Κινητά τηλέφωνα στη μάχη κατά του κορωνοϊού: Συμβιβασμοί στην προστασία προσωπικών δεδομένων;

Γράφει ο Ιωάννης Κροντήρης*

Όσο η κρίση του κορωνοϊού (SARS-Cov-2) μεγαλώνει, τόσο πληθαίνουν οι φωνές από κυβερνήσεις αλλά και μη κυβερνητικούς οργανισμούς που προτείνουν την επιστράτευση τεχνολογικών μέσων για την ανίχνευση της εξάπλωσης του ιού. Ειδικά η ιδέα να χρησιμοποιήσουμε εφαρμογές στα κινητά τηλέφωνα των πολιτών οι οποίες θα ανιχνεύουν τις κοινωνικές επαφές που κάθε χρήστης της εφαρμογής έχει στην καθημερινή του ζωή (Contact Tracing apps ή αλλιώς και Proximity Tracing) βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων όλο και περισσότερο τις τελευταίες εβδομάδες.

Ανεξάρτητα από το κατά πόσο χρήσιμες μπορεί να είναι αυτές οι εφαρμογές στην αντιμετώπιση της πανδημίας, θα πρέπει να κρατήσουμε στο προσκήνιο ένα βασικό στοιχείο: υπάρχει στη διάθεσή μας μια συλλογή από πολλά τεχνολογικά εργαλεία που μας επιτρέπουν να αναπτύξουμε αυτές τις εφαρμογές χωρίς κανέναν συμβιβασμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αρκεί βέβαια να τα λάβουμε υπόψη μας από την αρχή («προστασία δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό»).

Εξ όσων γνωρίζουμε, με τα ως τώρα δεδομένα, ο νέος κορωνοϊός μπορεί να είναι μεταδοτικός από απόσταση περίπου ενός μέτρου. Ο στόχος, λοιπόν, αυτών των εφαρμογών είναι να στείλουν ειδοποίηση στο κινητό κάποιου και να τον ενημερώσουν ότι ένα από τα άτομα που συνάντησε στο πρόσφατο παρελθόν (και πιθανώς να μη το γνωρίζει προσωπικά) είναι ασθενής που έχει δαγνωσθεί ως φορέας του SARS-Cov-2, ώστε να λάβει τα απαραίτητα μέτρα (να κάνει το τεστ, να μπει σε καραντίνα).

Η ταχύτητα με την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις επαφές που κάποιος είχε στο πρόσφατο παρελθόν και να τους ειδοποιήσουμε μπορεί να αποτελέσει κλειδί στο να σπάσουμε την αλυσίδα εξάπλωσης του ιού όσο γίνεται συντομότερα και, εν τέλει, να εμποδίσουμε αποτελεσματικά την εξάπλωσή του. Ωστόσο, πρέπει να πούμε εδώ ότι δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν και κατά πόσο οι εφαρμογές ανίχνευσης επαφών μπορούν να μειώσουν όντως τον ρυθμό μετάδοσης του ιού και υπάρχουν ακόμα πολλά αναπάντητα ερωτήματα τα οποία οι επιδημιολόγοι εξετάζουν.

Εξάλλου, υπάρχουν πληθυσμιακές ομάδες της κοινωνίας μας που δεν χρησιμοποιούν smartphones και επομένως ούτε θα έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την εφαρμογή αλλά και ούτε να περιληφθούν στα σημεία επαφής που θα εντοπίζει η εν λόγω εφαρμογή.

Τεχνικά, η ανάπτυξη εφαρμογών ανίχνευσης επαφών μπορεί να γίνει εγκαθιστώντας μια εφαρμογή στα κινητά τηλέφωνα σε μαζική κλίμακα. Η εφαρμογή γνωρίζοντας την ακριβή τοποθεσία του κάθε χρήστη και επικοινωνώντας με τα κινητά που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μπορεί να κρατάει ακριβές ιστορικό όλων των επαφών μεταξύ των ανθρώπων.

Η λειτουργία αυτή, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής πληροφορίας μπορεί να επιτευχθεί χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα Bluetooth, WiFi, NFC, GPS tracking, οι οποίες προσφέρουν μεγαλύτερη ακρίβεια στη συλλογή δεδομένων θέσης σε σύγκριση με την πληροφορία που μπορούμε να συλλέξουμε μέσω των δικτύων κινητής τηλεφωνίας.

Τέτοιες εφαρμογές εγείρουν αμέσως το ζήτημα της προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθότι σχετίζονται με τη συλλογή:

-της τοποθεσίας και κατ’ επέκταση της διαδρομής,

-των επαφών των πολιτών, και

-των ιατρικών δεδομένων.

Το ερώτημα που μας απασχολεί σε αυτό το άρθρο είναι:  Χρειάζεται να θυσιάσουμε τις αρχές της προστασίας των προσωπικών δεδομένων με την αιτιολογία ότι ζούμε σε εποχή κρίσης και απαιτούνται δραστικά μέτρα;

Η συζήτηση αυτή είναι έντονη στην Ευρώπη. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (European Data Protection Supervisor-EDPS) αναφέρθηκε στην ανάγκη μιας κοινής πανευρωπαϊκής προσπάθειας και τόνισε ότι καινούργιες τεχνικές λύσεις για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού  θα πρέπει να αναπτύσσονται με τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζονται οι αρχές ιδιωτικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων ήδη από την αρχή («προστασία δεδομένων ήδη από τον σχεδιασμό»).

Προς αυτή την κατεύθυνση, πολύ πρόσφατα δημιουργήθηκε η ευρωπαϊκή κίνηση PEPP-PT αποτελούμενη από περισσότερους από 130 επιστήμονες και ειδικούς από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες. Ο στόχος τους είναι να βοηθήσουν εθνικές προσπάθειες να δημιουργήσουν τέτοιου είδους εφαρμογές με τρόπο που να είναι απολύτως συμβατός με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR), θέτοντας κοινές αρχές και στάνταρντ.

Τεχνολογικά υπάρχουν ήδη μηχανισμοί και τρόποι τους οποίους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να αναπτύξουμε τέτοιες εφαρμογές χωρίς “εκπτώσεις” στην ιδιωτικότητα των πολιτών, και χωρίς καθυστερήσεις. Συγκεκριμένα, είναι τεχνικά δυνατόν αυτές οι εφαρμογές να πετύχουν τον σκοπό τους χωρίς να συλλέγουν περιττά προσωπικά δεδομένα όπως τοποθεσία, διαδρομές, επαφές ή χαρακτηριστικά που ταυτοποιούν τους κατόχους των κινητών τηλεφώνων.

Τι τεχνικές προϋποθέσεις θα έπρεπε λοιπόν να ικανοποιεί ιδανικά μια εφαρμογή, αν θέλουμε να είμαστε βέβαιοι ότι, παράλληλα, σέβεται και προστατεύει την ιδιωτικότητα των πολιτών; Τρία σημαντικά σημεία είναι τα ακόλουθα:

-Το σύστημα πρέπει να συλλέγει μόνο αυτά τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για να επιτευχθεί ο σκοπός της εφαρμογής και όχι δεδομένα όπως για παράδειγμα η τοποθεσία των ατόμων, τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με τον σκοπό. Όντως, η πληροφορία που μας ενδιαφέρει εδώ είναι οι επαφές των ατόμων, και όχι το που βρίσκονται,

-Το σύστημα πρέπει να συλλέγει δεδομένα τα οποία να μην συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την ταυτότητα των εμπλεκομένων ατόμων, ούτε να επιτρέπουν τη δημιουργία προφίλ κινήσεων και επαφών,

-Τα δεδομένα που συλλέγονται για κάθε άτομο θα πρέπει να διατηρούνται για το ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα που απαιτείται και μετά να διαγράφονται.

Μια πιο αναλυτική λίστα δημοσίευσε πρόσφατα το Chaos Computer Club, εξετάζοντας τις τεχνικές και κοινωνικές προϋποθέσεις σε μεγαλύτερο βάθος και εστιάζοντας, μεταξύ άλλων, στην αποκεντρωμένη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, την χρήση ανοικτού κώδικα, και την ανωνυμοποίηση των δεδομένων.

Μια ευρωπαϊκή προσπάθεια από μια ομάδα επιφανών ερευνητών με το όνομα DP-3T δημοσίευσε πρόσφατα τον σχεδιασμό μιας τεχνικής λύσης η οποία αποτελεί παράδειγμα του πώς μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξάπλωση του ιού μέσω κινητών τηλεφώνων χωρίς να συλλέγουμε ευαίσθητα δεδομένα και χωρίς να παρακολουθούμε τις κινήσεις των πολιτών.

Η λύση τους αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς γιατί στηρίζεται σε μια κατανεμημένη αρχιτεκτονική. Παρόλο που υπάρχει ένας κεντρικός server, αυτός δεν παίζε κανένα ρόλο στη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητης πληροφορίας. Αυτό συμβαίνει μόνο στα κινητά τηλέφωνα των χρηστών.

Η βασική ιδέα είναι απλή: δεν έχει σημασία σε ποια τοποθεσία κάποιος ήρθε σε επαφή με κάποιον ασθενή COVID-19, οπότε δεν χρειάζεται εξ αρχής να αποθηκεύουμε την τοποθεσία. Το μόνο που έχει σημασία να ξέρουμε είναι αν δυο άνθρωποι ήρθαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης του ιού.

Αυτό, μπορούμε να το καθορίσουμε με την χρήση του Bluetooth ώστε να γνωρίζουμε ποιες άλλες συσκευές κινητών τηλεφώνων βρίσκονται στη γύρω περιοχή και για πόση ώρα. Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή στο κινητό τηλέφωνο δημιουργεί ένα προσωρινό ψευδώνυμο, το οποίο αλλάζει κατά συχνά χρονικά διαστήματα το οποίο μεταδίδεται μέσω του κινητού τηλεφώνου στις άλλες συσκευές που βρίσκονται στη γύρω περιοχή.

Όταν κάποιο άλλο κινητό τηλέφωνο, που επίσης έχει αυτήν την εφαρμογή, πλησιάσει αρκετά, τότε τα δυο κινητά τηλέφωνα είναι σε ακτίνα αρκετή να “ακούσουν” το ένα το προσωρινό ψευδώνυμο του άλλου και να το αποθηκεύουν στη μνήμη τους (δηλαδή τοπικά στο τηλέφωνο) σε κρυπτογραφημένη μορφή. ‘Ετσι, κάθε συσκευή κρατάει (θυμάται) όλα τα ψευδώνυμα που έχει συναντήσει στο παρελθόν. Μέχρι εδώ καμία πληροφορία δεν στέλνεται σε κάποιο κεντρικό Server.

Εάν τώρα κάποιος από τους χρήστες της εφαρμογής διαγνωστεί θετικός στον SARS-Cov-2, ο γιατρός ζητάει από τον ασθενή να στείλει -με τη σύμφωνη γνώμη του- σε έναν κεντρικό server τη λίστα με τα ψευδώνυμα που έχει παράγει το κινητό του φορέα του ιού στο παρελθόν.

Ο server διανέμει αυτή τη λίστα στα κινητά τηλέφωνα των υπολοίπων χρηστών, καθένα από τα οποία συγκρίνει τη λίστα που έλαβε με τη λίστα που έχει αποθηκευμένη στη μνήμη του, για να διαπιστώσει εάν έχει συναντήσει κάποιο από αυτά τα ψευδώνυμα στο παρελθόν. Αν βρεθεί τέτοια περίπτωση, τότε η εφαρμογή παράγει μια ειδοποίηση στον χρήστη για να τον ενημερώσει και να του δώσει οδηγίες τι να κάνει και με ποιόν να επικοινωνήσει.

Όλο το παραπάνω στάδιο εκτελείται και πάλι με κρυπτογραφημένη επικοινωνία και χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητα όσων συμμετέχουν. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν εμποδίζουν τη συλλογή και χρήση δεδομένων για οποιαδήποτε εφαρμογή, ακόμα και για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως μια πανδημία.

Το ερώτημα είναι, πώς μπορούμε να το κάνουμε αυτό σωστά και με σεβασμό στην ιδιωτικότητα των πολιτών. Για αυτό τον σκοπό, εδώ και δεκαετίες, έχουν αναπτυχθεί από κρυπτογράφους και άλλους ερευνητές εργαλεία και μέθοδοι που μας επιτρέπουν να επιτυγχάνουμε αυτόν τον στόχο. Ενδεχομένως αυτή η πανδημία να σταθεί αφορμή ώστε να αναδειχτούν ευρύτερα οι δυνατότητες αυτών των εργαλείων.

Αλλά, ίσως είναι ακόμα πιο σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε, ότι τεχνικές λύσεις για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού μπορούν να είναι αποτελεσματικές μόνο αν υιοθετηθούν σε μεγάλη κλίμακα από τους πολίτες. Και κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο αν τέτοιες λύσεις σέβονται την ιδιωτικότητα και μπορούν να εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Για να χτιστεί αυτή η εμπιστοσύνη δεν αρκούν υποσχέσεις κυβερνήσεων και οργανισμών ότι θα σεβαστούν τα προσωπικά δεδομένα που συλλέγουν. Χρειάζονται και τεχνικές λύσεις που δίνουν τις αντίστοιχες εγγυήσεις με τρόπο που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

* Ο Ιωάννης Κροντήρης είναι απόφοιτος του τμήματος Μηχανικών Η/Υ του Πολυτεχνείου Κρήτης και κατέχει διδακτορικό τίτλο στην Πληροφορική απο το Πανεπιστήμιο του Mannheim της Γερμανίας. Απο το 2014 εργάζεται ως ερευνητής σε θέματα τεχνολογιών προστασίας της ιδιωτικότητας στο ερευνητικό κέντρο της Huawei στο Μόναχο.


Η Homo Digitalis στο EDRi-gram

Την Τετάρτη, 1η Απριλίου 2020, η European Digital Rights (EDRi) φιλοξένησε στο δισεβδομαδιαίο διαδικτυακό περιοδικό της “EDRi-gram” άρθρο αναφορικά με τις δράσεις της Homo Digitalis για τη σύμβαση προμήθειας Συστημάτων για Έξυπνη Αστυνόμευση από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ).

Μπορείτε να δείτε το εν λόγω άρθρο εδώ.

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στην ιστοσελίδα μας εδώ.


Woman wearing mask

H προστασία των προσωπικών δεδομένων στην πανδημία του κορωνοϊού

Γράφουν οι Ελπίδα Βαμβακά και Μαρίνα Ζαχαροπούλου*

Μετά το χαρακτηρισμό του νέου κορωνοϊού (COVID-19) ως παγκόσμια πανδημία από τον Παγκόσμιο Οργανισμο Υγείας (ΠΟΥ), η Ευρώπη έγινε το επίκεντρο της κρίσης στον τομέα της υγείας, καθώς ο αριθμός των νέων κρουσμάτων ξεπέρασε εκείνους της Κίνας, χώρα-αφετηρία του ιού.

Κυβερνήσεις, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί σε ολόκληρη την Ευρώπη λαμβάνουν μέτρα για να περιορίσουν και να μετριάσουν τις επιπτώσεις του COVID-19.

Τα μέτρα αυτά συχνά, συνεπάγονται την επεξεργασία διαφόρων τύπων προσωπικών δεδομένων.

Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (GDPR) προβλέπει τις νόμιμες βάσεις που επιτρέπουν στους εργοδότες και στις αρμόδιες αρχές δημόσιας υγείας να επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των επιδημιών, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων.

Αυτό ισχύει για παράδειγμα, όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη για λόγους δημοσίου συμφέροντος στον τομέα της δημόσιας υγείας ή για την προστασία ζωτικών συμφερόντων (άρθρα 6 και 9  GDPR) ή για τη συμμόρφωσή τους με άλλη νομική υποχρέωση.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 46, 52 και 54 του Γενικού Κανονισμού δίνουν μία σαφή προσέγγιση γύρω από τα ζητήματα της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων στην περίπτωση μιας πανδημίας, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Βοήθημα κατά την τελική διαμόρφωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται για τη διαχείριση του COVID-19, τα οποία αφορούν στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε κάθε οργανισμό αποτελεί η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου “Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης της ανάγκης περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19” ( ΦΕΚ Α’64/14-3-2020).

