Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης
Στο σύγχρονο κόσμο οι εταιρείες διαδραματίζουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ασφαλώς, δε δρουν ελεύθερες, αλλά υπέχουν υποχρεώσεις σύμφωνα με τις νομοθετικές ρυθμίσεις των εννόμων τάξεων στις οποίες δραστηριοποιούνται.
Στο παρελθόν οι εταιρείες θεωρούνταν και θεωρούσαν εαυτούς κλειστά συστήματα, τα οποία δεν είχαν καμία σύνδεση με τον άνθρωπο, το περιβάλλον και την κοινωνία. Υπήρχαν και λειτουργούσαν με αποκλειστικό σκοπό την παραγωγή κέρδους.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες -τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους- έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο ρόλος που έχουν σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, συνεπάγεται και εταιρική κοινωνική ευθύνη, η οποία είναι πολύ ευρύτερη των υποχρεώσεων, στις οποίες υπόκεινται από το Νόμο.
Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για την εταιρική κοινωνική ευθύνη. Σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι «η ευθύνη των επιχειρήσεων για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία».
Ασφαλώς, οι εταιρείες δε συνειδητοποίησαν μόνες τους την ευθύνη την οποία υπέχουν. Μία σειρά σκανδάλων με εταιρείες να είναι υπεύθυνες για μαζικές απώλειες ανθρώπινων ζωών, για κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για περιβαλλοντικές καταστροφές, αύξησαν την κοινωνική ευαισθητοποίηση γύρω από αυτά τα θέματα και άσκησαν έντονη πίεση στις εταιρείες, σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο –ανάλογα με το μέγεθος του σκανδάλου και τις εταιρικές δραστηριότητες.
Η φήμη τους υπέστη σημαντικό πλήγμα και τα κέρδη σημείωσαν κατακόρυφη πτώση σε πολλές περιπτώσεις. Τα ΜΜΕ άρχισαν να ασκούν συστηματικό έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας εταιρειών, οι οποίες αναγκάστηκαν να προβάλλουν ένα κοινωνικά ευαίσθητο πρόσωπο, ώστε να διασώσουν τη φήμη τους και τελικά την ίδια τους την ύπαρξη.
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη κοστίζει ιδιαίτερα στις εταιρείες. Πρέπει να προβούν σε έξοδα άλλα και σε δεσμεύσεις απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Γνωρίζουν όμως ότι ο έντονος ανταγωνισμός από άλλες εταιρείες με κοινωνικά ευαίσθητο προφίλ, καθιστά απαραίτητο να προωθήσουν και αυτές ένα αντίστοιχο, αν όχι πιο ευαίσθητο πρόσωπο.
Η Nike αποτελεί ένα σημαίνον παράδειγμα μίας εταιρείας, της οποίας η φήμη κατέρρευσε εν μία νυκτί στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας στοιχεία για κατάφωρες παραβιάσεις εργασιακών δικαιωμάτων και χρησιμοποίηση παιδικής εργασίας από την εταιρεία σε χώρες της Ασίας (Ινδονησία, Κίνα, Βιετνάμ). Οι διαμαρτυρίες δε μειώθηκαν στο ελάχιστο ούτε όταν αστέρια του παγκόσμιου αθλητισμού, όπως ο Michael Jordan, τοποθετήθηκαν υπέρ της εταιρείας.
Η ζημιά στη φήμη, στις πωλήσεις και συνεπώς στα κέρδη της εταιρείας υπήρξε τεράστια και διήρκεσε τουλάχιστον για όλη τη δεκαετία. Το 1999 οι ιθύνοντες της Nike κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από την υιοθέτηση ενός ευαίσθητου προσώπου σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα. Δημιούργησαν την Ένωση Δίκαιης Εργασίας, με σκοπό τη διεξαγωγή ελέγχων σχετικά με την τήρηση συγκεκριμένων εργασιακών προδιαγραφών από μία ανεξάρτητη αρχή. Στη συνέχεια, στην Ένωση προσχώρησαν πολλές εταιρείες και οργανισμοί προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα πρώτα εργοστάσια που ελέγχθηκαν ήταν της ίδιας της Nike. Ακόμα και σήμερα η Nike συνεχίζει να κατηγορείται για παραβιάσεις εργασιακών δικαιωμάτων. Η διαφορά είναι ότι πλέον και η ίδια η εταιρεία δημοσιεύει αναφορές σχετικά με παραβιάσεις δικαιωμάτων στις εγκαταστάσεις της, καταδικάζοντας τις και εξαγγέλλοντας τρόπους με τους οποίους θα τις αντιμετωπίσει.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο κόσμος να εμπιστεύεται ξανά την εταιρεία, η οποία γνωρίζει μία κερδοφορία άνευ προηγουμένου, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στις εγκαταστάσεις της. Σε αυτή την περίπτωση η εταιρική κοινωνική ευθύνη λειτούργησε προς όφελος όλων: της εταιρείας, των καταναλωτών, των εργαζομένων.
