Το δικαίωμα να αποσυνδεθείς από την τηλεργασία

Γράφουν οι Βανέσα Ματσούκα* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης**

«Έτοιμα τα ποπ κορν;»

«Ναι, βάλε την ταινία».

Ο Δημήτρης πάτησε το play και πήρε τη θέση του στον καναπέ. Η Αγγελική έκατσε δίπλα του. Είχαν πολλές μέρες να κάνουν κάτι οι δυό τους, καθώς δουλεύουν πολλές ώρες, ακόμα και μέσα στην καραντίνα. Ήταν 10 η ώρα, Παρασκευή βράδυ, και επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν μια ταινία μαζί.

Με το που ξεκίνησαν οι τίτλοι αρχής, εμφανίστηκε ειδοποίηση στο laptop του Δημήτρη. E-mail από το manager του. Η Αγγελική δυσανασχέτησε. Ο Δημήτρης προσποιήθηκε ότι δεν έγινε τίποτα και την πήρε αγκαλιά.

Ένα τέταρτο αργότερα, το κινητό του δονήθηκε. Μήνυμα από το manager του. Ο Δημήτρης σηκώθηκε. Ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι έπρεπε να απαντήσει.

Η Αγγελική δυσανασχέτησε πιο έντονα. Είχαν ήδη δουλέψει 10 ώρες εκείνη την ημέρα και δούλευαν ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό. Δεν μπορούσαν να έχουν λίγο χρόνο για τους εαυτούς τους;

«Αν δεν είχαμε lockdown και δούλευες κανονικά από το γραφείο, τέτοια ώρα δε θα ήμασταν έξω για ποτό ή σινεμά;»

Ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να πει.

«Αν ήμασταν έξω για ποτό, θα απαντούσες στα emails σου;», τον ρώτησε η Αγγελική.

Ο Δημήτρης παρέμεινε άφωνος κοιτάζοντας μία το κινητό του και μία την Αγγελική.

«Και αν είχαμε πάει σινεμά, θα το είχες κλείσει. Άρα γιατί τώρα να πρέπει να απαντήσεις;», επέμεινε η κοπέλα του.

«Μα τώρα είμαστε σπίτι και το ξέρει ότι είμαι σπίτι. Ξέρει ότι έχω πρόσβαση στο κινητό και το λάπτοπ μου συνέχεια», βρήκε το θάρρος να πει ο Δημήτρης.

«… και αυτό δηλαδή σημαίνει ότι πρέπει να απαντάς στα emails της δουλειάς 4 ώρες αφού έχει τελειώσει το ωράριό σου;»

 

Η Αγγελική είχε δίκιο. Αν βρισκόταν σε κάποια άλλη χώρα, ο Δημήτρης ίσως είχε κατοχυρωμένο δικαίωμα να μην διαβάσει, απαντήσει ή ασχοληθεί με οποιοδήποτε email ή μήνυμα λάμβανε από τη δουλειά του μετά το τέλος του ωραρίου εργασίας του.

 

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, και φυσικά με περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση.

 

Στη Γαλλία και στην Ιταλία το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι» (‘the right to disconnect’) είναι ήδη κατοχυρωμένο με εθνικούς νόμους από το 2017. Σε χώρες όπως η Γερμανία, παρότι δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία, πολλές εταιρείες έχουν εντάξει το σχετικό δικαίωμα στις εσωτερικές τους πολιτικές. Μάλιστα, το 2013 το Γερμανικό Υπουργείο Εργασίας απαγόρευσε στους προϊσταμένους του Υπουργείου να στέλνουν μηνύματα και emails στους εργαζομένους του Υπουργείου εκτός ωραρίου εργασίας.

Το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι σημαίνει πρακτικά ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να αποσυνδεθεί πλήρως από οποιονδήποτε εταιρικό λογαριασμό email ή από οποιαδήποτε εφαρμογή χρησιμοποιεί η εταιρεία ή ο οργανισμός, στον οποίο εργάζεται, όταν δεν βρίσκεται εντός του ωραρίου εργασίας του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης του δεν μπορεί να έχει καμία απαίτηση ο εργαζόμενος να διαβάσει ή να απαντήσει σε οποιοδήποτε μήνυμα λάβει εκτός του ωραρίου εργασίας του.

Περισσότερο από το 1/3 των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργάζονται πλέον από το σπίτι εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, είναι πλέον εμφανές ότι η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων απαιτεί νέες ρυθμίσεις. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Ευρωβουλευτές με απόφαση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησαν πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει μια Ευρωπαϊκή Οδηγία, η οποία θα ανανεώνει το πλαίσιο της τηλεργασίας στην ΕΕ και θα κατοχυρώνει το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι». Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, συνεπώς και περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση. Η πίεση που δημιουργείται από τους εργοδότες να είμαστε διαρκώς διαθέσιμοι και προσβάσιμοι επειδή εργαζόμαστε από το σπίτι έχει συνέπειες για τον εργαζόμενο και κατ’ επέκταση και την εταιρία. Όταν κάποιος είναι διαθέσιμος διαρκώς, αναμφίβολα θα οδηγηθεί στο burnout ενώ η αποδοτικότητά του θα είναι πολύ χαμηλή.

Οι αρνητικές συνέπειες της πολύωρης χρήσης των οθονών είναι γνωστές, από τα μυοσκελετικά προβλήματα ως τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να προκληθούν. Η παραγωγική σκέψη είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που οι περισσότεροι εργοδότες αναζητούν από το προσωπικό τους και η οποία αναπτύσσεται όταν κανείς είναι αποσυνδεδεμένος και ασχολείται με άλλες δραστηριότητες, εκτός δουλειάς. Οι πιο παραγωγικές χώρες της Ευρώπης, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ιρλανδία, έχουν εφαρμόσει το πιο “απλό” μοντέλο εργασίας και φαίνεται ότι έχουν βρει τον τρόπο που ωφελεί και τις δύο πλευρές. Ανακάλυψαν ότι οι ώρες που αφιερώνουμε στην εργασία μας είναι πιο σημαντικό να είναι αποδοτικές και να είμαστε συγκεντρωμένοι, παρά να είναι αριθμητικά πολλές. Μάλιστα, φαίνεται ότι πολλές πολυεθνικές έχουν ξεκινήσει να υποστηρίζουν το δικαίωμα στην αποσύνδεση δοκιμάζοντας ένα μοντέλο συνδυαστικής εργασίας σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ίσως το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι κατοχυρωθεί σύντομα και στη χώρα μας. Το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας για την τηλεργασία, καθώς και η σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία, που θα προτείνει σύντομα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να δώσουν στο Δημήτρη το δικαίωμα να απολαμβάνει ανενόχλητος την ταινία του με την Αγγελική την Παρασκευή το βράδυ και να σε όλους μας τη δυνατότητα να εργαζόμαστε από το σπίτι με λιγότερο άγχος και να απολαμβάνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας.

 

Το άρθρο δημιουργήθηκε από κοινού από την ομάδα της Homo Digitalis & του Digital Detox Experience.  

*Η Βανέσα Ματσούκα είναι ιδρύτρια του Digital Detox Experience. 

**Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης είναι δικηγόρος και συνιδρυτής της Homo Digitalis.


Η Αξία της Διαδικτυακής Ανωνυμίας

Θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η χρήση πραγματικών ονομάτων στο Διαδίκτυο;

Γράφει η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη*

 

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο είναι μια σημαντική αρχή ενός ελεύθερου και ανοιχτού Διαδικτύου. Ιδιαίτερα σε μία εποχή συνεχούς ταυτοποίησης, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα άτομο δεν θα ήθελε να είναι αναγνωρίσιμο στο Διαδίκτυο.

Ο David Kaye, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την προώθηση και την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία γνώμης και έκφρασης, τόνισε οτι η διαδικτυακή ανωνυμία «έχει γίνει απαραίτητη για την άσκηση της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης».

Η ανωνυμία είναι πολύτιμη διότι επιτρέπει στους ανθρώπους να αναζητούν ελεύθερα πληροφορίες, να συμμετέχουν σε πολιτικές συζητήσεις, να αναπτύσσουν ιδέες και να εκφράζονται ελεύθερα χωρίς τον φόβο των επιπτώσεων.

Θεωρείται θεμελιώδης για τη συζήτηση αμφιλεγόμενων θεμάτων και γενικότερα για την ποικιλομορφία των φωνών. Ο φόβος της αναγνώρισης μπορεί να «παγώσει» την ελευθερία έκφρασης και να οδηγήσει σε αυτολογοκρισία.

Η ανωνυμία ειναι επίσης μια βασική προϋπόθεση για το «whistleblowing», ώστε ο whistleblower να μπορεί να δράσει χωρίς φόβο.

Επιπλέον, η ανωνυμία αποτελεί πτυχή της ιδιωτικής ζωής. Δεν χρειάζεται να είναι δημόσια όλα όσα κάνουμε στο Διαδίκτυο.

Η ανωνυμία είναι σημαντική προκειμένου να αποφευχθεί η εκτεταμένη παρακολούθηση τόσο από ιδιωτικούς όσο και από δημόσιους φορείς. Διαφορετικά, θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να συνδυάσουν πληροφορίες που αφορούν τους χρήστες και έτσι να τους ξεχωρίσουν από το πλήθος.

Υπάρχει, ωστόσο, ελάχιστη διεθνής συναίνεση σχετικά με την προστασία της ανωνυμίας, όπου ορισμένα κράτη τείνουν να περιορίζουν την ανωνυμία περισσότερο από άλλα.

Στην Ευρώπη, η προστασία της διαδικτυακής ανωνυμίας απορρέει από τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την ελευθερία της έκφρασης. Η προστασία της ανωνυμίας, αν και πολύ σημαντική, δεν μπορεί να είναι απόλυτη και μπορεί να περιοριστεί για την προστασία άλλων συμφερόντων.

Η Νότια Κορέα το 2007 είχε εφαρμόσει νόμο που περιόριζε την διαδικτυακή ανωνυμία, απαιτώντας μια διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας του χρήστη. Όμως, η ασφάλεια των δεδομένων παραβιάστηκε αρκετές φορές και οι προσωπικές πληροφορίες εκατομμυρίων χρηστών διέρρευσαν.

Ο νόμος στη συνέχεια καταργήθηκε, καθώς το δημόσιο συμφέρον δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να δικαιολογήσει περιορισμούς στο δικαιώμα ελευθερίας της έκφρασης. Ο νόμος δεν πέτυχε να σταματήσει τα καταχρηστικά και προσβλητικά σχόλια στο Διαδίκτυο, ενώ αναγνωρίστηκε ότι ορισμένες παράπλευρες επιπτώσεις της διαδικτυακής ανωνυμίας είναι απλώς αναπόφευκτες.

Παρόμοιες πολιτικές για τον περιορισμό της ανωνυμίας στο Διαδίκτυο συζητούνται στην Ευρώπη.

Τον Απρίλιο του 2019, η αυστριακή κυβέρνηση πρότεινε ένα νομοσχέδιο με στόχο την καταπολέμηση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους το οποίο θα απαιτούσε από τους χρήστες να παρέχουν την πραγματική τους ταυτότητα στις πλατφόρμες.

Σχετικά με το θέμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), η οποία είναι ένα σημαντικό όργανο παρακολούθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόνισε ότι «οποιοσδήποτε περιορισμός των ελευθεριών (των χρηστών) πρέπει να είναι ανάλογος προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό και να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως απαιτείται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Η διαδικτυακή ανωνυμία, όμως, εκτός από την νομοθεσία ενός κράτους, μπορεί να περιοριστεί και από ιδιωτικούς φορείς.