Το άρθρο 5 της Πράξης αναφέρει ρητά τις κατηγορίες προσωπικών δεδομένων που επιτρέπεται να κοινοποιούνται, τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται, το σκοπό της συγκεκριμένης επεξεργασίας, καθώς και το διάστημα που μπορούν τα δεδομένα αυτά να διατηρηθούν (έως και έναν (1) μήνα μετά από τη λήξη της περιόδου εφαρμογής των κατεπειγόντων μέτρων για την αποφυγή της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και πάντως όχι πέραν της 31.12.2020).

Είναι σημαντικό να κρατήσουμε τη δήλωση  που έκανε τη Δευτέρα η Andrea Jelinek, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (EDPB),  σύμφωνα με την οποία, οι κανόνες προστασίας δεδομένων (όπως οι διατάξεις του GDPR) δεν εμποδίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η Πρόεδρος υπογράμμισε ότι, ακόμη και σε αυτές τις εξαιρετικές περιόδους, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να διασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των υποκειμένων και επομένως θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες εκτιμήσεις για να εξασφαλιστεί η νόμιμη επεξεργασία τους. 

Πολλές ευρωπαϊκές αρχές προστασίας δεδομένων, έχουν αρχίσει να παρέχουν καθοδήγηση προς εργοδότες και εργαζόμενους. Όπως θα δούμε παρακάτω μεταξύ των Αρχών υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι εργοδότες θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας δεδομένων.

Πιο αναλυτικά:

Περιορισμοί στις δραστηριότητες επεξεργασίας παρακολούθησης δεδομένων υγείας των εργαζομένων:

Ιταλία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Βέλγιο

H Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της Ιταλίας ενήργησε ταχέως.

Στις 2 Μαρτίου προειδοποίησε τους εργοδότες να μην εκτελούν «αυτόνομους» ιατρικούς ελέγχους ή να ζητούν προσωπικές πληροφορίες σχετικά με τα μη επαγγελματικά ταξίδια και τις επαφές των εργαζομένων.

Με τη δήλωσή της, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων δήλωσε ότι οι εργοδότες πρέπει να απέχουν από τη συλλογή, εκ των προτέρων και με συστηματικό και γενικευμένο τρόπο, πληροφοριών σχετικά με την παρουσία τυχόν συμπτωμάτων γρίπης στον εργαζόμενο και στις πλησιέστερες επαφές του – μεταξύ άλλων μέσω συγκεκριμένων αιτήσεων προς τον εργαζόμενο ή μη εγκεκριμένων ερευνών.

Πρόσθεσε ότι, όλοι οι Υπεύθυνοι Επεξεργασίας δεδομένων πρέπει να συμμορφώνονται αυστηρά με τις οδηγίες που παρέχονται από το Υπουργείο Υγείας και τα αρμόδια όργανα για την πρόληψη της εξάπλωσης του κορωνοϊού, χωρίς να αναλαμβάνουν αυτόνομες πρωτοβουλίες με στόχο τη συλλογή δεδομένων για την υγεία των εργαζομένων, αν οι πρωτοβουλίες δεν ρυθμίζονται από το νόμο ή δεν διατάσσονται από τους αρμόδιους φορείς. 

Στην ίδια γραμμή, η CNIL στη Γαλλία, πληροφόρησε τους οργανισμούς ότι δεν πρέπει να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τη θερμοκρασία του σώματος του συνόλου των εργαζομένων ή των επισκεπτών τους ή γενικευμένες πληροφορίες για την υγεία και πιθανά συμπτώματα COVID-19.

Αυτό φυσικά, δεν εμποδίζει τους εργοδότες να αναφέρουν συγκεκριμένες περιπτώσεις εργαζομένων με COVID-19 στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές.

Η CNIL έχει δηλώσει ρητά ότι, αν ένας εργοδότης ειδοποιηθεί για κρούσμα COVID-19 που αφορά σε υπάλληλό του, ο εργοδότης μπορεί να καταγράφει:

– την ημερομηνία και την ταυτότητα του προσώπου για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει εκτεθεί στον ιό,

– τα οργανωτικά μέτρα που λαμβάνονται (απομόνωση, απομακρυσμένη εργασία, επαφή με τον γιατρό στο χώρο εργασίας κ.λπ.).

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων του Λουξεμβούργου, προειδοποίησε τους εργοδότες να μην απαιτούν από τους υπαλλήλους να ενημερώνουν καθημερινά για τις θερμοκρασίες του σώματος τους ή να συμπληρώνουν τα ιατρικά φύλλα ή τα ερωτηματολόγια.

Τέλος,  η βελγική εποπτική αρχή στις οδηγίες που εξέδωσε αναφέρει ότι η δημόσια υγεία και η πρόληψη των ασθενειών δεν είναι ασυμβίβαστες με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. 

Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων μπορεί να γίνει βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και του άρθρου 9 παράγραφος 2 στοιχείο β) του GDPR σε κάθε περίπτωση. Πρέπει, όμως, να τηρούνται οι αρχές της αναλογικότητας, της ελαχιστοποίησης των δεδομένων,της διαφάνειας και της εμπιστευτικότητας.

Υπό το πρίσμα αυτό, ο εργοδότης δεν μπορεί να αποκαλύψει τα ονόματα των μολυσμένων υπαλληλων με COVID-19.

Ο εργοδότης μπορεί να ενημερώσει μόνο τους άλλους υπαλλήλους για την κατάσταση χωρίς να αναφέρει την ταυτότητα τους.

Συλλογή και γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων:

Ιρλανδία, Ισπανία, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο

Η Αρχή της Ιρλανδίας, η οποία είναι αρμόδια για πολλές εταιρείες της Silicon Valley, εξέδωσε οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες οι υπηρεσίες υγείας ενδέχεται να βρεθούν υποχρεωμένες να αποκαλύψουν προσωπικά δεδομένα προκειμένου να αποτρέψουν σοβαρές απειλές για τη δημόσια υγεία εφόσον εφαρμόζονται οι κατάλληλες διασφαλίσεις.

Αυτές οι διασφαλίσεις μπορεί να περιλαμβάνουν περιορισμό της πρόσβασης στα δεδομένα, αυστηρές προθεσμίες για τη διαγραφή και άλλα μέτρα, όπως κατάλληλη εκπαίδευση προσωπικού για την προστασία των δικαιωμάτων προστασίας των δεδομένων των ατόμων.

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Αρχή της Ισπανίας. Διευκρινίζει παράλληλα ότι, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση το ζωτικό συμφέρον άλλου φυσικού προσώπου θα πρέπει κατ’ αρχήν να διενεργείται μονάχα εάν είναι πρόδηλο ότι η επεξεργασία δεν μπορεί να έχει άλλη νομική βάση.

Ταυτόχρονα, υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να τηρούνται όλες οι αρχές αναφορικά με την επεξεργασία που περιέχονται στο άρθρο 5 του GDPR.

Η Δανέζικη Αρχή, έχει επίσης εκδώσει οδηγίες  και  αναγνωρίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να συλλέγονται και να γνωστοποιούνται προσωπικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, υπογραμμίζοντας όμως την σημασία της αξιολόγησης της νομιμότητας της επεξεργασίας και του περιορισμού στο μέτρο που είναι απαραίτητο.

Η Δανέζικη Αρχή συνιστά συνεπώς στους εργοδότες να εξετάσουν:

– εάν υπάρχει σοβαρός λόγος συλλογής ή αποκάλυψης των εν λόγω προσωπικών δεδομένων,

– εάν τα συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα είναι απαραίτητα, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον ο σκοπός του εργοδότη μπορεί να επιτευχθεί με τη συλλογή λιγότερων,

– αν είναι απαραίτητο να γνωστοποιήσουν το όνομα του προσβεβλημένου προσώπου ή της καραντίνας αυτού.

Η Αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου (ICO), στις οδηγίες που εξέδωσε αναφέρει ότι, οι νόμοι για την προστασία δεδομένων και την ηλεκτρονική επικοινωνία δεν εμποδίζουν την κυβέρνηση, ή άλλους επαγγελματίες Υγείας να αποστέλλουν μηνύματα δημόσιας υγείας στους ανθρώπους, είτε μέσω τηλεφώνου, μηνυμάτων ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς αυτά τα μηνύματα δεν αποτελούν άμεσο μάρκετινγκ.

Ούτε τους εμποδίζει να χρησιμοποιούν την πιο πρόσφατη τεχνολογία για να διευκολύνουν ασφαλείς και γρήγορες διαβουλεύσεις και διαγνώσεις.

Οι δημόσιοι φορείς ενδέχεται να απαιτούν πρόσθετη συλλογή και ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την προστασία από σοβαρές απειλές κατά της δημόσιας υγείας.

Μία πιο ουδέτερη στάση: 

Σλοβακία, Σλοβενία, Νορβηγία, Σουηδία, Πολωνία και Γερμανία

Η Αρχή της Σλοβακίας υπογραμμίζει ότι οι μετρήσεις θερμοκρασίας εμπίπτουν στην επεξεργασία μιας ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ο GDPR προβλέπει ειδικούς όρους στο άρθρο 9 για τη νόμιμη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων.

Η Αρχή της Σλοβενίας αναφέρει ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κάνουν εκτιμήσεις κατά περίπτωση και να καθορίσουν ποιες πληροφορίες απαιτούνται για την προστασία των ζωτικών συμφερόντων των πολιτών.

Η Αρχή της Νορβηγίας και η Αρχή της Σουηδίας στις οδηγίες που εξέδωσαν αναφέρουν ότι  πληροφορίες όπως το ότι ένας υπάλληλος επέστρεψε από “περιοχή κινδύνου” και ότι έχει τεθεί σε καραντίνα (χωρίς όμως να δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την αιτία) δε θεωρούνται πληροφορίες σχετικές με την υγεία του εργαζομένου.

Ο Πρόεδρος της Πολωνικής Αρχής σε δήλωσή του αναφέρει ότι ο GDPR δεν μπορεί να θεωρηθεί εμπόδιο στην καταπολέμηση του COVID-19, στηρίζοντας τις δηλώσεις του στην αιτιολογική σκέψη 46 του GDPR.

Τέλος, ο Γερμανός Ομοσπονδιακός Επίτροπος Προστασίας αποδέχεται ότι παρόλο που η επεξεργασία των δεδομένων για την υγεία είναι ουσιαστικά δυνατή μόνο με περιοριστικό τρόπο, τα δεδομένα μπορούν να συλλεχθούν και να χρησιμοποιηθούν για να περιοριστεί η πανδημία ή για την προστασία των εργαζομένων. Πρέπει όμως πάντοτε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Επίτροπο, τα ακόλουθα μέτρα  για τον περιορισμό και την καταπολέμηση της πανδημίας μπορούν να θεωρηθούν νόμιμα:

– Συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων υγείας) των εργαζομένων από τον εργοδότη προκειμένου να προληφθεί ή να περιοριστεί η διάδοση του ιού στους εργαζομένους όσο το δυνατόν καλύτερα. Αυτό περιλαμβάνει ιδίως πληροφορίες σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες έχει εντοπιστεί μία λοίμωξη ή ο εργαζόμενος έχει έρθει σε επαφή με ένα αποδεδειγμένα μολυσμένο άτομο και κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκε κατά την σχετική περίοδο διαμονή σε περιοχή χαρακτηρισμένη  ως περιοχή κινδύνου.

– Συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων για την υγεία) από τους επισκέπτες, ιδίως για να διαπιστωθεί εάν έχουν μολυνθεί από τον ιό ή έχουν έρθει σε επαφή με ένα αποδεδειγμένα μολυσμένο άτομο.

Μπορείτε να μείνετε ενημερωμένοι αναφορικά με σχετικές αποφάσεις Αρχών Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ανά τον κόσμο εδώ.

Η Ελληνική Αρχή

Την Τετάρτη 18 Μαρτίου η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε με τη σειρά της κατευθυντήριες γραμμές τονίζοντας ότι η εφαρµογή του νοµικού πλαισίου για την προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα δεν συνιστά εµπόδιο στη λήψη των αναγκαίων µέτρων αντιµετώπισης του κορωνοϊού.

Η Αρχή, κινούμενη στην ίδια σελίδα με τις περισσότερες αρχές της Ευρώπης, υπογραμμίζει ότι το δικαίωµα στην προστασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα δεν είναι απόλυτο δικαίωµα και πρέπει να εκτιµάται σε σχέση µε τη λειτουργία του στην κοινωνία και να σταθµίζεται σε σχέση µε άλλα θεµελιώδη δικαιώµατα, σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας.

Διευκρινίσεις για τον ιδιωτικό τομέα 

Ο εκάστοτε εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζοµένων λαµβάνοντας τα αναγκαία προστατευτικά µέτρα προς αποφυγή επέλευσης σοβαρού, άµεσου και αναπόφευκτου κινδύνου αυτών, εγγυώµενος το ασφαλές και υγιές περιβάλλον εργασίας µε τη συνδροµή των εργαζοµένων στηριζόμενος στα άρθρα 42,45 και 49 του ν 3850/2010.

Γενικές Οδηγίες

Η Αρχή διευκρινίζει ότι:

– Οι πληροφορίες σχετικά µε την κατάσταση της υγείας ενός φυσικού προσώπου, περιλαµβανοµένης της παροχής υπηρεσιών υγειονοµικής φροντίδας σε αυτό, συνιστούν δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την υγεία, δηλαδή ειδικής κατηγορίας δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία υπόκεινται σε αυστηρότερο καθεστώς προστασίας.

– Πληροφορίες όπως εάν ένα υποκείµενο των δεδοµένων ταξίδεψε πρόσφατα σε αλλοδαπό κράτος µε εκτεταµένη διάδοση του κορωνοϊού ή εάν οικείος ή συνεργάτης του είναι ασθενής ή έχει προσβληθεί από τον κορωνοϊό, δεν αφορούν την υγεία του συγκεκριµένου υποκειµένου και, συνεπώς, δεν αποτελούν δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα ειδικής κατηγορίας, αλλά δύναται υπό προϋποθέσεις να συνιστούν απλά δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα. 

Επιτρέπεται η θερµοµέτρηση των εισερχοµένων ή η υποβολή συµπλήρωσης ερωτηµατολογίου σχετικά µε την κατάσταση της υγείας των εργαζοµένων ή οικείων τους, πρόσφατου ιστορικού ταξιδίου σε αλλοδαπό κράτος µε αυξηµένο κίνδυνο µετάδοσης του κορωνοϊου  κ.λπ. ή η ενηµέρωση των λοιπών εργαζοµένων για το γεγονός ή και τα στοιχεία ταυτότητας ήδη νοσούντος εργαζοµένου;

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν µπορεί εκ προοιµίου να αποκλείσει ως απαγορευµένη οποιαδήποτε πράξη επεξεργασίας, ιδίως στην παρούσα χρονική κρίσιµη και πρωτόγνωρη συγκυρία και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Γενικου Κανονισμού. Είναι αυτονόητο ότι η επεξεργασία αυτή πραγµατοποιείται στο πλαίσιο της αρχής της λογοδοσίας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην αξιολόγηση του ενδεχοµένου συλλογής µόνο των αναγκαίων πληροφοριών που συνδέονται αποκλειστικά µε τον επιδιωκόµενο σκοπό τηρουµένης της αρχής της ασφαλούς επεξεργασίας μέσω της λήψης απαραίτητων τεχνικών και οργανωτικών µέτρων ασφαλείας.

Η συλλογή και η εν γένει επεξεργασία των δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που παρουσιάζουν επαχθή χαρακτήρα και συνιστούν περιορισµό ατοµικών δικαιωµάτων, όπως π.χ. η θερµοµέτρηση στην είσοδο του χώρου εργασίας, πρέπει να λαµβάνει χώρα, τηρουµένων των νοµίµων προϋποθέσεων, αφού θα έχει προηγουµένως αποκλειστεί κάθε διαθέσιµο πρόσφορο µέτρο, το οποίο θα επιλέξει ο υπεύθυνος επεξεργασίας, υπό τον όρο ότι εφαρµόζεται η νοµοθεσία για τα προσωπικά δεδοµένα.

Επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα θανόντων: Δεν εµπίπτει καταρχήν στο προστατευτικό πεδίο των κανόνων προστασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα ∆εδοµένου, ωστόσο, ότι η αποκάλυψη των στοιχείων ταυτοποίησης θανόντων από τον κορωνοϊό ενδέχεται να οδηγεί σε έµµεση ταυτοποίηση ζώντων φυσικών προσώπων που είχαν έρθει σε επαφή ή υπήρξαν οικείοι των θανόντων για τους οποίους εφαρµόζονται οι συναφείς κανόνες, πρέπει η επεξεργασία να γίνεται σύµφωνα µε τις γενικές αρχές επεξεργασίας του άρθρου 5 παρ. 1 σε συνδυασµό µε το άρθρο 6 ΓΚΠ∆.

Γνωστοποίηση σε τρίτους πληροφοριών για την κατάσταση υγείας των υποκειµένων των δεδοµένων Ακόµη και αν καταρχήν διενεργείται στο πλαίσιο των άρθρων 5, 6 και 9 ΓΚΠ∆, δεν είναι επιτρεπτή, αν δηµιουργεί κλίµα προκατάληψης και στιγµατισµού, και ενδέχεται να δρα αποτρεπτικά στην τήρηση των µέτρων που ανακοινώθηκαν από τις αρµόδιες δηµόσιες αρχές µε αποτέλεσµα να αντιστρατεύεται τελικά την αποτελεσµατικότητα τους.

Επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα για δηµοσιογραφικούς σκοπούς

Προ της τυχόν επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα για δηµοσιογραφικούς σκοπούς , ιδίως ως προς την κατάσταση υγείας των υποκειµένων σε σχέση µε τον κορωνοϊό, πέραν των προαναφεροµένων (ιδίως των σκέψεων υπ’ αρ. 9 της παρούσας) θα πρέπει πρωταρχικά να αξιολογείται η αναγκαιότητα αποκάλυψης στοιχείων ταυτοποίησης του υποκειµένου (π.χ. ονοµατεπώνυµο, φωτογραφία και άλλα προσδιοριστικά στοιχεία), δεδοµένου µάλιστα ότι οι αρµόδιες αρχές (Εθνικός Οργανισµός ∆ηµόσιας Υγείας [Ε.Ο.∆.Υ.] και Γενική Γραµµατεία Πολιτικής Προστασίας [Γ.Γ.Π.Π.]) επεξεργάζονται δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα πολιτών επιδηµιολογικού συσχετισµού, δίχως τον προσδιορισµό προσωπικών στοιχείων ταυτότητας (βλ. άρ. 19

Δημόσιες Αρχές

– Από το Γενικό Κανονισμό παρέχονται οι νοµικές βάσεις για την αναγκαία επεξεργασία που διενεργείται από τις αρµόδιες δηµόσιες αρχές για τη λήψη των αναγκαίων κατά περίπτωση µέτρων, σύµφωνα µε τις οικείες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, προς τον σκοπό της αποφυγής κινδύνου εµφάνισης ή διάδοσης του κορωνοϊού, που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δηµόσια υγεία, µε την επιφύλαξη ότι τηρούνται οι βασικές αρχές και εξασφαλίζονται οι σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις και προϋποθέσεις σύννοµης επεξεργασίας ( άρθρα 6 παρ. 1 εδ. γ’, δ’ και ε’ και 9 παρ. 2 εδ. β’, ε’ , η’ και θ’ του ΓΚΠΔ )

– Η επεξεργασία δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα υγείας στο πλαίσιο λήψης µέτρων κατά του κορωνοϊού διενεργείται από τις αρµόδιες δηµόσιες αρχές ως απαραίτητη για λόγους δηµοσίου συµφέροντος στον τοµέα της δηµόσιας υγείας, στις οποίες περιλαµβάνεται και η προστασία έναντι σοβαρών διασυνοριακών απειλών κατά της υγείας κατ’ άρ. 9 παρ. 2 εδ. θ’ ΓΚΠ∆ (βλ. αιτ. σκ. 46 και 52 ΓΚΠ∆).

– Οι αρµόδιες δηµόσιες αρχές αποτελούν τους υπευθύνους επεξεργασίας που επεξεργάζονται δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα απλά και υγείας (ειδικής κατηγορίας) για την προστασία της δηµόσιας υγείας.

– Η προφορική ενηµέρωση ότι το υποκείµενο των δεδοµένων νοσεί από τον κορωνοϊό ή ότι η σωµατική θερµοκρασία του έχει µετρηθεί ως ανώτερη του φυσιολογικού συνιστούν µεν δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα, πλην όµως η σχετική νοµοθεσία δεν εφαρµόζεται εάν οι ανωτέρω πληροφορίες δεν έχουν περιληφθεί σε σύστηµα αρχειοθέτησης σε περίπτωση µη αυτοµατοποιηµένης (χειροκίνητης) επεξεργασίας ή δεν έχουν περιληφθεί σε αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία.

Αντί επιλόγου

Οι κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΑΠΔΠΧ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο διαχείρισης του COVID-19 αποτελούν ένα σημαντικό βοήθημα στην καθημερινή λειτουργία κάθε οργανισμού.

Οι μέρες που διανύουμε σαφώς ανέδειξαν περισσότερο από ποτέ την ανάγκη για ατομική υπευθυνότητα και δράση.

Η δική μας συμβουλή, είναι ότι δεν χρειάζεται πανικός και βιαστικές κινήσεις ούτε στα εργασιακά ζητήματα.

Οι οργανισμοί που θα επεξεργαστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (που ενδεχομένως να αφορούν την υγεία) θα πρέπει πρώτα να θεσπίσουν τις απαραίτητες, ανάλογες και σωστά αιτιολογημένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τη διαχείριση του COVID-19.

Αυτές θα πρέπει να είναι διαφανείς, συμπεριλαμβανομένου του σκοπού της συλλογής των προσωπικών δεδομένων και του χρόνου διατήρησής τους.

Κάθε επεξεργασία δεδομένων στο πλαίσιο της πρόληψης της εξάπλωσης του COVID-19, πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που εξασφαλίζει την ασφάλεια των δεδομένων, ιδίως όσον αφορά τα δεδομένα υγείας.

Η ταυτότητα των προσβεβλημένων ατόμων, δεν θα πρέπει να γνωστοποιείται στους συναδέλφους, παρά μόνο στην περίπτωση όπου θα έχει προηγουµένως αποκλειστεί κάθε διαθέσιµο πρόσφορο µέτρο, για την επίτευξη της διασφάλισης των ζωτικών συμφερόντων των εργαζομένων.

Όπως συμβαίνει με κάθε επεξεργασία δεδομένων, πρέπει να υποβληθεί σε επεξεργασία μόνο το ελάχιστο απαραίτητο ποσό δεδομένων για την επίτευξη των σκοπών εφαρμογής μέτρων για την πρόληψη ή τη διατήρηση της εξάπλωσης του COVID-19 και μόνο για τον σκοπό αυτό και όχι για άλλους.

Μια συστηµατική, διαρκής και γενικευµένη συλλογή δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα που οδηγεί στην κατάρτιση και συνεχή ανανέωση προφίλ υγείας εργαζοµένων, δύσκολα θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύµφωνη µε την αρχή της αναλογικότητας.

Η επόμενη ημέρα από την πανδημία θα έρθει και είναι σημαντικό να βγούμε από αυτή την κατάσταση  με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες σε όλους τους τομείς.

Και όπως εύστοχα τονίζει η καθηγήτρια κ. Μήτρου “Δεν πρέπει να αποτελέσει η πανδημία την θρυαλλίδα νέων μορφών κρατικού ή/και κοινωνικού ελέγχου ή μίας γενικευμένης εισβολής στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων”.

*Η Μαρίνα Ζαχαροπούλου είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ασκούμενη δικηγόρος. Αυτή την περίοδο παρακολουθεί τις μεταπτυχιακές της σπουδές  με τίτλο ” Artificial Intelligence/ Digital Technology Management” στο Πανεπιστήμιο της Bologna.


Τι είναι η Ομομορφική Κρυπτογράφηση;

Γράφει ο Αναστάσιος Αραμπατζής*

Κάθε μέρα επιχειρήσεις, οργανισμοί και υπηρεσίες χειρίζονται πολλές ευαίσθητες πληροφορίες, όπως προσωπικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα, τα οποία πρέπει να κρυπτογραφούνται τόσο όταν αποθηκεύονται όσο και κατά τη μετάδοσή τους.

Αν και το «σπάσιμο» των σύγχρονων αλγορίθμων κρυπτογράφησης απαιτεί πολύ μεγάλη επεξεργαστική ισχύ, το οποίο καθιστά την όλη διαδικασία πολύ δαπανηρή και χρονοβόρα για να είναι εφικτή (τουλάχιστον μέχρι την έλευση της κβαντικής υπολογιστικής), είναι επίσης αδύνατο να επεξεργαστούμε τα δεδομένα χωρίς να τα αποκρυπτογραφήσουμε πρώτα. Και η αποκρυπτογράφηση των δεδομένων, τα καθιστά ευάλωτα σε κακόβουλους δρώντες.

Το πρόβλημα με την κρυπτογράφηση των δεδομένων είναι ότι αργά ή γρήγορα θα απαιτηθεί να τα αποκρυπτογραφήσουμε. Μπορούμε να αποθηκεύσουμε τα αρχεία μας κρυπτογραφικά κωδικοποιημένα σε οποιοδήποτε «σύννεφο», αλλά μόλις απαιτηθεί να κάνουμε κάτι με αυτά τα αρχεία, οτιδήποτε από την επεξεργασία ενός εγγράφου του Word έως την υποβολή ερωτημάτων σε μια βάση χρηματοοικονομικών δεδομένων, θα πρέπει πρώτα να «ξεκλειδώσουμε» τα δεδομένα και να τα αφήσουμε ευάλωτα.

Η ομομορφική κρυπτογράφηση (homomorphic encryption), μια σημαντική εξέλιξη στην επιστήμη της κρυπτογραφίας, υπόσχεται να λύσει αυτό το πρόβλημα.

Τι είναι όμως η Ομομορφική Κρυπτογράφηση;

Ο σκοπός της ομομορφικής κρυπτογράφησης είναι να επιτρέψει την εκτέλεση υπολογισμών σε κρυπτογραφημένα δεδομένα. Έτσι τα δεδομένα μπορούν να παραμείνουν εμπιστευτικά κατά την επεξεργασία τους, επιτρέποντας την επίτευξη χρήσιμων εργασιών με τα αυτά ενώ είναι αποθηκευμένα σε μη αξιόπιστα περιβάλλοντα. Σε έναν κόσμο κατανεμημένων υπολογιστικών πόρων και ετερογενούς δικτύωσης, αυτή είναι μια εξαιρετικά πολύτιμη δυνατότητα.

Ένα ομομορφικό κρυπτογραφικό σύστημα είναι σαν τις άλλες μορφές ασύμμετρης κρυπτογράφησης, επειδή χρησιμοποιεί ένα δημόσιο κλειδί για την κρυπτογράφηση των δεδομένων και επιτρέπει μόνο στο άτομο με το κατάλληλο ιδιωτικό κλειδί να προσπελάσει τα μη κρυπτογραφημένα δεδομένα.

Ωστόσο, αυτό που το ξεχωρίζει από άλλες μορφές κρυπτογράφησης είναι ότι χρησιμοποιεί ένα αλγεβρικό σύστημα που επιτρέπει σε εμάς ή σε εξουσιοδοτημένους τρίτους να εκτελέσουν μια ποικιλία υπολογισμών (ή λειτουργιών) στα κρυπτογραφημένα δεδομένα.

Στα μαθηματικά ο όρος «ομομορφικό» περιγράφει τον μετασχηματισμό ενός συνόλου δεδομένων σε ένα άλλο διατηρώντας παράλληλα τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων και στα δύο σύνολα. Επειδή τα δεδομένα σε ένα ομομορφικό σύστημα κρυπτογράφησης διατηρούν την ίδια δομή, πανομοιότυπες μαθηματικές λειτουργίες, είτε αυτές εκτελούνται σε κρυπτογραφημένα ή σε μη κρυπτογραφημένα δεδομένα, θα οδηγήσουν σε ισοδύναμα αποτελέσματα.

Η εύρεση μιας μεθόδου για την εκτέλεση υπολογισμών σε κρυπτογραφημένα δεδομένα αποτελούσε στόχο της κρυπτογραφίας από όταν προτάθηκε το 1978 από τους Rivest, Adleman και Δερτούζο. Το ενδιαφέρον για αυτό το θέμα οφείλεται στις πολυάριθμες εφαρμογές του στον πραγματικό κόσμο.

Η ανάπτυξη της πλήρους ομομορφικής κρυπτογράφησης αποτελεί μία επαναστατική πρόοδο για το πεδίο της κρυπτογραφίας, επεκτείνοντας σε μεγάλο βαθμό το πεδίο των υπολογισμών που μπορούν να εφαρμοστούν για την επεξεργασία κρυπτογραφημένων δεδομένων ομομορφικά.

Το ενδιαφέρον για τη βελτίωση, υλοποίηση και εφαρμογή της πλήρους ομομορφικής κρυπτογράφησης εντάθηκε όταν ο Craig Gentry δημοσίευσε το 2009 την εργασία του που περιέγραφε λεπτομερώς αυτό το σχήμα ομομορφικής κρυπτογράφησης.

Τύποι Ομομορφικής Κρυπτογράφησης

Υπάρχουν τρεις τύποι ομομορφικής κρυπτογράφησης:

– Μερικώς ομομορφική κρυπτογράφηση

– Κάπως ομομορφική κρυπτογράφηση

– Πλήρης ομομορφική κρυπτογράφηση

Η κύρια διαφορά μεταξύ τους σχετίζεται με τους τύπους και τη συχνότητα των μαθηματικών λειτουργιών που μπορούν να εκτελεστούν σε κρυπτογραφημένα δεδομένα.

Η μερικώς ομομορφική κρυπτογράφηση επιτρέπει την εκτέλεση μόνο συγκεκριμένων μαθηματικών συναρτήσεων σε κρυπτογραφημένες τιμές. Αυτό σημαίνει ότι μόνο μία λειτουργία, είτε πρόσθεση είτε πολλαπλασιασμός, μπορεί να εκτελεστεί απεριόριστα στα κρυπτογραφημένα δεδομένα. Η μερικώς ομομορφική κρυπτογράφηση με πολλαπλασιαστικές λειτουργίες είναι η βάση για την κρυπτογράφηση RSA, η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για τη δημιουργία ασφαλών συνδέσεων μέσω SSL/TLS.

Ένα κάπως ομομορφικό σύστημα κρυπτογράφησης είναι αυτό που υποστηρίζει την επιλογή λειτουργίας (είτε πρόσθεση ή πολλαπλασιασμό) μίας ορισμένης πολυπλοκότητας, αλλά αυτές οι λειτουργίες μπορούν να εκτελεστούν μόνο για ένα πεπερασμένο αριθμό.

Πλήρης Ομομορφική Κρυπτογράφηση

Η πλήρης ομομορφική κρυπτογράφηση (Fully Homomorphic Encryption, FHE), παρότι βρίσκεται ακόμα στο στάδιο της ανάπτυξης, έχει πολλές δυνατότητες να καταστήσει τη λειτουργικότητα συμβατή με την ιδιωτικότητα, βοηθώντας να διατηρήσουμε τις πληροφορίες ασφαλείς και προσβάσιμες ταυτόχρονα.

Η πλήρης ομομορφική κρυπτογράφηση χρησιμοποιεί τόσο την πρόσθεση όσο και τον πολλαπλασιασμό, για απεριόριστες φορές, ενώ επιτρέπει με ασφάλεια την ταυτόχρονη εκτέλεση λειτουργιών από πολλαπλά μέρη (multi-party computation). Σε αντίθεση με τις άλλες μορφές ομομορφικής κρυπτογράφησης, μπορεί να χειριστεί τυχαίους υπολογισμούς στα κρυπτογραφημένα δεδομένα.

