Δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων: μια «πανδημία» στον ψηφιακό κόσμο

Γράφει ο Ευάγγελος Φαρμακίδης*

Αυτό το μήνα γίναμε μάρτυρες μιας σειράς πρωτόγνωρων περιστατικών παράνομης βίας, η οποία ακολουθήθηκε από μια εξίσου πρωτόγνωρη προσβολή του συνταγματικώς και σε διεθνείς, ευρωπαϊκές και ενωσιακές συμβάσεις και συνθήκες κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή υπό την ειδικότερη έκφανση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ανθρώπων που υπήρξαν θύματα αυτών.

Το πρώτο περιστατικό βίας έλαβε χώρα στις 7-3-2021 και αφορά τον αδικαιολόγητο ξυλοδαρμό με μεταλλικό γκλοπ πολίτη από αστυνομικό στην πλατεία Νέας Σμύρνης.

Αυτό το περιστατικό βίας ακολουθήθηκε από μια βάναυση προσβολή του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του πολίτη, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε ξυλοκοπηθεί.

Συγκεκριμένα, στις 8-3-2021 βουλευτής προσπαθώντας χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να δικαιολογήσει την παραπάνω πράξη παράνομης βίας εκ μέρους του αστυνομικού, προχώρησε σε δημοσιοποίηση ακόμα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του πολίτη, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε.

Ο βουλευτής αποκάλυψε κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό τόσο δεδομένα που αφορούν την ταυτότητά του, όσο και δεδομένα που σχετίζονται με τις πολιτικές πεποιθήσεις του, τη συμμετοχή του σε ένωση προσώπων σχετική με τις παραπάνω πεποιθήσεις, καθώς και δεδομένα που αφορούν ποινικές διώξεις.

Μάλιστα ως «απάντηση» στην διαρροή των δεδομένων του πολίτη, διέρρευσαν στη συνέχεια στο διαδίκτυο και τα δεδομένα του αστυνομικού που τον ξυλοκόπησε, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών του και των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Στις 9-3-2021 ακολούθησε ένα ακόμη περιστατικό βίας. Ένας 24χρονος αστυνομικός της ομάδας Δράση κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από ομάδα διαδηλωτών, οι οποίοι κατάφεραν να τον ρίξουν από την υπηρεσιακή μηχανή στην οποία επέβαινε ως συνοδηγός.

Αμέσως μετά το παραπάνω περιστατικό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διέρρευσαν προσωπικά δεδομένα του αστυνομικού-θύματος που σχετίζονταν με την ταυτότητά του, την καταγωγή του, την οικογένειά του, την επαγγελματική και προσωπική του ζωή κατά τη διάρκεια και πριν την κατάταξή του στην Ελληνική Αστυνομία, καθώς και δεδομένα που αφορούν τα πολιτικά του φρονήματα, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές του πεποιθήσεις και τη συμμετοχή του σε σχετικές οργανώσεις.

Τις επόμενες ημέρες «παρέλασαν» μπροστά από τις οθόνες μας πλήθος δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπόπτων και κατηγορουμένων για την παραπάνω αξιόποινη πράξη κατά του αστυνομικού.

Μεταξύ των άλλων διέρρευσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσωπικά δεδομένα που αφορούσαν την ταυτότητα τους, την καταγωγή τους, την οικογενειακή και επαγγελματική τους ζωή, προηγούμενες ποινικές διώξεις και καταδίκες, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνον το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, αλλά και το τεκμήριο αθωότητας των υπόπτων/κατηγορουμένων, άλλο ένα αρνητικό φαινόμενο της εποχής μας, το οποίο έχει λάβει επίσης ενδημικές διαστάσεις.

Σύμφωνα με τους ισχύοντες σήμερα ορισμούς του άρθρου 2 περ. β του Ν. 2472/1997 (το οποίο παραμένει σε ισχύ και μετά τον Ν. 4624/2019, δυνάμει του άρθρου 84 του τελευταίου), τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων αποτελούν «ευαίσθητα δεδομένα» (ή δεδομένα ειδικών κατηγοριών, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων).

Κατά κανόνα η επεξεργασία των παραπάνω δεδομένων απαγορεύεται, ενώ κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.

Μάλιστα, η αντίθετη με τις παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων (ή δεδομένων ειδικών κατηγοριών), πέρα από τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, αποτελεί και ποινικό αδίκημα (άρθρο 38 του Ν. 4624/2019).

Εξαίρεση από τον παραπάνω κανόνα αποτελεί για παράδειγμα η δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες από εισαγγελική αρχή.

Ο εξαιρετικός λόγος της δημοσιοποίησης των παραπάνω ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και οι ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει ο Νόμος αποδεικνύει τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης στην προστασία των δεδομένων αυτών.

Πιο συγκεκριμένα η δημοσιοποίηση αυτή είναι επιτρεπτή για ορισμένα μόνον αδικήματα, γίνεται με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, η οποία θα πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη και θα πρέπει να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει.

Η εξαιρετική αυτή περίπτωση δημοσιοποίησης αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των αδικημάτων.

Μάλιστα, κατά αυτής της εισαγγελικής διάταξης δίνεται η δυνατότητα στον θιγόμενο να αμυνθεί, αφού ο νόμος επιτρέπει στον κατηγορούμενο ή τον κατάδικο την προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν της εισαγγελικής διάταξης.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης επιφύλαξε την παραπάνω δυνατότητα δημοσιοποίησης ευαίσθητων δεδομένων μόνο για τους εισαγγελείς, θέτοντας όμως ακόμα και σε αυτούς ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο περιορισμών.

Καταληκτικά, το γεγονός ότι πολίτες, δημοσιογράφοι, αλλά ακόμα και βουλευτές παραβιάζουν τον Νόμο είναι σαφώς ανησυχητικό.

Αυτό που προκαλεί όμως τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ανθρώπων, οι οποίοι μάλιστα υπήρξαν προηγουμένως θύματα αξιόποινων πράξεων, θυσιάζεται στον βωμό των likes, της τηλεθέασης και πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Οι «εκπτώσεις» στην προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της εποχής μας, το οποίο τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας.

*Ο Ευάγγελος Φαρμακίδης είναι δικηγόρος, διαπιστευμένος διαμεσολαβητής και μέλος της Homo Digitalis.


"Σκέφτομαι και γράφω" στο Facebook

Μια ματιά στα τελευταία περιστατικά λογοκρισίας στο διαδίκτυο και στα ερωτήματα που αναδύονται από αυτά

Γράφουν οι Μιρέλλα Καβαδάκη* και Αιμιλία Γιβροπούλου**

 

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει παρατηρηθεί ότι το Facebook προβαίνει σε μία σειρά μέτρων, όπως η αφαίρεση δημοσιεύσεων ορισμένων χρηστών ή ο περιορισμός χρήσης του μέσου.

Η πρακτική αυτή από πλευράς Facebook έχει ως κοινό παρονομαστή την αναφορά στις δημοσιεύσεις ενός συγκεκριμένου ονόματος: του Δημήτρη Κουφοντίνα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ για το ζήτημα της απεργίας πείνας του εν λόγω προσώπου έχει τοποθετηθεί και έχει λάβει θέση πλήθος κόσμου και θεσμικών φορέων), το Facebook επέβαλε αυτούς τους περιορισμούς σε αρκετούς χρήστες που μίλησαν για το θέμα, μεταξύ αυτών δημοσιογράφοι, δικηγόροι και καλλιτέχνες.

Μετά την αντίδραση του κόσμου και την πληθώρα των περιστατικών, που αφορούσαν διάφορους περιορισμούς σε χρήστες, η Facebook εξέδωσε ανακοίνωση αναγνωρίζοντας ουσιαστικά όχι μόνο το λάθος της, αλλά και τα ελλείμματα, που αναδείχθηκαν ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου (content moderation) που ακολουθεί.

Να υπενθυμίσουμε, ότι πριν από λίγες μόνο ημέρες μεγάλη αναστάτωση είχε εκδηλωθεί, κυρίως από τομέα της τέχνης σχετικά με το Άρθρο 8 του Νόμου 4779/2021, ο οποίος αφορά στην ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2018/1808 σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων.

Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι “Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.

Με άλλα λόγια, υπηρεσίες, όπως το Facebook αλλά και οποιαδήποτε μικρότερη υπηρεσία στο διαδίκτυο, απαγορεύεται να φιλοξενεί αντίστοιχο περιεχόμενο, με τις κυρώσεις του Άρθρου 36 να επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Αντίστοιχοι προβληματισμοί δημιουργήθηκαν επίσης όταν το Twitter με απόφασή του έκλεισε προσωρινά τον λογαριασμό του απερχόμενου Αμερικανού Προέδρου Donald Trump “λόγω του κινδύνου περαιτέρω υποκίνησης βίας” και αντιδημοκρατικών πράξεων, κάτι που απαγορεύεται από τους όρους χρήσης της υπηρεσίας.

Πέρα από τις διάφορες απόψεις επί του προσώπου και των απόψεων του πρώην προέδρου, η απόφαση απενεργοποίησης ενός λογαριασμού χρήστη και η αφαίρεση του δικαιώματος έκφρασης μέσω αυτού γεννά πολλά ερωτήματα γύρω από την δύναμη της εκάστοτε διαδικτυακής υπηρεσίας.

Το θέμα αυτό δεν είναι καινούριο. Τα τελευταία χρόνια πολλές φωνές από την κοινωνία των πολιτών και όχι μόνο, εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με την δύναμη των διαδικτυακών πλατφόρμων και την αυθαιρεσία αυτών.

Επιπρόσθετα, έντονες αντιδράσεις έχουν εκφραστεί σχετικά με την υπέρμετρη επιβάρυνση των υπηρεσιών αυτών με αυστηρές υποχρεώσεις και κυρώσεις από το νόμο όπως επίσης και με την μετατόπιση της ευθύνης της επιβολής του νόμου από τις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές προς τις υπηρεσίες αυτές (“αυτορρύθμιση”).

Ως αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών, οι διαδικτυακές υπηρεσίες μπορούν να λειτουργούν ως “αστυνομία του διαδικτύου” και να αποφασίζουν τι θα εμφανίζεται και τι όχι στο διαδίκτυο, όχι βάσει του νόμου αλλά των Όρων Χρήσης που η κάθε μία επιβάλει και ακολουθεί.

Οι Όροι Χρήσης της εκάστοτε διαδικτυακής πλατφόρμας αντικατοπτρίζουν το “μοντέλο υπηρεσιών” που αποφασίζουν να παρέχουν δρώντας στα πλαίσια της “επιχειρηματικής ελευθερίας”, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Ειδικότερα, το Facebook, όπως και κάθε ιδιωτική επιχείρηση, έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται ελεύθερα και όπως αυτό επιθυμεί την επιχείρησή του. Ένα κομμάτι αυτής της διαχείρισης αποτελούν και οι προκαθορισμένοι Όροι Χρήσης της ιστοσελίδας, η αποδοχή των οποίων συνιστά τυπική προϋπόθεση για την εγγραφή των χρηστών.

Η ύπαρξη των όρων χρήσης στο διαδίκτυο όχι μόνο είναι εύλογη, αλλά καθίσταται και απαραίτητη, για παράδειγμα σε περιστατικά υποκίνησης μίσους, βίας και τέλεσης εγκλημάτων.

