Τα τελευταία χρόνια, η αναγνωρισιμότητα, ζήτηση και προσβασιμότητα των κρυπτονομισμάτων έχει αυξηθεί σημαντικά. Τα λεγόμενα «stablecoins» έχουν αναδειχθεί ως μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων με σχετικά χαμηλό κίνδυνο για θεσμικούς επενδυτές, ενώ τα διάφορα «altcoins» συνεχίζουν να προσελκύουν ιδιώτες επενδυτές λόγω της διαθεσιμότητας τους σε δημοφιλείς πλατφόρμες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech).

Οι εν λόγω εξελίξεις έχουν μεγιστοποιήσει μια σειρά κινδύνων που οφείλονται σε δύο εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας blockchain στην οποία βασίζονται τα κρυπτονομίσματα: τη μη μεταβλητότητα και την αποκέντρωση. Οι κίνδυνοι αυτοί περιλαμβάνουν μη ανακτήσιμα κόστη (τα οποία συνήθως πηγάζουν από τη μεταβλητότητα της αξίας των νομισμάτων), την απώλεια ή κλοπή ιδιωτικών «κλειδιών», καθώς και την αυξανόμενη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων μέσω κρυπτονομισμάτων.

Ζητήσαμε από τον Chris Brummer, καθηγητή Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Georgetown*, να εκθέσει τις απόψεις του αναφορικά με τη σημασία της διεθνούς νομικής ρύθμισης, τυποποίησης και συνεργασίας στην προσπάθεια αντιμετώπισης των ως άνω κινδύνων και τις προκλήσεις που ενέχει η προσπάθεια ευθυγράμμισης και εναρμόνισης των εσωτερικών ρυθμιστικών προσεγγίσεων.

 

Ο καθηγητής Brummer ξεκίνησε σημειώνοντας ότι ο βασικός κίνδυνος των κρυπτονομισμάτων από την επενδυτική σκοπιά έγκειται στην πολυπλοκότητά τους.

«Τί είναι; Πώς λειτουργούν και ποιά είναι η προβαλλόμενη αξία τους; Λόγω της πολυπλοκότητάς τους, τα κρυπτονομίσματα ενέχουν μια σειρά από κινδύνους, με αποτέλεσμα πολλοί επενδυτές να τυγχάνουν εκμετάλλευσης από διάφορους κύκλους», εξήγησε ο καθηγητής Brummer.

 

Τα κρυπτονομίσματα είναι εγγενώς διασυνοριακά χρηματοοικονομικά προϊόντα, καθώς λειτουργούν σε ψηφιακές πλατφόρμες. Επομένως, ο μετριασμός των κινδύνων που συνεπάγεται η αυξανόμενη κυκλοφορία και χρήση τους απαιτεί διεθνή συντονισμό.

 

«Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω ανεπίσημων κατευθυντήριων γραμμών και πρακτικών οι οποίες, σε περίπτωση που δε μπορούν να λάβουν το χαρακτήρα ‘εναρμόνισης’, θα πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίζουν την κύμανση των εθνικών μεταρρυθμίσεων στην ίδια ευρεία κατεύθυνση», σημειώνει ο καθηγητής Brummer.

 

Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών

 

Η επίτευξη ακόμη και ενός ελάχιστου βαθμού διεθνούς συναίνεσης μπορεί ωστόσο να αποδειχθεί αρκετά δύσκολη δεδομένης της ύπαρξης σημαντικών κανονιστικών περιορισμών σε εθνικό επίπεδο. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Brummer, «κατ’αρχάς, παρότι η τεχνολογία είναι καινούργια, οι υπάρχουσες ρυθμιστικές αρχές λειτουργούν στη βάση παραδοσιακών νομικών συστημάτων. Επομένως, ο ίδιος ο ορισμός των κρυπτονομισμάτων ποικίλλει απο χώρα σε χώρα. Δηλαδή οι διάφορες εγχώριες νομικές τάξεις προσδιορίζουν διαφορετικά έννοιες όπως “αξία”/ “αξιόγραφο”, ενώ αντιλαμβάνονται το ρόλο βασικών οντοτήτων διαφορετικά, όπως π.χ. των «ανταλλακτηρίων» και των τραπεζών. Αυτοί οι ορισμοί δε μπορουν έυκολα να τροποποιηθούν – στις ΗΠΑ για παράδειγμα είναι εν μέρει αποτέλεσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ σε άλλες έννομες τάξεις μπορεί να επιβάλλονται από την εθνική (ή στην περίπτωση της ΕΕ, Ενωσιακή) νομοθεσία. Ο διεθνής συντονισμός μπορεί επομένως να καταστεί δυσεπίτευκτος και να προσκρούσει σε διαφορετικά επίπεδα πρακτικών δυσκολιών.»