Εφαρμογές Πλήρους Ομομορφικής Κρυπτογράφησης

Ο Craig Gentry ανέφερε στη διατριβή του ότι «η πλήρης ομομορφική κρυπτογράφηση έχει πολλαπλές εφαρμογές. Για παράδειγμα, επιτρέπει ιδιωτικά ερωτήματα σε μια μηχανή αναζήτησης.

Ο χρήστης υποβάλλει ένα κρυπτογραφημένο ερώτημα και η μηχανή αναζήτησης υπολογίζει μια συνοπτική κρυπτογραφημένη απάντηση χωρίς ποτέ να εξετάσει το περιεχόμενο του ερωτήματος. Επίσης, επιτρέπει την αναζήτηση σε κρυπτογραφημένα δεδομένα. Ένας χρήστης αποθηκεύει κρυπτογραφημένα αρχεία σε έναν απομακρυσμένο διακομιστή αρχείων και μπορεί αργότερα να ανακτήσει από τον διακομιστή μόνο τα αρχεία που (όταν αποκρυπτογραφηθούν) ικανοποιούν ορισμένους περιορισμούς δυαδικής τιμής. Γενικότερα, η πλήρης ομομορφική κρυπτογράφηση βελτιώνει την απόδοση του ασφαλούς υπολογισμού από πολλαπλά μέρη.»

Οι ερευνητές έχουν ήδη προσδιορίσει αρκετές πρακτικές εφαρμογές της πλήρους ομομορφικής κρυπτογράφησης, όπως:

-Προστασία δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στο cloud.

Χρησιμοποιώντας την ομομορφική κρυπτογράφηση, μπορούμε να ασφαλίσουμε τα δεδομένα που αποθηκεύουμε στο cloud, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να υπολογίσουμε και να αναζητήσουμε πληροφορίες που μπορούμε να αποκρυπτογραφήσετε αργότερα, χωρίς να διακυβεύουμε την ακεραιότητα των δεδομένων στο σύνολό τους.

-Ανάλυση δεδομένων για ερευνητικούς σκοπούς.

Η ομομορφική κρυπτογράφηση επιτρέπει την κρυπτογράφηση και την αποδέσμευση δεδομένων σε εμπορικά περιβάλλοντα για σκοπούς έρευνας και διαμοιρασμού δεδομένων, προστατεύοντας παράλληλα το απόρρητο των δεδομένων των χρηστών ή των ασθενών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για επιχειρήσεις και οργανισμούς σε διάφορες βιομηχανίες, όπως χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λιανική πώληση, τεχνολογία πληροφοριών και υγειονομική περίθαλψη, ώστε να επιτρέπουν στους χρήστες να χρησιμοποιούν τα δεδομένα χωρίς να έχουν πρόσβαση στις μη κρυπτογραφημένες τιμές τους.

Παραδείγματα αποτελούν η προγνωστική ανάλυση των ιατρικών δεδομένων χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο το απόρρητο των δεδομένων, η διατήρηση του απορρήτου των πελατών για τη διενέργεια εξατομικευμένων διαφημίσεων, οι αλγόριθμοι πρόβλεψης τιμών μετοχών και η ιατροδικαστική αναγνώριση εικόνας.

-Bελτίωση της ασφάλειας των εκλογών και της διαφάνειας.

Οι ερευνητές εργάζονται για το πώς να χρησιμοποιήσουν την ομομορφική κρυπτογράφηση για να καταστήσουν τις δημοκρατικές εκλογές πιο ασφαλείς και διαφανείς. Αυτή η τεχνολογία θα μπορούσε όχι μόνο να προστατεύσει τα δεδομένα από τη χειραγώγηση και αλλοίωση, αλλά θα μπορούσε να επιτρέψει και την ανεξάρτητη επαλήθευση από εξουσιοδοτημένα μέρη.

Περιορισμοί Πλήρους Ομομορφικής Κρυπτογράφησης

Επί του παρόντος υπάρχουν δύο γνωστοί περιορισμοί της πλήρους ομομορφικής κρυπτογράφησης. Ο πρώτος περιορισμός είναι η υποστήριξη για πολλαπλούς χρήστες.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν πολλοί χρήστες του ίδιου συστήματος το οποίο βασίζεται σε μια εσωτερική βάση δεδομένων που χρησιμοποιείται για υπολογισμούς, οι οποίοι επιθυμούν να προστατεύσουν τα προσωπικά τους δεδομένα από τον πάροχο του συστήματος. Μια λύση θα ήταν ο πάροχος να έχει μια ξεχωριστή βάση δεδομένων για κάθε χρήστη, κρυπτογραφημένη με το δημόσιο κλειδί του κάθε χρήστη. Εάν όμως η βάση δεδομένων είναι πολύ μεγάλη και υπάρχουν πολλοί χρήστες, η υλοποίηση αυτής της λύσης είναι αδύνατη.

Ένας δεύτερος περιορισμός αφορά εφαρμογές που περιλαμβάνουν την εκτέλεση πολύ μεγάλων και πολύπλοκων αλγορίθμων. Όλα τα πλήρη ομομορφικά συστήματα κρυπτογράφησης έχουν μια μεγάλη υπολογιστική επιβάρυνση, η οποία περιγράφει την αναλογία του χρόνου εκτέλεσης ενός υπολογισμού σε κρυπτογραφημένα δεδομένα έναντι του χρόνου εκτέλεσης του ίδιο υπολογισμού σε μη κρυπτογραφημένα δεδομένα. Αυτή η υπολογιστική επιβάρυνση καθιστά τον ομομορφικό υπολογισμό πολύπλοκων λειτουργιών μη πρακτικό.

Υλοποιήσεις Πλήρους Ομομορφικής Κρυπτογράφησης

Μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο έχουν ξεκινήσει προγράμματα για να βελτιστοποιήσουν την ομομορφική κρυπτογράφηση και να την καταστήσουν καθολικά διαθέσιμη και φιλική προς τον χρήστη.

Η Microsoft, για παράδειγμα, έχει δημιουργήσει τη βιβλιοθήκη SEAL (Simple Encrypted Arithmetic Library), ένα σύνολο βιβλιοθηκών κρυπτογράφησης που επιτρέπουν την εκτέλεση υπολογισμών απευθείας σε κρυπτογραφημένα δεδομένα. Με την τεχνολογία της ομομορφικής κρυπτογράφησης ανοιχτού κώδικα, η ομάδα της Microsoft συνεργάζεται με εταιρείες για τη δημιουργία υπηρεσιών αποθήκευσης και υπολογισμού κρυπτογραφημένων δεδομένων από άκρο σε άκρο (end-to-end encryption). Οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη SEAL για να δημιουργήσουν πλατφόρμες ανάλυσης δεδομένων με χρήση κρυπτογραφημένων πληροφοριών, ενώ οι κάτοχοι των δεδομένων δεν απαιτείται ποτέ να μοιράζονται το κλειδί κρυπτογράφησης με οποιονδήποτε άλλο χρήστη. Ο στόχος, λέει η Microsoft, είναι να «βάλουμε τη βιβλιοθήκη μας στα χέρια κάθε προγραμματιστή, έτσι ώστε να μπορούμε να συνεργαστούμε για πιο ασφαλή, ιδιωτικά και αξιόπιστα υπολογιστικά συστήματα».

Η Google ανακοίνωσε επίσης τη στήριξή της για την ομομορφική κρυπτογράφηση αποκαλύπτοντας το δικό της κρυπτογραφημένο εργαλείο ανοιχτού κώδικα, το Private Join and Compute. Το εργαλείο της Google επικεντρώνεται στην ανάλυση δεδομένων σε κρυπτογραφημένη μορφή, όπου ορατές είναι μόνο οι πληροφορίες που προκύπτουν από την ανάλυση και όχι τα υποκείμενα δεδομένα.

Τέλος, με στόχο να γίνει διαδεδομένη η ομομορφική κρυπτογράφηση, η IBM αποδέσμευσε το 2016 την πρώτη έκδοση της βιβλιοθήκης HElib, η οποία σύμφωνα με πληροφορίες «ήταν 100 τρισεκατομμύρια φορές πιο αργή από τις λειτουργίες σε απλό κείμενο.» Έκτοτε, η IBM έχει εργαστεί για την επίλυση αυτού του προβλήματος και έχει καταλήξει σε μια έκδοση που είναι 75 φορές ταχύτερη, αλλά εξακολουθεί να υστερεί έναντι των αντίστοιχων λειτουργιών επί απλού κειμένου.

Συμπέρασμα

Σε μια εποχή που η εστίαση στην ιδιωτικότητα αυξάνεται, κυρίως λόγω κανονισμών όπως ο GDPR, η έννοια της ομομορφικής κρυπτογράφησης παρέχει πολλές υποσχέσεις για εφαρμογή σε διάφορες βιομηχανίες. Οι ευκαιρίες που προκύπτουν από την ομομορφική κρυπτογράφηση είναι σχεδόν ατελείωτες. Ίσως η πιο συναρπαστική πτυχή είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζει την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής με την ανάγκη για λεπτομερή ανάλυση των δεδομένων. Η ομομορφική κρυπτογράφηση μετέτρεψε την «Αχίλλειο πτέρνα» σε δώρο από τους θεούς.

Η αρχική έκδοση του παρόντος άρθρου δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της Venafi.


Η εποχή της "συγκομιδής" των προσωπικών δεδομένων

Γράφει η Αδαμαντία Βολικού*

Η ονομαζόμενη «συγκομιδή δεδομένων» αποτελεί, στη σύγχρονη εποχή, μια δραστηριότητα δημοφιλή και συχνά ιδιαίτερα επικερδή για όσους ασχολούνται με αυτή.

-Μπορεί, ωστόσο, η συγκομιδή αυτή να γίνεται ανεξέλεγκτα ή υπόκειται σε περιορισμούς;

-Και τι συμβαίνει όταν άλλοι συγκεντρώνουν τα προσωπικά μας δεδομένα, τους καρπούς δηλαδή της δικής μας «σοδειάς»;

Τι είναι «συγκομιδή δεδομένων»;

Ο όρος «συγκομιδή» ή «απόξεση» ή «απόσπαση» δεδομένων (data scraping) είναι ένας γενικός όρος, ο οποίος αναφέρεται σε όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται και στοχεύουν στην απόκτηση και συλλογή δεδομένων από το διαδίκτυο.

Η συγκομιδή μπορεί να γίνεται από μεμονωμένα άτομα και χειροκίνητα –ποιος από εμάς άλλωστε δεν έχει συλλέξει πληροφορίες από το διαδίκτυο; – ωστόσο, σήμερα, ο συνηθέστερος τρόπος που επιτρέπει τη συλλογή εξαιρετικά μεγάλου όγκου δεδομένων σε ασύγκριτα ταχύτερο χρόνο είναι ο αυτοματοποιημένος. Η αυτοματοποιημένη συγκομιδή δεδομένων πραγματοποιείται με τη χρήση ειδικού λογισμικού, το οποίο στοχεύει στην απόσπαση δεδομένων που βρίσκονται στο διαδίκτυο και, πρακτικά, αποτελεί μια μορφή αντιγραφής δεδομένων, τα οποία συγκεντρώνονται για μεταγενέστερη ανάλυση και χρήση.

Τις βασικότερες μορφές συγκομιδής δεδομένων αποτελούν:

α) η απόσπαση στοχευμένων και συγκεκριμένων δεδομένων από ιστοσελίδες (screen scraping, ελλ. «συγκομιδή δεδομένων οπτικής εξόδου»),

β) η απόκτηση όλων των δεδομένων ενός ιστοτόπου, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας προγραμματισμού του και η μετατροπή τους στη μορφή που επιθυμεί ο αποκτών λ.χ. δημιουργία αρχείου ή βάσης δεδομένων (web scraping ή web harvesting, ελλ. «ιστοσυγκομιδή») και

γ) η χρήση προγραμμάτων-ρομπότ (web spiders, web crawlers, scraper bots, search bots), τα οποία διατρέχουν τις σελίδες του παγκόσμιου ιστού και αντιγράφουν το περιεχόμενό τους και το περιεχόμενο των υπερσυνδέσμων (hyperlinks) που περιέχονται σε αυτές ώστε να δημιουργήσουν ευρετήρια του internet (web crawling ή web spidering, ελλ. «ανίχνευση ιστού»). Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται κυρίως από μηχανές αναζήτησης (Google, Bing κλπ.), με σκοπό να αυξήσουν, να επικαιροποιήσουν και να κάνουν πιο ελκυστικά τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Πού χρησιμεύει η συγκομιδή δεδομένων και πώς μας αφορά;

Η συγκέντρωση και ανάλυση κάθε μορφής δεδομένων και πληροφοριών από ηλεκτρονικά προσβάσιμες πηγές δεν αποτελούν είδηση για το σύγχρονο κόσμο. Χρησιμοποιούνται ευρέως εδώ και έτη σε πολλούς κλάδους που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την καθημερινή μας ζωή.

Η συλλογή και χρήση δεδομένων προορίζεται, μεταξύ άλλων, για την προώθηση της ιατρικής έρευνας, την υποστήριξη μεγάλης ή μικρής κλίμακας στατιστικών μελετών, τη διευκόλυνση και ενίσχυση της ακαδημαϊκής έρευνας, την εξέλιξη της επιστήμης γενικότερα και της τεχνολογίας, την προώθηση της οικονομίας και του εμπορίου προς όφελος των καταναλωτών. Στην τελευταία περίπτωση, τα αποτελέσματα των τεχνικών της συγκομιδής δεδομένων γίνονται άμεσα αντιληπτά στο χρήστη του διαδικτύου μέσα από τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιστοτόπους σύγκρισης τιμών προϊόντων και υπηρεσιών (λ.χ. τιμές εισιτηρίων, καταλυμάτων και εμπορευμάτων) και τη βελτίωση των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σύγχρονου καταναλωτή (λ.χ. έξυπνες συσκευές).

Ωστόσο, η συγκομιδή δεδομένων δεν έχει ως αντικείμενο μόνο την απόκτηση πληροφοριών γενικού, επιστημονικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών του διαδικτύου δηλαδή όλες οι διαθέσιμες στο διαδίκτυο πληροφορίες που σχετίζονται ή μπορούν να σχετιστούν με κάθε χρήστη έχουν ανεκτίμητη αξία για ολόκληρο σχεδόν τον επιχειρηματικό κόσμο του πλανήτη αλλά και για άλλους κλάδους όπως η επιστήμη και η τεχνολογία, για την επιβίωση και εξέλιξή τους σε συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού.

Η δραστηριότητα του ανθρώπου στο διαδίκτυο είναι ανεξάντλητη: online αγοραπωλησίες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επαγγελματική προβολή, υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναζήτηση πληροφοριών, blogs, ανάρτηση σχολίων, υπηρεσίες συνδρομητικές ή όχι, με εγγραφή ή χωρίς. Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές, ως τις αρχές του 2020 υπολογίζεται ότι κάθε χρήστης παράγει κατά μέσο όρο 1,7 megabytes δεδομένων ανά δευτερόλεπτο.  Η ίδια αυτή δραστηριότητα αφήνει πίσω της και τα ίχνη μας, τα προσωπικά δεδομένα, τα οποία γίνονται πολυπόθητο αντικείμενο συγκομιδής.

Με ποιους «μοιραζόμαστε» τα προσωπικά μας δεδομένα;

Η συγκομιδή δεδομένων αποτελεί συνήθη και διαδεδομένη διεθνώς πρακτική για πολλούς κλάδους, οι οποίοι συγκεντρώνουν και αποθηκεύουν τεράστια πακέτα δεδομένων (big data sets) για να τα επεξεργαστούν αργότερα για δική τους χρήση ή για να τα πουλήσουν σε άλλους ενδιαφερόμενους. Η απόσπαση προσωπικών δεδομένων απευθείας από τον παγκόσμιο ιστό γίνεται συχνά δίχως να το γνωρίζουν τα ίδια τα πρόσωπα.