Για παράδειγμα, το Google+ είχε εφαρμόσει πολιτική πραγματικού ονόματος, η οποία κατόπιν έντονων αντιδράσεων καταργήθηκε. Tο Twitter δίνει την δυνατότητα σε κάποιους χρήστες να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα τους και να λάβουν το χαρακτηριστικό μπλε σήμα επαλήθευσης, χωρίς όμως να απαγορεύει την ανωνυμία.

Το Facebook, ωστόσο, απαγορεύει την διαδικτυακή ανωνυμία και υποστηρίζει ότι η πολιτική του που απαιτεί «αυθεντική ταυτότητα» κρατά τους χρήστες ασφαλείς. Ο Mark Zuckerberg έχει υποστηρίξει σθεναρά αυτή την άποψη και έχει δηλώσει ότι «το να έχεις δύο ταυτότητες είναι…έλλειψη ακεραιότητας».

Απαιτεί έγγραφα ταυτοποίησης για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του χρήστη ή κλείνει λογαριασμούς για τη χρήση ψευδωνύμων.

Ακόμη και αν ο χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει ονόμα πέραν αυτού που αναγράφεται στην ταυτότητα του (τουλάχιστον μέχρι να γίνει αναφορά από κάποιον άλλο χρήστη ή να ανιχνευθεί από το ίδιο το Facebook), η μη χρήση πραγματικών ονομάτων παραβιάζει τους Όρους Παροχής Υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, όμως, μια τέτοιου είδους πολιτική επιτρέπει στους παρόχους να προσωποποιήσουν ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες τους και έτσι να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Οι «αντίπαλοι» της ανωνυμίας υποστηρίζουν ότι χωρίς αυτήν οι χρήστες θα είχαν περισσότερο αυτοέλεγχο και θα ήταν πιο πολιτισμένοι.

Ωστόσο, η ανωνυμία δεν είναι άμεσος παράγοντας κακής ή ανεύθυνης συμπεριφοράς. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι πολιτικές πραγματικού ονόματος δεν επιτυγχάνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντίθετα, προκύπτει ότι οι χρήστες είναι εξίσου (ή και περισσότερο) επιθετικοί όταν χρησιμοποιούν τα ονόματά τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Facebook, παρά την πολιτική του, ανέφερε το 2019 μια τεράστια ποσότητα καταχρηστικού περιεχομένου, το οποίο κυκλοφόρησε από χρήστες που συχνά ενεργούσαν με πλήρη ονόματα.

Τέλος, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιβολή του νόμου, οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται εκ των προτέρων και αδιακρίτως σε όλους τους χρήστες.

Μια τέτοια εκ των προτέρων αντιμετώπιση φαίνεται να μην είναι κατάλληλη για το διαδικτυακό περιβάλλον, αφού μπορεί να περιορίσει δυσανάλογα τα δικαιώματα των χρηστών στην ελευθερία έκφρασης και στην ιδιωτικότητα.

Επιπλέον, ο περιορισμός της ανωνυμίας μπορεί να δράσει υπέρ των μεγάλων πλατφόρμων, δίνοντάς τους, παρά την κακή τους φήμη, ακόμη περισσότερα δεδομένα.

Η επιβολή του νόμου είναι ευρέως εφικτή, με τη «μη ανιχνεύσιμη ανωνυμία» να ισχύει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ακόμα και με εργαλεία όπως το Tor ή VPN. Όταν χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο, αφήνουμε ψηφιακά αποτυπώματα με τα οποία μπορεί να γίνει η ταυτοποίηση μας (π.χ. από IP διευθύνσεις και παρακολούθηση διαδικτυακής κίνησης).

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η διαδικτυακή ανωνυμία θεωρείται περιορισμένη και χαρακτηρίζεται συχνά ως μια «ψευδαίσθηση».

Επιπλέον, η προστασία της ανωνυμίας δεν είναι απόλυτη.  Αποτελεί σχετικό δικαίωμα και μπορεί να περιοριστεί.

Επομένως, ο προληπτικός και αδιάκριτος περιορισμός της διαδικτυακής ανωνυμίας επηρεάζει όλους τους χρήστες χωρίς καμία εγγύηση για ουσιαστικά οφέλη.

Αντιθέτως, η εκ των προτέρων διαδικτυακή ανωνυμία (ή «anonymity by default») μπορεί να προωθήσει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα και ελευθερία έκφρασης. Εξάλλου, κάθε προεπιλογή θα πρέπει να προσφέρει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας της ιδιωτικότητας.

Η συλλογή δεδομένων θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση, όχι τον κανόνα. Ωστόσο, η επιβεβαίωση ταυτότητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκ των υστέρων για τη μη συμμορφούμενη συμπεριφορά των χρηστών ή και εθελοντικά από χρήστες που δεν επιθυμούν ανώνυμη επικοινωνία.

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο δεν είναι μόνο για εκείνους που έχουν κακές προθέσεις. Είναι σημαντική για όλους μας και αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της διαδικτυακής μας ταυτότητας. Ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς προσπαθούν να περιορίσουν την ανωνυμία και να μας «σκιαγραφήσουν» τόσο ως καταναλωτές όσο και ως πολίτες.

Ειδικά σε περιόδους πανδημίας και μεγάλης αβεβαιότητας, η διαδικτυακή ανωνυμία πρέπει να προστατεύεται, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δικαιώματά μας χωρίς παραβιάσεις. Παρά την συνήθη παρανόηση, η ανωνυμία μπορεί να συμβάλει στην ασφάλειά μας και όχι το αντίστροφο.

 

*Η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη είναι απόφοιτη Νομικής Αγγλίας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Innovation, Technology and the Law LLM) από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ασχολείται με την σχέση μεταξύ νόμου και τεχνολογίας και με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Citron D K, Hate Crimes in Cyberspace (Harvard University Press 2014)
  2. Cross M, Social Media Security (Syngress–Elsevier 2014)
  3. Rotenburg M, Horwitz J and Scott J, Privacy in the Modern Age: The Search for Solutions (The New Press 2015)
  4. Woo, J, Na, H, Choi, J, ‘An Empirical Analysis of the Effect of the Real-Name System on Internet Bulletin Boards: How the Real-Name System and User Characteristics Influence the Use of Slanderous Comments and Swear words’ (2010) 48 Seoul National University 71


Τι μας νοιάζει το -κάθε- 13033;

Του Πέτρου Τερζή*

Κατά την επαναφορά του ειδικού αριθμού 13033 για την κατ’ εξαίρεση μετακίνηση των πολιτών διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά. Από τη δυνατότητα απαγόρευσης εξόδου σε πολίτες που «καταχρώνται» την αποστολή SMS, μέχρι για διαδηλωτές που μετακινήθηκαν προς την πορεία της 17ης Νοεμβρίου έχοντας στείλει SMS για το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα».

Το δυσάρεστο με τέτοιες ειδήσεις είναι πως η χρήση της γλώσσας, οι ανάγκες του ρεπορτάζ και οι συγκυρίες από τις οποίες ανακύπτουν περιορίζουν αισθητά τη δυνατότητα μας να δούμε τα γεγονότα από άλλη ματιά. Πίσω, όμως, από τις επιγενόμενες εντυπώσεις για μέλη κομματικής οργάνωσης που «προσποιούνται» ίωση για να κατέβουν στην πορεία, υπάρχουν ερωτήματα που ανεπαισθήτως διέφυγαν το δημόσιου διαλόγου.

  • Μπορούν να ξέρουν οι αρχές ποιοι πολίτες πάνε και πού;
  • Μπορεί, άραγε, το 13033 να αρνηθεί μετακινήσεις;
  • Έχει άλλος, πέραν της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, πρόσβαση στα SMS; Αν ναι, πώς, ποιος και γιατί;
  • Και κυρίως γιατί, ως πολίτες, μας νοιάζει το 13033;

Η Homo Digitalis έχει καιρό τώρα θέσει σειρά ερωτημάτων ζητώντας απαντήσεις στα τρία πρώτα ερωτήματα (δείτε εδώ). Μένει, λοιπόν, να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο τελευταίο.

Είναι δύσκολο, άβολο και σχεδόν άχαρο να βρει κάποιος,-α τη δύναμη να μιλήσει για προσωπικά δεδομένα εν μέσω μιας πανδημίας. Οι πολίτες φοβούνται για τις ζωές τους, οι ΜΕΘ αγκομαχούν μετρώντας αντίστροφα, άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να μπορούμε να φωνάξουμε αντίο, αποφάσεις λαμβάνονται επί του πιεστηρίου κι οι πολιτικές τίθενται σε εφαρμογή σε διάστημα λίγων ωρών ή ημερών. Άπαντες τρέχουν να προλάβουν το χρόνο, διαβάζουν ό,τι τους επιτρέπει η ημέρα, ενώ συζητούν και αποφασίζουν ασθμαίνοντας ελπίζοντας στο καλύτερο.

Οποιαδήποτε προσπάθεια αντι-λόγου συναντά το Γολγοθά του λόγου που δικαιολογημένα φωνάζει «πρέπει να σώσουμε ζωές». Και είναι τόσο ισχυρό το ηθικό και πολιτικό βάρος αυτού του λόγου, που καθιστά κολοσσιαία την προσπάθεια να συγκροτηθεί αποτελεσματικά ένας επωφελής για το δημόσιο συμφέρον αντί-λογος.

Σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, οργανώσεις από όλο τον κόσμο προσπάθησαν και -σε μεγάλο βαθμό- πέτυχαν να περιορίσουν συστήματα ηλεκτρονικής καταγραφής δεδομένων  για την καταπολέμηση της πανδημίας. Μια συλλογική τέτοιων δράσεων μπορείτε να διαβάσετε εδώ, στην ανοιχτή έκδοση του MeatSpace Press με τίτλο ‘Data Justice and Covid-19: Global Perspectives’. Τα ερωτήματα, λοιπόν, της Homo Digitalis πρέπει να διαβαστούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

  • Γιατί, λοιπόν, μας νοιάζει το 13033; Γιατί, εν μέσω πανδημίας, να καθόμαστε να ψάχνουμε ποιος κοιτάει πόσο συχνά στέλνουμε μηνύματα ή τί κάνουμε όταν δηλώνουμε ότι πάμε σουπερμάρκετ;

Όσοι μάχονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, έχουν μάθει να φοβούνται τις περιόδους «εκτάκτων συνθηκών». Ξέρουν καλά ότι οι θεσμοί, οι τακτικές και οι δομές που δημιουργούνται εξ αφορμής τους, δεν ξεριζώνονται εύκολα με το πέρας τους. Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στα αεροδρόμια, για παράδειγμα, ή η εγκατάσταση καμερών σε κάθε γωνιά ιδιωτικού και δημόσιου χώρου δεν προέκυψαν σταδιακά και σε βάθος δεκαετιών έπειτα από εξαντλητική συζήτηση μεταξύ θεσμών και πολιτών για το πώς οραματίζεται ο καθένας την οργάνωση και το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών. Αντίθετα, τις εξελίξεις επιτάχυνε το κύμα «καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο, το οπλοστάσιο μαζικής παρακολούθησης πολιτών που κατέχουν οι ΗΠΑ, χρονολογείται από την περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου κι ό,τι γνωρίζουμε για τη λειτουργία του το οφείλουμε στον Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην υπάλληλο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ που αποφάσισε μια δεκαετία μετά να σπάσει τη σιωπή του.

  • Θα κρατήσει η παρούσα κυβέρνηση, μετά την πανδημία πολιτικές παρακολούθησης και δημόσιας τάξης που θέσπισε για την καταπολέμησή της;

Μάλλον όχι.