Το ερώτημα όμως είναι μέχρι πού φτάνει η επιχειρηματική ελευθερία και πού αρχίζει ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης.

Σε αρκετές περιπτώσεις παράνομου περιεχομένου ή δραστηριότητας η απόφαση φαίνεται να είναι σχετικά ευκολότερη, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις περιεχομένου σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως η διάκριση αυτή είναι δυσχερής.

Δεν εξουσιοδοτείται το Facebook, ή το οποιοδήποτε Facebook, να κρίνει και να αποφασίζει σχετικά με πράξεις ή αναρτήσεις για τον παράνομο χαρακτήρα τους. Η απόφαση επί του “παράνομου” γίνεται από τα Δικαστήρια που ορίζουν και τις αντίστοιχες κυρώσεις, όπως για παράδειγμα στις περιπτώσεις συκοφαντίας, δυσφήμισης, εξύβρισης ή ακόμα και παραβίασης της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αντίστοιχους προβληματισμούς είχαμε εκφράσει όσον αφορά στη μεταρρύθμιση της πνευματικής ιδιοκτησίας βάσει της Οδηγίας 2019/790. Το άρθρο 17 της τελευταίας αναθέτει αυστηρές ευθύνες στις πλατφόρμες με σκοπό να τις αποτρέψουν από τη φιλοξενία περιεχομένου που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα, με αντίστοιχη ποινή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ρυθμίσεων αλλά και της γενικότερης αυστηρής μεταχείρισης των διαδικτυακών υπηρεσιών και των υποχρεώσεων τους, είναι φανερό ότι οι τελευταίες ωθούνται στην αυτορρύθμιση, όπως αναφέραμε και παραπάνω, και τείνουν να αφαιρούν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο προς αποφυγή δυσμενών κυρώσεων.

Λόγω της εν δυνάμει επικινδυνότητας του περιεχομένου, ορισμένες πλατφόρμες προβαίνουν στη χρήση “φίλτρων” που αναγνωρίζουν το αμφιλεγόμενο περιεχόμενο και είτε ειδοποιούν τον χρήστη που το αναφόρτωσε είτε μπλοκάρουν το περιεχόμενο απευθείας.

Παράλληλα με τη χρήση των μέσων αυτών πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν και ανθρώπινο δυναμικό για τον εντοπισμό και αφαίρεση περιεχομένου.

Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται και από την ανακοίνωση που εξέδωσε η Facebook, η οποία αναφέρει ότι απασχολεί 15.000 επιμελητές περιεχομένου (content moderators), που εδρεύουν σε περιοχές σε όλο τον κόσμο. Όπως μέλος μας είχε αναφέρει και αναδείξει στο παρελθόν, αντίστοιχο κέντρο ελέγχου της Facebook λειτουργεί και στην Ελλάδα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι τα πρόσφατα περιστατικά με αφορμή τις αναρτήσεις σχετικά με τον Δημήτρη Κουφοντίνα δεν είναι μεμονωμένα ούτε πρωτόγνωρα. Αντίστοιχες τάσεις έχουν παρατηρηθεί σε πληθώρα διαδικτυακών υπηρεσιών και για ποικιλία περιεχομένου και δραστηριότητας.

Πιο συγκεκριμένα, ανά διαστήματα έχουν χαρακτηριστεί ότι παραβιάζουν τους Όρους Χρήσης πίνακες ζωγραφικής ή φωτογραφίες, που απεικονίζουν παιδιά που βιώνουν τη φρίκη του πολέμου, επειδή περιέχουν γυμνό. Αυτές οι πρακτικές εμφανώς δημιούργησαν πλήθος αντιδράσεων, κάνοντας λόγο για λογοκρισία και αυθαίρετη αφαίρεση περιεχομένου.

Η κατάσταση φαίνεται να επαναλαμβάνεται και να οδηγεί πολλούς χρήστες σε αδιέξοδο. Σύμφωνα με πρόσφατες εμπειρίες και καταγγελίες χρηστών, οι μεγάλες διαδικτυακές υπηρεσίες, όχι μόνο αφαιρούν το εκάστοτε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο ή απενεργοποιούν λογαριασμούς χρηστών, αλλά προβαίνουν στην πράξη αυτή χωρίς να τους ενημερώνουν και επιπρόσθετα στερώντας τους το δικαίωμα για επικοινωνία και έκκληση για αποκατάσταση.

Η δύναμη αυτή και η αυθαιρεσία από πλευράς των μεγάλων υπηρεσιών φαίνεται ανεξέλεγκτη και η ισχύουσα νομοθεσία μη αποτελεσματική. Πέρα από τις προσπάθειες των Ευρωπαίων νομοθετών να “δαμάσουν” τα θηρία του διαδικτύου μέσα από τομεακή νομοθεσία (π.χ για τα πνευματικά δικαιώματα, για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων, για τη σχέση ανάμεσα σε πλατφόρμες και επιχειρήσεις στην ψηφιακή αγορά κ.ο.κ), η συνεχής εξέλιξη της τεχνολογίας και η αύξηση χρήσης των υπηρεσιών αυτών τις ενισχύουν και καθιστούν την ισχύουσα νομοθεσία παρωχημένη.

Το έλλειμμα αυτό έχει διαγνωστεί και οι ευρωπαίοί νομοθέτες έχουν κινητοποιηθεί για ακόμη μια φορά.

Τον περασμένο Δεκέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την πρότασή της για Κανονισμό (2020/825) σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, καθώς επίσης και την πρότασή της για Κανονισμό (2020/842) σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές) με στόχο των εκσυγχρονισμό της ισχύουσας νομοθεσίας.

Η πρώτη πρόταση αφορά στην ρύθμιση του πλαισίου κανόνων της ηλεκτρονικής αγοράς, ενώ η δεύτερη εστιάζει σε μεγάλες εταιρείες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο διαδίκτυο, όπως η Facebook, και στην εξασφάλιση ισορροπίας και υγιούς ανταγωνισμού.

Στην πρώτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει “υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για ένα διαφανές και ασφαλές επιγραμμικό περιβάλλον” συμπεριλαμβανομένων, πέρα από την υποχρέωση διαφάνειας, υποχρεώσεων για ορισμό νόμιμων εκπροσώπων, σημείων επικοινωνίας, αλλά και εύκολα προσβάσιμων και κατανοητών όρων χρήσης.

Περαιτέρω, οι επιγραμμικοί πάροχοι οφείλουν να θέτουν σε εφαρμογή μηχανισμούς ειδοποίησης και δράσης “ώστε να διευκολύνουν την υποβολή επαρκώς ακριβών και αρκούντως τεκμηριωμένων ειδοποιήσεων” όσον αφορά σε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο.

Οι πάροχοι υποχρεούνται να εξετάσουν την ειδοποίηση και οφείλουν να συνοδεύσουν την εκάστοτε απόφασή τους με σαφή αιτιολόγηση.

Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί μια θετική εξέλιξη στον τομέα της ψηφιακής πολιτικής και θέτει ισχυρες βάσεις για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες ανάμεσα στους ΕυρωπαΪκούς νομοθέτες. Η Homo Digitalis και τα μέλη της θα παρακολουθήσουν στενά τις εξελίξεις.

Εν κατακλείδι, τα τελευταία γεγονότα έφεραν στην επιφάνεια ένα ζήτημα που ούτε είναι καινούριο και ούτε πρόκειται να σταματήσει να μας απασχολεί άμεσα.

Το διαδίκτυο μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε χωρίς τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς. Το μέγεθος των πληροφοριών που αναφορτώνονται και επεξεργάζονται είναι υπέρογκο και  η διαχείρισή τους καθίσταται αρκετά δύσκολη, με αποτέλεσμα οι αλγόριθμοι να αποφασίζουν για το τι θα εμφανιστεί και πώς στον εκάστοτε χρήστη. Όσο εύκολη όμως είναι η μετάδοση του μηνύματος, τόσο εύκολη είναι και η αποσιώπησή του.

Προφανώς, όταν δίνεται εντολή στον αλγόριθμο να διαγράφει αναρτήσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη “Κουφοντίνας”, αυτός θα εκτελεί τη συγκεκριμένη εντολή χωρίς σκέψη, αφού η εταιρεία -εν προκειμένω η Facebook- προβλέπει συγκεκριμένες πολιτικές για τα “Επικίνδυνα άτομα και Οργανώσεις”.

Μία δημοσίευση όμως που απλώς αναφέρεται στο συγκεκριμένο όνομα και δεν περιλαμβάνει κάποια τοποθέτηση υπέρ του, ή ακόμη περισσότερο μία δημοσίευση που τοποθετείται ως προς το ζήτημα της επιβολής του νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς παραβιάζει ακριβώς τις πολιτικές αυτές;

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το Facebook αποτελεί μία από τις πιο μαζικές πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μετρώντας δισεκατομμύρια χρήστες.

Σήμερα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το Facebook όχι μόνο σαν μέσο κοινωνικοποίησης, αλλά και σαν μέσο πληροφόρησης και διάδοσης πληροφοριών. Για το λόγο αυτό, τέτοια περιστατικά προκαλούν αντιδράσεις κάνοντας ολοένα και περισσότερους χρήστες να καταγγέλλουν το Facebook για λογοκρισία.

Επομένως, αυτές οι υπηρεσίες δε γίνεται να εναποθέτουν τον έλεγχο του περιεχομένου της πλατφόρμας μόνο σε συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (“ΑΙ”), αλλά χρειάζεται παράλληλα -ειδικά για διφορούμενα περιστατικά- η ανθρώπινη παρέμβαση, έχοντας κατάλληλη εκπαίδευση και γνώσεις όσον αφορά τους όρους χρήσης και τους νόμους.

Έτσι, θα μπορεί ο έλεγχος να γίνεται σε ένα επίπεδο πιο ουσιαστικό και να μην αρκείται σε μία λέξη μόνο ή σε μία φωτογραφία με γυμνό, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαφάνεια όλης της διαδικασίας αφαίρεσης περιεχομένου και επιβολής περιορισμών.

Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί η υποχρέωση ειδοποίησης του χρήστη, τόσο ως προς το “παράνομο” περιεχόμενο όσο και ως προς τα δικαιώματά του, και η παροχή ικανοποιητικού χρονικού διαστήματος για αντίδραση αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι ενδέχεται να μειωθούν τα περιστατικά αυθαίρετης αφαίρεσης περιεχομένου.

Όσο προχωράει και εξελίσσεται η τεχνολογία, όσο περισσότερο μπαίνει στις ζωές μας και αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας, τόσο θα γεννιούνται καινούργια ερωτήματα και ζητήματα, που μέχρι πρότινος είχαμε έτοιμες και απλές απαντήσεις.

Ίσως έχει έρθει η ώρα λοιπόν να απαντήσουμε και στο ερώτημα που τέθηκε προ ημερών: Έχει δικαίωμα το Facebook να λογοκρίνει; Και αν ναι, με ποια κριτήρια; Εγώ ποιά δικαιώματα έχω ενάντια στη λογοκρισία; Πού να απευθυνθώ; Δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τις απαντήσεις και τις νέες ρυθμίσεις, όπως αυτές διαπραγματεύονται τη δεδομένη στιγμή από τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενώ παράλληλα παραμένουμε ενημερωμένοι για τα ψηφιακά μας δικαιώματα.

