορα προϊόντα, από παιχνίδια μέχρι ρούχα υψηλής ραπτικής, αυτά τα παιδιά μπορούν να κερδίσουν πολλά χρήματα για μία φωτογραφία. Χωρίς να μπορούν να υπογράψουν κάποια σύμβαση, τα κέρδη απλώς καταλήγουν στα χέρια των γονέων, δημιουργώντας δεοντολογικά και πρακτικά προβλήματα. Κάποιοι γονείς μπορεί να δημιουργούν λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή να προσθέτουν τα κέρδη σε ένα κοινό ταμείο με τα παιδιά τους, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν μόλις ενηλικιωθεί, αλλά τις περισσότερες φορές οι γονείς χρησιμοποιούν αυτά τα χρήματα πολύ πριν από την ενηλικίωση των παιδιών.
Ο ρόλος των γονέων είναι να εξοικειώσουν τα παιδιά τους με το νόημα και την ουσία της ιδιωτικής ζωής στο διαδίκτυο, να τους εξηγήσουν γιατί χρειάζονται τα όρια της ιδιωτικής ζωής στο ψηφιακό περιβάλλον αλλά και πώς μπορούν να επωφεληθούν από τον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο
Συνοψίζοντας, οι εταιρείες και οι γονείς πρέπει να συνεργάζονται και να ακολουθούν μία κοινή πολιτική και πρακτική που τους επιτρέπει να μην παραβιάζουν τα δικαιώματα ιδιωτικότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων των παιδιών. Οι γονείς πρέπει να είναι πιο επιλεκτικοί με τις εταιρείες που επιλέγουν να συνεργαστούν, καθώς και να διασφαλίζουν διαρκώς ότι έχουν λάβει την ενημερωμένη συγκατάθεση του παιδιού πριν από την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε δημοσιεύσεων.
Δεδομένου ότι το ψηφιακό περιβάλλον είναι πραγματικά ευρύ και ρευστό, ο ρόλος των γονέων είναι να εξοικειώσουν τα παιδιά τους με το νόημα και την ουσία της ιδιωτικής ζωής στο διαδίκτυο, να τους εξηγήσουν γιατί χρειάζονται τα όρια της ιδιωτικής ζωής στο ψηφιακό περιβάλλον, και πώς μπορούν να επωφεληθούν από τον ψηφιακό κόσμο, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με το να αποτελούν το παράδειγμα με τις πράξεις τους.