Τα παραδείγματα των κλάδων που δραστηριοποιούνται στη συγκομιδή προσωπικών δεδομένων είναι πολλά:

-Υπεύθυνοι τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού και εταιρειών προσλήψεων (recruiters) φιλτράρουν ιστότοπους με βιογραφικά σημειώματα, και προφίλ εργαζομένων, προκειμένου να ενημερώσουν τις βάσεις δεδομένων τους και να διακρίνουν τις τάσεις στην αγορά εργασίας.

-Επιχειρήσεις συλλέγουν δεδομένα για να διαμορφώσουν παγκόσμιες αλλά και τοπικές στρατηγικές προώθησης και διαφήμισης προϊόντων και υπηρεσιών και να διακρίνουν καταναλωτικές τάσεις.

-Πάροχοι τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών στοχεύουν στην προώθηση προγραμμάτων στους καταναλωτές και στην αξιολόγηση της φερεγγυότητάς τους.

-Η επιστημονική και η ακαδημαϊκή κοινότητα, όπως και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποσπούν δεδομένα για ερευνητικούς, στατιστικούς και άλλους σκοπούς.

-Δεδομένα από ιστότοπους που περιέχουν ηλεκτρονικές διευθύνσεις ή τηλεφωνικούς αριθμούς χρησιμοποιούνται για ανεπιθύμητες τηλεφωνικές κλήσεις, αποστολή ανεπιθύμητης αλληλογραφίας ή για ηλεκτρονική απάτη.

Πρόσφατα, το σκάνδαλο Facebook-Cambridge Analytica αποκάλυψε τη χρήση της συγκομιδής δεδομένων και στην πολιτική. Εκεί, στόχος της συγκομιδής ήταν ο επηρεασμός της πρόθεσης ψήφου εκατομμυρίων χρηστών της πλατφόρμας.

Η πρακτική της συγκομιδής πληροφοριών από το διαδίκτυο χρησιμοποιείται διεθνώς και μέχρι σήμερα δεν έχει χαρακτηριστεί παράνομη. Ωστόσο, η απόσπαση δεδομένων από ιστoτόπους τρίτων δεν μπορεί να πραγματοποιείται ανεξέλεγκτα.

Ποια είναι τα προσωπικά δεδομένα;

Ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ ή GDPR), ισχύει από τις 25 Μαΐου 2018 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν). Στο πεδίο του εμπίπτουν όλα τα φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται στις χώρες αυτές. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, προσωπικό δεδομένο είναι κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε ένα φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων») και συντελεί στην αναγνώρισή και ταυτοποίησή του, είτε άμεσα είτε έμμεσα.

Προσωπικά δεδομένα που μπορούν να οδηγήσουν άμεσα στην αναγνώριση ενός φυσικού προσώπου είναι το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, η ηλεκτρονική διεύθυνση, στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών, ημερομηνία γέννησης, στοιχεία επαγγέλματος, δεδομένα υγείας, οπτικό ή ακουστικό υλικό κ.ά.. Επιπλέον, προσωπικά δεδομένα θεωρούνται και όσα χρησιμοποιούνται για την έμμεση αναγνώριση ενός προσώπου δηλαδή αυτή που προκύπτει από το συνδυασμό περισσότερων πληροφοριών. Για παράδειγμα, διευθύνσεις IP, cookies ή άλλα διαδικτυακά ίχνη που αφήνει ένα πρόσωπο κατά την περιήγησή του στο διαδίκτυο, θεωρούνται προσωπικά δεδομένα καθώς όταν συνδυαστούν με άλλα αναγνωριστικά στοιχεία του, οδηγούν έμμεσα στην αναγνώρισή του.

Είναι η συγκομιδή προσωπικών δεδομένων νόμιμη;

Η πρακτική της συγκομιδής πληροφοριών από το διαδίκτυο χρησιμοποιείται διεθνώς και μέχρι σήμερα δεν έχει χαρακτηριστεί παράνομη. Ωστόσο, η απόσπαση δεδομένων από ιστότοπους τρίτων δεν μπορεί να πραγματοποιείται ανεξέλεγκτα. Οποιοσδήποτε επιχειρεί πρόσβαση και απόσπαση δεδομένων θα πρέπει, αρχικά, να ακολουθεί και να συμμορφώνεται με τους «όρους χρήσης» των ιστοτόπων αυτών. Οι όροι χρήσης ενός ιστότοπου προβλέπουν, συνήθως, αν και σε ποιο βαθμό μπορεί κάποιος να αποσπάσει δεδομένα από αυτόν καθώς και αν απαιτείται για αυτό η προηγούμενη έγγραφη άδεια του ιδιοκτήτη/διαχειριστή του (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι όροι του Twitter).

Η απόσπαση δεδομένων κατά παράβλεψη των παραπάνω κανόνων, ή ακόμα και η συγκομιδή δεδομένων από ιστότοπο που δεν έχει αναρτήσει όρους χρήσης ή δεν περιλαμβάνει σε αυτούς περιορισμούς σχετικά με τη συγκομιδή, εκθέτει τον αποσπώντα σε σοβαρούς κινδύνους. Πέρα από την κατάχρηση των κανόνων ηθικής και δεοντολογίας που θεωρείται ότι διέπουν το data scraping, η αθέμιτη και άμετρη χρήση τέτοιων τεχνικών καθιστά αυτόν που τις χρησιμοποιεί υπεύθυνο για παραβίαση του δικαίου των συμβάσεων, των νόμων περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας ή/και του ποινικού δικαίου κατά περίπτωση.

Ειδικότερα, στο πεδίο των προσωπικών δεδομένων, τα τελευταία έτη, η ανεξέλεγκτη και εν αγνοία των χρηστών του διαδικτύου χρήση των τεχνικών συγκομιδής έχει προκαλέσει προβληματισμούς και αντιπαραθέσεις ως προς το αν και σε ποιο βαθμό κινείται εντός νόμιμων ορίων.

Ίσως ο πιο σημαντικός προβληματισμός αφορά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων που είναι δημόσια ορατά και προσβάσιμα δηλαδή όσα δεν καλύπτονται από κωδικούς πρόσβασης, ρυθμίσεις απορρήτου και ιδιωτικότητας και άλλα μέτρα προστασίας, και έχουν γίνει δημόσια ορατά είτε από επιλογή του χρήστη, είτε δίχως να το γνωρίζει. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, φίλοι, γνωστοί ή άλλοι να αναρτούν στο διαδίκτυο πληροφορίες για εμάς χωρίς να έχουμε ενημερωθεί, ούτε επίσης οι περιπτώσεις στις οποίες τα προφίλ των χρηστών σε διάφορες πλατφόρμες είναι δημόσια ορατά είτε επειδή αμέλησαν να προσαρμόσουν τις ρυθμίσεις ιδιωτικότητας είτε επειδή αυτές είναι γραμμένες σε δυσνόητη γλώσσα.

Το βασικό επιχείρημα όσων αποσπούν δεδομένα (data scrapers) είναι ότι κάθε χρήστης που κατέστησε τα προσωπικά δεδομένα του δημόσια προσβάσιμα παρέχει σιωπηρά τη συγκατάθεσή του για τη συγκομιδή τους αφού γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οποιοσδήποτε μπορεί να έχει πρόσβαση σε αυτά. Το επιχείρημα αυτό έκανε δεκτό απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση hiQ Labs Inc. v LinkedIn Corpοration.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, ο ΓΚΠΔ δεν περιέχει προβλέψεις ή ρυθμίσεις που να αναφέρονται ευθέως στη συγκομιδή δεδομένων. Θέτει, ωστόσο, ένα γενικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων με το οποίο, όσοι εμπλέκονται στη συγκομιδή πρέπει να συμμορφωθούν, εφόσον επιθυμούν οι μέθοδοι αυτές να θεωρούνται νόμιμες και να αποφύγουν κυρώσεις. Το πλαίσιο αυτό θεωρείται ότι προστατεύει τόσο τα δημόσια όσο και τα μη δημόσια προσβάσιμα προσωπικά δεδομένα και ενισχύει το επιχείρημα ότι όταν τα προσωπικά δεδομένα ενός ατόμου είναι δημόσια ορατά και προσβάσιμα, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν τεθεί και σε δημόσια χρήση.

Το προστατευτικό πλαίσιο για τα προσωπικά δεδομένα. Είναι επαρκές;

Αρχικά, όσοι πραγματοποιούν συγκομιδή προσωπικών δεδομένων θα πρέπει να στηρίζονται σε κάποιο νόμιμο λόγο/νόμιμη βάση για να το κάνουν.

Από τις νόμιμες βάσεις που προβλέπονται στον ΓΚΠΔ η συγκομιδή μπορεί να στηριχθεί κυρίως σε δύο: είτε στη συγκατάθεση του προσώπου για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του, είτε στο να είναι η επεξεργασία απαραίτητη για να εξυπηρετηθούν νόμιμα συμφέροντα αυτού που διενεργεί τη συγκομιδή. Αν όμως τα νόμιμα αυτά συμφέροντα έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων, τότε συγκομιδή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί καθώς χάνει τη νόμιμη βάση της.

Επίσης, συγκομιδή στηριζόμενη σε νόμιμα συμφέροντα δεν μπορεί να γίνει όταν πρόκειται να συλλεχθούν «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» δηλαδή όσα αναφέρονται σε φύλο, καταγωγή, πολιτικές, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, γενετικά δεδομένα, βιομετρικά δεδομένα, δεδομένα υγείας, σεξουαλική ζωή και προσανατολισμό, Εδώ ο ΓΚΠΔ απαιτεί (με εξαιρέσεις) το πρόσωπο να δώσει για τη συγκομιδή όχι απλή αλλά ρητή συγκατάθεση.

Στη συνέχεια, ορίζεται ότι η συγκομιδή δεδομένων θα πρέπει να ακολουθεί ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Αφενός δεν μπορεί να είναι γίνεται απεριόριστα αλλά μόνο στην ποσότητα που είναι απολύτως αναγκαία για το σκοπό για τον οποίο πραγματοποιείται («ελαχιστοποίηση των δεδομένων»). Αφετέρου ο σκοπός αυτός πρέπει να γίνεται γνωστός στα πρόσωπα και να είναι εξ αρχής σαφής και συγκεκριμένος («περιορισμός του σκοπού»).

Τέλος, ο ΓΚΠΔ υποχρεώνει όσους συλλέγουν προσωπικά δεδομένα είτε απευθείας από τα πρόσωπα είτε από άλλες πηγές, όπως συμβαίνει στη συγκομιδή, να ενημερώνουν κάθε πρόσωπο για τη συλλογή και τους σκοπούς της με απλό και κατανοητό τρόπο, γνωστοποιώντας του το κείμενο της λεγόμενης «πολιτικής απορρήτου».

Εφόσον ενημερωθεί, κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να επικοινωνήσει με τον αποσπώντα και να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπει ο ΓΚΠΔ και αυτά είναι: το δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά του δεδομένα, το δικαίωμα διόρθωσης, το δικαίωμα διαγραφής, το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, το δικαίωμα στη φορητότητα των δεδομένων και το δικαίωμα εναντίωσης στην επεξεργασία ιδίως όταν αυτή γίνεται αυτοματοποιημένα και στοχεύει στη δημιουργία προφίλ. Αν η επικοινωνία με τον αποσπώντα αποβεί άκαρπη, ο πολίτης μπορεί να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Κάπου εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Ο ίδιος ο ΓΚΠΔ δίνει τη δυνατότητα σε όποιον συλλέγει δεδομένα όχι απευθείας από τα πρόσωπα αλλά από άλλες πηγές να μην ενημερώσει χωριστά κάθε πρόσωπο αν η ενημέρωση θεωρείται για κάποιο λόγο αδύνατη (π.χ. κρίνεται αδύνατο να εντοπιστούν όλα τα πρόσωπα ή για να ενημερωθούν όλοι απαιτείται εξοντωτικό κόστος). Σε αυτές τις περιπτώσεις ο αποσπών δεδομένα επιτρέπεται να προχωρήσει σε γενική μόνο ενημέρωση προς το κοινό, μπορεί για παράδειγμα να αναρτήσει τις σχετικές πληροφορίες στον ιστότοπό του.

Είναι αρκετό αυτό για την προστασία των προσωπικών δεδομένων;

Και σημαίνει πώς κάθε πρόσωπο θα πρέπει να επισκεφθεί χιλιάδες ιστoτόπους παγκοσμίως για ενημερωθεί ποιοι αποσπούν προσωπικά του δεδομένα;

Η απάντηση που δίνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (EDPB) είναι ότι όταν οι αποσπώντες δεδομένα κρίνουν ότι υπάρχει αδυναμία ενημέρωσης, αρκεί να πραγματοποιήσουν τη λεγόμενη «εκτίμηση αντικτύπου» δηλαδή να εξετάσουν μόνοι τους κατά πόσο οι πράξεις τους μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τα δικαιώματα των προσώπων και να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δεδομένων. Με τη θέση αυτή συντάσσονται και ορισμένες Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων όπως η βρετανική (ICO) και η ελληνική. Αν δεν υπάρξει ενημέρωση των προσώπων, ούτε εκτίμηση αντικτύπου, τότε όποιος ανακαλυφθεί ότι επιχειρεί συγκομιδή προσωπικών δεδομένων καλείται να πληρώσει πρόστιμο που φτάνει έως το 4% του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Πρέπει όμως πρώτα να ανακαλυφθεί…

Τελικά, μπορεί η «αδυναμία ενημέρωσης κάθε προσώπου» να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία από όσους θέλουν να αποφύγουν να συμμορφωθούν με τον ΓΚΠΔ; Προς το παρόν, η απάντηση είναι αρνητική, και ήρθε από την πολωνική αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων (UODO). H αρχή, τοποθετούμενη αυστηρά υπέρ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, στις αρχές του 2019 επέβαλε πρόστιμο περίπου 220.000 ευρώ σε εταιρεία (Bisnode) επειδή προέβη στη συγκομιδή δημόσια προσβάσιμων προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων Πολωνών ιδιοκτητών επιχειρήσεων με σκοπό να παραχωρήσει έπειτα σε τράπεζες στοιχεία για την πιστοληπτική τους ικανότητα, την ίδια στιγμή που ο μοναδικός τρόπος για να ενημερωθούν οι ίδιοι για τη συλλογή των δεδομένων τους ήταν μέσω μιας σχετικής ανάρτησης της εταιρείας σε ιστοσελίδα της.

Για νεότερες εξελίξεις ας αναμείνουμε στις οθόνες μας.

Υπάρχουν άλλοι τρόποι προστασίας από την αυθαίρετη συγκομιδή δεδομένων;

Η απάντηση είναι θετική, επαφίεται, ωστόσο, στα χέρια αυτών που κατέχουν και διαχειρίζονται τους ιστότοπους από όπου συλλέγονται τα δεδομένα. Η ανάρτηση «όρων χρήσης» σε κάθε ιστότοπο, οι οποίοι να επιτρέπουν την περιορισμένη συγκομιδή δεδομένων μόνο έπειτα από γραπτή άδεια του διαχειριστή ή να απαγορεύουν τη συγκομιδή, έχει θεωρηθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση Ryanair Ltd vPR Aviation BV) ως ένα μέτρο ικανό να περιορίσει την ανεξέλεγκτη συλλογή δεδομένων και να φέρει όσους την επιχειρούν αντιμέτωπους με τις νομικές τους ευθύνες.

Το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται και με τη χρήση της τεχνολογίας. Κάθε ιστότοπος έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τον όγκο των επισκέψεων/αιτημάτων πρόσβασης και απόσπασης δεδομένων που δέχεται από συγκεκριμένες διευθύνσεις IP ή διευθύνσεις IP των scraper bots ή ακόμα και να αποκλείσει εντελώς αυτές (IP addresses blocking). Επίσης, μέσα από τη διαδικασία εγγραφής, σύνδεσης και χρήσης κωδικού πρόσβασης, το περιεχόμενο ενός ιστότοπου γίνεται ορατό μόνο στους εγγεγραμμένους χρήστες του.