 

*Η Μιρέλλα Καβαδάκη είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών, ασκούμενη δικηγόρος ΔΣΑ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ενωσιακού και Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή και ασχολείται με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την τεχνητή νοημοσύνη.

**Η Αιμιλία Γιβροπούλου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Κομοτηνής και κάτοχος του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Internet Law and Policy LLM) από το Πανεπιστήμιο Strathclyde της Γλασκώβης. Ασχολείται ενεργά με την ψηφιακή πολιτική και τη σχέση της με τα ανθρώπινα δικαιώματα με ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία της έκφρασης και την προστασία των προσωπικών δικαιωμάτων και του απορρήτου.


Μικρομεσαίες επιχειρήσεις και Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (GDPR)

Γράφει ο Δημοσθένης Κωστούλας, ΜΒΑ, MSc **

Πέρασαν κάτι λιγότερο από 3 χρόνια αφότου ξεκίνησε η εφαρμογή του νέου ευρωπαϊκού Κανονισμού για την προστασία προσωπικών δεδομένων (“ΓΚΠΔ” ή “GDPR“) και η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, θα έπρεπε ήδη να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό και την κείμενη νομοθεσία, αλλά και να έχουν υλοποιήσει μια σειρά από ενέργειες προς την κατεύθυνση της προστασίας των (προσωπικών) δεδομένων που διαχειρίζονται.

Ειδικότερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, άσχετα από την απαίτηση ή όχι για διορισμό ενός υπεύθυνου προστασίας δεδομένων (“DPO“), αφού αυτό εξαρτάται από το α) αν υπάρχει τακτική και συστηματική παρακολούθηση δεδομένων πελατών – προσωπικού – προμηθευτών – συνεργατών σε μεγάλη κλίμακα ή β) αν λαμβάνει χώρα μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών (ευαίσθητων) δεδομένων, μια επιχείρηση οφείλει να εφαρμόσει ορισμένα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων. Αν και η έκταση και το εύρος εφαρμογής αυτών των μέτρων μπορεί να διαφοροποιούνται ανάλογα με την περίπτωση, συστήνεται η υλοποίηση μιας – κατ΄ελάχιστον – λίστας προληπτικών ενεργειών.

Ενδεικτικά, αλλά όχι περιοριστικά:

  • Δημιουργία ενός αρχείου δραστηριοτήτων με όλες τις κατηγορίες επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων για τις οποίες είναι υπεύθυνη η επιχείριση (ως υπεύθυνος επεξεργασίας), με ταυτόχρονη αναφορά σε μια σειρά από βασικές πληροφορίες που απαιτούνται από τον ΓΚΠΔ.
  • Ύπαρξη μιας πολιτικής προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
  • Ορισμένες γραπτές διαδικασίες για τον τρόπο επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων από την επιχείρηση.
  • Ανάλογα με το είδος και την δραστηριότητα της επιχείρησης, ύπαρξη κατάλληλου εντύπου ενημέρωσης των πελατών για την χρήση των δεδομένων τους, με αναφορά στους σκοπούς για τους οποίους που θα χρησιμοποιηθούν τα δεδομένα, την νομική βάση για την επεξεργασία τους, για πόσο χρονικό διάστημα θα αποθηκεύονται, σε ποιους θα κοινοποιούνται, αναφορά στα βασικά δικαιώματά των πελατών όσον αφορά την προστασία των δεδομένων, το δικαίωμά των πελατών να υποβάλουν καταγγελία κλπ.
  • Σε περίπτωση απασχόλησης προσωπικού, ύπαρξη εντύπου ενημέρωσης του προσωπικού για τις ακριβείς επεξεργασίες των προσωπικών τους δεδομένων (ίδια δομή με το έντυπο ενημέρωσης πελάτη) και, ξεχωριστά, υπογραφή ρήτρας εμπιστευτικότητας. Επίσης, συχνή εκπαίδευση του προσωπικού για την ορθολογική χρήση των εταιρικών δεδομένων.
  • Στην περίπτωση των προμηθευτών και των εξωτερικών συνεργατών, απαίτηση για υπογραφή σύμβασης ή άλλης νομικής πράξης σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά περίπτωση και βάση του είδους της συνεργασίας. Ενδεικτικά, αφορά την ανάθεση σε τρίτες εταιρείες ή ελεύθερους επαγγελματίες: α) της μισθοδοσίας του προσωπικού, β) της ασφάλισης του προσωπικού, γ) της λογιστικής υποστήριξης της επιχείρησης, δ) της μηχανογραφικής υποστήριξης, ε) της διαχείρισης της εταιρικής ιστοσελίδας ή/και των social media, στ) της συντήρησης του εξοπλισμού, ζ) της καθαριότητας των υποδομών, η) της φύλαξης των υποδομών και θ)  τυχόν λοιπές συνεργασίες με συμβούλους.
  • Σε περίπτωση λειτουργίας κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV), α) ενημέρωση των υποκειμένων  με εμφανείς σημάνσεις για την ύπαρξη του συστήματος βιντεοεπιτήρησης για το σκοπό της ασφάλειας προσώπων και αγαθών και β) τήρηση των σχετικών απαιτήσεων που προκύπτουν από την κείμενη νομοθεσία, όπως ενδεικτικά, τοποθέτηση καμερών σε σημεία εισόδου και εξόδου, σε χώρους ταμείων ή χώρους κρίσιμων εγκαταστάσεων, απαίτηση για διαγραφή του καταγεγραμμένου υλικού εντός 15 ημερών, προστασία µονάδας ελέγχου του κυκλώµατος (καταγραφικό) το υλικό να μην χρησιμοποιείται για την διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού κλπ.
  • Σε περίπτωση ύπαρξης ηλεκτρονικής ιστοσελίδας, ύπαρξη όρων και προϋποθέσεων χρήσης της ιστοσελίδας, δυνατότητα στον επισκέπτη να αποδεχθεί ή να απορρίψει την εγκατάσταση cookies (πέραν των «αυστηρώς απαραίτητων»), ανάρτηση στην ιστοσελίδα της πολιτικής προστασίας δεδομένων της επιχείρησης κλπ.
  • Σε περίπτωση αποστολής ηλεκτρονικών newsletters ή sms marketing από την επιχείρηση, θα πρέπει οπωσδήποτε να δίδεται η δυνατότητα στους χρήστες για ξεκάθαρη και ρητή συγκατάθεση για το αν επιθυμούν να λαμβάνουν τέτοιες επικοινωνίες / ενημερώσεις (opt-in).

 

Ειδικότερα ως προς την φυσική ασφάλεια, προτείνονται ενδεικτικά τα ακόλουθα μέτρα:

*ασφαλής αποθήκευση κρίσιμων δεδομένων, όπως φύλαξη φακέλων προσωπικού, πελατών και λοιπά έντυπα αρχεία σε κλειδωμένα συρτάρια, ντουλάπες ή φωριαμούς,

* εγκατάσταση συστήματος συναγερμού και αλλαγή κωδικών σε περίπτωση αποχώρησης προσωπικού που τους γνώριζε,

* εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) ή/και συνεργασία με εταιρεία φύλαξης χώρων (security),

* αλλαγή κλειδαριών σε περίπτωση αποχώρησης προσωπικού που χειριζόταν τα κλειδιά,

* κλείδωμα όλων των θυρών και παραθύρων πριν την αποχώρηση από την επιχείρηση κλπ.

Ως προς την ασφάλεια της ηλεκτρονικής πληροφορίας, προτείνονται ενδεικτικά τα ακόλουθα μέτρα:

* εφαρμογή προγραμμάτων αντιμετώπισης κακόβουλου λογισμικού (anti malware), καθώς και χρήση προγραμμάτων τειχών ασφαλείας (firewall),

* αποθήκευση στο δίκτυο και κεντρική λήψη αντιγράφων ασφαλείας (backup), σε τακτική βάση και με ασφαλή τρόπο,

* περιορισμοί στην σύνδεση αποσπώμενων μέσων για αποφυγή κακόβουλης εξαγωγής δεδομένων,

* διαχείριση λογαριασμών χρηστών, μηχανισμοί ελέγχου πρόσβασης, διαχείριση κωδικών πρόσβασης,

* λοιπές πολιτικές και διαδικασίες για την προστασία της ηλεκτρονικής πληροφορίας και δεδομένων.

 

Ως προς τις διαβιβάσεις πληροφοριών, προτείνονται ενδεικτικά τα ακόλουθα μέτρα:

* προστασία ηλεκτρονικών αρχείων κατά την αποστολή τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (πχ μέσω της ξεχωριστής αποστολής των κωδικών ανοίγματος με sms ή με άλλους ενδεδειγμένους τρόπους προστασίας),

* μηχανισμοί και διαδικασίες για προσεκτική ταυτοποίηση ατόμων πριν την διαβίβαση πληροφοριών δια τηλεφώνου, ηλεκτρονικά ή από κοντά κλπ.

 

Συμπερασματικά, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα πρέπει απλώς να αντιλαμβάνονται τον σκοπό και την σημαντικότητα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαχειρίζονται, αλλά και να υιοθετούν μια σειρά από τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προστασίας και διαφύλαξης των δεδομένων, υπό το πρίσμα του ΓΚΠΔ / GDPR και της κείμενης νομοθεσίας.

 

** Ο Δημοσθένης Κωστούλας, Quality Manager και DPO σε Ιδιωτική Κλινική, DPO στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος MBΑ και MSc (International Business and Finance). Είναι ένας εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου με τίτλο “Η Συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων – Πρακτικά Ζητήματα – Υποδείγματα” (Ιανουάριος 2020, Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ), ενώ ταυτόχρονα, είναι αρθρογράφος για το GDPR και αποτελεί γενικό γραμματέα και μέλος του Δ.Σ. του ελληνικού παραρτήματος του European Association of Data Protection Professional (EADPP), επιστημονικό συνεργάτη του Ευρωμεσογειακού Ινστιτούτου Ποιότητας & Ασφάλειας στις Υπηρεσίες Υγείας Avedis Donabedian (EIQSH), μέλος της ομάδας του Homo Digitalis, μέλος του DPO Network Greece και μέλος του ΙΝ.ΕΠ.ΙΔ Β.Ελλάδος.

Πηγές:

  1. Τσιπτσέ, Ο. και Κωστούλας, Δ. (Ιανουάριος 2020), Η συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων GDPR EU 2016/679 – Πρακτικά Ζητήματα Υποδείγματα, Νομικές Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ, Αθήνα
  2. Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679  https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,213319&_dad=portal&_schema=PORTAL
  3. Αρχή Προστασίας ∆εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ο∆ΗΓΙΑ 1/2011, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/2274/31.03.2011, Χρήση συστηµάτων βιντεοεπιτήρησης για την προστασία προσώπων και αγαθών.
  4. Αρχή Προστασίας ∆εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα, ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 25/2/2020, Aρ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1525, Συστάσεις για τη συμμόρφωση υπευθύνων επεξεργασίας δεδομένων με την ειδική νομοθεσία για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες.
  5. https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/data-protection-overview-citizens_el.pdf, ΕΝΑΣ ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΊΤΗ ΓΊΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ ΤΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΕ, Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2018


Το δικαίωμα να αποσυνδεθείς από την τηλεργασία

Γράφουν οι Βανέσα Ματσούκα* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης**

«Έτοιμα τα ποπ κορν;»

«Ναι, βάλε την ταινία».