  • Θα προχωρήσει η παρούσα κυβέρνηση μετά την πανδημία σε πολιτικές έκτακτης ανάγκης για άλλους σκοπούς, που θα «δικαιολογούν» την επαναφορά του 13033;

Σχεδόν αποκλείεται.

  • Υπάρχει περίπτωση, στο μέλλον, να υπάρξει κυβέρνηση η οποία επικαλουμένη τη δική της «έκτακτη ανάγκης» θα θελήσει να επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας;

Δεν αποκλείεται.

  • Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο, θα υπάρχει η εμπειρία και ένα νομιμοποιητικό «ιστορικό προηγούμενο» να αναπτυχθεί ένα 13033;

Ναι.

Είναι αυτό ακριβώς το «ναι» που κάνει, νομίζω, την προσπάθεια να αξίζει τον κόπο.

Για αυτό ακριβώς το «ναι» αξίζει να βρίσκουμε το πολιτικό και ψυχικό σθένος να μιλάμε για προσωπικά δεδομένα όχι «ακόμα και αν» αλλά «ειδικά» εν μέσω εκτάκτων συνθηκών.

Πρέπει να διασφαλίσουμε πως ό,τι φτιαχτεί για την καταπολέμηση της κρίσης θα αυτοκαταστραφεί με το πέρας της και ό,τι περιορίζει τώρα τις ελευθερίες μας δε θα μπορέσει να καταγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως κάτι που μπορεί να ξανασυμβεί.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι τεχνολογίες παρακολούθησης, αιμοδοτούμενες από τεράστια κεφάλαια επενδυτικών funds, εξελίσσονται ραγδαία και σε μια περίοδο που τεχνολογικοί γίγαντες θεμελιώνουν το εταιρικό τους μοντέλο στο εμπόριο των δικών μας δεδομένων, ο αγώνας για την προστασία της ατομικής μας ταυτότητας και αυτονομίας είναι εξ ορισμού άνισος.

Προσθέστε, τώρα, στην εξίσωση τον παράγοντα «κρίση», και το πρόβλημα πια σε προσκαλεί να το παρατήσεις.

Αναδεικνύοντας, όμως, τις πολιτικές απαρχές του δικαιώματος για την προστασία της ιδιωτικότητας, οι «έκτακτες συνθήκες» εκτός από το να την παραβιάζουν, καταφέρνουν να μας υπενθυμίζουν το αξιακό της βάρος.

Γιατί αν και λέγονται «προσωπικά» τα δεδομένα και το δικαίωμα βαφτίστηκε ως «ιδιωτικότητα», στο τέλος της ημέρας αυτό που προστατεύεται είναι το «συλλογικό» και μαζί του  η κοινή μας προσπάθεια να μη σπάσει ο αρμός που υποστηρίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας.

Διαβάστε, λοιπόν εδώ την επιστολή της Homo Digitalis και όσες δράσεις της ακολουθήσουν, ως μια τέτοια μικρή συνεισφορά σε μία κοινή προσπάθεια που γνώμονα έχει την ποιότητα της συλλογικής μας ταυτότητας όχι μόνο εν μέσω πανδημίας, αλλά κυρίως μετά, πολύ μετά το πέρας της.

 *Ο Πέτρος Τερζής, συνιδρυτής του Pandemos Project, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Winchester με τίτλο ‘Who, then, in law is my neighbour: Judgment, responsibility and harm in the onlife world’. Eίναι μέλος της Homo Digitalis από τον Ιανουάριο του 2020.


Μια νέα ψηφιακή πραγματικότητα και η …Τηλεργασία

Γράφει ο Γιώργος Ασημακόπουλος*  

Η «άφιξη» του COVID-19 άλλαξε άρδην τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας εργάζεται. Είναι γεγονός πως ο εργασιακός τομέας έχει αρχίσει να μετασχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς γίνεται όλο και περισσότερο ψηφιακός. Εν έτη 2020, ένα καινούργιο κεφάλαιο πρόσβασης στην αγορά εργασίας έχει αρχίσει να ανοίγεται μπροστά μας, εκείνο της εργασίας από το σπίτι.

Μέσα από τη νέα πραγματικότητα, σχετικά με τον τομέα της εργασίας, μπορούμε να διδαχθούμε πως η συνεχής εκπαίδευση στο ψηφιακό περιβάλλον είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

Η αμεσότητα με την οποία ένα μέρος του πληθυσμού εισήλθε σε αυτή την νέα καθημερινότητα είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσει να αισθάνεται «έξω από τα νερά του» και ο λόγος ήταν απλός. Η γνώση γύρω από το ψηφιακό φάσμα δεν είχε καλλιεργηθεί στον βαθμό που ο κάθε άνθρωπος θα είχε την ευχέρεια να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Η νέα πραγματικότητα φέρνει μια νέα κατάσταση με τα αρνητικά της (π.χ. μείωση της άμεσης επικοινωνίας και επαφής με τους συναδέλφους μας) και τα θετικά της (π.χ. διαχείριση του χρόνου του καθενός με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Όντας εργαζόμενος από το σπίτι έχει κάποιος την δυνατότητα να δημιουργήσει το δικό του γραφείο – τον δικό του χώρο και μέσα από αυτό να προσπαθήσει έτσι ώστε να ασκεί το επάγγελμά του με την μέγιστη επιτυχία).

Ενέργειες στις οποίες μπορεί τόσο ατομικά ο πολίτης όσο και συλλογικά μία επιχείρηση ή ένας οργανισμός να προβεί

Ο κάθε πολίτης ατομικά με στόχο να παρουσιαστεί καλύτερος είναι χρήσιμο να λαμβάνει μέρος σε διάφορες εποικοδομητικές δράσεις, όπως πχ. σεμινάρια, τα οποία ενδέχεται να έχουν ως αντικείμενο διδασκαλίας το πεδίο ενδιαφέροντος του. Αρκετά είναι τα websites όπως το Coursera, edX, Udemy, τα οποία παρουσιάζουν πολλές δυνατότητες διεύρυνσης των γνώσεων του καθενός.

Η αλληλεπίδραση με γνωστά ακαδημαϊκά ιδρύματα αλλά και εξαιρετικούς instructors -χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς (!)- παρέχει την δυνατότητα στον καθένα ατομικά online να αποκτήσει ένα συνδυασμό γνώσεων αρκετά σημαντικό για την προσωπική του εξέλιξη. Ο καθένας επιλέγει την επιστήμη, στην οποία επιθυμεί να εκπαιδευτεί και να εξελιχθεί γνωστικά. Στόχος της διαδικασίας αυτής είναι τόσο η απόκτηση μιας εξιδεικευμένης γνώσης, όσο και ο εκσυγχρονισμός των γνώσεων που ήδη διαθέτει ο καθένας. Γίνεται σαφές πως η αφιέρωση χρόνου σε μια παρόμοια δράση είναι win-win για τον άνθρωπο ατομικά, αλλά και για την εταιρεία ή τον οργανισμό στον οποίο εργάζεται.

Αντίστοιχα, οι ενέργειες, στις οποίες μπορεί να προβεί η κάθε εταιρεία ή οργανισμός,  αφορούν τόσο στην περαιτέρω εκπαίδευση του προσωπικού όσο και στην διεύρυνση της κουλτούρας του οργανισμού.

Αρχικά, η εκάστοτε εταιρεία μπορεί να εκπαιδεύσει τους εργαζομένους της μέσα από διάφορα διαδικτυακά σεμινάρια σχετικά με τομείς που γνωρίζουν άνθηση στο παρόν, αλλά έχουν και μεγάλη προοπτική στο μέλλον. Οι εργαζόμενοι θα μπορούν μέσα από ερωτήσεις, αλλά και διάφορα workshops να διευρύνουν τις γνώσεις τους πάνω σε χρήσιμους τομείς, όπως είναι αυτός των νέων τεχνολογιών και του ψηφιακού κόσμου.

Επιπρόσθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται μία αλλαγή στην εταιρική κουλτούρα -μικρή ή μεγαλύτερη.  Η τηλεργασία δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως εμπόδιο, αλλά ως μία νέα ευκαιρία.

Εν συντομία χρειάζεται το περιβάλλον μιας εταιρείας να παρακινεί το εκάστοτε μέλος της να είναι σε θέση να πετύχει τους στόχους της με την μέγιστη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα εν μέσω τηλεργασίας.

Οι προϊστάμενοι μέσα από τον ρόλο του mentor είναι ωφέλιμο να εμπνέουν τους υφιστάμενους τους, έτσι ώστε και εκείνοι να παραμένουν σε εγρήγορση, καλλιεργώντας την κατάλληλη τεχνογνωσία.

Η δημιουργία έμπνευσης θα έχει ως αποτέλεσμα το κάθε μέλος του οργανισμού να μπορεί να ξεπερνά τα προβλήματα που είναι πιθανόν να επέλθουν από την εργασία στο σπίτι. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να υπάρχει αρκετά μεγάλο γνωστικό υπόβαθρο στους προϊσταμένους, αλλά και επικοινωνιακές γνώσεις.

Τα παραπάνω συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη ευελιξίας, αλλά και στην διευκόλυνση ως προς την ροή πληροφοριών και γνώσης, είτε κάθετα είτε οριζόντια σε μια εταιρεία.

Γίνεται λοιπόν σαφές πως η εξοικείωση με πτυχές του τεχνολογικού κλάδου είναι πλέον must. Στόχος είναι η απόκτηση ενός μίγματος γνώσεων, που θα παρέχει στον καθένα την ευκαιρία να εξελιχθεί επαγγελματικά, αλλά και γνωστικά.

Πρόκειται για ένα καινούργιο στοίχημα για τον καθένα μας, το οποίο αφορά τις προσωπικές φιλοδοξίες και επιθυμίες για περαιτέρω προοπτικές εξέλιξης και απόκτησης νέων γνώσεων. Νέες γνώσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να μας βοηθήσουν να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας, αλλά και να αυξήσουμε την δημιουργικότητα και την απόδοσή μας.

Η τεχνογνωσία ως προς την τηλεργασία έγκειται στην ορθή αξιοποίηση των εργαλείων που έχει κάποιος στην διάθεση του. Η ευχέρεια ως προς την χρησιμοποίηση των εργαλείων αυτών μπορεί να προσφέρει πολλά και σημαντικά οφέλη, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Είναι μια ευκαιρία για πολλούς να αποκτήσουν ένα παραπάνω expertise και παράλληλα να διευρύνουν το φάσμα των γνώσεών τους. Η σωστή χρήση της τεχνολογίας στον εργασιακό μας χώρο, όποιος και αν είναι αυτός, μπορεί να  δημιουργήσει νέους ορίζοντες για εμάς και την οικονομία.

Είναι μια ευκαιρία να αναπροσαρμόσουμε τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις προτεραιότητες μας.

Η ψηφιακή πραγματικότητα στην εργασία είναι γεγονός. Ας την εκμεταλλευτούμε.

*Ο Γιώργος Ασημακόπουλος είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα της Διοίκησης Υπηρεσιών με ειδίκευση στην Εμπειρία Πελάτη. Πεδία έρευνας και ενδιαφέροντος του αποτελούν οι Νέες Τεχνολογίες, το Ψηφιακό Μάρκετινγκ, το Μάνατζμεντ και ο τομέας της Επικοινωνίας. Στόχος αποτελεί η περαιτέρω καλλιέργεια των γνώσεων του αλλά και η πνευματική και γνωστική του εξέλιξη.

This is a custom heading element.


To blow the whistle or not?

Γράφει η Ιωάννα Μπαλαούρα*

 

Οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (γνωστοί με τον αγγλικό όρο “whistleblowers”) είναι τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, όταν διαπιστώνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους, παρατυπίες ή πρακτικές αθέμιτες και καταχρηστικές.