Αποτελεσματικές θεωρούνται ομοίως, τόσο η μέθοδος τείχους προστασίας κατά των ρομπότ συγκομιδής (anti-bot firewalls) όσο και η μέθοδος CAPTCHA (επιβεβαίωση ότι η πρόσβαση δεν επιχειρείται από ρομπότ) και, τέλος, η ενσωμάτωση στον ιστότοπο ενός αρχείου ονομαζόμενου robot.txt μέσα από το οποίο ο ιστότοπος ορίζει αν και σε ποιο βαθμό το περιεχόμενό του είναι προσβάσιμο και διαθέσιμο προς συγκομιδή.

Η απόλυτη προστασία για τα προσωπικά μας δεδομένα θα επιτυγχανόταν μόνο με την πλήρη αποχή μας από το διαδίκτυο. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο να συμβεί.

Αντί για επίλογο

Η συμφιλίωση ανάμεσα στις πρακτικές συγκομιδής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η απόλυτη προστασία για τα προσωπικά μας δεδομένα θα επιτυγχανόταν μόνο με την πλήρη αποχή μας από το διαδίκτυο. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο να συμβεί. Δημιουργούνται πολλά ερωτήματα για το αν το ισχύον νομικό πλαίσιο προστατεύει πλήρως τα προσωπικά δεδομένα και μέχρι να απαντηθούν τη λύση θα μπορούσαν να δώσουν οι ενδιαφερόμενες πλευρές. Όσοι αποσπούν δεδομένα μπορούν να συμμορφώνονται με τους νομικούς και ηθικούς κανόνες, όσοι διαχειρίζονται ιστοσελίδες έχουν τη δυνατότητα με την κατάλληλη τεχνολογία να αποτρέπουν ή να περιορίζουν τη συγκομιδή δεδομένων και οι χρήστες του διαδικτύου μπορούν να είναι προσεκτικότεροι ως προς τις πληροφορίες που επιλέγουν να είναι δημόσια ορατές.

* Η Αδαμαντία Βολικού είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο Δίκαιο του Διαδικτύου (Master’s Degree) και στο Αστικό, Αστικό Δικονομικό και Εργατικό Δίκαιο (Μ.Δ.Ε.). Εκπροσωπεί φυσικά και νομικά πρόσωπα σε υποθέσεις που εμπίπτουν στα παραπάνω πεδία ενώ εργάζεται και ως νομική σύμβουλος εταιρειών πάνω σε θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, πληροφορικής – νέων τεχνολογιών και συμμόρφωσης με τη νομοθεσία. Είναι διαπιστευμένη επαγγελματίας για την προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων (CIPP/E) από τη διεθνή ένωση IAPP.

Πηγές επιπλέον των υπερσυνδέσμων:


Κατερίνα Δεμέτζου: "Η διεπιστημονικότητα είναι αναγκαία για την κατανοήση των σύγχρονων προκλήσεων"

Η Κατερίνα Δεμέτζου είναι υποψήφια διδάκτωρ στο OO&R (Ερευνητικό Κέντρο Δικαίου & Επιχειρήσεων) και στο iCIS (Ινστιτούτο Επιστημών Πληροφορικής και Συστημάτων Υπολογιστών) του Πανεπιστημίου Radboud, στην Ολλανδία. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (LL.M.) στο «Δίκαιο και Τεχνολογία» από το Πανεπιστήμιο Tilburg της Ολλανδίας.

Η Κατερίνα εστιάζει την έρευνά της στην έννοια του «υψηλού κινδύνου» ως νομική απαίτηση για την εκπόνηση Εκτίμησης Αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (DPIA) βάσει του Άρθρου 35 ΓΚΠΔ. Στο παρελθόν, η Κατερίνα έχει εργαστεί σε δικηγορικά γραφεία στην Ελλάδα, στο Πανεπιστήμιο του Tilburg, στη Philips, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (EDPS), και στην Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Μίλησε με τη Homo Digitalis σχετικά με τις προκλήσεις που έχει συναντήσει στην έρευνά της και την ανάγκη υιοθέτησης διεπιστημονικής προσέγγισης για την ορθή κατανόηση της σύγχρονης ψηφιακής πραγματικότητας.

– Έχεις δουλέψει σε Ελλάδα, Ολλανδία, και Βέλγιο για μία εντυπωσιακή πληθώρα φορέων, από πανεπιστήμια, μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας, και δικηγορικά γραφεία, έως Θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και Ελεγκτικές Αρχές. Πόσο σημαντικές ήταν οι εμπειρίες που αποκόμισες από όλα αυτά τα διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα για να σχηματίσεις μία ολοκληρωμένη εικόνα ως σύγχρονος επαγγελματίας αναφορικά με τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που ανακύπτουν από τις νέες τεχνολογίες για το Δίκαιο και τη κοινωνία;

Η εργασιακή μου εμπειρία πάνω στο κομμάτι των προσωπικών δεδομένων, παρότι σύντομη σε διάρκεια ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική. Αυτό το λέω με την έννοια ότι κατάφερα να ενημερωθώ πάνω σε διαφορετικές λογικές με τις οποίες μπορεί να προσεγγιστεί το ίδιο και το αυτό ζήτημα.

Όλες οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεστε στην ερώτησή σας παρουσιάζουν το εξής κοινό χαρακτηριστικό: τo κεντρικό αντικείμενο εργασίας και η βασική κατεύθυνση είναι η προστασία προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι το κάθε εργασιακό περιβάλλον έχει διαφορετική αφετηρία και διαφορετικούς στόχους.

Μια εθνική εποπτική αρχή (στην Ελλάδα, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων), η ύπαρξη της οποίας προβλέπεται από τον ίδιο το νόμο, έχει ως βασικό στόχο τον έλεγχο συμμόρφωσης των υπεύθυνων επεξεργασίας με τον ΓΚΠΔ. Ταυτόχρονα εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες με σκοπό την ορθή και την όσο το δυνατόν ομοιόμορφη εφαρμογή του νόμου.

Από την άλλη πλευρά, μια ιδιωτική εταιρεία έχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της συμμόρφωσης με το νόμο με σκοπό την αποφυγή προστίμων αλλά και με σκοπό να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πελατών της. Το ζήτημα της συμμόρφωσης είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκο και απαιτεί τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων τα οποία ταυτόχρονα θα κοστίσουν όσο το δυνατόν λιγότερο στην εταιρεία.

Η εμπειρία μου, τέλος, στον Ευρωπαίο Επόπτη (EDPS) ήταν εξαιρετική, κυρίως λόγω του ότι είδα από κοντά τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι ζυμώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τον τρόπο με τον οποιο λαμβάνονται αποφάσεις και υιοθετούνται πολιτικές.

– Γιατί επέλεξες την οδό των διδακτορικών σπουδών ως συνέχεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας σου;

Οι σπουδές σε επίπεδο διδακτορικού αποτελούσαν για εμένα έναν στόχο, ο οποίος πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών όταν δούλευα τη διπλωματική μου εργασία.

Η ερευνητική διαδικασία και όλη η διανοητική άσκηση στην οποία συνίσταται με γοήτευσε πολύ. Η έρευνα βασίζεται στους εξής πυλώνες: την αποτύπωση ενός βασικού ερευνητικού ερωτήματος, τη χρήση της μεθοδολογίας, τη μελέτη της βιβλιογραφίας και την εξαγωγή συμπερασμάτων.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της διαδικασίας είναι η συνεχής μετάβαση από το γενικό στο ειδικό (και αντίστροφα) και από τη θεωρία στην πράξη (και αντίστροφα).

Για να δώσω ένα παράδειγμα, η ολοκληρωμένη μελέτη μιας νομικής υποχρέωσης του ΓΚΠΔ, απαιτεί τη μελέτη όχι μόνο του ΓΚΠΔ στο σύνολό του, αλλά και στοιχείων της νομικής επιστήμης εν γένει.  Αυτό θα πρέπει να γίνει με ταυτόχρονη διερεύνηση του τι συμβαίνει στην πράξη με βάση και τις δυσκολίες και την αποτελεσματικότητα.

Η διαδικασία λοιπόν που πολύ σύντομα περιέγραψα σε συνδυασμό με το πολύ ενδιαφέρον, σύγχρονο και πολυδιάστατο θέμα της προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους επέλεξα τις διδακτορικές σπουδές.

– Το διδακτορικό σου είναι διεπιστημονικό, καθώς συντονίζεται τόσο από ένα ερευνητικό κέντρο Δικαίου και Επιχειρήσεων αλλά και από ένα Ινστιτούτο Συστημάτων Πληροφορικής και Συστημάτων Υπολογιστών. Πώς είναι να δουλεύεις ως νομικός μαζί με επαγγελματίες από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους σε κοινά ερευνητικά προγράμματα;

Θα έλεγα πως η διεπιστημονικότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση για μια ολοκληρωμένη και σε βάθος κατανόηση κι εκτίμηση των σύγχρονων προκλήσεων.

Το πώς προσεγγίζεις ένα ζήτημα είναι συνάρτηση και των χαρακτηριστικών αυτού του ζητήματος. Για να γίνω πιο συγκεκριμένη, στα ζητήματα δικαίου και τεχνολογίας, το να ερμηνεύσεις μια νομοθετική διάταξη που αφορά στους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση αλγορίθμων χωρίς να λάβεις υπόψη τη λειτουργία της συγκεκριμένης τεχνολογίας θα οδηγήσει σε μια ερμηνεία κενή.

Αυτό σημαίνει ότι ως νομικός οφείλω να αλληλεπιδρώ και με άλλους τομείς σχετικούς με το αντικείμενο της έρευνάς μου. Κατά τη γνώμη μου πρέπει αρχικά να αφουγκραστούμε την αναγκαιότητα αυτής της αλληλεπίδρασης (το οποίο πιστεύω ότι συμβαίνει) και να εκπαιδευτούμε στην ανάπτυξη εργαλείων για μια τέτοια επικοινωνία.

Σε αυτό το πλαίσιο προσπαθώ να τοποθετήσω τη διδακτορική μου έρευνα. Η συνύπαρξη και η συνεργασία με ανθρώπους κυρίως από τον τομέα της πληροφορικής είναι μόνο ευχάριστη και προσφέρει διαφορετική οπτική και τρόπο σκέψης (και ενίοτε μεθοδολογίας) σε μια έρευνα που άλλως θα ήταν αμιγώς νομική.

Ο στόχος δεν είναι να λειτουργήσει ο ερευνητής συγκεντρωτικά ως προς τη γνώση (να γίνει δηλαδή ταυτόχρονα νομικός, κοινωνιολόγος, προγραμματιστής κλπ) αλλά πρώτον να μπορεί να διαγνώσει ποιες είναι οι επιστήμες τις οποίες οφείλει να εξετάσει για μια πιο ολοκληρωμένη έρευνα και δεύτερον να μπορεί να επικοινωνήσει με τους ειδικούς των λοιπών σχετικών επιστημών και να κατανοήσει τις σημαντικές για την έρευνά του πληροφορίες.

– Οι διδακτορικές σου σπουδές επικεντρώνονται στην έννοια του «υψηλού κινδύνου» ως νομική απαίτηση για την εκπόνηση Εκτίμησης Αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (DPIA) βάσει του Άρθρου 35 ΓΚΠΔ. Μίλησε μας περισσότερο για το ζήτημα αυτό και για τις προκλήσεις που έχεις συναντήσει έως σήμερα. 

Όντως, η έρευνά μου αφορά σε μία νέα νομική υποχρέωση υπό τον ΓΚΠΔ και σε μια συστατική, αυτής της υποχρέωσης, έννοια (‘υψηλός κίνδυνος’) εν πολλοίς αχαρτογράφητη στον τομέα της προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Η έννοια του ΄κινδύνου΄ συναντάται σε πολλές υποχρεώσεις του ΓΚΠΔ και αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια για τη διαμόρφωση της πολιτικής μιας εταιρείας σε σχέση με την προστασία των δεδομένων που επεξεργάζεται.

Με απλά λόγια, όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, τόσο περισσότερες και πολυπλοκότερες οι υποχρεώσεις των υπεύθυνων επεξεργασίας. 

Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη εργαλείων για να εντοπιστεί και να μετρηθεί ο κίνδυνος. Ένα βασικό στοιχείο το οποίo θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο όταν μιλάμε για τον ‘κίνδυνο’ υπό τον ΓΚΠΔ, είναι ότι ο νομοθέτης δεν αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε κινδύνους που αφορούν στην ασφάλεια των συστημάτων (security risks) αλλά αναφέρεται επιπλέον σε κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων (risks to the rights and freedoms of natural persons).

Έτσι λοιπόν, το να εντοπίσει και να μετρήσει ένας υπεύθυνος επεξεργασίας τον κίνδυνο επίθεσης στα ηλεκτρονικά του συστήματα και το να λάβει μέτρα προκειμένου να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την πιθανότητα παραβίασης και υποκλοπής δεδομένων, είναι υψίστης σημασίας, όμως δεν αρκεί.

Οφείλει επιπλέον να εντοπίσει κινδύνους που μπορεί να παρουσιαστούν στα θεμελιώδη δικαιώματα των ανθρώπων, όπως για παράδειγμα στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, της σκέψης κλπ.

Κι ενώ είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με τους κινδύνους που παρουσιάζονται στο επίπεδο ασφάλειας συστημάτων (ποιοί είναι, πώς μετριούνται, πώς αντιμετωπίζονται), δεν ισχύει το ίδιο με τους κινδύνους στα θεμελιώδη δικαιώματα λόγω της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.

Βασικά ερωτήματα που εγείρονται είναι: με ποια μέθοδο εντοπίζουμε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποια δικαιώματα και ποιες ελευθερίες μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο λόγω της επεξεργασίας δεδομένων;

Είναι ο κίνδυνος μετρήσιμος κι αν ναι, ποια είναι τα εργαλεία εκείνα τα οποία θα εξασφαλίσουν μια (όσο το δυνατόν πιο) αντικειμενική μέτρηση του εν λόγω κινδύνου;

Ποιο είναι το σημείο εκείνο (και ποιος το καθορίζει) πέρα από το οποίο ένας κίνδυνος παύει να είναι νομικά αποδεκτός;

Αυτά είναι ορισμένα μόνο ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν πριν μιλήσουμε για τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν για τη μείωση του ‘κινδύνου’. Η ερευνητική πρόκληση εν προκειμένω, βρίσκεται στη δημιουργία μιας νομικής μεθοδολογίας η οποία θα επιτρέπει τόσο τη μέτρηση του κινδύνου στα δικαιώματά μας όσο και στην αξιολόγηση της ορθότητας αυτής της μέτρησης.

Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει κοινό λεξιλόγιο, κοινά εργαλεία και κοινή αντίληψη απέναντι στην έννοια του ‘κινδύνου’. Αυτό ταυτόχρονα συμβάλλει στη βασική αρχή της νομικής βεβαιότητας αλλά και στην πιο αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών μας.

– Η εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των φυσικών προσώπων. Θεωρείς ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας δείχνουν τη δέουσα προσοχή στην εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων; Έχουν οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές προχωρήσει στην παροχή επαρκούς καθοδήγησης;

Είναι αρκετά δύσκολο να εκφέρω μια εμπεριστατωμένη άποψη σχετικά με τη στάση των υπεύθυνων επεξεργασίας απέναντι στη συγκεκριμένη νομική υποχρέωση.

Η αίσθηση που έχω μέχρι τώρα είναι πως, με εξαίρεση μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες έχουν αναπτύξει ακόμα και αυτοματοποιημένα εργαλεία για την εκτίμηση αντικτύπου, εξακολουθεί να υπάρχει μια δυσκολία κατανόησης του τρόπου εφαρμογής αυτής της υποχρέωσης, κυρίως ως προς τη μεθοδολογία που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. 