Ο Δημήτρης πάτησε το play και πήρε τη θέση του στον καναπέ. Η Αγγελική έκατσε δίπλα του. Είχαν πολλές μέρες να κάνουν κάτι οι δυό τους, καθώς δουλεύουν πολλές ώρες, ακόμα και μέσα στην καραντίνα. Ήταν 10 η ώρα, Παρασκευή βράδυ, και επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν μια ταινία μαζί.

Με το που ξεκίνησαν οι τίτλοι αρχής, εμφανίστηκε ειδοποίηση στο laptop του Δημήτρη. E-mail από το manager του. Η Αγγελική δυσανασχέτησε. Ο Δημήτρης προσποιήθηκε ότι δεν έγινε τίποτα και την πήρε αγκαλιά.

Ένα τέταρτο αργότερα, το κινητό του δονήθηκε. Μήνυμα από το manager του. Ο Δημήτρης σηκώθηκε. Ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι έπρεπε να απαντήσει.

Η Αγγελική δυσανασχέτησε πιο έντονα. Είχαν ήδη δουλέψει 10 ώρες εκείνη την ημέρα και δούλευαν ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό. Δεν μπορούσαν να έχουν λίγο χρόνο για τους εαυτούς τους;

«Αν δεν είχαμε lockdown και δούλευες κανονικά από το γραφείο, τέτοια ώρα δε θα ήμασταν έξω για ποτό ή σινεμά;»

Ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να πει.

«Αν ήμασταν έξω για ποτό, θα απαντούσες στα emails σου;», τον ρώτησε η Αγγελική.

Ο Δημήτρης παρέμεινε άφωνος κοιτάζοντας μία το κινητό του και μία την Αγγελική.

«Και αν είχαμε πάει σινεμά, θα το είχες κλείσει. Άρα γιατί τώρα να πρέπει να απαντήσεις;», επέμεινε η κοπέλα του.

«Μα τώρα είμαστε σπίτι και το ξέρει ότι είμαι σπίτι. Ξέρει ότι έχω πρόσβαση στο κινητό και το λάπτοπ μου συνέχεια», βρήκε το θάρρος να πει ο Δημήτρης.

«… και αυτό δηλαδή σημαίνει ότι πρέπει να απαντάς στα emails της δουλειάς 4 ώρες αφού έχει τελειώσει το ωράριό σου;»

 

Η Αγγελική είχε δίκιο. Αν βρισκόταν σε κάποια άλλη χώρα, ο Δημήτρης ίσως είχε κατοχυρωμένο δικαίωμα να μην διαβάσει, απαντήσει ή ασχοληθεί με οποιοδήποτε email ή μήνυμα λάμβανε από τη δουλειά του μετά το τέλος του ωραρίου εργασίας του.

 

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, και φυσικά με περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση.

 

Στη Γαλλία και στην Ιταλία το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι» (‘the right to disconnect’) είναι ήδη κατοχυρωμένο με εθνικούς νόμους από το 2017. Σε χώρες όπως η Γερμανία, παρότι δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία, πολλές εταιρείες έχουν εντάξει το σχετικό δικαίωμα στις εσωτερικές τους πολιτικές. Μάλιστα, το 2013 το Γερμανικό Υπουργείο Εργασίας απαγόρευσε στους προϊσταμένους του Υπουργείου να στέλνουν μηνύματα και emails στους εργαζομένους του Υπουργείου εκτός ωραρίου εργασίας.

Το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι σημαίνει πρακτικά ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να αποσυνδεθεί πλήρως από οποιονδήποτε εταιρικό λογαριασμό email ή από οποιαδήποτε εφαρμογή χρησιμοποιεί η εταιρεία ή ο οργανισμός, στον οποίο εργάζεται, όταν δεν βρίσκεται εντός του ωραρίου εργασίας του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης του δεν μπορεί να έχει καμία απαίτηση ο εργαζόμενος να διαβάσει ή να απαντήσει σε οποιοδήποτε μήνυμα λάβει εκτός του ωραρίου εργασίας του.

Περισσότερο από το 1/3 των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργάζονται πλέον από το σπίτι εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, είναι πλέον εμφανές ότι η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων απαιτεί νέες ρυθμίσεις. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Ευρωβουλευτές με απόφαση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησαν πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει μια Ευρωπαϊκή Οδηγία, η οποία θα ανανεώνει το πλαίσιο της τηλεργασίας στην ΕΕ και θα κατοχυρώνει το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι». Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, συνεπώς και περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση. Η πίεση που δημιουργείται από τους εργοδότες να είμαστε διαρκώς διαθέσιμοι και προσβάσιμοι επειδή εργαζόμαστε από το σπίτι έχει συνέπειες για τον εργαζόμενο και κατ’ επέκταση και την εταιρία. Όταν κάποιος είναι διαθέσιμος διαρκώς, αναμφίβολα θα οδηγηθεί στο burnout ενώ η αποδοτικότητά του θα είναι πολύ χαμηλή.

Οι αρνητικές συνέπειες της πολύωρης χρήσης των οθονών είναι γνωστές, από τα μυοσκελετικά προβλήματα ως τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να προκληθούν. Η παραγωγική σκέψη είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που οι περισσότεροι εργοδότες αναζητούν από το προσωπικό τους και η οποία αναπτύσσεται όταν κανείς είναι αποσυνδεδεμένος και ασχολείται με άλλες δραστηριότητες, εκτός δουλειάς. Οι πιο παραγωγικές χώρες της Ευρώπης, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ιρλανδία, έχουν εφαρμόσει το πιο “απλό” μοντέλο εργασίας και φαίνεται ότι έχουν βρει τον τρόπο που ωφελεί και τις δύο πλευρές. Ανακάλυψαν ότι οι ώρες που αφιερώνουμε στην εργασία μας είναι πιο σημαντικό να είναι αποδοτικές και να είμαστε συγκεντρωμένοι, παρά να είναι αριθμητικά πολλές. Μάλιστα, φαίνεται ότι πολλές πολυεθνικές έχουν ξεκινήσει να υποστηρίζουν το δικαίωμα στην αποσύνδεση δοκιμάζοντας ένα μοντέλο συνδυαστικής εργασίας σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ίσως το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι κατοχυρωθεί σύντομα και στη χώρα μας. Το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας για την τηλεργασία, καθώς και η σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία, που θα προτείνει σύντομα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να δώσουν στο Δημήτρη το δικαίωμα να απολαμβάνει ανενόχλητος την ταινία του με την Αγγελική την Παρασκευή το βράδυ και να σε όλους μας τη δυνατότητα να εργαζόμαστε από το σπίτι με λιγότερο άγχος και να απολαμβάνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας.

 

Το άρθρο δημιουργήθηκε από κοινού από την ομάδα της Homo Digitalis & του Digital Detox Experience.  

*Η Βανέσα Ματσούκα είναι ιδρύτρια του Digital Detox Experience. 

**Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης είναι δικηγόρος και συνιδρυτής της Homo Digitalis.


Η Αξία της Διαδικτυακής Ανωνυμίας

Θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η χρήση πραγματικών ονομάτων στο Διαδίκτυο;

Γράφει η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη*

 

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο είναι μια σημαντική αρχή ενός ελεύθερου και ανοιχτού Διαδικτύου. Ιδιαίτερα σε μία εποχή συνεχούς ταυτοποίησης, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα άτομο δεν θα ήθελε να είναι αναγνωρίσιμο στο Διαδίκτυο.

Ο David Kaye, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την προώθηση και την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία γνώμης και έκφρασης, τόνισε οτι η διαδικτυακή ανωνυμία «έχει γίνει απαραίτητη για την άσκηση της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης».

Η ανωνυμία είναι πολύτιμη διότι επιτρέπει στους ανθρώπους να αναζητούν ελεύθερα πληροφορίες, να συμμετέχουν σε πολιτικές συζητήσεις, να αναπτύσσουν ιδέες και να εκφράζονται ελεύθερα χωρίς τον φόβο των επιπτώσεων.

Θεωρείται θεμελιώδης για τη συζήτηση αμφιλεγόμενων θεμάτων και γενικότερα για την ποικιλομορφία των φωνών. Ο φόβος της αναγνώρισης μπορεί να «παγώσει» την ελευθερία έκφρασης και να οδηγήσει σε αυτολογοκρισία.

Η ανωνυμία ειναι επίσης μια βασική προϋπόθεση για το «whistleblowing», ώστε ο whistleblower να μπορεί να δράσει χωρίς φόβο.

Επιπλέον, η ανωνυμία αποτελεί πτυχή της ιδιωτικής ζωής. Δεν χρειάζεται να είναι δημόσια όλα όσα κάνουμε στο Διαδίκτυο.

Η ανωνυμία είναι σημαντική προκειμένου να αποφευχθεί η εκτεταμένη παρακολούθηση τόσο από ιδιωτικούς όσο και από δημόσιους φορείς. Διαφορετικά, θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να συνδυάσουν πληροφορίες που αφορούν τους χρήστες και έτσι να τους ξεχωρίσουν από το πλήθος.

Υπάρχει, ωστόσο, ελάχιστη διεθνής συναίνεση σχετικά με την προστασία της ανωνυμίας, όπου ορισμένα κράτη τείνουν να περιορίζουν την ανωνυμία περισσότερο από άλλα.

Στην Ευρώπη, η προστασία της διαδικτυακής ανωνυμίας απορρέει από τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την ελευθερία της έκφρασης. Η προστασία της ανωνυμίας, αν και πολύ σημαντική, δεν μπορεί να είναι απόλυτη και μπορεί να περιοριστεί για την προστασία άλλων συμφερόντων.

Η Νότια Κορέα το 2007 είχε εφαρμόσει νόμο που περιόριζε την διαδικτυακή ανωνυμία, απαιτώντας μια διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας του χρήστη. Όμως, η ασφάλεια των δεδομένων παραβιάστηκε αρκετές φορές και οι προσωπικές πληροφορίες εκατομμυρίων χρηστών διέρρευσαν.

Ο νόμος στη συνέχεια καταργήθηκε, καθώς το δημόσιο συμφέρον δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να δικαιολογήσει περιορισμούς στο δικαιώμα ελευθερίας της έκφρασης. Ο νόμος δεν πέτυχε να σταματήσει τα καταχρηστικά και προσβλητικά σχόλια στο Διαδίκτυο, ενώ αναγνωρίστηκε ότι ορισμένες παράπλευρες επιπτώσεις της διαδικτυακής ανωνυμίας είναι απλώς αναπόφευκτες.

Παρόμοιες πολιτικές για τον περιορισμό της ανωνυμίας στο Διαδίκτυο συζητούνται στην Ευρώπη.

Τον Απρίλιο του 2019, η αυστριακή κυβέρνηση πρότεινε ένα νομοσχέδιο με στόχο την καταπολέμηση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους το οποίο θα απαιτούσε από τους χρήστες να παρέχουν την πραγματική τους ταυτότητα στις πλατφόρμες.