Αυτές οι παρατυπίες και πρακτικές μπορούν να βλάψουν το δημόσιο συμφέρον έχοντας, για παράδειγμα, αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς και τα δημόσια οικονομικά.

Η προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος σήμερα χαρακτηρίζεται από νομοθετικό κατακερματισμό.

 

Επί του παρόντος, μόνο δέκα χώρες της ΕΕ διαθέτουν πλήρη νομοθεσία για την προστασία τους. Σε επίπεδο ΕΕ, μόνον σε πολύ περιορισμένο αριθμό τομέων (κυρίως στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) υπάρχει νομοθεσία που περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος. Στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο για την προστασία τους είναι ανύπαρκτο.

 

Ειδικά στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο προστασίας αυτών των προσώπων είναι ανύπαρκτο. Το υπάρχον πλέγμα προστασίας μαρτύρων κατά τα προβλεπόμενα στην ποινική νομοθεσία δεν είναι επαρκές, ούτε θα μπορούσε να εξισωθεί με την γενική υποχρέωση αναφοράς αξιόποινων πράξεων.

Αυτό αιτιολογείται από την φύση, τον θεσμό και κυρίως τη δυναμική του βεληνεκούς του whistleblowing. Το whistleblowing  εκφεύγει της γενικής νομικής υποχρέωσης οποιουδήποτε να αναφέρει αξιόποινες πράξεις.

Το whistleblowing ως διαδικασία και μηχανισμός αντλεί την ιδιότυπη φύση του από διαφορετικούς τομείς όπως τους κώδικες δεοντολογίας, το εργατικό δίκαιο, το αστικό δικονομικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων, το νομικό πλαίσιο περί δυσφήμισης, τους συνταγματικούς κανόνες περί ελευθερίας της έκφρασης και της συνείδησης, την επαγγελματική ευθύνη, την εμπιστευτική και προνομιακή πληροφόρηση, την εταιρική διακυβέρνηση, την επίλυση διαφορών και την κανονιστική συμμόρφωση.

Η Οδηγία 1937/2019/ΕΕ επιχείρησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο πρότυπο εγγυήσεων και προδιαγραφών για το whistleblowing. Διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως πληροφοριοδότες, εντάσσοντας σε αυτούς τόσο όσους βοηθούν κάποιον πληροφοριοδότη όσο και κάποιον που παρέχει εθελοντική εργασία κι όχι απαραίτητα αμειβόμενη. Η Οδηγία θέτει ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο προστασίας σε περισσότερους από 10 καίριους τομείς της αγοράς, ενώ δεν παραλείπει να κάνει εκτενή αναφορά σε διαύλους εσωτερικής – εξωτερικής αναφοράς (καταγγελίας) περιστατικών διαφθοράς.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί χρειαζόμαστε το whistleblowing στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη – κι όχι μόνο- δεν μπορεί να απαντηθεί αυτόνομα, καθώς συνυφαίνεται έντονα με την παγκοσμιοποιημένη διαφθορά και κυρίως την αφανή, εκ των έσω διαφθορά σε επιχειρήσεις.

Για να έρθει στο φως μία διοικητική ή άλλη παρατυπία, μία καταχρηστική πρακτική που παραβιάζει δικαιώματα εργαζομένων ή μία εγκληματική πράξη περνάει αναγκαία από τα μάτια των εργαζομένων.

Είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος ή άλλος που τελεί σε ευρεία έννοια εργασιακή σχέση μισθωτή ή μη, επ’ αμοιβή ή μη, που έρχεται πρώτος σε επαφή με περιστατικά διαφθοράς (δωροδοκίας, δωροληψίας και πάει λέγοντας), που καθιστούν το κανονιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης και ηθικής δεοντολογίας αναποτελεσματικό.

Δε θα ήταν διόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι ο εργαζόμενος είναι το προληπτικό στάδιο για την εκρίζωση της εκ των έσω διαφθοράς, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί το κατασταλτικό στάδιο με αβέβαιη την εκρίζωση και πάταξη της εκ των έσω διαφθοράς.

 

Το whistleblowing δε θα μπορούσε να προσεγγιστεί κοντόφθαλμα και μυωπικά ,αλλά τριαξονικά:

  • ως προληπτικό όπλο κατά της διαφθοράς που συμβάλλει στην εξιχνίαση – διαλεύκανση διεφθαρμένων ενεργειών ή παραλείψεων με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους εργαζομένους
  • ως δικαίωμα ενάσκησης της ελευθερίας έκφρασης του λόγου
  • ως πρακτική καλής εταιρικής διακυβέρνησης

 

Η θέαση αυτή προσφέρει μια κάλυψη ολιστική και σαφώς πιο ηθική. Η ηθική δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά παράγεται πρωτίστως από τον συνειδησιακό μηχανισμό του πολίτη.

Η τήρηση αρχών ηθικής και επαγγελματικής δεοντολογίας, αν πράγματι θέλουμε να είμαστε επιχειρησιακώς «ηθικοί» κι όχι «ηθικολόγοι», διέρχεται και υλοποιείται από την δυναμική του θεσμού του whistleblowing.

Είναι μία μέθοδος αυτενέργειας του ίδιου του πολίτη, άρα και εργαζομένου, που αποκαλύπτει, δημοσιοποιεί, γνωστοποιεί μία αθέμιτη, καταχρηστική, αξιόποινη πρακτική εθελουσίως λόγω ενεργών ηθικών ανακλαστικών και για λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η δυναμική αυτού του βεληνεκούς, ωστόσο, έχει εχθρό της τον φόβο. Ο φόβος αυτός διακρίνεται σε φόβο για αντίποινα, φόβο για απόλυση, φόβο για απώλεια εισοδήματος, φόβο για εκβιασμό ιδίου εργαζομένου ή οικογενείας του, φόβο για επίθεση και δολοφονία του.

Αντίβαρο στο καθεστώς αντιποίνων συνιστά η παροχή χρηματικού ανταλλάγματος ως επιβράβευση στον εργαζόμενο που αποκάλυψε δημοσίως φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής πάσης φύσεως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η χρηματική αυτή ανταμοιβή με όρους ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη είναι μη συνήθης μιας και το whistleblowing έλκει την καταγωγή του από διαφορετικό νομικό σύστημα στο οποίο η χρηματική ανταμοιβή είναι δόκιμη πρακτική.

Κάθε αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπίας ακολουθεί την τακτική των μικρών βημάτων, προκειμένου να εμβαθύνει συνειδησιακά και μετέπειτα κοινωνικά με τα ανάλογα νομικά και κοινωνικά επιτεύγματα.

Το whistleblowing φέρνει σε πρώτη μοίρα τον πολίτη (ενν. εργαζόμενο) και τον φέρνει αντιμέτωπο με το κράτος σε ρόλο ισοσθενή και ισότιμο. Αλλάζει τον τρόπο διακυβέρνησης και φέρνει περισσότερη ισοτιμία στους ρόλους αρχόντων και αρχομένων καθώς πρωταγωνιστές στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος γίνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εθελουσίως κι όχι ως υποχρέωση.

Αυτό δεν είναι ηθικό και δημοκρατικό; 

*Η Ιωάννα Μπαλαούρα είναι δικηγόρος και στα ενδιαφέροντά της εμπίπτει ο νομικός ακτιβισμός με έμφαση σε επίκαιρα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  ποινικού δικαίου και διακυβέρνησης.


Ο ρόλος και η «καθημερινότητα» του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO)

Γράφει ο Δημοσθένης Κωστούλας*

 

Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 679/2016 (εφεξής GDPR), μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις των ιδιωτικών εταιριών και των δημόσιων αρχών / φορέων (ως υπεύθυνοι επεξερgασίας), είναι ο ορισμός Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer, εφεξής DPO), όταν:

  • οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση δεδομένων των υποκειμένων σε μεγάλη κλίμακα και
  • οι βασικές δραστηριότητες του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Πρόκειται για έναν σχετικά νέο θεσμικό ρόλο, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν σχετικά άγνωστος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας.

Αποστολή του DPO είναι η υποστήριξη της ιδιωτικής εταιρείας ή της δημόσιας αρχής /  φορέα στην διαρκή απαίτηση για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εταιρία / φορέα (πελάτες, συνεργάτες, προσωπικό, προμηθευτές κλπ.).

Μεταξύ των άλλων, ο DPO αποτελεί τον κύριο συνομιλητή της διοίκησης για θέματα προστασίας δεδομένων, καταρτίζει το πρόγραμμα και την πολιτική προστασίας δεδομένων και εποπτεύει την εφαρμογή του, εκτιμά και συμβουλεύει για την αναγκαιότητα κατάρτισης μιας εκτίμησης αντικτύπου, συντονίζει την συνεργασία των τμημάτων και τη δημιουργία μιας διαρκούς εταιρικής κουλτούρας προστασίας δεδομένων, πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα, καταρτίζει ευρετήριο προσωπικών δεδομένων κλπ.

Ακόμα και όταν ΔΕΝ προκύπτει ξεκάθαρα η απαίτηση για DPO, η παρουσία του μόνο καλό θα κάνει σε μια εταιρεία ή έναν φορέα.

Μετά την αρχική συμμόρφωση με τον GDPR

Σε μεγάλο βαθμό, οι εταιρείες / φορείς  είθισται να παρουσιάζουν σημεία απόκλισης μετά από το τέλος της περιόδου της επίσημης συμμόρφωσης τους με τον GDPR και την κείμενη νομοθεσία, με τα σημεία απόκλισης να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη και αναμενόμενη, αφού η πίεση της καθημερινότητας και οι μεγάλες απαιτήσεις σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργανισμού, μπορεί να θέσουν σταδιακά την προστασία των δεδομένων σε δεύτερη προτεραιότητα.

Για τους παραπάνω λόγους, η παρουσία του DPO πρέπει να είναι ουσιαστική και συνεχόμενη, μέσα από μια σειρά ενεργειών, οι οποίες θα πρέπει να καλλιεργούν και να συντηρούν μια πιο μόνιμη κουλτούρα συμμόρφωσης εντός της εταιρίας / του φορέα.

Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

1. Τήρηση ημερολογίου πεπραγμένων Data Protection Officer (DPO)

Η τήρηση ενός ημερολογίου σε συστηματική βάση από την μεριά του DPO κρίνεται επιτακτική, τόσο για λόγους ουσίας, όσο και για λόγους τεκμηρίωσης και απόδειξης μια διαρκούς προσπάθειας συμμόρφωσης σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ουσιαστικά, συνιστά μια καταγραφή από τον DPO όλων των πεπραγμένων που υλοποιούνται από την στιγμή της τελικής συμμόρφωσης και μετέπειτα.

Σε μεγάλο βαθμό, οι καταγραφές σχετίζονται με το στάδιο υλοποίησης των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που προτάθηκαν από την περίοδο της αρχικής συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

Ωστόσο, καθότι το αρχείο με τις προτεινόμενες – προληπτικές ή/και διορθωτικές – ενέργειες από την φάση της συμμόρφωσης ενδέχεται να είναι συνοπτικό, το ημερολόγιο DPO θα πρέπει να υπεισέρχεται σε μεγαλύτερη ανάλυση σχετικά με τις ενέργειες που υλοποιούνται ή αναμένεται να υλοποιηθούν από τον οργανισμό. Δηλαδή, το ημερολόγιο αποτελεί μια προέκταση του αρχείου με τα προτεινόμενα μέτρα, περιλαμβάνοντας σχόλια, υποσημειώσεις και αναλυτικές πληροφορίες προς διευκόλυνση του DPO στο έργο της διαρκούς συμμόρφωσης και της τεκμηρίωσης αυτής. Η δε ανανέωση του πρέπει να είναι πολύ συχνή, σε αντίθεση με την ανανέωση του γενικότερου αρχείου με τα μέτρα, η οποία πραγματοποιείται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα.