Ωστόσο, τόσο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ) όσο και οι εθνικές εποπτικές Αρχές, έχουν σταδιακά παράσχει κατευθυντήριες οδηγίες ως προς τους τύπους της επεξεργασίας δεδομένων που ‘ενδέχεται να επιφέρουν υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων’ καθώς και ως προς τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για μια τέτοια αξιολόγηση.

Παραδείγματα τύπων επεξεργασίας είναι η μεγάλης κλίμακας επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων, η επεξεργασία δεδομένων με τη χρήση νέων τεχνολογιών, ενώ κριτήρια αποτελούν η συστηματική παρακολούθηση, η επεξεργασία δεδομένων των εργαζομένων και των ανηλίκων κλπ.

Οι προαναφερθέντες τύποι επεξεργασίας και όσοι παρουσιάζουν κριτήρια με βάση τις οδηγίες των Αρχών πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση αντικτύπου.

Οι οδηγίες αυτές είναι όντως σε μεγάλο βαθμό βοηθητικές. Ωστόσο, προσωπικά θεωρώ ότι χρειάζονται επιπλέον οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να μετρούν το αν η πιθανότητα ή / και η ένταση του κινδύνου είναι υψηλή / μεσαία / χαμηλή.

Οδηγίες τέτοιου περιεχομένου θα ικανοποιούσαν και το αίτημα του νομοθέτη για ‘αντικειμενική’ αξιολόγηση του κινδύνου.

Για παράδειγμα, ένας υπεύθυνος επεξεργασίας λανθασμένα (όπως κρίνεται εκ του αποτελέσματος) αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει εκτίμηση αντικτύπου μιας επεξεργασίας.

Καλείται να εξηγήσει είτε ενώπιον της Αρχής είτε ενώπιον του Δικαστηρίου τον τρόπο (μέθοδο) με τον οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος δεν ήταν ‘υψηλός’ και άρα δεν ενέπιπτε στην υποχρέωση εκτίμησης αντικτύπου.

Η έλλειψη κοινού τόπου μεταξύ του υπεύθυνου επεξεργασίας και της Αρχής ή του Δικαστηρίου, ως προς τη μέθοδο αξιολόγησης κινδύνου, μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά πρόστιμα για τον υπεύθυνο επεξεργασίας. Το μικρό αυτό παράδειγμα φανερώνει το πρόβλημα που μπορεί να προκύψει από την έλλειψη κατευθυντήριων οδηγιών ως προς τη μέτρηση ‘κινδύνου’.

– Οι καθηγητές που επιβλέπουν τη διδακτορική σου έρευνα, ήτοι Mireille Hildebrandt, Βart Jacobs και Corjo Jansen, είναι πολύ γνωστές προσωπικότητες στον τομέα με μεγάλη ακαδημαϊκή συνεισφορά. Πώς είναι να δουλεύεις δίπλα τους και να μαθαίνεις από αυτούς;

Οι επιβλέποντες καθηγητές μου αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς λόγους για τον οποίο επέλεξα να προχωρήσω στις συγκεκριμένες διδακτορικές σπουδές.

Είναι τρεις επιστήμονες καταξιωμένοι στον τομέα τους, με πολύ μεγάλη εμπειρία στην επίβλεψη διδακτορικών διατριβών. Με αφορμή αυτή την ερώτηση, θα ήθελα να τονίσω το εξής.

Οι επιβλέποντες καθηγητές είναι ίσως το πιο σημαντικό κριτήριο για να επιλέξει ένας νέος επιστήμονας το δρόμο του διδακτορικού.

Κατά τη γνώμη μου, είναι κριτήριο πιο σημαντικό ακόμα και από το ίδιο το θέμα της διατριβής για το λόγο ότι ο επιβλέπων καθηγητής είναι εκείνος ο οποίος θα σε καθοδηγήσει στην (δύσκολη και περίπλοκη) ερευνητική διαδικασία.

Θα πρέπει λοιπόν να είναι άνθρωπος με τον οποίο μπορείς να συνεννοηθείς, να μπορείς να εκφράσεις τον οποιοδήποτε προβληματισμό σου και στον οποίο μπορείς να στηριχθείς και να νιώσεις ασφαλής. Είναι το προστατευτικό σου δίχτυ με λίγα λόγια. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, αισθάνομαι κάτι παραπάνω από τυχερή.

– Έχεις συμμετάσχει σε πληθώρα συνεδρίων για να παρουσιάσεις την ακαδημαϊκή σου έρευνα, όπως το «Computers, Privacy, and Data Protection (CPDP)» στις Βρυξέλλες, το «British & Irish Law, Education and Technology Conference (BILETA)» στο Μπέλφαστ, και το «Living in the Internet of Things: Cybersecurity of the ΙοΤ» στο Λονδίνο. Πόσο σημαντικό είναι για τους ακαδημαϊκούς ερευνητές να συμμετέχουν από κοινού με ειδικούς που εκπροσωπούν άλλους τομείς όπως τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, σε τέτοια συνέδρια;

Η συμμετοχή σε συνέδρια είναι κατά τη γνώμη μου μια δραστηριότητα μεγάλης σημασίας για έναν ερευνητή. Ο βασικός λόγος είναι διότι προσδίδει εξωστρέφεια στην έρευνά του και ταυτόχρονα τον τοποθετεί ως ισάξιο μέλος μιας κοινότητας.

Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει πως αυτού του είδους η συμμετοχή είναι πολλαπλώς ευεργετική. Αρχικά διότι καλείσαι να παρουσιάσεις με απλό και κατανοητό τρόπο τόσο την έρευνά σου όσο και τη σημασία αυτής.

Κατά δεύτερον διότι σου δίνεται η δυνατότητα να λάβεις σχόλια, ερωτήσεις, κριτική και με αυτό τον τρόπο να βελτιώσεις ή ακόμα και να αναθεωρήσεις συμπεράσματα.

Έτσι λοιπόν, ο επιστήμονας καταφέρνει να βγει έξω από τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας και να μπολιάσει τον τρόπο σκέψης και έρευνας με στοιχεία και απόψεις ανθρώπων που ανήκουν σε παρεμφερή ή ακόμα και σε διαφορετικά ερευνητικά πεδία.

Πιστεύω πως με αυτό τον τρόπο απαντάω και στην ερώτησή σας. Η επικοινωνία και η συνεργασία μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας με εκπροσώπους άλλων φορέων συμβάλλει σε μια ολιστική προσέγγιση ενός θέματος και αποσοβεί τον κίνδυνο της μονομέρειας στην έρευνα (ο οποίος ορισμένες φορές ελλοχεύει).

Αυτό έχει γίνει αντιληπτό και από τους διοργανωτές μεγάλων συνεδρίων, οι οποίοι προσπαθούν να προσδώσουν διεπιστημονικότητα στα συνέδρια, κυρίως του τομέα δικαίου και τεχνολογίας.

Παραδείγματα συνεδρίων που έχουν υιοθετήσει αυτή τη λογική, είναι όσα αναφέρετε στην ερώτησή σας. Ένα πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το διεθνούς απήχησης συνέδριο ACM FAT Conference, το οποίο μόλις πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη τον Ιανουάριο του 2020.

Στην περίπτωση αυτή οι διοργανωτές έκαναν μια σημαντική στροφή στο περιεχόμενο του συνεδρίου, απευθύνοντας κάλεσμα σε νομικούς, κοινωνιολόγους, και ανθρώπους άλλων ειδικοτήτων να συμμετάσχουν και να προσδώσουν διεπιστημονικότητα στο εν λόγω συνέδριο.


Έρευνα Freedom House: Σχεδόν το 90% των χρηστών του διαδικτύου παρακολουθούνται

Γράφει ο Νικόδημος Καλλιντέρης*

Μια εκτεταμένη έρευνα που έλαβε χώρα σε 65 κράτη δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο από τον ανεξάρτητο οργανισμό Freedom House που εδρεύει στις ΗΠΑ και σκοπό έχει την ανάδειξη ζητημάτων περί των δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών στο διαδίκτυο.

Στο σύντομο αυτό άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις βασικές πτυχές της, οι οποίες ομολογουμένως έχουν προκαλέσει ήδη έντονες συζητήσεις και προβληματισμό καθότι ανατρέπουν πολλά θέσφατα περί της ελευθερίας των χρηστών στον παγκόσμιο διαδικτυακό ιστό.

Κατά την έρευνα, λοιπόν, πρόσβαση στο διαδίκτυο έχουν περί τα 3,8 δισεκατομμύρια πολίτες διεθνώς, εκ των οποίων το 71 %  ζουν σε κράτη, όπου άνθρωποι έχουν διωχθεί και φυλακιστεί για αναρτήσεις πολιτικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού περιεχομένου, το 65 % σε χώρες όπου πολίτες έχουν δεχθεί επιθέσεις ή και δολοφονήθηκαν λόγω της διαδικτυακής τους δραστηριότητας, το 59 % σε μέρη όπου οι κρατικές αρχές διέθεταν εντεταλμένο προσωπικό για χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω στοχευμένης ανάρτησης και διάδοσης σχολίων και προπαγανδιστικού υλικού ενώ το 56 % σε κράτη όπου διαδικτυακές αναρτήσεις πολιτικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού περιεχομένου αφαιρέθηκαν με κρατική παρέμβαση.

Λαμβάνοντας υπόψη την ελευθερία πρόσβασης στο διαδίκτυο, την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης σε αυτό καθώς και τον σεβασμό της ιδιωτικότητας των χρηστών, η μελέτη κατατάσσει τα κράτη σε τρεις (3) κατηγορίες ανάλογα με την βαθμολογία που συγκεντρώνουν.

Σύμφωνα με την βαθμονόμηση που βασίζεται σε ένα ερωτηματολόγιο 21 ερωτήσεων:

– το 35% των κρατών αξιολογήθηκαν ως «μη ελεύθερα», 

– το 32% «εν μέρει ελεύθερα» και,

– μόλις το 20% ικανοποίησαν τα κριτήρια για ένα διαδίκτυο εν τοις πράγμασι ελεύθερο. 

Την πρώτη θέση στην θωράκιση της ελευθερίας στο διαδίκτυο κατέλαβε η Ισλανδία ενώ η Κίνα κατετάγη στην τελευταία θέση για τέταρτη συνεχή χρονιά

Την πρώτη θέση στην θωράκιση της ελευθερίας στο διαδίκτυο κατέλαβε η Ισλανδία, καθώς δεν εντοπίστηκαν ποινικές διώξεις εις βάρος χρηστών για τον διαδικτυακό τους λόγο ενώ υπάρχει σχεδόν καθολική συνδεσιμότητα με ταυτόχρονη ισχυρή προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών.

Από την άλλη, η Κίνα κατετάγη στην τελευταία θέση για τέταρτη συνεχή χρονιά λόγω των διευρυμένων περιστατικών διαδικτυακής λογοκρισίας και κατάργησης λογαριασμών σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης εξαιτίας «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς.

Δεδομένου ότι και ο κυβερνοχώρος αποτελεί πεδίο πολιτικού διαλόγου και αντιπαράθεσης η ελευθερία ροή της πληροφορίας σε αυτόν παίζει καθοριστικό ρόλο στο αποτέλεσμα του πολιτικού «παιχνιδιού». Η έρευνα εντόπισε 24 κράτη στα οποία κρατικοί και μη κρατικοί δρώντες συμμετείχαν σε εκτεταμένες εκστρατείες ελέγχου και διαμόρφωσης του περιεχομένου στο διαδίκτυο κατά την διάρκεια προεκλογικών περιόδων κυρίως μέσω προπαγανδιστικών ειδήσεων, παραπληροφόρησης (fake news), πληρωμένων σχολιαστών, αυτοματοποιημένων ρομπότ που αλληλεπιδρούν ως πραγματικοί χρήστες με τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης (bots) και παραβίασης και «αεροπειρατείας» λογαριασμών σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης.

Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, παύθηκαν 34.000 ιστοσελίδες για να εμποδίσουν την διάδοση της αντιπολιτευτικής ρητορικής, ενώ σε άλλες χώρες όπως στην Τουρκία, στην Ουκρανία και στην Ινδία έλαβαν χώρα κυβερνοεπιθέσεις σε ιστοσελίδες πολιτικού περιεχομένου, χρησιμοποιήθηκαν μέσα προπαγάνδας βασισμένης σε ψευδή στοιχεία και συνελήφθησαν πολιτικοί ακτιβιστές για την διαδικτυακή τους δράση.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο της έρευνας για την ψηφιακή κατόπτευση των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης από τις κυβερνήσεις και την μαζική συλλογή προσωπικών δεδομένων των πολιτών.

Από τα 65 κράτη που διερευνήθηκαν, 40 από αυτά διαθέτουν τεχνολογικά προηγμένα συστήματα παρακολούθησης της διαδικτυακής συμπεριφοράς με την χρήση προγραμμάτων μηχανικής εκμάθησης (machine learning) και τεχνητής νοημοσύνης από το οποίο συνάγεται ότι το 89 % των διαδικτυακών χρηστών παγκοσμίως (δηλ. 3 δισεκατομμύρια) παρακολουθούνται.

Κι ενώ ίσως περίμενε κανείς τέτοιες μέθοδοι να χρησιμοποιούνται μόνο σε ανελεύθερα καθεστώτα, η έρευνα αποδεικνύει ότι τέτοιες πολιτικές εφαρμόζονται ευρέως και σε κράτη του δυτικού κόσμου υπό το πρόσχημα συχνά της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας όπως της τρομοκρατίας, της παιδικής κακοποίησης ή της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών.

Με αμφιλεγόμενες μεθόδους ψηφιακής επιτήρησης σύγχρονες προηγμένες χώρες καταγράφουν ταξιδιώτες λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, παρακολουθούν την συμπεριφορά ακόμα και μαθητών και «φακελώνουν» πολιτικούς ακτιβιστές και πολίτες που συμμετέχουν σε πορείες διαμαρτυρίας.

Συνολικά, σε 47 από τα 65 κράτη όπου διεξήχθη η έρευνα παρατηρήθηκαν συλλήψεις χρηστών για τον διαδικτυακό τους λόγο πολιτικού, κοινωνικού ή θρησκευτικού περιεχομένου κατόπιν διευρυμένης ψηφιακής παρακολούθησης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, οι αστυνομικές αρχές του Λονδίνου παρακολουθούσαν την διαδικτυακή συμπεριφορά 9.000 ακτιβιστών όλου του πολιτικού φάσματος με την πλειοψηφία αυτών δίχως ποινικό παρελθόν χρησιμοποιώντας  συστήματα γεωεντοπισμού και αναλύοντας τις αναρτήσεις τους σε Facebook, Twitter και άλλες πλατφόρμες.

Κοντά στα ανωτέρω οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι πλέον τα περισσότερα κράτη διαθέτουν εξελιγμένα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που προσφέρουν στις κυβερνήσεις ανυπολόγιστες δυνατότητες ψηφιακής επιτήρησης των πολιτών όσο ποτέ άλλοτε με βαρύτατες επιπτώσεις σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Η επιβίωση της δημοκρατίας απαιτεί και επιτάσσει την ύπαρξης μιας δημόσιας σφαίρας, τόσο εκτός δικτύου όσο και στο διαδίκτυο, όπου οι πολίτες θα μπορούν να δραστηριοποιούνται χωρίς τον φόβο μιας συνεχούς επιτήρησης.

*O Νικόδημος Καλλιντέρης είναι νομικός με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο (ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ). Πεδία έρευνας και ενδιαφέροντος του αποτελούν το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (Internet of Things) καθώς και οι τεχνολογίες Βig Data, Machine Learning και η Tεχνητή Nοημοσύνη.


Cookies: η συμβατότητα των ιστοσελίδων με τον Kανονισμό GDPR και την Oδηγία e-Privacy

Γράφει η Καλλιρρόη Γραμμένου*

Οι επισκέπτες ιστοσελίδων βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με δυσνόητες, πυκνογραμμένες πολιτικές απορρήτου και ρυθμίσεις cookies.