Σχετικά με το θέμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), η οποία είναι ένα σημαντικό όργανο παρακολούθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόνισε ότι «οποιοσδήποτε περιορισμός των ελευθεριών (των χρηστών) πρέπει να είναι ανάλογος προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό και να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως απαιτείται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Η διαδικτυακή ανωνυμία, όμως, εκτός από την νομοθεσία ενός κράτους, μπορεί να περιοριστεί και από ιδιωτικούς φορείς.

Για παράδειγμα, το Google+ είχε εφαρμόσει πολιτική πραγματικού ονόματος, η οποία κατόπιν έντονων αντιδράσεων καταργήθηκε. Tο Twitter δίνει την δυνατότητα σε κάποιους χρήστες να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα τους και να λάβουν το χαρακτηριστικό μπλε σήμα επαλήθευσης, χωρίς όμως να απαγορεύει την ανωνυμία.

Το Facebook, ωστόσο, απαγορεύει την διαδικτυακή ανωνυμία και υποστηρίζει ότι η πολιτική του που απαιτεί «αυθεντική ταυτότητα» κρατά τους χρήστες ασφαλείς. Ο Mark Zuckerberg έχει υποστηρίξει σθεναρά αυτή την άποψη και έχει δηλώσει ότι «το να έχεις δύο ταυτότητες είναι…έλλειψη ακεραιότητας».

Απαιτεί έγγραφα ταυτοποίησης για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του χρήστη ή κλείνει λογαριασμούς για τη χρήση ψευδωνύμων.

Ακόμη και αν ο χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει ονόμα πέραν αυτού που αναγράφεται στην ταυτότητα του (τουλάχιστον μέχρι να γίνει αναφορά από κάποιον άλλο χρήστη ή να ανιχνευθεί από το ίδιο το Facebook), η μη χρήση πραγματικών ονομάτων παραβιάζει τους Όρους Παροχής Υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, όμως, μια τέτοιου είδους πολιτική επιτρέπει στους παρόχους να προσωποποιήσουν ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες τους και έτσι να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Οι «αντίπαλοι» της ανωνυμίας υποστηρίζουν ότι χωρίς αυτήν οι χρήστες θα είχαν περισσότερο αυτοέλεγχο και θα ήταν πιο πολιτισμένοι.

Ωστόσο, η ανωνυμία δεν είναι άμεσος παράγοντας κακής ή ανεύθυνης συμπεριφοράς. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι πολιτικές πραγματικού ονόματος δεν επιτυγχάνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντίθετα, προκύπτει ότι οι χρήστες είναι εξίσου (ή και περισσότερο) επιθετικοί όταν χρησιμοποιούν τα ονόματά τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Facebook, παρά την πολιτική του, ανέφερε το 2019 μια τεράστια ποσότητα καταχρηστικού περιεχομένου, το οποίο κυκλοφόρησε από χρήστες που συχνά ενεργούσαν με πλήρη ονόματα.

Τέλος, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιβολή του νόμου, οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται εκ των προτέρων και αδιακρίτως σε όλους τους χρήστες.

Μια τέτοια εκ των προτέρων αντιμετώπιση φαίνεται να μην είναι κατάλληλη για το διαδικτυακό περιβάλλον, αφού μπορεί να περιορίσει δυσανάλογα τα δικαιώματα των χρηστών στην ελευθερία έκφρασης και στην ιδιωτικότητα.

Επιπλέον, ο περιορισμός της ανωνυμίας μπορεί να δράσει υπέρ των μεγάλων πλατφόρμων, δίνοντάς τους, παρά την κακή τους φήμη, ακόμη περισσότερα δεδομένα.

Η επιβολή του νόμου είναι ευρέως εφικτή, με τη «μη ανιχνεύσιμη ανωνυμία» να ισχύει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ακόμα και με εργαλεία όπως το Tor ή VPN. Όταν χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο, αφήνουμε ψηφιακά αποτυπώματα με τα οποία μπορεί να γίνει η ταυτοποίηση μας (π.χ. από IP διευθύνσεις και παρακολούθηση διαδικτυακής κίνησης).

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η διαδικτυακή ανωνυμία θεωρείται περιορισμένη και χαρακτηρίζεται συχνά ως μια «ψευδαίσθηση».

Επιπλέον, η προστασία της ανωνυμίας δεν είναι απόλυτη.  Αποτελεί σχετικό δικαίωμα και μπορεί να περιοριστεί.

Επομένως, ο προληπτικός και αδιάκριτος περιορισμός της διαδικτυακής ανωνυμίας επηρεάζει όλους τους χρήστες χωρίς καμία εγγύηση για ουσιαστικά οφέλη.

Αντιθέτως, η εκ των προτέρων διαδικτυακή ανωνυμία (ή «anonymity by default») μπορεί να προωθήσει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα και ελευθερία έκφρασης. Εξάλλου, κάθε προεπιλογή θα πρέπει να προσφέρει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας της ιδιωτικότητας.

Η συλλογή δεδομένων θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση, όχι τον κανόνα. Ωστόσο, η επιβεβαίωση ταυτότητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκ των υστέρων για τη μη συμμορφούμενη συμπεριφορά των χρηστών ή και εθελοντικά από χρήστες που δεν επιθυμούν ανώνυμη επικοινωνία.

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο δεν είναι μόνο για εκείνους που έχουν κακές προθέσεις. Είναι σημαντική για όλους μας και αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της διαδικτυακής μας ταυτότητας. Ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς προσπαθούν να περιορίσουν την ανωνυμία και να μας «σκιαγραφήσουν» τόσο ως καταναλωτές όσο και ως πολίτες.

Ειδικά σε περιόδους πανδημίας και μεγάλης αβεβαιότητας, η διαδικτυακή ανωνυμία πρέπει να προστατεύεται, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δικαιώματά μας χωρίς παραβιάσεις. Παρά την συνήθη παρανόηση, η ανωνυμία μπορεί να συμβάλει στην ασφάλειά μας και όχι το αντίστροφο.

 

*Η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη είναι απόφοιτη Νομικής Αγγλίας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Innovation, Technology and the Law LLM) από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ασχολείται με την σχέση μεταξύ νόμου και τεχνολογίας και με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Citron D K, Hate Crimes in Cyberspace (Harvard University Press 2014)
  2. Cross M, Social Media Security (Syngress–Elsevier 2014)
  3. Rotenburg M, Horwitz J and Scott J, Privacy in the Modern Age: The Search for Solutions (The New Press 2015)
  4. Woo, J, Na, H, Choi, J, ‘An Empirical Analysis of the Effect of the Real-Name System on Internet Bulletin Boards: How the Real-Name System and User Characteristics Influence the Use of Slanderous Comments and Swear words’ (2010) 48 Seoul National University 71


Τι μας νοιάζει το -κάθε- 13033;

Του Πέτρου Τερζή*

Κατά την επαναφορά του ειδικού αριθμού 13033 για την κατ’ εξαίρεση μετακίνηση των πολιτών διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά. Από τη δυνατότητα απαγόρευσης εξόδου σε πολίτες που «καταχρώνται» την αποστολή SMS, μέχρι για διαδηλωτές που μετακινήθηκαν προς την πορεία της 17ης Νοεμβρίου έχοντας στείλει SMS για το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα».

Το δυσάρεστο με τέτοιες ειδήσεις είναι πως η χρήση της γλώσσας, οι ανάγκες του ρεπορτάζ και οι συγκυρίες από τις οποίες ανακύπτουν περιορίζουν αισθητά τη δυνατότητα μας να δούμε τα γεγονότα από άλλη ματιά. Πίσω, όμως, από τις επιγενόμενες εντυπώσεις για μέλη κομματικής οργάνωσης που «προσποιούνται» ίωση για να κατέβουν στην πορεία, υπάρχουν ερωτήματα που ανεπαισθήτως διέφυγαν το δημόσιου διαλόγου.

  • Μπορούν να ξέρουν οι αρχές ποιοι πολίτες πάνε και πού;
  • Μπορεί, άραγε, το 13033 να αρνηθεί μετακινήσεις;
  • Έχει άλλος, πέραν της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, πρόσβαση στα SMS; Αν ναι, πώς, ποιος και γιατί;
  • Και κυρίως γιατί, ως πολίτες, μας νοιάζει το 13033;

Η Homo Digitalis έχει καιρό τώρα θέσει σειρά ερωτημάτων ζητώντας απαντήσεις στα τρία πρώτα ερωτήματα (δείτε εδώ). Μένει, λοιπόν, να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο τελευταίο.

Είναι δύσκολο, άβολο και σχεδόν άχαρο να βρει κάποιος,-α τη δύναμη να μιλήσει για προσωπικά δεδομένα εν μέσω μιας πανδημίας. Οι πολίτες φοβούνται για τις ζωές τους, οι ΜΕΘ αγκομαχούν μετρώντας αντίστροφα, άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να μπορούμε να φωνάξουμε αντίο, αποφάσεις λαμβάνονται επί του πιεστηρίου κι οι πολιτικές τίθενται σε εφαρμογή σε διάστημα λίγων ωρών ή ημερών. Άπαντες τρέχουν να προλάβουν το χρόνο, διαβάζουν ό,τι τους επιτρέπει η ημέρα, ενώ συζητούν και αποφασίζουν ασθμαίνοντας ελπίζοντας στο καλύτερο.

Οποιαδήποτε προσπάθεια αντι-λόγου συναντά το Γολγοθά του λόγου που δικαιολογημένα φωνάζει «πρέπει να σώσουμε ζωές». Και είναι τόσο ισχυρό το ηθικό και πολιτικό βάρος αυτού του λόγου, που καθιστά κολοσσιαία την προσπάθεια να συγκροτηθεί αποτελεσματικά ένας επωφελής για το δημόσιο συμφέρον αντί-λογος.

Σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, οργανώσεις από όλο τον κόσμο προσπάθησαν και -σε μεγάλο βαθμό- πέτυχαν να περιορίσουν συστήματα ηλεκτρονικής καταγραφής δεδομένων  για την καταπολέμηση της πανδημίας. Μια συλλογική τέτοιων δράσεων μπορείτε να διαβάσετε εδώ, στην ανοιχτή έκδοση του MeatSpace Press με τίτλο ‘Data Justice and Covid-19: Global Perspectives’. Τα ερωτήματα, λοιπόν, της Homo Digitalis πρέπει να διαβαστούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

  • Γιατί, λοιπόν, μας νοιάζει το 13033; Γιατί, εν μέσω πανδημίας, να καθόμαστε να ψάχνουμε ποιος κοιτάει πόσο συχνά στέλνουμε μηνύματα ή τί κάνουμε όταν δηλώνουμε ότι πάμε σουπερμάρκετ;

Όσοι μάχονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, έχουν μάθει να φοβούνται τις περιόδους «εκτάκτων συνθηκών». Ξέρουν καλά ότι οι θεσμοί, οι τακτικές και οι δομές που δημιουργούνται εξ αφορμής τους, δεν ξεριζώνονται εύκολα με το πέρας τους. Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στα αεροδρόμια, για παράδειγμα, ή η εγκατάσταση καμερών σε κάθε γωνιά ιδιωτικού και δημόσιου χώρου δεν προέκυψαν σταδιακά και σε βάθος δεκαετιών έπειτα από εξαντλητική συζήτηση μεταξύ θεσμών και πολιτών για το πώς οραματίζεται ο καθένας την οργάνωση και το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών. Αντίθετα, τις εξελίξεις επιτάχυνε το κύμα «καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο, το οπλοστάσιο μαζικής παρακολούθησης πολιτών που κατέχουν οι ΗΠΑ, χρονολογείται από την περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου κι ό,τι γνωρίζουμε για τη λειτουργία του το οφείλουμε στον Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην υπάλληλο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ που αποφάσισε μια δεκαετία μετά να σπάσει τη σιωπή του.