Το ημερολόγιο DPO μπορεί να τηρείται σε ηλεκτρονικό αρχείο και να κοινοποιείται σε συστηματική βάση στην διοίκηση του οργανισμού. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία / ο φορέας μπορεί να λαμβάνει γνώση για την δραστηριότητα του DPO και το γενικότερο επίπεδο συμμόρφωσης, ενώ παράλληλα λειτουργεί και σαν υπενθύμιση προς την διοίκηση για τις ενέργειες που υπολείπονται να γίνουν.

2. Περιοδική ανανέωση παραδοτέων αρχείων αρχικής συμμόρφωσης

Είναι αυτονόητο ότι ένας από τους σημαντικότερους ρόλους του DPO είναι η περιοδική ανανέωση των αρχικών αρχείων συμμόρφωσης. Αν και δεν αναφέρεται ξεκάθαρα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η ανανέωση των αρχείων μια ή και παραπάνω φορές εντός ενός έτους, κρίνεται επιτακτική. Στην ουσία πρόκειται για μια τεκμηριωμένη ανανέωση των παραδοτέων αρχείων κάθε επιμέρους φάσης της αρχικής συμμόρφωσης, αλλάζοντας κάθε φορά τον αριθμό έκδοσης και σημειώνοντας την ημερομηνία της ανανέωσης (versioning).

Στην συγκεκριμένη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ευρήματα και ρίσκα, ενώ καταγράφονται και όλα τα πεπραγμένα σχετικά με τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που αρχικά προτάθηκαν, μέσω και της άντλησης δεδομένων από το ημερολόγιο DPO.

Εφόσον ο οργανισμός ακολουθεί μια σωστή και ουσιαστική πορεία συμμόρφωσης, οι περιοδικές ανανεώσεις των βασικών αρχείων από τον DPO, αναμένεται να αποδεικνύουν έμπρακτα την «βελτίωση» του γενικότερου επιπέδου συμμόρφωσης.

Ακολούθως, θα πρέπει να ανανεώνονται από τον DPO και όσες – ήδη διανεμημένες – πολιτικές, διαδικασίες και οδηγίες εργασίας κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου αυτές να ενσωματώνουν τυχόν ευρήματα που προκύπτουν από τις περιοδικές ανανεώσεις.

3. Διεξαγωγή Μελέτης Αντικτύπου (DPIA) για νέες διαδικασίες / δραστηριότητες και επικαιροποίηση παλαιότερων

Στα πλαίσια της περιοδικής ανανέωσης των παραδοτέων αρχείων συμμόρφωσης, ο DPO οφείλει να εστιάζει την προσοχή του και στις επιμέρους Μελέτες Αντικτύπου (Data Privacy Impact Assessment -DPIA).

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του GDPR, η εκάστοτε ιδιωτική εταιρεία ή φορέας του Δημοσίου πρέπει να διεξάγει Μελέτη Αντικτύπου όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο (ενδεικτικά, όταν παρουσιάζεται υψηλός κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα των επιμέρους κατηγοριών υποκειμένων). Πέρα όμως από την διεξαγωγή των αρχικών μελετών αντικτύπου κατά την φάση της επίσημης συμμόρφωσης, πρέπει να διεξάγει παρόμοιες μελέτες και για κάθε νέα διαδικασία / δραστηριότητα εντός της εταιρείας / του φορέα και να επικαιροποιεί / ανανεώνει παλαιότερες Μελέτες Αντικτύπου, στις οποίες και θα πρέπει να ενσωματώνονται νέα ευρήματα ή/και η υλοποίηση επιμέρους ενεργειών που μπορεί να σχετίζονται με την DPIA. Ο DPO είναι υπεύθυνος να αξιολογεί τις μελέτες αυτές και να παρέχει τη γνώμη του.

4. Τακτικές επιθεωρήσεις επιτήρησης συμμόρφωσης

Στις βασικές υποχρεώσεις ενός DPO, είναι και η διενέργεια επιθεωρήσεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να ελέγξει το επίπεδο συμμόρφωσης σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τηρούνται και διακινούνται εντός μιας εταιρείας / ενός φορέα.

Συνεπώς, ένας DPO πρέπει κάθε τόσο να επισκέπτεται τον οργανισμό (αν είναι εξωτερικός) και να διεξάγει εσωτερικές επιθεωρήσεις σε κάθε τμήμα / υπηρεσία, αλλά και γενικότερα στο σύνολο του οργανισμού. Κατά τα πρότυπα των επιθεωρήσεων ποιότητας, ο DPO πρέπει να είναι εφοδιασμένος με μια φόρμα επιθεώρησης, η οποία στην ουσία αποτελεί έναν οδηγό σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους όρους του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων. Κατά την διάρκεια της επιθεώρησης αλλά και κατά την μετέπειτα αξιολόγηση των νέων ευρημάτων, ο DPO θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επίσημο υλικό από την αρχική συμμόρφωση, όπως ενδεικτικά, τα πρώτα ευρήματα και αποκλίσεις, τα προτεινόμενα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα κλπ. Στην περίπτωση μελλοντικών επιθεωρήσεων, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα ευρήματα τυχόν προηγούμενων εσωτερικών επιθεωρήσεων (μετά την αρχική συμμόρφωση).

Τα αποτελέσματα κάθε επιθεώρησης θα πρέπει να καταγράφονται και να τηρούνται μαζί με τον αρχικό φάκελο της συμμόρφωσης, αφού, πέρα από την ουσία, αποτελούν και αυτά έμπρακτη απόδειξη της προσπάθειας διαρκούς συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

5. Τακτικές εκπαιδεύσεις

Βασικό μέλημα ενός DPO είναι η διαρκή εγρήγορση του οργανισμού προς την κατεύθυνση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Πέραν όλων των άλλων ενεργειών μετά το τέλος της αρχικής συμμόρφωσης, αυτό επιτυγχάνεται και μέσω συχνών εκπαιδεύσεων του προσωπικού. Οι εκπαιδεύσεις αυτές πρέπει να έχουν – σε κάποιο βαθμό – διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο από τις αρχικές εκπαιδεύσεις, καθότι θα πρέπει να εστιάζουν πιο αναλυτικά σε επιμέρους θέματα.

Ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, αντικείμενο των εκπαιδεύσεων θα μπορούσε να είναι η αναφορά σε πραγματικά συμβάντα διαρροής δεδομένων στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, οι αναφορές σε προσθήκες ή/και διαφοροποιήσεις στο νομοθετικό στερέωμα, ειδικότερη αναφορά και εκπαίδευση σε τεχνικά μέτρα σχετικά με την ασφαλή χρήση και λειτουργία των ηλεκτρονικών μέσων, των προγραμμάτων και της χρήσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ., υπενθύμιση στον τρόπο αντίδρασης και διαχείρισης περιστατικών διαρροής δεδομένων, υπενθύμιση των ήδη διανεμημένων πολιτικών, διαδικασιών, οδηγιών εργασίας και εντύπων και παρουσίαση τυχών νέων εκδόσεων κλπ.

* Ο Δημοσθένης Κωστούλας, Quality Manager και DPO σε Ιδιωτική Κλινική στην Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος MBΑ και MSc (International Business and Finance). Είναι ένας εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου με τίτλο «Η Συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων – Πρακτικά Ζητήματα – Υποδείγματα» (Ιανουάριος 2020, Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ), ενώ ταυτόχρονα, αποτελεί γενικό γραμματέα και μέλος Δ.Σ. του ελληνικού παραρτήματος του European Association of Data Protection Professionals (EADPP), επιστημονικό συνεργάτη του Ευρωμεσογειακού Ινστιτούτου Ποιότητας & Ασφάλειας στις Υπηρεσίες Υγείας Avedis Donabedian (EIQSH), μέλος της ομάδας του Homo Digitalis, μέλος του DPO Network Greece και μέλος του ΙΝ.ΕΠ.ΙΔ Β.Ελλάδος.

Πηγές: 

Τσιπτσέ, Ο. και Κωστούλας, Δ. (Ιανουάριος 2020), Η συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων GDPR EU 2016/679 – Πρακτικά Ζητήματα Υποδείγματα, Νομικές Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ, Αθήνα

Σωτηρόπουλος, Β. (2017),  Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων – Εργαλειοθήκη για τον νέο θεσμό σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα – Θεσσαλονίκη

Ομάδα Προστασίας των Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα του Άρθρου 29 (6/EL WP 243 rev.01 – Απρίλιος 2017), Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων

https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,211475&_dad=portal&_schema=PORTAL


Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική: Μια βεβιασμένη συνύπαρξη

Γράφουν οι Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης

 

Το ζήτημα της ασφάλειας στον δημόσιο χώρο αποτελεί προτεραιότητα κάθε έννομης τάξης, καθιστώντας την έγκαιρη πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος αναπόσπαστο κομμάτι της ημερήσιας διάταξης.

Η ανάδυση νέων μορφών και διαύλων εγκληματικότητας και η χρήση της τεχνολογίας για εγκληματικούς σκοπούς, ωθεί τα όργανα επιβολής του νόμου να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες προκλήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου (facial recognition) έχει ενταχθεί δυναμικά στο οπλοστάσιο της αστυνομίας διεθνώς, ευελπιστώντας πώς θα αποτελέσει έναν ακόμα σύμμαχο στον αγώνα κατά του εγκλήματος.

Συνοπτικά, η τεχνολογία facial recognition συλλέγει σε πραγματικό χρόνο τα βιομετρικά χαρακτηριστικά του προσώπου και με τη βοήθεια ενός εξειδικευμένου αλγόριθμου επιχειρεί να τα ταυτοποιήσει με φωτογραφίες που βρίσκονται αποθηκευμένες σε βάσεις δεδομένων.

Η εν λόγω διαδικασία είναι αυτοματοποιημένη και όλες οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται από έναν υπολογιστή. Τι μπορεί να πάει άραγε λάθος;

Οι ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver είναι ενδεικτικές.

Ο Robert Williams, ένας Αφροαμερικανός κάτοικος του Detroit, συνελήφθη στα τέλη Ιουνίου στην είσοδο του σπιτιού του, μπροστά στις δύο ανήλικες κόρες του, χωρίς κανείς να μπορεί να του αναφέρει τον λόγο.

Στο αστυνομικό τμήμα ενημερώθηκε πως θεωρείται ύποπτος για την ληστεία ενός καταστήματος το 2018, καθώς το πρόσωπό του ταυτοποιήθηκε με ένα απόσπασμα από την κάμερα ασφαλείας του καταστήματος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ταυτοποίηση έγινε με βάση μια παλιά φωτογραφία από δίπλωμα οδήγησης. Μετά από τριάντα ώρες κράτησης, ο Robert Williams αφέθηκε τελικά ελεύθερος.

Η κυνική ομολογία των αστυνομικών του Detroit είναι αφοπλιστική: «ο υπολογιστής μάλλον έκανε λάθος».

Ο Williams επέλεξε να δώσει δημοσιότητα στην ιστορία του, δηλώνοντας ότι δεν ξέρει πώς να εξηγήσει σε δύο ανήλικα κορίτσια ότι ο μπαμπάς τους συνελήφθη κατά λάθος μπροστά στα μάτια τους.

Ταυτόχρονα, επεσήμανε πως, μολονότι η δική του περιπέτεια έληξε μέσα σε τριάντα ώρες, «σίγουρα υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ταλαιπωρούνται πολύ περισσότερο για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εξαιτίας αντίστοιχων λαθών».