Εκτός από τις βασικές διαφορές στις υπάρχουσες εσωτερικές νομικές δομές, μπορεί επίσης να υπάρχουν διαφορές ως προς τα συμφέροντα του κάθε κράτους. «Η λεγόμενη ‘επιθυμία ανάληψης κινδύνου’ μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ κρατών. Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η επιθυμία καθορίζεται από την εμπειρία του κάθε κράτους», εξηγεί ο καθηγητής Brummer. «Πάρτε για παράδειγμα το πώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στον τομέα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Η Ιαπωνία ήταν μια από τις πιο ‘φιλικές’ χώρες στον κόσμο όσον αφορά τα κρυπτονομίσματα. Αυτή η ελαφριά ρυθμιστική στάση άρχισε να αλλάζει όταν το μεγαλύτερο ιαπωνικό ανταλλακτήριο, το Coincheck, έπεσε θύμα παραβίασης από hackers, με αποτέλεσμα την κλοπή NEM tokens αξίας περίπου 530 εκατομμυρίων δολαρίων. Έκτοτε, οι ιαπωνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτούν από όλα τα ανταλλακτήρια τα οποία λειτουργούν στη χώρα την εξασφάλιση ειδικής άδειας. Αντίθετα, άλλες χώρες-μέλη των G20, όπως η Γαλλία, είχαν εξ’αρχής υιοθετήσει μια πιό στοχευμένη προσέγγιση, έχοντας υπόψη τις δυνατότητες εκσυγχρονισμού των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους και απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία, ειδικά τη στιγμή που διάφορες εταιρείες εκφράζουν δισταγμούς ως προς το Λονδίνο ως χρηματοοικονομικό κέντρο (λόγω Brexit). Αν και δεν απορρίπτει τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, η Γαλλία διατηρεί ένα καθεστώς προαιρετικής και υποχρεωτικής άδειας. Η τελευταία απαιτείται για εταιρείες που επιδιώκουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία έναντι νόμιμου χρήματος, ή να παράσχουν υπηρεσίες φύλαξης ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων.»

 

Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες ενδέχεται να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας.

 

Ένας άλλος περιοριστικός παράγοντας του διεθνούς συντονισμού είναι η ύπαρξη πολλαπλών εγχώριων και διεθνών ρυθμιστικών αρχών. Ο καθηγητής Brummer παρατηρεί ότι «οι διεθνείς και εγχώριες ρυθμιστικές αρχές δε συμφωνούν πάντα στις προσεγγίσεις τους. Η Επιτροπή της Βασιλείας, για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα ήταν λιγότερο ενθουσιώδης αναφορικά με τη ρύθμιση των κρυπτονομισμάτων απ΄οτι το ΔΝΤ, το οποίο επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς πληρωμές και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ακόμα και εντός συνόρων, οι πολλαπλοί ρυθμιστικοί φορείς μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς φαίνεται να είναι πολύ πιο επιφυλακτική από την Επιτροπή Προθεσμιακών Συναλλαγών Βασικών Εμπορευμάτων. Ομοίως, η ΕΚΤ φαίνεται να είναι πιο επιφυλακτική από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών .»

Προς το παρόν, η διεθνής ρυθμιστική συνεργασία φαίνεται να εξελίσσεται αργά, υπό το φως των ως άνω περιορισμών τους οποίους περιγράφει ο καθηγητής Brummer. Οι χρήστες σε διαφορετικές χώρες, ακόμη και εντός της ΕΕ, ενδέχεται επομένως να αντιμετωπίζουν διαφορετικούς κανονιστικούς περιορισμούς ή να τυγχάνουν διαφορετικής νομικής προστασίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, για πρώτη φορά, πρόσφατα εξέδωσε ανακοίνωση υιοθετόντας τις απόψεις των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών που προειδοποιούν τους καταναλωτές για τους κινδύνους των κρυπτονομισμάτων, χωρίς να έχει ωστόσο ακόμη εκδώσει ακριβείς οδηγίες. Σε κάθε περίπτωση, καθώς τα νέα stablecoins επορικών κολοσσών ενδέχεται να κερδίσουν δημοσιότητα, είναι πιθανό να σημειωθούν ταχύτερες ρυθμιστικές εξελίξεις, ίσως προς ένα μεγαλύτερο βαθμό σύγκλισης μεταξύ των διαφόρων χωρών και αρχών.

 

*Ο Chris Brummer είναι ο οικοδεσπότης του δημοφιλούς podcast «Fintech Beat». Επίσης διευθύνει το Ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Georgetown, όπου και διδάσκει νομικά. Δημοσιεύει τακτικά και παραδίδει διαλέξεις σε ζητήματα που αφορούν το fintech, τα χρηματοοικονμικά και την παγκόσμια διακυβέρνηση, καθώς και το δημόσιο και ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, τις μικροδομές της αγοράς και το διεθνές εμπόριο. Υπό αυτή την ιδιότητα, παρίσταται τακτικά ενώπιον πολυμερών θεσμικών οργάνων και συμμετέχει σε παγκόσμια ρυθμιστικά φόρουμ. Επίσης, καταθέτει απόψεις ενώπιον νομοθετικών οργάνων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Πρόσφατα ολοκλήρωσε την τριετή θητεία του ως μέλος της Ρυθμιστικής Αρχής του Χρηματοπιστωτικού Κλάδου, ενός οργανισμού εξουσιοδοτημένου από το Κογκρέσο των ΗΠΑ να εποπτεύει την αγορά κινητών αξιών.

** Photo Credits: Jinitzail Hernández / CQ Roll Call