Την εταιρική ευθύνη σχετικά με τα εργασιακά δικαιώματα, η οποία ήταν η κυρίαρχη μορφή εταιρικής ευθύνης στη δεκαετία του 1990, διαδέχθηκε η περιβαλλοντική κοινωνική ευθύνη. Από τις αρχές του 21ου αιώνα έως σήμερα παρατηρούμε ότι οι καταναλωτές στρέφονται προς πιο «οικολογικά», «οργανικά», «βιοδιασπώμενα», «ανακυκλώσιμα», «ανανεώσιμα» προϊόντα. Αντίστοιχα οι εταιρείες ανταγωνίζονται ποια θα πρωτοστατήσει στην «πράσινη ανάπτυξη». Όλες αυτές οι έννοιες ήταν άγνωστες πριν το 2000. Πλέον όλοι τις γνωρίζουν και οι όροι της αγοράς περιστρέφονται γύρω από αυτές.
Σήμερα οι όροι φαίνονται να αλλάζουν για ακόμη μία φορά. Ο νέος Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) σηματοδοτεί μία εποχή στην οποία οι πολίτες παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται περισσότερο από ποτέ για τα προσωπικά τους δεδομένα.
Αντίστοιχα, οι εταιρείες έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπες με μία νέα μορφή εταιρικής ευθύνης, την εταιρική ευθύνη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Όμως, ο Κανονισμός και το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα δημιουργηθεί στην ελληνική έννομη τάξη δεν αρκεί.
Το μόνο μη νομικό μέσο το οποίο είναι παγκόσμιο και αρκετά ισχυρό, ώστε να προκαλέσει σημαντική μεταστροφή στον τρόπο λειτουργίας των εταιρειών είναι η ανθρώπινη συνείδηση. Οι εξελίξεις στη νομοθεσία δείχνουν να έχουν ευαισθητοποιήσει τις πολυεθνικές και τις μεγάλες ελληνικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ήδη τροποποιήσει τις δομές τους και θα συνεχίσουν να προσαρμόζουν τη λειτουργία τους στις απαιτήσεις του νέου νομοθετικού πλαισίου.
Στα πλαίσια του νέου Κανονισμού οι εταιρίες μπορούν εθελοντικά να λαμβάνουν πιστοποιήσεις που θα “αποδεικνύουν” τη συμμόρφωση τους προς τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το νόμο. Τέτοιου είδους πιστοποιήσεις έχουν ακριβώς ως στόχο τους τη προώθηση ενός εταιρικού προφίλ που θα επιδεικνύει συμμόρφωση με τις αρχές του δικαίου προσωπικών δεδομένων και θα δίνει το πράσινο φως στους πολίτες ώστε να εμπιστευτούν και να μοιραστούν τα δεδομένα τους με την πιστοποιημένη εταιρία.
Μένει να δούμε το αν οι εν λόγω πιστοποιήσεις θα αποτελέσουν πράγματι έναν σύμμαχο προς τον πολίτη ή απλά μία σφραγίδα χωρίς ουσία και αντίκρισμα η οποία θα αποκτάται μέσω μιας τυπικής διαδικασίας και θα ανανεώνεται σχεδόν αυτόματα και χωρίς ενδελεχή έλεγχο.
Αν οι πολίτες δε δείξουν ενδιαφέρον, αν ο καθένας δε συνειδητοποιήσει την αξία των προσωπικών του δεδομένων, η νέα νομοθεσία θα περιπέσει σε αχρησία και οι εταιρείες θα κάνουν απλώς τα απολύτως απαραίτητα ώστε να είναι σύννομες με τις ελάχιστες απαιτήσεις που θα τίθενται από το κράτος.
Συν τοις άλλοις, οι μεσαίου μεγέθους και μικρότερες εταιρείες προς το παρόν δεν έχουν δείξει την ίδια ευαισθητοποίηση σχετικά με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, παρότι οι παραβιάσεις προσωπικών δεδομένων από αυτές τις εταιρείες μπορούν να είναι εξίσου σοβαρές. Αν οι συγκεκριμένες εταιρείες αντιληφθούν ότι πέρα από το νέο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο, οι Έλληνες πολίτες ενδιαφέρονται πλέον για τα προσωπικά τους δεδομένα, είναι πολύ πιθανό να προβούν και αυτές σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους.
Οι εταιρείες δείχνουν να συνειδητοποιούν πλέον ότι έχουν βαρύνουσα ευθύνη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Όμως, πρέπει όλοι μας να συνειδητοποιήσουμε ότι τα προσωπικά δεδομένα είναι πάνω από όλα προσωπικά. Αυτό σημαίνει ότι είναι και προσωπική υπόθεση του καθενός να ενδιαφερθεί για αυτά. Οι εταιρείες δείχνουν έτοιμες να αναλάβουν τις ευθύνες τους, εμείς είμαστε έτοιμοι να τους το ζητήσουμε;