Ο Michael Oliver, επίσης Αφροαμερικανός κάτοικος Detroit, αποκάλυψε τη δική του περιπέτεια, αφού πρώτα άκουσε για την ιστορία του Williams.

Τον Ιούνιο του 2019, ο Oliver συνελήφθη από την αστυνομία του Detroit στον δρόμο για τη δουλειά του, με την κατηγορία της κλοπής του iPhone ενός δασκάλου.

Μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του ήταν το καρέ από ένα βίντεο μιας κάμερας ασφαλείας. Το συγκεκριμένο στιγμιότυπο εισήχθη στην εφαρμογή facial recognition της αστυνομίας του Detroit και ο Oliver υποδείχθηκε από το σύστημα ως βασικός ύποπτος.

Σε αντίθεση με τον Williams, η δική του υπόθεση κράτησε πολύ περισσότερο από τριάντα ώρες, καθώς οδηγήθηκε σε δίκη, όπου και τελικά αθωώθηκε τρεις μήνες μετά την σύλληψή του.

Οι παραπάνω ιστορίες προσφέρουν ένα χρήσιμο παράδειγμα για τα όρια και τους κινδύνους της μαζικής χρήσης της τεχνολογίας facial recognition από τις αστυνομικές αρχές.

Είναι εύλογο να αναρωτιέται κάποιος κατά πόσο είναι αρκετό το ταίριασμα μια παλιάς φωτογραφίας από έναν υπολογιστή για την σύλληψη, κι ενδεχομένως την καταδίκη, ενός ανθρώπου.

Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να διερευνηθεί το ζήτημα της ευθύνης σε περίπτωση λανθασμένου αποτελέσματος, καθώς και να αξιολογηθεί το κατά πόσο είναι  πράγματι ουδέτερη η συγκεκριμένη τεχνολογία.

Στους προβληματισμούς αυτούς, καθώς και στο ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε ευθύς αμέσως.

Facial recognition και τεχνολογικοποίηση των διακρίσεων

Αν προσέξει κανείς τις ιστορίες των Robert Williams και Michael Oliver, ένα κοινό χαρακτηριστικό γίνεται αμέσως διακριτό: και οι δύο συλληφθέντες είναι Αφροαμερικανοί.

Σύμφωνα με την έρευνα του National Institute of Standards and Technology (NIST), η χρήση της τεχνολογίας facial recognition έχει ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αναγνώριση (false positives) ανθρώπων αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής, έως και 100 φορές περισσότερο συγκριτικά με τους λευκούς, ενώ η ομάδα που πλήττεται περισσότερο από false positives είναι οι Αμερικάνοι, ινδιάνικης καταγωγής.

Αντίθετα, η πληθυσμιακή κατηγορία που επωφελείται από το χαμηλότερο ποσοστό λάθους είναι οι λευκοί άντρες μέσης ηλικίας.

Τρία από τα βασικά εργαλεία ψηφιακής αναγνώρισης προσώπων που έχουν αναπτυχθεί από τεχνολογικούς κολοσσούς (Microsoft, IBM, Megvii), δίνουν λάθος αποτελέσματα μία στις τρεις φορές, όταν πρόκειται για την ταυτοποίηση του φύλου μαύρων γυναικών.

Αντίθετα, το ποσοστό λάθος ταυτοποίησης λευκών ανδρών είναι μόλις 1%.

Αντίστοιχα, σε μια δοκιμαστική μελέτη του λογισμικού Rekognition της Amazon, το πρόγραμμα ταυτοποίησε λανθασμένα 28 μέλη του Κογκρέσου με άτομα που είχαν συλληφθεί στο παρελθόν για κάποιο έγκλημα. Οι λάθος ταυτοποιήσεις αφορούσαν  συντριπτικά σε μαύρους και λατίνους.

Ο υψηλός αριθμός false positives σε βάρος των μαύρων αποτελεί επί της ουσίας την τεχνολογικοποίηση των ήδη υφιστάμενων διακρίσεων.

Όσο κι αν τα νούμερα φαντάζουν δυστοπικά, δεν διαφέρουν πολύ σε σχέση με όσα συμβαίνουν στου αμερικανικούς δρόμους μέχρι σήμερα, όπου η πρακτική του racial profiling έχει ως αποτέλεσμα να σταματώνται καθημερινά για έλεγχο από την αστυνομία δυσανάλογα περισσότεροι μαύροι.

Ενδεικτικά, το 2019, σε σύνολο 13.459 ελέγχων στο δρόμο από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, το 90% αφορούσε σε μαύρους και λατίνους και μόλις το 9% σε λευκούς.

Ως εκ τούτου, η χρήση της ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου από την αστυνομία  αποτελεί επί της ουσίας τη μεταφορά της διαδεδομένης πρακτικής profiling στον ψηφιακό κόσμο.

Facial recognition και αντεγκληματική πολιτική

Η χρήση της τεχνολογίας facial recognition δεν περιορίζεται στο να ξεκλειδώνουμε με ευκολία το κινητό μας.

Ούτε αφορά μόνο τον έλεγχο του διαβατηρίου μας από την ασφάλεια του αεροδρομίου. Η ψηφιακή αναγνώριση προσώπου αποτελεί πλέον ένα ισχυρό ερευνητικό και ανακριτικό εργαλείο στα χέρια των αστυνομικών αρχών.

Στις Η.Π.Α., ένα στα τέσσερα αστυνομικά τμήματα έχει πρόσβαση σε εφαρμογές facial recognition με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.

Αντίστοιχα, το σύστημα ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου της Interpol (IFRS) περιέχει αποθηκευμένες φωτογραφίες προσώπων σε περισσότερες από 160 χώρες.

Ωστόσο, η απουσία στοιχείων για την αποτελεσματικότητα και την πραγματική συμβολή της συγκεκριμένης τεχνολογίας στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι ανησυχητική, ενισχύοντας έτσι τις φωνές που αγωνίζονται υπέρ της απαγόρευσης της χρήσης facial recognition από την αστυνομία.

Χαρακτηριστικά, αναφέρεται πως η χρήση facial recognition δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής στην διαλεύκανση κανενός βαρύτερου ή ειδεχθούς εγκλήματος, παρά μόνο στην εξιχνίαση μικροπαραβάσεων και κλοπών.

Απουσία ρυθμιστικού πλαισίου

Ακόμα κι αν κάποιος δεν υποστηρίζει την καθολική κατάργηση της χρήσης facial recognition από την αστυνομία, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει την ανάγκη θεσμοθέτησης ενός κανονιστικού πλαισίου που θα συμβάλει στην ενίσχυση της διαφάνειας.

Χαρακτηριστικά, η Amazon, της οποίας το λογισμικό ψηφιακής αναγνώρισης προσώπου Rekognition χρησιμοποιείται από πολλά αστυνομικά τμήματα ανά τον κόσμο, αναγνώρισε πως η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου για τις εφαρμογές facial recognition είναι μείζονος σημασίας.

Μάλιστα,  σε σχετική δήλωση, τον Ιούνιο του 2020, ανακοίνωσε ότι θα παύσει την παροχή υπηρεσιών facial recognition σε αστυνομικές αρχές για ένα χρόνο, με σκοπό να ωθήσει τα κράτη να δημιουργήσουν ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για την ηθική χρήση της τεχνολογίας.

Παράλληλα, η εφαρμογή Clearview AI αποτελεί την πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη εφαρμογή από τα όργανα επιβολής του νόμου παγκοσμίως, διαθέτοντας μία βάση δεδομένων με περισσότερες από 3 δισεκατομμύρια εικόνες προσώπου, οι οποίες έχουν συλλεχθεί από μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η εν λόγω εφαρμογή βασίζεται στη χρήση τεχνολογίας facial recognition και δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να ανεβάσει τη φωτογραφία ενός ατόμου στην εφαρμογή και να επιτύχει την αναγνώριση και σύνδεση του με τους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, περισσότερες από 600 αστυνομικές αρχές παγκοσμίως κάνουν χρήση της εν λόγω εφαρμογής.

Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, σε επιστολή του προς τη Homo Digitalis, αρνήθηκε τη χρήση της εφαρμογής από την Ελληνική Αστυνομία.

Σε διεθνές επίπεδο, αυξάνονται οι αντιδράσεις απέναντι στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής, ενώ εισαγγελικές έρευνες έχουν ξεκινήσει σε Καναδά, Αυστραλία και Αγγλία. Μάλιστα, στον απόηχο των εισαγγελικών ερευνών, η Clearview αποφάσισε να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών της προς την καναδική αστυνομία.

Γίνεται σαφές πως οι εφαρμογές facial recognition δεν είναι ακόμα σε θέση να προσφέρουν απολύτως ασφαλή αποτελέσματα.

Ο υψηλός αριθμός λανθασμένων ταυτοποιήσεων και η σύλληψη αθώων πολιτών δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως παράπλευρη απώλεια της χρήσης μια τεχνολογικής εφαρμογής.

Μάλιστα, φαίνεται πως ακόμα και οι εταιρίες που αποκομίζουν οικονομικό όφελος από την ανάπτυξη και τη χρήση των συγκεκριμένων εφαρμογών, πλέον παρουσιάζουν σημαντικούς ενδοιασμούς στην παροχή των υπηρεσιών τους, ζητώντας από τα κράτη να προβούν στη θέσπιση ρυθμιστικού πλαισίου που θα προστατεύει τους πολίτες από τη λανθασμένη χρήση της τεχνολογίας.

Προς το παρόν, ούτε η τεχνολογία ούτε το ρυθμιστικό πλαίσιο για την εφαρμογή της δείχνουν ικανά να εγγυηθούν την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η χρήση εφαρμογών facial recognition από τις αστυνομικές αρχές πρέπει να περιμένει.

 

*Ο Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Ποινική Δικαιοσύνη (Criminal Justice MSc) από το Πανεπιστήμιο του Leiden. Είναι τακτικό μέλος της Homo Digitalis.


Συνέντευξη με τον καθηγητή Chris Brummer για τη διεθνή νομική συνεργασία στον τομέα των κρυπτονομισμάτων

Τα τελευταία χρόνια, η αναγνωρισιμότητα, ζήτηση και προσβασιμότητα των κρυπτονομισμάτων έχει αυξηθεί σημαντικά. Τα λεγόμενα «stablecoins» έχουν αναδειχθεί ως μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων με σχετικά χαμηλό κίνδυνο για θεσμικούς επενδυτές, ενώ τα διάφορα «altcoins» συνεχίζουν να προσελκύουν ιδιώτες επενδυτές λόγω της διαθεσιμότητας τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech).

Οι εν λόγω εξελίξεις έχουν μεγιστοποιήσει μια σειρά κινδύνων που οφείλονται σε δύο εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας blockchain στην οποία βασίζονται τα κρυπτονομίσματα: τη μη μεταβλητότητα και την αποκέντρωση. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν μη ανακτήσιμα κόστη (τα οποία συνήθως πηγάζουν από τη μεταβλητότητα της αξίας των νομισμάτων), την απώλεια ή κλοπή ιδιωτικών «κλειδιών», καθώς και την αυξανόμενη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων μέσω κρυπτονομισμάτων.

Ζητήσαμε από τον Chris Brummer, καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Georgetown*, να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με τη σημασία της διεθνούς νομικής ρύθμισης, τυποποίησης και συνεργασίας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ως άνω κινδύνων και τις προκλήσεις που ενέχει η προσπάθεια ευθυγράμμισης και εναρμόνισης των εσωτερικών ρυθμιστικών προσεγγίσεων.