  • Θα κρατήσει η παρούσα κυβέρνηση, μετά την πανδημία πολιτικές παρακολούθησης και δημόσιας τάξης που θέσπισε για την καταπολέμησή της;

Μάλλον όχι.

  • Θα προχωρήσει η παρούσα κυβέρνηση μετά την πανδημία σε πολιτικές έκτακτης ανάγκης για άλλους σκοπούς, που θα «δικαιολογούν» την επαναφορά του 13033;

Σχεδόν αποκλείεται.

  • Υπάρχει περίπτωση, στο μέλλον, να υπάρξει κυβέρνηση η οποία επικαλουμένη τη δική της «έκτακτη ανάγκης» θα θελήσει να επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας;

Δεν αποκλείεται.

  • Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο, θα υπάρχει η εμπειρία και ένα νομιμοποιητικό «ιστορικό προηγούμενο» να αναπτυχθεί ένα 13033;

Ναι.

Είναι αυτό ακριβώς το «ναι» που κάνει, νομίζω, την προσπάθεια να αξίζει τον κόπο.

Για αυτό ακριβώς το «ναι» αξίζει να βρίσκουμε το πολιτικό και ψυχικό σθένος να μιλάμε για προσωπικά δεδομένα όχι «ακόμα και αν» αλλά «ειδικά» εν μέσω εκτάκτων συνθηκών.

Πρέπει να διασφαλίσουμε πως ό,τι φτιαχτεί για την καταπολέμηση της κρίσης θα αυτοκαταστραφεί με το πέρας της και ό,τι περιορίζει τώρα τις ελευθερίες μας δε θα μπορέσει να καταγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως κάτι που μπορεί να ξανασυμβεί.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι τεχνολογίες παρακολούθησης, αιμοδοτούμενες από τεράστια κεφάλαια επενδυτικών funds, εξελίσσονται ραγδαία και σε μια περίοδο που τεχνολογικοί γίγαντες θεμελιώνουν το εταιρικό τους μοντέλο στο εμπόριο των δικών μας δεδομένων, ο αγώνας για την προστασία της ατομικής μας ταυτότητας και αυτονομίας είναι εξ ορισμού άνισος.

Προσθέστε, τώρα, στην εξίσωση τον παράγοντα «κρίση», και το πρόβλημα πια σε προσκαλεί να το παρατήσεις.

Αναδεικνύοντας, όμως, τις πολιτικές απαρχές του δικαιώματος για την προστασία της ιδιωτικότητας, οι «έκτακτες συνθήκες» εκτός από το να την παραβιάζουν, καταφέρνουν να μας υπενθυμίζουν το αξιακό της βάρος.

Γιατί αν και λέγονται «προσωπικά» τα δεδομένα και το δικαίωμα βαφτίστηκε ως «ιδιωτικότητα», στο τέλος της ημέρας αυτό που προστατεύεται είναι το «συλλογικό» και μαζί του  η κοινή μας προσπάθεια να μη σπάσει ο αρμός που υποστηρίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας.

Διαβάστε, λοιπόν εδώ την επιστολή της Homo Digitalis και όσες δράσεις της ακολουθήσουν, ως μια τέτοια μικρή συνεισφορά σε μία κοινή προσπάθεια που γνώμονα έχει την ποιότητα της συλλογικής μας ταυτότητας όχι μόνο εν μέσω πανδημίας, αλλά κυρίως μετά, πολύ μετά το πέρας της.

 *Ο Πέτρος Τερζής, συνιδρυτής του Pandemos Project, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Winchester με τίτλο ‘Who, then, in law is my neighbour: Judgment, responsibility and harm in the onlife world’. Eίναι μέλος της Homo Digitalis από τον Ιανουάριο του 2020.


Μια νέα ψηφιακή πραγματικότητα και η …Τηλεργασία

Γράφει ο Γιώργος Ασημακόπουλος*  

Η «άφιξη» του COVID-19 άλλαξε άρδην τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας εργάζεται. Είναι γεγονός πως ο εργασιακός τομέας έχει αρχίσει να μετασχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό, καθώς γίνεται όλο και περισσότερο ψηφιακός. Εν έτη 2020, ένα καινούργιο κεφάλαιο πρόσβασης στην αγορά εργασίας έχει αρχίσει να ανοίγεται μπροστά μας, εκείνο της εργασίας από το σπίτι.

Μέσα από τη νέα πραγματικότητα, σχετικά με τον τομέα της εργασίας, μπορούμε να διδαχθούμε πως η συνεχής εκπαίδευση στο ψηφιακό περιβάλλον είναι πιο αναγκαία από ποτέ.

Η αμεσότητα με την οποία ένα μέρος του πληθυσμού εισήλθε σε αυτή την νέα καθημερινότητα είχε σαν αποτέλεσμα να αρχίσει να αισθάνεται «έξω από τα νερά του» και ο λόγος ήταν απλός. Η γνώση γύρω από το ψηφιακό φάσμα δεν είχε καλλιεργηθεί στον βαθμό που ο κάθε άνθρωπος θα είχε την ευχέρεια να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.

Η νέα πραγματικότητα φέρνει μια νέα κατάσταση με τα αρνητικά της (π.χ. μείωση της άμεσης επικοινωνίας και επαφής με τους συναδέλφους μας) και τα θετικά της (π.χ. διαχείριση του χρόνου του καθενός με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Όντας εργαζόμενος από το σπίτι έχει κάποιος την δυνατότητα να δημιουργήσει το δικό του γραφείο – τον δικό του χώρο και μέσα από αυτό να προσπαθήσει έτσι ώστε να ασκεί το επάγγελμά του με την μέγιστη επιτυχία).

Ενέργειες στις οποίες μπορεί τόσο ατομικά ο πολίτης όσο και συλλογικά μία επιχείρηση ή ένας οργανισμός να προβεί

Ο κάθε πολίτης ατομικά με στόχο να παρουσιαστεί καλύτερος είναι χρήσιμο να λαμβάνει μέρος σε διάφορες εποικοδομητικές δράσεις, όπως πχ. σεμινάρια, τα οποία ενδέχεται να έχουν ως αντικείμενο διδασκαλίας το πεδίο ενδιαφέροντος του. Αρκετά είναι τα websites όπως το Coursera, edX, Udemy, τα οποία παρουσιάζουν πολλές δυνατότητες διεύρυνσης των γνώσεων του καθενός.

Η αλληλεπίδραση με γνωστά ακαδημαϊκά ιδρύματα αλλά και εξαιρετικούς instructors -χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς (!)- παρέχει την δυνατότητα στον καθένα ατομικά online να αποκτήσει ένα συνδυασμό γνώσεων αρκετά σημαντικό για την προσωπική του εξέλιξη. Ο καθένας επιλέγει την επιστήμη, στην οποία επιθυμεί να εκπαιδευτεί και να εξελιχθεί γνωστικά. Στόχος της διαδικασίας αυτής είναι τόσο η απόκτηση μιας εξιδεικευμένης γνώσης, όσο και ο εκσυγχρονισμός των γνώσεων που ήδη διαθέτει ο καθένας. Γίνεται σαφές πως η αφιέρωση χρόνου σε μια παρόμοια δράση είναι win-win για τον άνθρωπο ατομικά, αλλά και για την εταιρεία ή τον οργανισμό στον οποίο εργάζεται.

Αντίστοιχα, οι ενέργειες, στις οποίες μπορεί να προβεί η κάθε εταιρεία ή οργανισμός,  αφορούν τόσο στην περαιτέρω εκπαίδευση του προσωπικού όσο και στην διεύρυνση της κουλτούρας του οργανισμού.

Αρχικά, η εκάστοτε εταιρεία μπορεί να εκπαιδεύσει τους εργαζομένους της μέσα από διάφορα διαδικτυακά σεμινάρια σχετικά με τομείς που γνωρίζουν άνθηση στο παρόν, αλλά έχουν και μεγάλη προοπτική στο μέλλον. Οι εργαζόμενοι θα μπορούν μέσα από ερωτήσεις, αλλά και διάφορα workshops να διευρύνουν τις γνώσεις τους πάνω σε χρήσιμους τομείς, όπως είναι αυτός των νέων τεχνολογιών και του ψηφιακού κόσμου.

Επιπρόσθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται μία αλλαγή στην εταιρική κουλτούρα -μικρή ή μεγαλύτερη.  Η τηλεργασία δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως εμπόδιο, αλλά ως μία νέα ευκαιρία.

Εν συντομία χρειάζεται το περιβάλλον μιας εταιρείας να παρακινεί το εκάστοτε μέλος της να είναι σε θέση να πετύχει τους στόχους της με την μέγιστη αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα εν μέσω τηλεργασίας.

Οι προϊστάμενοι μέσα από τον ρόλο του mentor είναι ωφέλιμο να εμπνέουν τους υφιστάμενους τους, έτσι ώστε και εκείνοι να παραμένουν σε εγρήγορση, καλλιεργώντας την κατάλληλη τεχνογνωσία.

Η δημιουργία έμπνευσης θα έχει ως αποτέλεσμα το κάθε μέλος του οργανισμού να μπορεί να ξεπερνά τα προβλήματα που είναι πιθανόν να επέλθουν από την εργασία στο σπίτι. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να υπάρχει αρκετά μεγάλο γνωστικό υπόβαθρο στους προϊσταμένους, αλλά και επικοινωνιακές γνώσεις.

Τα παραπάνω συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη ευελιξίας, αλλά και στην διευκόλυνση ως προς την ροή πληροφοριών και γνώσης, είτε κάθετα είτε οριζόντια σε μια εταιρεία.

Γίνεται λοιπόν σαφές πως η εξοικείωση με πτυχές του τεχνολογικού κλάδου είναι πλέον must. Στόχος είναι η απόκτηση ενός μίγματος γνώσεων, που θα παρέχει στον καθένα την ευκαιρία να εξελιχθεί επαγγελματικά, αλλά και γνωστικά.

Πρόκειται για ένα καινούργιο στοίχημα για τον καθένα μας, το οποίο αφορά τις προσωπικές φιλοδοξίες και επιθυμίες για περαιτέρω προοπτικές εξέλιξης και απόκτησης νέων γνώσεων. Νέες γνώσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να μας βοηθήσουν να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας, αλλά και να αυξήσουμε την δημιουργικότητα και την απόδοσή μας.