 

Ο καθηγητής Brummer ξεκίνησε σημειώνοντας ότι ο βασικός κίνδυνος των κρυπτονομισμάτων από την επενδυτική σκοπιά έγκειται στην πολυπλοκότητά τους.

«Τί είναι; Πώς λειτουργούν και ποιά είναι η προβαλλόμενη αξία τους; Λόγω της πολυπλοκότητάς τους, τα κρυπτονομίσματα ενέχουν μια σειρά από κινδύνους, με αποτέλεσμα πολλοί επενδυτές να τυγχάνουν εκμετάλλευσης από διάφορους κύκλους», εξήγησε ο καθηγητής Brummer.

 

Τα κρυπτονομίσματα είναι εγγενώς διασυνοριακά χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς λειτουργούν σε ψηφιακές πλατφόρμες. Επομένως, ο μετριασμός των κινδύνων που συνεπάγεται η αυξανόμενη κυκλοφορία και χρήση τους απαιτεί διεθνή συντονισμό.

 

«Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω ανεπίσημων κατευθυντήριων γραμμών και πρακτικών οι οποίες, σε περίπτωση που δε μπορούν να λάβουν το χαρακτήρα ‘εναρμόνισης’, θα πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίζουν την κύμανση των εθνικών μεταρρυθμίσεων στην ίδια ευρεία κατεύθυνση», σημειώνει ο καθηγητής Brummer.

 

Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών

 

Η επίτευξη ακόμη και ενός ελάχιστου βαθμού διεθνούς συναίνεσης μπορεί ωστόσο να αποδειχθεί αρκετά δύσκολη δεδομένης της ύπαρξης σημαντικών κανονιστικών περιορισμών σε εθνικό επίπεδο. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Brummer, «κατ’αρχάς, παρότι η τεχνολογία είναι καινούργια, οι υπάρχουσες ρυθμιστικές αρχές λειτουργούν στη βάση παραδοσιακών νομικών συστημάτων. Επομένως, ο ίδιος ο ορισμός των κρυπτονομισμάτων ποικίλλει απο χώρα σε χώρα. Δηλαδή οι διάφορες εγχώριες νομικές τάξεις προσδιορίζουν διαφορετικά έννοιες όπως “αξία”/ “αξιόγραφο”, ενώ αντιλαμβάνονται το ρόλο βασικών οντοτήτων διαφορετικά, όπως π.χ. των «ανταλλακτηρίων» και των τραπεζών. Αυτοί οι ορισμοί δε μπορουν έυκολα να τροποποιηθούν – στις ΗΠΑ για παράδειγμα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ σε άλλες έννομες τάξεις μπορεί να επιβάλλονται από την εθνική (ή στην περίπτωση της ΕΕ, Ενωσιακή) νομοθεσία. Ο διεθνής συντονισμός μπορεί επομένως να καταστεί δυσεπίτευκτος και να προσκρούσει σε διαφορετικά επίπεδα πρακτικών δυσκολιών.»

Εκτός από τις βασικές διαφορές στις υπάρχουσες εσωτερικές νομικές δομές, μπορεί επίσης να υπάρχουν διαφορές ως προς τα συμφέροντα του κάθε κράτους. «Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η επιθυμία καθορίζεται από την εμπειρία του κάθε κράτους», εξηγεί ο καθηγητής Brummer. «Πάρτε για παράδειγμα το πώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Η Ιαπωνία ήταν μια από τις πιο ‘φιλικές’ χώρες στον κόσμο όσον αφορά τα κρυπτονομίσματα. Αυτή η ελαφριά ρυθμιστική στάση άρχισε να αλλάζει όταν το μεγαλύτερο ιαπωνικό ανταλλακτήριο, το Coincheck, έπεσε θύμα παραβίασης από hackers, με αποτέλεσμα την κλοπή NEM tokens αξίας περίπου 530 εκατομμυρίων δολαρίων. Έκτοτε, οι ιαπωνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτούν από όλα τα ανταλλακτήρια τα οποία λειτουργούν στη χώρα την εξασφάλιση ειδικής άδειας. Αντίθετα, άλλες χώρες-μέλη των G20, όπως η Γαλλία, είχαν εξ’αρχής υιοθετήσει μια πιό στοχευμένη προσέγγιση, έχοντας υπόψη τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους και απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία, ειδικά τη στιγμή που διάφορες εταιρείες εκφράζουν δισταγμούς ως προς το Λονδίνο ως χρηματοοικονομικό κέντρο (λόγω Brexit). Αν και δεν απορρίπτει τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, η Γαλλία διατηρεί ένα καθεστώς προαιρετικής και υποχρεωτικής άδειας. Η τελευταία απαιτείται για εταιρείες που επιδιώκουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία έναντι νόμιμου χρήματος, ή να παράσχουν υπηρεσίες φύλαξης ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.»

 

Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας.

 

Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας του διεθνούς συντονισμού είναι η ύπαρξη πολλαπλών εγχώριων και διεθνών ρυθμιστικών αρχών. Ο καθηγητής Brummer παρατηρεί ότι «οι διεθνείς και εγχώριες ρυθμιστικές αρχές δε συμφωνούν πάντα στις προσεγγίσεις τους. Η Επιτροπή της Βασιλείας, για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα ήταν λιγότερο ενθουσιώδης αναφορικά με τη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων απ΄οτι το ΔΝΤ, το οποίο επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς πληρωμές και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ακόμα και εντός συνόρων, οι πολλαπλοί ρυθμιστικοί φορείς μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φαίνεται να είναι πολύ πιο επιφυλακτική από την Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων. Ομοίως, η ΕΚΤ φαίνεται να είναι πιο επιφυλακτική από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών .»

Προς το παρόν, η διεθνής ρυθμιστική συνεργασία φαίνεται να εξελίσσεται αργά, υπό το φως των ως άνω περιορισμών τους οποίους περιγράφει ο καθηγητής Brummer. Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες, ακόμη και εντός της ΕΕ, ενδέχεται επομένως να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για πρώτη φορά, πρόσφατα εξέδωσε ανακοίνωση υιοθετόντας τις απόψεις των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών που προειδοποιούν τους καταναλωτές για τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, χωρίς να έχει ωστόσο ακόμη εκδώσει ακριβείς οδηγίες. Σε κάθε περίπτωση, καθώς τα νέα stablecoins επορικών κολοσσών ενδέχεται να κερδίσουν δημοσιότητα, είναι πιθανό να σημειωθούν ταχύτερες ρυθμιστικές εξελίξεις, ίσως προς ένα μεγαλύτερο βαθμό σύγκλισης μεταξύ των διαφόρων χωρών και αρχών.

 

*Ο Chris Brummer είναι ο οικοδεσπότης του δημοφιλούς podcast «Fintech Beat». Επίσης διευθύνει το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Georgetown, όπου και διδάσκει νομικά. Δημοσιεύει τακτικά και παραδίδει διαλέξεις σε ζητήματα που αφορούν το fintech, τα χρηματοοικονμικά και την παγκόσμια διακυβέρνηση, καθώς και το δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, τις μικροδομές της αγοράς και το διεθνές εμπόριο. Υπό αυτή την ιδιότητα, παρίσταται τακτικά ενώπιον πολυμερών θεσμικών οργάνων και συμμετέχει σε παγκόσμια ρυθμιστικά φόρουμ. Επίσης, καταθέτει απόψεις ενώπιον νομοθετικών οργάνων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Πρόσφατα ολοκλήρωσε την τριετή θητεία του ως μέλος της Ρυθμιστικής Αρχής του Χρηματοπιστωτικού Κλάδου, ενός οργανισμού εξουσιοδοτημένου από το Κογκρέσο των ΗΠΑ να εποπτεύει την αγορά κινητών αξιών.

** Photo Credits: Jinitzail Hernández / CQ Roll Call


Ψηφιακά Καρτέλ: οι κίνδυνοι, ο ρόλος των Big Data, τα πιθανά μέτρα και η Ε.Ε.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Καούρας*

 

Όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια των «καρτέλ». Στα καρτέλ μεγάλοι παίκτες σε ολιγοπωλιακές συνήθως αγορές συνάπτουν τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ τους, διαμορφώνοντας ενιαία τιμή διάθεσης των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, προκειμένου να αποφύγουν το μεταξύ τους ανταγωνισμό και να μοιράσουν τα κέρδη από την αγορά.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία τελικός ζημιωμένος είναι ο καταναλωτής, ο οποίος καταλήγει να πληρώνει περισσότερο από όσο θα ήταν αρχικά διατεθειμένος.

Το αποτέλεσμα είναι ότι μέρος του δικού του πλεονάσματος μετατρέπεται σε πλεόνασμα του (λιανο-)πωλητή.

Τι θα γινόταν όμως αν τέτοια φαινόμενα παρατηρούνταν στον ψηφιακό χώρο;

Αν δηλαδή αλγόριθμοι τιμολόγησης ήταν ικανοί να συντονίσουν τις τιμές ακόμα και σε μη ολιγοπωλιακές αγορές δημιουργώντας «ψηφιακά καρτέλ» («αλγοριθμική (σιωπηρή) συμπαιγνία»);

Οι αλγόριθμοι θα μπορούσαν να το πετύχουν αυτό θέτοντας αυτόματα εκείνες τις τιμές που μεγιστοποιούν τα κέρδη των (λιανο-)πωλητών.

Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά καρτέλ, όπου οι ανταγωνίστριες εταιρείες αναγκάζονται να συνάψουν ρητές ή σιωπηρές συμφωνίες μεταξύ τους, στα ψηφιακά καρτέλ ο συντονισμός των δράσεών τους μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς ρητή συμφωνία μεταξύ τους, αλλά με αναγνώριση της αμοιβαίας αλληλεξάρτησής τους στο πλαίσιο μίας δεδομένης αγοράς.

Σιωπηρή Συμπαιγνία και Αλγόριθμοι

Oι τρόποι με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί σιωπηρή συμπαιγνία μέσω της χρήσης αλγορίθμων είναι πολλοί. Ενδεικτικά:

  1. Οι αλγόριθμοι έχουν τη δυνατότητα να εντοπίζουν απειλές στην αγορά πολύ γρήγορα, για παράδειγμα μέσω ενός φαινομένου που είναι γνωστό ως «now casting», το οποίο επιτρέπει στους παίκτες της αγοράς να εξαγοράζουν προληπτικά τυχόν ανταγωνιστές ή να αντιδρούν επιθετικά στην είσοδο νέων παικτών στην αγορά.
  2. Οι αλγόριθμοι συμβάλλουν στην αύξηση της διαφάνειας της αγοράς και της συχνότητας των αλληλεπιδράσεων, με αποτέλεσμα να καθιστούν τους οικείους τομείς της αγοράς πιο επιρρεπείς σε συμπαιγνία.
  3. Οι αλγόριθμοι μπορούν να δρουν ως διευκολυντές συμπαιγνίας μέσω παρακολούθησης των κινήσεων των ανταγωνιστών με στόχο την επιβολή μίας συμπαιγνιακής συμφωνίας, επιτρέποντας τον έγκαιρο εντοπισμό αποκλίσεων από την καθορισμένη τιμή και τη χάραξη στρατηγικών αντεκδίκησης.
  4. Ο αλγοριθμικός συντονισμός μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα σενάριο «κέντρου και περιφέρειας» («hub and spoke») όπου οι ανταγωνίστριες εταιρίες ενδέχεται να χρησιμοποιούν τους ίδιους κατασκευαστές αλγορίθμων για τη δημιουργία αλγορίθμων τιμολόγησης και, έτσι, να καταλήγουν να βασίζονται στους ίδιους αλγορίθμους για την ανάπτυξη των στρατηγικών τιμολόγησης. Παρομοίως, ένα συμπαιγνιακό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν οι περισσότερες εταιρίες κατέληγαν να χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης για να παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τον ηγέτη της αγοράς (στρατηγική «οφθαλμός αντί οφθαλμού»).
  5. «Σηματοδοτικοί αλγόριθμοι» μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις να ορίζουν αυτόματα ταχύτατα επαναλαμβανόμενες ενέργειες, όπως στιγμιαίες αλλαγές τιμών στη μέση της νύχτας, που δεν μπορούν να τύχουν εκμετάλλευσης από τους καταναλωτές, αλλά οι οποίες μπορούν να «διαβαστούν» και να εκτελεστούν από ανταγωνιστές που διαθέτουν καλούς, αναλυτικούς αλγόριθμους.
  6. «Αυτοδίδακτοι αλγόριθμοι» μπορεί να εξαφανίσουν την ανάγκη για ανθρώπινη μεσολάβηση, καθώς χρησιμοποιώντας τεχνολογίες νοημοσύνης των μηχανών («machine learning»), οι αλγόριθμοι αυτοί δύνανται να βοηθούν τις επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν ένα συμπαιγνιακό αποτέλεσμα χωρίς κάν να έχουν επίγνωση αυτού.

Αλγόριθμοι & Big Data: Σύμμαχοι του Καταναλωτή & της Επιχείρησης;

Τα Big Data ορίζονται ως εκείνο το «σώμα πληροφοριών που χαρακτηρίζεται από τέτοιο μεγάλο όγκο, ταχύτητα και ποικιλία που απαιτείται ειδική τεχνολογία και αναλυτικές μέθοδοι για τη μετατροπή του σε αξία». Οι αλγόριθμοι, ως «πολύ καλά ορισμένη υπολογιστική διαδικασία που λαμβάνει μία ορισμένη αξία, ή ένα σύνολο αξιών, ως «πρώτη ύλη» και παράγει μία άλλη αξία, ή σύνολο αξιών, ως αποτέλεσμα», παρέχουν την απαραίτητη τεχνολογία για την αξιοποίηση των Big Data.

Πώς θα μπορούσε ο συνδυασμός των δύο να οδηγήσει στη μείωση του κινδύνου επίτευξης σιωπηρής συμπαιγνίας σε μία αγορά;

Σε ψηφιακά οικοσυστήματα που στηρίζονται στη χρήση δεδομένων, οι καταναλωτές μπορούν να αναθέτουν αγοραστικές αποφάσεις σε αλγόριθμους που λειτουργούν ως το «άλλο ψηφιακό τους μισό» ή να συγκεντρωθούν σε αγοραστικές πλατφόρμες, ενισχύοντας έτσι την αγοραστική τους δύναμη.

Όταν οι αγοραστές έχουν ισχυρή αγοραστική δύναμη, έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα από πού και με ποιους όρους θα προμηθευτούν προιόντα ή υπηρεσίες και, έτσι, δυσχεραίνουν ανεπανόρθωτα κάθε προσπάθεια επίτευξης όρων συντονισμού μεταξύ των πωλητών.

Επίσης, οι αλγόριθμοι μπορούν να αναγνωρίσουν πιθανή συμπαιγνία μεταξύ των (λιανο-)πωλητών και να ειδοποιήσουν τον καταναλωτή ή ακόμα και να οδηγήσουν τον καταναλωτή να προμηθευτεί προιόντα ή υπηρεσίες από διαφορετικούς πωλητές προκειμένου να ισχυροποιήσουν τα κίνητρα νέων παικτών να εισέλθουν στην αγορά.

Πέρα από τη θετική λειτουργία σε επίπεδο ζήτησης, οι «αλγοριθμικοί καταναλωτές» μπορούν επίσης να επιτείνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των πωλητών, καθώς, με τη βοήθεια των αλγορίθμων, έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν ένα μεγάλο όγκο προσφορών και να αλλάξουν προμηθευτές, εάν αυτό κριθεί συμφέρον.

Από την άλλη πλευρά, η αυξημένη διαθεσιμότητα ηλεκτρονικών δεδομένων, ως αποτέλεσμα της χρήσης αλγορίθμων, μπορεί να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες για την αγορά σε επίδοξους νέους παίκτες μειώνοντας το κόστος εισόδου τους στην αγορά.

Επιπροσθέτως, οι αλγόριθμοι μπορούν να αποτελέσουν μία σημαντική πηγή καινοτομίας, επιτρέποντας σε επιχειρήσεις να αναπτύξουν μη παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα και να εξαγάγουν περισσότερες πληροφορίες από υπάρχοντα δεδομένα, οδηγώντας, έτσι,  σε πολυεπίπεδη ανάπτυξη της αγοράς και μείωση της παροντικής αξίας των συμπαιγνιακών συμφωνιών.

Τα Μέτρα Πρόληψης ή και Αντιμετώπισης των «Ψηφιακών Καρτέλ» και o Ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αναγνωρίζοντας ότι τυχόν μέτρα κατά των «ψηφιακών καρτέλ» μπορεί να έχουν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, οι αρχές ανταγωνισμού καλούνται να υιοθετήσουν άλλοτε πιο ήπια και άλλοτε πιο ριζοσπαστικά μέτρα ανάλογα με τη σοβαρότητα ή και την πιθανότητα του κινδύνου συμπαιγνίας.

Ένα από τα παραδοσιακά εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι αρχές ανταγωνισμού προς αυτή την κατεύθυνση είναι η διεξαγωγή ερευνών αγοράς και η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις περιπτώσεις αλγοριθμικής τιμολόγησης και τον κίνδυνο συμπαιγνίας.

Σε περίπτωση που ο κίνδυνος συμπαιγνίας είναι υπαρκτός, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να τροποποιήσουν το καθεστώς ελέγχου των συγχωνεύσεων, μειώνοντας το κατώφλι παρέμβασής τους και διερευνώντας την πιθανότητα συμπαιγνίας ακόμα και σε λιγότερο ολιγοπωλιακές συνθήκες π.χ. συγχωνεύσεις από 4 σε 3 ή ακόμη και από 5 σε 4 μέρη.

Επιπλέον, θα μπορούσαν να ρυθμίσουν ex ante το καθεστώς των αλγορίθμων τιμολόγησης επιβάλλοντας απαίτηση ειδοποίησης και προηγούμενης ανάλυσής τους, δημιουργώντας τελικά ένα προστατευμένο κανονιστικό περιβάλλον («regulatory sandbox») για τη λειτουργία των αλγορίθμων.

Ένας τέτοιος έλεγχος θα μπορούσε να ανατεθεί σε έναν ειδικό φορέα, όπως ένα εθελοντικό δίκτυο μεταξύ ρυθμιστικών αρχών σε εθνικό και υπερ-εθνικό επίπεδο υπεύθυνων για τη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα («Digital Clearing House»).

Ταυτόχρονα, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να επανεξετάσουν την έννοια της «συμφωνίας» κατά την έκδοση των αποφάσεών τους στο μέλλον προκειμένου να ενσωματώσουν σε αυτήν και άλλες μορφές συντονισμού («meeting of minds») που επιτυγχάνονται με τη βοήθεια αλγορίθμων.

Στη δε περίπτωση των «αυτοδίδακτων αλγορίθμων», θα μπορούσαν να διευρύνουν το πλαίσιο ευθύνης για παραβίαση διατάξεων του Δικαίου Ανταγωνισμού, αποδίδοντας ενοχή σε πρόσωπα που επωφελούνται από τις αυτόνομες αποφάσεις των αλγορίθμων.

Τέλος, όταν ο κίνδυνος συμπαιγνίας αξιολογείται ως πολύ υψηλός, οι αρχές ανταγωνισμού θα μπορούσαν να εξετάσουν τη θέσπιση κανόνων για την αποτροπή της αλγοριθμικής συμπαιγνίας, καθορίζοντας ανώτατες τιμές τιμολόγησης, καθιστώντας τις συνθήκες της αγοράς πιο ασταθείς ή ακόμα και δημιουργώντας πλαίσιο κανόνων όσον αφορά το σχεδιασμό των αλγορίθμων.

Ωστόσο, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά πριν την εφαρμογή τους.

Καθώς οι περισσότερες διαδικτυακές εταιρείες που χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης λειτουργούν πέραν των εθνικών συνόρων και η Ε.Ε. έχει τη δύναμη να εξωτερικεύει το κανονιστικό της πλαίσιο εκτός των συνόρων της (ένα φαινόμενο γνωστό ως «η επίδραση των Βρυξελλών»), προτείνεται από τον γράφοντα η χάραξη πολιτικής κατά της αλγοριθμικής συμπαιγνίας να λάβει χώρα σε επίπεδο Ε.Ε., με τη συνεργασία όλων των αρμόδιων αρχών για τη ρύθμιση του ψηφιακού τομέα.

Το εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο σε επίπεδο Ε.Ε., όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ), είναι σημαντικό για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων των καταναλωτών και για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης και της ταχείας επέκτασης των καινοτόμων πλατφορμών που χρησιμοποιούν αλγόριθμους τιμολόγησης.

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι, μετά από πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποιεί επί του παρόντος μια εις βάθος ανάλυση των προκλήσεων και των ευκαιριών που παρουσιάζονται από την αλγοριθμική λήψη αποφάσεων.

Μάλιστα, η Ανεξάρτητη Υψηλού Επιπέδου Ομάδα Ειδικών για την Τεχνητή Νοημοσύνη, που έχει συσταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημοσιοποίησε τον Απρίλιο 2019 Kατευθυντήριες Γραμμές Δεοντολογίας για μία Αξιόπιστη Τεχνητή Νοημοσύνη, σύμφωνα με τις οποίες η τεχνητή νοημοσύνη θα πρέπει να προάγει τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών και να λειτουργεί εντός ενός πλαισίου διαφάνειας και λογοδοσίας.

Καταληκτικά, δεδομένων των δυνητικών ωφελειών από τη χρήση αλγορίθμων, αλλά και των κινδύνων που εγκυμονεί η δημιουργία «ψηφιακών καρτέλ» για το καταναλωτικό κοινό, είναι σαφές ότι θα πρέπει να βρεθεί η «χρυσή τομή» μεταξύ μιας laissez-faire προσέγγισης, που μπορεί να καταλήξει επικίνδυνη για τον καταναλωτή, και μιας απόλυτα παρεμβατικής προσέγγισης, που μπορεί να αποβεί μοιραία για τον ίδιο τον ανταγωνισμό.

*Ο Κωνσταντίνος Καούρας είναι δικηγόρος Αθηνών με ειδίκευση στο Δίκαιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στο μεγαλύτερο μη-κερδοσκόπικο πάροχο υπηρεσιών Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Nuffield Health. Παράλληλα, πραγματοποιεί μεταπτυχιακό στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού και της Πνευματικής Ιδιοκτησίας στο University College London. Έχει εκπονήσει εργασίες με θέμα τη διάδραση Δικαίου του Ανταγωνισμού και Δικαίου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ενώ έχει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον για τη λειτουργία των αλγορίθμων και των Big Data.

Βιβλιογραφία

Lianos I, Korah V, with Siciliani P, Competition Law Analysis, Cases, & Materials (OUP 2019)

OECD, ‘Algorithms and Collusion: Competition Policy in the Digital Age’ (2017) <www.oecd.org/competition/algorithms-collusion-competition-policy-in-the-digital-age.htm>

OECD, ‘Big Data: Bringing Competition Policy to the Digital Era – Background Note by the Secretariat’ (2016) <https://one.oecd.org/document/DAF/COMP(2016)14/en/pdf>