Η τεχνογνωσία ως προς την τηλεργασία έγκειται στην ορθή αξιοποίηση των εργαλείων που έχει κάποιος στην διάθεση του. Η ευχέρεια ως προς την χρησιμοποίηση των εργαλείων αυτών μπορεί να προσφέρει πολλά και σημαντικά οφέλη, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Είναι μια ευκαιρία για πολλούς να αποκτήσουν ένα παραπάνω expertise και παράλληλα να διευρύνουν το φάσμα των γνώσεών τους. Η σωστή χρήση της τεχνολογίας στον εργασιακό μας χώρο, όποιος και αν είναι αυτός, μπορεί να  δημιουργήσει νέους ορίζοντες για εμάς και την οικονομία.

Είναι μια ευκαιρία να αναπροσαρμόσουμε τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις προτεραιότητες μας.

Η ψηφιακή πραγματικότητα στην εργασία είναι γεγονός. Ας την εκμεταλλευτούμε.

*Ο Γιώργος Ασημακόπουλος είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα της Διοίκησης Υπηρεσιών με ειδίκευση στην Εμπειρία Πελάτη. Πεδία έρευνας και ενδιαφέροντος του αποτελούν οι Νέες Τεχνολογίες, το Ψηφιακό Μάρκετινγκ, το Μάνατζμεντ και ο τομέας της Επικοινωνίας. Στόχος αποτελεί η περαιτέρω καλλιέργεια των γνώσεων του αλλά και η πνευματική και γνωστική του εξέλιξη.

This is a custom heading element.


To blow the whistle or not?

Γράφει η Ιωάννα Μπαλαούρα*

 

Οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (γνωστοί με τον αγγλικό όρο “whistleblowers”) είναι τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, όταν διαπιστώνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους, παρατυπίες ή πρακτικές αθέμιτες και καταχρηστικές.

Αυτές οι παρατυπίες και πρακτικές μπορούν να βλάψουν το δημόσιο συμφέρον έχοντας, για παράδειγμα, αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς και τα δημόσια οικονομικά.

Η προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος σήμερα χαρακτηρίζεται από νομοθετικό κατακερματισμό.

 

Επί του παρόντος, μόνο δέκα χώρες της ΕΕ διαθέτουν πλήρη νομοθεσία για την προστασία τους. Σε επίπεδο ΕΕ, μόνον σε πολύ περιορισμένο αριθμό τομέων (κυρίως στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) υπάρχει νομοθεσία που περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος. Στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο για την προστασία τους είναι ανύπαρκτο.

 

Ειδικά στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο προστασίας αυτών των προσώπων είναι ανύπαρκτο. Το υπάρχον πλέγμα προστασίας μαρτύρων κατά τα προβλεπόμενα στην ποινική νομοθεσία δεν είναι επαρκές, ούτε θα μπορούσε να εξισωθεί με την γενική υποχρέωση αναφοράς αξιόποινων πράξεων.

Αυτό αιτιολογείται από την φύση, τον θεσμό και κυρίως τη δυναμική του βεληνεκούς του whistleblowing. Το whistleblowing  εκφεύγει της γενικής νομικής υποχρέωσης οποιουδήποτε να αναφέρει αξιόποινες πράξεις.

Το whistleblowing ως διαδικασία και μηχανισμός αντλεί την ιδιότυπη φύση του από διαφορετικούς τομείς όπως τους κώδικες δεοντολογίας, το εργατικό δίκαιο, το αστικό δικονομικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων, το νομικό πλαίσιο περί δυσφήμισης, τους συνταγματικούς κανόνες περί ελευθερίας της έκφρασης και της συνείδησης, την επαγγελματική ευθύνη, την εμπιστευτική και προνομιακή πληροφόρηση, την εταιρική διακυβέρνηση, την επίλυση διαφορών και την κανονιστική συμμόρφωση.

Η Οδηγία 1937/2019/ΕΕ επιχείρησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο πρότυπο εγγυήσεων και προδιαγραφών για το whistleblowing. Διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως πληροφοριοδότες, εντάσσοντας σε αυτούς τόσο όσους βοηθούν κάποιον πληροφοριοδότη όσο και κάποιον που παρέχει εθελοντική εργασία κι όχι απαραίτητα αμειβόμενη. Η Οδηγία θέτει ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο προστασίας σε περισσότερους από 10 καίριους τομείς της αγοράς, ενώ δεν παραλείπει να κάνει εκτενή αναφορά σε διαύλους εσωτερικής – εξωτερικής αναφοράς (καταγγελίας) περιστατικών διαφθοράς.

Η απάντηση στο ερώτημα γιατί χρειαζόμαστε το whistleblowing στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη – κι όχι μόνο- δεν μπορεί να απαντηθεί αυτόνομα, καθώς συνυφαίνεται έντονα με την παγκοσμιοποιημένη διαφθορά και κυρίως την αφανή, εκ των έσω διαφθορά σε επιχειρήσεις.

Για να έρθει στο φως μία διοικητική ή άλλη παρατυπία, μία καταχρηστική πρακτική που παραβιάζει δικαιώματα εργαζομένων ή μία εγκληματική πράξη περνάει αναγκαία από τα μάτια των εργαζομένων.

Είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος ή άλλος που τελεί σε ευρεία έννοια εργασιακή σχέση μισθωτή ή μη, επ’ αμοιβή ή μη, που έρχεται πρώτος σε επαφή με περιστατικά διαφθοράς (δωροδοκίας, δωροληψίας και πάει λέγοντας), που καθιστούν το κανονιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης και ηθικής δεοντολογίας αναποτελεσματικό.

Δε θα ήταν διόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι ο εργαζόμενος είναι το προληπτικό στάδιο για την εκρίζωση της εκ των έσω διαφθοράς, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί το κατασταλτικό στάδιο με αβέβαιη την εκρίζωση και πάταξη της εκ των έσω διαφθοράς.

 

Το whistleblowing δε θα μπορούσε να προσεγγιστεί κοντόφθαλμα και μυωπικά ,αλλά τριαξονικά:

  • ως προληπτικό όπλο κατά της διαφθοράς που συμβάλλει στην εξιχνίαση – διαλεύκανση διεφθαρμένων ενεργειών ή παραλείψεων με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους εργαζομένους
  • ως δικαίωμα ενάσκησης της ελευθερίας έκφρασης του λόγου
  • ως πρακτική καλής εταιρικής διακυβέρνησης

 

Η θέαση αυτή προσφέρει μια κάλυψη ολιστική και σαφώς πιο ηθική. Η ηθική δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά παράγεται πρωτίστως από τον συνειδησιακό μηχανισμό του πολίτη.

Η τήρηση αρχών ηθικής και επαγγελματικής δεοντολογίας, αν πράγματι θέλουμε να είμαστε επιχειρησιακώς «ηθικοί» κι όχι «ηθικολόγοι», διέρχεται και υλοποιείται από την δυναμική του θεσμού του whistleblowing.

Είναι μία μέθοδος αυτενέργειας του ίδιου του πολίτη, άρα και εργαζομένου, που αποκαλύπτει, δημοσιοποιεί, γνωστοποιεί μία αθέμιτη, καταχρηστική, αξιόποινη πρακτική εθελουσίως λόγω ενεργών ηθικών ανακλαστικών και για λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η δυναμική αυτού του βεληνεκούς, ωστόσο, έχει εχθρό της τον φόβο. Ο φόβος αυτός διακρίνεται σε φόβο για αντίποινα, φόβο για απόλυση, φόβο για απώλεια εισοδήματος, φόβο για εκβιασμό ιδίου εργαζομένου ή οικογενείας του, φόβο για επίθεση και δολοφονία του.

Αντίβαρο στο καθεστώς αντιποίνων συνιστά η παροχή χρηματικού ανταλλάγματος ως επιβράβευση στον εργαζόμενο που αποκάλυψε δημοσίως φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής πάσης φύσεως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.

Η χρηματική αυτή ανταμοιβή με όρους ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη είναι μη συνήθης μιας και το whistleblowing έλκει την καταγωγή του από διαφορετικό νομικό σύστημα στο οποίο η χρηματική ανταμοιβή είναι δόκιμη πρακτική.

Κάθε αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπίας ακολουθεί την τακτική των μικρών βημάτων, προκειμένου να εμβαθύνει συνειδησιακά και μετέπειτα κοινωνικά με τα ανάλογα νομικά και κοινωνικά επιτεύγματα.

Το whistleblowing φέρνει σε πρώτη μοίρα τον πολίτη (ενν. εργαζόμενο) και τον φέρνει αντιμέτωπο με το κράτος σε ρόλο ισοσθενή και ισότιμο. Αλλάζει τον τρόπο διακυβέρνησης και φέρνει περισσότερη ισοτιμία στους ρόλους αρχόντων και αρχομένων καθώς πρωταγωνιστές στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος γίνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εθελουσίως κι όχι ως υποχρέωση.

Αυτό δεν είναι ηθικό και δημοκρατικό; 

*Η Ιωάννα Μπαλαούρα είναι δικηγόρος και στα ενδιαφέροντά της εμπίπτει ο νομικός ακτιβισμός με έμφαση σε επίκαιρα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων,  ποινικού δικαίου και διακυβέρνησης.


Ο ρόλος και η «καθημερινότητα» του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO)

Γράφει ο Δημοσθένης Κωστούλας*

 

Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων 679/2016 (εφεξής GDPR), μια από τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις των ιδιωτικών εταιριών και των δημόσιων αρχών / φορέων (ως υπεύθυνοι επεξερgασίας), είναι ο ορισμός Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer, εφεξής DPO), όταν:

  • οι βασικές δραστηριότητες συνιστούν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες απαιτούν τακτική και συστηματική παρακολούθηση δεδομένων των υποκειμένων σε μεγάλη κλίμακα και
  • οι βασικές δραστηριότητες του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία συνιστούν μεγάλης κλίμακας επεξεργασία ειδικών κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Πρόκειται για έναν σχετικά νέο θεσμικό ρόλο, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν σχετικά άγνωστος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας.

Αποστολή του DPO είναι η υποστήριξη της ιδιωτικής εταιρείας ή της δημόσιας αρχής /  φορέα στην διαρκή απαίτηση για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των υποκειμένων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εταιρία / φορέα (πελάτες, συνεργάτες, προσωπικό, προμηθευτές κλπ.).

Μεταξύ των άλλων, ο DPO αποτελεί τον κύριο συνομιλητή της διοίκησης για θέματα προστασίας δεδομένων, καταρτίζει το πρόγραμμα και την πολιτική προστασίας δεδομένων και εποπτεύει την εφαρμογή του, εκτιμά και συμβουλεύει για την αναγκαιότητα κατάρτισης μιας εκτίμησης αντικτύπου, συντονίζει την συνεργασία των τμημάτων και τη δημιουργία μιας διαρκούς εταιρικής κουλτούρας προστασίας δεδομένων, πραγματοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα, καταρτίζει ευρετήριο προσωπικών δεδομένων κλπ.

Ακόμα και όταν ΔΕΝ προκύπτει ξεκάθαρα η απαίτηση για DPO, η παρουσία του μόνο καλό θα κάνει σε μια εταιρεία ή έναν φορέα.

Μετά την αρχική συμμόρφωση με τον GDPR

Σε μεγάλο βαθμό, οι εταιρείες / φορείς  είθισται να παρουσιάζουν σημεία απόκλισης μετά από το τέλος της περιόδου της επίσημης συμμόρφωσης τους με τον GDPR και την κείμενη νομοθεσία, με τα σημεία απόκλισης να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη και αναμενόμενη, αφού η πίεση της καθημερινότητας και οι μεγάλες απαιτήσεις σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργανισμού, μπορεί να θέσουν σταδιακά την προστασία των δεδομένων σε δεύτερη προτεραιότητα.

Για τους παραπάνω λόγους, η παρουσία του DPO πρέπει να είναι ουσιαστική και συνεχόμενη, μέσα από μια σειρά ενεργειών, οι οποίες θα πρέπει να καλλιεργούν και να συντηρούν μια πιο μόνιμη κουλτούρα συμμόρφωσης εντός της εταιρίας / του φορέα.

Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

1. Τήρηση ημερολογίου πεπραγμένων Data Protection Officer (DPO)

Η τήρηση ενός ημερολογίου σε συστηματική βάση από την μεριά του DPO κρίνεται επιτακτική, τόσο για λόγους ουσίας, όσο και για λόγους τεκμηρίωσης και απόδειξης μια διαρκούς προσπάθειας συμμόρφωσης σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Ουσιαστικά, συνιστά μια καταγραφή από τον DPO όλων των πεπραγμένων που υλοποιούνται από την στιγμή της τελικής συμμόρφωσης και μετέπειτα.

Σε μεγάλο βαθμό, οι καταγραφές σχετίζονται με το στάδιο υλοποίησης των κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που προτάθηκαν από την περίοδο της αρχικής συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

Ωστόσο, καθότι το αρχείο με τις προτεινόμενες – προληπτικές ή/και διορθωτικές – ενέργειες από την φάση της συμμόρφωσης ενδέχεται να είναι συνοπτικό, το ημερολόγιο DPO θα πρέπει να υπεισέρχεται σε μεγαλύτερη ανάλυση σχετικά με τις ενέργειες που υλοποιούνται ή αναμένεται να υλοποιηθούν από τον οργανισμό. Δηλαδή, το ημερολόγιο αποτελεί μια προέκταση του αρχείου με τα προτεινόμενα μέτρα, περιλαμβάνοντας σχόλια, υποσημειώσεις και αναλυτικές πληροφορίες προς διευκόλυνση του DPO στο έργο της διαρκούς συμμόρφωσης και της τεκμηρίωσης αυτής. Η δε ανανέωση του πρέπει να είναι πολύ συχνή, σε αντίθεση με την ανανέωση του γενικότερου αρχείου με τα μέτρα, η οποία πραγματοποιείται σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα.

Το ημερολόγιο DPO μπορεί να τηρείται σε ηλεκτρονικό αρχείο και να κοινοποιείται σε συστηματική βάση στην διοίκηση του οργανισμού. Με τον τρόπο αυτό, η εταιρεία / ο φορέας μπορεί να λαμβάνει γνώση για την δραστηριότητα του DPO και το γενικότερο επίπεδο συμμόρφωσης, ενώ παράλληλα λειτουργεί και σαν υπενθύμιση προς την διοίκηση για τις ενέργειες που υπολείπονται να γίνουν.

2. Περιοδική ανανέωση παραδοτέων αρχείων αρχικής συμμόρφωσης

Είναι αυτονόητο ότι ένας από τους σημαντικότερους ρόλους του DPO είναι η περιοδική ανανέωση των αρχικών αρχείων συμμόρφωσης. Αν και δεν αναφέρεται ξεκάθαρα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η ανανέωση των αρχείων μια ή και παραπάνω φορές εντός ενός έτους, κρίνεται επιτακτική. Στην ουσία πρόκειται για μια τεκμηριωμένη ανανέωση των παραδοτέων αρχείων κάθε επιμέρους φάσης της αρχικής συμμόρφωσης, αλλάζοντας κάθε φορά τον αριθμό έκδοσης και σημειώνοντας την ημερομηνία της ανανέωσης (versioning).

Στην συγκεκριμένη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη τυχόν νέα ευρήματα και ρίσκα, ενώ καταγράφονται και όλα τα πεπραγμένα σχετικά με τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που αρχικά προτάθηκαν, μέσω και της άντλησης δεδομένων από το ημερολόγιο DPO.

Εφόσον ο οργανισμός ακολουθεί μια σωστή και ουσιαστική πορεία συμμόρφωσης, οι περιοδικές ανανεώσεις των βασικών αρχείων από τον DPO, αναμένεται να αποδεικνύουν έμπρακτα την «βελτίωση» του γενικότερου επιπέδου συμμόρφωσης.

Ακολούθως, θα πρέπει να ανανεώνονται από τον DPO και όσες – ήδη διανεμημένες – πολιτικές, διαδικασίες και οδηγίες εργασίας κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου αυτές να ενσωματώνουν τυχόν ευρήματα που προκύπτουν από τις περιοδικές ανανεώσεις.

3. Διεξαγωγή Μελέτης Αντικτύπου (DPIA) για νέες διαδικασίες / δραστηριότητες και επικαιροποίηση παλαιότερων

Στα πλαίσια της περιοδικής ανανέωσης των παραδοτέων αρχείων συμμόρφωσης, ο DPO οφείλει να εστιάζει την προσοχή του και στις επιμέρους Μελέτες Αντικτύπου (Data Privacy Impact Assessment -DPIA).

Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του GDPR, η εκάστοτε ιδιωτική εταιρεία ή φορέας του Δημοσίου πρέπει να διεξάγει Μελέτη Αντικτύπου όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο (ενδεικτικά, όταν παρουσιάζεται υψηλός κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα των επιμέρους κατηγοριών υποκειμένων). Πέρα όμως από την διεξαγωγή των αρχικών μελετών αντικτύπου κατά την φάση της επίσημης συμμόρφωσης, πρέπει να διεξάγει παρόμοιες μελέτες και για κάθε νέα διαδικασία / δραστηριότητα εντός της εταιρείας / του φορέα και να επικαιροποιεί / ανανεώνει παλαιότερες Μελέτες Αντικτύπου, στις οποίες και θα πρέπει να ενσωματώνονται νέα ευρήματα ή/και η υλοποίηση επιμέρους ενεργειών που μπορεί να σχετίζονται με την DPIA. Ο DPO είναι υπεύθυνος να αξιολογεί τις μελέτες αυτές και να παρέχει τη γνώμη του.

4. Τακτικές επιθεωρήσεις επιτήρησης συμμόρφωσης

Στις βασικές υποχρεώσεις ενός DPO, είναι και η διενέργεια επιθεωρήσεων ανά τακτά χρονικά διαστήματα, προκειμένου να ελέγξει το επίπεδο συμμόρφωσης σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τηρούνται και διακινούνται εντός μιας εταιρείας / ενός φορέα.

Συνεπώς, ένας DPO πρέπει κάθε τόσο να επισκέπτεται τον οργανισμό (αν είναι εξωτερικός) και να διεξάγει εσωτερικές επιθεωρήσεις σε κάθε τμήμα / υπηρεσία, αλλά και γενικότερα στο σύνολο του οργανισμού. Κατά τα πρότυπα των επιθεωρήσεων ποιότητας, ο DPO πρέπει να είναι εφοδιασμένος με μια φόρμα επιθεώρησης, η οποία στην ουσία αποτελεί έναν οδηγό σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους όρους του GDPR και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων. Κατά την διάρκεια της επιθεώρησης αλλά και κατά την μετέπειτα αξιολόγηση των νέων ευρημάτων, ο DPO θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το επίσημο υλικό από την αρχική συμμόρφωση, όπως ενδεικτικά, τα πρώτα ευρήματα και αποκλίσεις, τα προτεινόμενα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα κλπ. Στην περίπτωση μελλοντικών επιθεωρήσεων, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα ευρήματα τυχόν προηγούμενων εσωτερικών επιθεωρήσεων (μετά την αρχική συμμόρφωση).

Τα αποτελέσματα κάθε επιθεώρησης θα πρέπει να καταγράφονται και να τηρούνται μαζί με τον αρχικό φάκελο της συμμόρφωσης, αφού, πέρα από την ουσία, αποτελούν και αυτά έμπρακτη απόδειξη της προσπάθειας διαρκούς συμμόρφωσης της εταιρείας / του φορέα.

5. Τακτικές εκπαιδεύσεις

Βασικό μέλημα ενός DPO είναι η διαρκή εγρήγορση του οργανισμού προς την κατεύθυνση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Πέραν όλων των άλλων ενεργειών μετά το τέλος της αρχικής συμμόρφωσης, αυτό επιτυγχάνεται και μέσω συχνών εκπαιδεύσεων του προσωπικού. Οι εκπαιδεύσεις αυτές πρέπει να έχουν – σε κάποιο βαθμό – διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο από τις αρχικές εκπαιδεύσεις, καθότι θα πρέπει να εστιάζουν πιο αναλυτικά σε επιμέρους θέματα.

Ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, αντικείμενο των εκπαιδεύσεων θα μπορούσε να είναι η αναφορά σε πραγματικά συμβάντα διαρροής δεδομένων στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, οι αναφορές σε προσθήκες ή/και διαφοροποιήσεις στο νομοθετικό στερέωμα, ειδικότερη αναφορά και εκπαίδευση σε τεχνικά μέτρα σχετικά με την ασφαλή χρήση και λειτουργία των ηλεκτρονικών μέσων, των προγραμμάτων και της χρήσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κλπ., υπενθύμιση στον τρόπο αντίδρασης και διαχείρισης περιστατικών διαρροής δεδομένων, υπενθύμιση των ήδη διανεμημένων πολιτικών, διαδικασιών, οδηγιών εργασίας και εντύπων και παρουσίαση τυχών νέων εκδόσεων κλπ.

* Ο Δημοσθένης Κωστούλας, Quality Manager και DPO σε Ιδιωτική Κλινική στην Θεσσαλονίκη, είναι απόφοιτος του Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και κάτοχος MBΑ και MSc (International Business and Finance). Είναι ένας εκ των δύο συγγραφέων του βιβλίου με τίτλο «Η Συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων – Πρακτικά Ζητήματα – Υποδείγματα» (Ιανουάριος 2020, Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ), ενώ ταυτόχρονα, αποτελεί γενικό γραμματέα και μέλος Δ.Σ. του ελληνικού παραρτήματος του European Association of Data Protection Professionals (EADPP), επιστημονικό συνεργάτη του Ευρωμεσογειακού Ινστιτούτου Ποιότητας & Ασφάλειας στις Υπηρεσίες Υγείας Avedis Donabedian (EIQSH), μέλος της ομάδας του Homo Digitalis, μέλος του DPO Network Greece και μέλος του ΙΝ.ΕΠ.ΙΔ Β.Ελλάδος.

Πηγές: 

Τσιπτσέ, Ο. και Κωστούλας, Δ. (Ιανουάριος 2020), Η συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων GDPR EU 2016/679 – Πρακτικά Ζητήματα Υποδείγματα, Νομικές Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ, Αθήνα

Σωτηρόπουλος, Β. (2017),  Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων – Εργαλειοθήκη για τον νέο θεσμό σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα – Θεσσαλονίκη

Ομάδα Προστασίας των Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα του Άρθρου 29 (6/EL WP 243 rev.01 – Απρίλιος 2017), Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων

https://www.dpa.gr/portal/page?_pageid=33,211475&_dad=portal&_schema=PORTAL