Οι περισσότεροι χρήστες δεν έχουν τις τεχνικές γνώσεις να αξιολογήσουν εάν μία ιστοσελίδα συμμορφώνεται προς το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο και εάν έχουν πραγματική ή κατ’ επίφαση επιλογή ως προς την τοποθέτηση cookies και την παρακολούθηση της διαδικτυακής συμπεριφοράς και των προτιμήσεών τους.

Τα Cookies είναι μικρά αρχεία κειμένου που αποθηκεύονται στη συσκευή του επισκέπτη μίας ιστοσελίδας. Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της χρηστικότητας ή της λειτουργικότητας ιστοσελίδων/ εφαρμογών.

Η θέση σε ισχύ του GDPR (Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) περιπλέκει ακόμα περισσότερο το τοπίο και δημιουργεί συχνά απορίες και σημεία σύγχυσης.

Η Γαλλική αρχή προστασίας δεδομένων (CNIL) και η Ισπανική Αρχή, με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσαν και το δικαστήριο της ΕΕ, με την σημαντική απόφαση Planet 49 GmbH (υπόθεση C-673/17) παρέχουν χρήσιμες διευκρινίσεις ως προς τις απαιτήσεις συγκατάθεσης των χρηστών για την αποθήκευση cookies στον εξοπλισμό τους.

Παρακάτω επιχειρούμε να εξηγήσουμε με απλό τρόπο τη σύζευξη του κανονισμού GDPR και της οδηγίας ePrivacy αλλά και να δώσουμε κάποιες ενδείξεις στους χρήστες σχετικά με την κατανόηση και την ορθότητα των πολιτικών cookies που χρησιμοποιούν οι πάροχοι ιστοσελίδων.

  • Οδηγία ePrivacy και GDPR

Η εγκατάσταση και η χρήση «cookies» ρυθμίζεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 4 του ν. 3471/2006 (ο οποίος μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία ePrivacy – 2002/58/ΕΚ (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, γνωστή ως “cookies directive”).

Η βασική αρχή είναι ότι η εγκατάσταση και χρήση cookies επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση του χρήστη.

Υπάρχει μία λανθασμένη αντίληψη ότι όλες οι ρυθμίσεις απορρήτου, συμπεριλαμβανομένων των cookies, ανάγονται μόνο στον GDPR. Το δικαστήριο της ΕΕ στην απόφαση Planet 49 αναφέρεται επίσης στην οδηγία ePrivacy 2002/58. 

Σκοπός της οδηγίας είναι η προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των χρηστών, ανεξαρτήτως εάν συλλέγονται ή όχι προσωπικά δεδομένα μέσω τεχνολογιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

Είναι σημαντικό να κάνουμε την εξής διάκριση:

  • Η οδηγία ePrivacy (cookies directive) ρυθμίζει τον δίαυλο επικοινωνίας (ηλεκτρονική επικοινωνία). Ο κανόνας σχετικά με τη λήψη συγκατάθεσης για την τοποθέτηση cookies εφαρμόζεται ανεξαρτήτως εάν γίνεται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ή όχι. 
  • Ο ΓΚΠΔ (GDPR) ρυθμίζει τις νομικές βάσεις για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ορίζει την έννοια της συγκατάθεσης. Ο Κανονισμός ορίζει ότι η συγκατάθεση δεν μπορεί να είναι ελεύθερη εάν για την παροχή υπηρεσίας ζητείται συγκατάθεση που δεν είναι αναγκαία για τον συγκεκριμένο σκοπό.

Ως πρακτικό παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την περίπτωση ιστοσελίδας η οποία ζητά συγκατάθεση του επισκέπτη για τη χρήση cookies, ενημερώνοντάς τον ότι με τη συγκατάθεσή του αυτή συμφωνεί επίσης στη χρήση των στοιχείων του για επιπλέον σκοπούς, πλην της ζητηθείσας υπηρεσίας (bundled consent).

Ο GDPR ορίζει με σαφήνεια την έννοια της έγκυρης συγκατάθεσης στο άρθρο 7. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 32 του GDPR, αναφέρεται ότι « Η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων  υπέρ των δεδομένων που τον αφορούν. […] η σιωπή, τα προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως συγκατάθεση.»

  • Το τέλος του soft opt-in

Μέχρι σήμερα, το τοπίο σχετικά με τη χρήση των cookies και τις ρυθμίσεις απορρήτου των ιστοσελίδων (sites) ήταν νεφελώδες και διόλου ξεκάθαρο. Αυτό οφειλόταν στις διαφορές ως προς τη μεταφορά της οδηγίας ePrivacy στο εσωτερικό δίκαιο κάθε χώρας της ΕΕ αλλά και στην ανοχή που επεδείκνυαν κάποιες αρχές προστασίας δεδομένων σε χώρες όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία στη σιωπηρή συγκατάθεση (το επονομαζόμενο “soft opt-in”).

  • Τι σημαίνει αυτό στην πράξη;

Όταν ο χρήστης επισκέπτεται μία ιστοσελίδα για πρώτη φορά, στο επάνω ή στο κάτω μέρος της ιστοσελίδας υπάρχει ένα cookie banner. Κλείνοντας το ή συνεχίζοντας την επίσκεψη στην ιστοσελίδα (χωρίς καμία περαιτέρω δήλωση), συνάγεται ότι ο χρήστης συναινεί σιωπηρά, άρα αποδέχεται την χρήση των cookies. Πολλές ιστοσελίδες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα.

Παράδειγμα: Cookie banner σε site με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Με τη συνέχιση της πλοήγησης αποδέχεστε τη χρήση των cookies».

Η Γαλλική αρχή CNIL ανακοίνωσε ότι αυτή η πρακτική δεν είναι πλέον συμβατή με τον κανονισμό GDPR διότι η σιωπηρή συγκατάθεση δεν είναι έγκυρη.

Εντούτοις, η CNIL όρισε μεταβατική περίοδο 12 μηνών ώστε οι πάροχοι ιστοσελίδων να προσαρμόσουν κατάλληλα τις ρυθμίσεις cookies.

Αυτό οφείλεται επίσης στο ότι ο κανονισμός ePrivacy δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ και παραμένουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς την εφαρμογή της οδηγίας ePrivacy στο δίκαιο κάθε κράτους μέλους της ΕΕ. Με τη θέση σε ισχύ του κανονισμού ePrivacy, θα ισχύει ένα ενιαίο καθεστώς για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, επομένως οι πάροχοι ιστοσελίδων θα πρέπει να υπαχθούν σε ομοιογενές καθεστώς συμμόρφωσης ως προς την χρήση cookies. Η γαλλική αρχή αποφάσισε να μην περιμένει τη θέση σε ισχύ του επερχόμενου κανονισμού ePrivacy προκειμένου να επιβάλλει τη συμμόρφωση των παρόχων ιστοσελίδων με ενιαία πρότυπα ρυθμίσεων απορρήτου.

  • Τι πρέπει να ελέγχουν οι χρήστες προκειμένου να καταλάβουν αν μία ιστοσελίδα εφαρμόζει σωστά τη νομοθεσία για τα cookies;

Σύμφωνα με τις τελευταίες νομολογιακές εξελίξεις και τις κατευθυντήριες γραμμές διαφόρων Αρχών προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (με πιο πρόσφατες της οδηγίες της Ισπανικής Αρχής), οι επισκέπτες ιστοσελίδων πρέπει να λάβουν υπόψη τους τα εξής προκειμένου να αποφύγουν την τοποθέτηση ανεπιθύμητων cookies και να προσαρμόσουν τις παραμέτρους απορρήτου όπως επιθυμούν:

-Δεν απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση του χρήστη μόνο για τα λειτουργικά cookies (functional cookies) που είναι απολύτως απαραίτητα για τη λειτουργία της ιστοσελίδας, για την εκτέλεση ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή για την παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας. Χωρίς τη χρήση λειτουργικών cookies είναι αδύνατη η περιήγηση του επισκέπτη στην ιστοσελίδα.

-Για τα υπόλοιπα είδη cookies (πλην των λεγόμενων functional cookies) απαιτείται ενημέρωση του χρήστη και παροχή δυνατότητας να συγκατατεθεί ρητά, με ρητή και  θετική ενέργεια (επιλέγοντας ο ίδιος το αντίστοιχο τετραγωνίδιο) ή να αρνηθεί την τοποθέτηση των cookies στον υπολογιστή του (παροχή επιλογών ανά κατηγορία cookies και όχι για όλα αδιακρίτως).

-Η ιστοσελίδα θα πρέπει να παρέχει ενημέρωση στον χρήστη όχι μόνο σχετικά με τα cookies που τοποθετεί στον υπολογιστή του χρήστη (“First Party” Cookie) αλλά και σχετικά με τα cookies από Τρίτα Μέρη (third-party cookies) κυρίως για τους σκοπούς συμπεριφορικής διαφήμισης (Online behavioural advertising – OBA). Κάθε ιστοσελίδα που χρησιμοποιεί συμπεριφορική διαφήμιση οφείλει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την συλλογή και την χρήση δεδομένων, τις οποίες οι χρήστες πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίσουν με ευχέρεια.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ισπανικής Αρχής, πληροφορίες σχετικά με cookies από Τρίτα Μέρη μπορούν να παρέχονται με αναπτυσσόμενη λίστα (drop-down) ή με αναδυόμενο κείμενο (pop-up).

-Οι επισκέπτες ιστοσελίδας πρέπει να παρέχουν τη συγκατάθεσή τους στην τοποθέτηση cookies κατά τρόπο ρητό και σαφή, δηλαδή με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια (π.χ. με συμπλήρωση τετραγωνιδίου). Κατά συνέπεια, τυχόν προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια δεν συνεπάγονται ότι ο χρήστης συναινεί νομίμως στην επεξεργασία, διότι η συγκατάθεσή του δεν είναι ελεύθερη ούτε ρητή (Απόφαση Δικαστηρίου ΕΕ, Planet49 GmbH, σκέψεις 62, 63).

 Συνεπώς, προεπιλεγμένο τετραγωνίδιο το οποίο οι χρήστες πρέπει να απο-επιλέξουν προκειμένου να αρνηθούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους δεν είναι συμβατό προς τον κανονισμό GDPR ούτε προς την οδηγία ePrivacy.

-Η πολιτική cookies πρέπει να παρουσιάζεται ευκρινώς και με απλή γλώσσα στην ιστοσελίδα. Η πολιτική πρέπει να περιγράφει με εύληπτο τρόπο τις διαθέσιμες ρυθμίσεις απορρήτου, καθώς και να παρέχει στον χρήστη τη δυνατότητα επιλογής των ρυθμίσεων απορρήτου ανά σκοπό, χωρίς προεπιλεγμένες από τον πάροχο ρυθμίσεις (αρχή της διαφάνειας).

-Οι πληροφορίες τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να παρέχει στον επισκέπτη της ιστοσελίδας περιλαμβάνουν τη διάρκεια λειτουργίας των cookies καθώς και το εάν τρίτοι πάροχοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στα cookies (Απόφαση Δικαστηρίου ΕΕ, υπόθεση Planet49 GmbH). 

  • Άλλα στοιχεία που πρέπει να προσέχουν οι χρήστες

Α) Λήψη ξεχωριστής συγκατάθεσης ανά σκοπό επεξεργασίας

Ο χρήστης πρέπει να ελέγχει εάν το αίτημα για λήψη συγκατάθεσης είναι χωριστό ανά σκοπό επεξεργασίας.

Παράδειγμα: ιστοσελίδα ζητά από τον χρήστη να επιλέξει τετραγωνίδιο για να κατεβάσει μία εφαρμογή στο κινητό ή στον υπολογιστή του και ταυτόχρονα τον ενημερώνει ότι με τη συγκατάθεση αυτή συμφωνεί επίσης σε περαιτέρω χρήση των στοιχείων του για διαφημιστικούς σκοπούς. Εν προκειμένω, η συγκατάθεση δεν είναι ελεύθερη, ούτε συγκεκριμένη, διαβαθμισμένη και ελεύθερα ανακλητή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συγκατάθεση δίνεται για περισσότερους σκοπούς επεξεργασίας οι οποίοι δεν είναι διακριτοί και η άρνηση του χρήστη να δεχτεί την περαιτέρω επεξεργασία για σκοπούς marketing, τον αποκλείει από την πρόσβαση στην εφαρμογή (bundled consent).

Επομένως οι χρήστες πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι μία λήψη συγκατάθεσης πρέπει να αντιστοιχεί σε έναν ευδιάκριτο σκοπό.

Β) Cookie walls

Το Δικαστήριο της ΕΕ στην πρόσφατη απόφαση Planet49 δεν ανέλυσε τη συμβατότητα των cookie walls προς τον κανονισμό GDPR. Ωστόσο, η Ολλανδική αρχή προστασίας δεδομένων διευκρίνισε ότι τα cookie walls δεν είναι συμβατά με τον GDPR.

  • Πώς λειτουργούν τα cookie walls;

Τα cookie walls αρνούνται στον επισκέπτη την πρόσβαση σε μία ιστοσελίδα, εάν εκείνος δεν συγκατατεθεί στην εγκατάσταση λογισμικού παρακολούθησης (tracking) ή άλλων ψηφιακών μεθόδων για στοχευμένη διαφήμιση.

Σε αυτή την περίπτωση, οι επισκέπτες ιστοσελίδας εξαναγκάζονται να αποδεχτούν τη χρήση τους προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενό της. Συνεπώς, δεν υπάρχει ρητή και ελεύθερη συγκατάθεση κατά την έννοια του GDPR.

Γ) Soft opt-in

Όταν μία ιστοσελίδα ενημερώνει τον επισκέπτη ότι με την πλοήγησή του αποδέχεται τα cookies, δεν του δίνει τη δυνατότητα να λάβει γνώση και να δεχτεί ή να απορρίψει τη χρήση τους. Έτσι, δίνεται άδεια σε τρίτους παρόχους να εγκαταστήσουν cookies αλλά και να παρέχουν διαφημιστικό περιεχόμενο χωρίς κανέναν έλεγχο και συγκατάθεση από τον ίδιο τον χρήστη.

  • Η κούραση των χρηστών

Δεδομένου ότι δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ ο κανονισμός ePrivacy, δεν έχει αναληφθεί συντονισμένη δράση από όλες τις αρχές προστασίας δεδομένων.  Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (“ΑΠΔΠΧ”), πραγματοποίησε στις αρχές του 2019 ελέγχους σε 65 ιστοσελίδες και διαπίστωσε χαμηλό επίπεδο συμμόρφωσης με τον κανονισμό.

Μένει να δούμε εάν οι υπόλοιπες αρχές προστασίας δεδομένων θα ακολουθήσουν το παράδειγμα της γαλλικής αρχής CNIL και θα παρέχουν κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες θα συμβάλλουν στη συμμόρφωση των παρόχων ιστοσελίδων με τις απαιτήσεις του GDPR και της οδηγίας ePrivacy.

Οι χρήστες πρέπει επίσης να αντιληφθούν ότι η πρόσβαση σε πολιτικές απορρήτου που είναι γραμμένες με απλό και κατανοητό τρόπο έχει ως σκοπό το σεβασμό της αρχής της διαφάνειας ως προς τη χρήση των δεδομένων τους, καθώς και την εξατομίκευση των προτιμήσεων απορρήτου, ούτως ώστε να μην εκτίθενται σε συστηματική παρακολούθηση και ανεπιθύμητη διαφήμιση.

Οι μη εξοικειωμένοι χρήστες συχνά δυσανασχετούν με τον αριθμό των ενεργειών που απαιτούνται ώστε να παρέχουν συγκατάθεση και θεωρούν τη διαδικασία ανώφελη (consent fatigue). Είναι ωστόσο χρήσιμο να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου να αποφύγουν την εγκατάσταση cookies από τρίτους παρόχους και το να εκθέτουν τις προτιμήσεις τους προς διαφημιστική εκμετάλλευση, χωρίς κανέναν έλεγχο και λογοδοσία. Σε ιστοσελίδα η οποία έχει διαμορφώσει σωστά τις ρυθμίσεις για τα cookies, η διαδικασία αυτή δε διαρκεί πολύ και αρκούν μερικά κλικ από τον χρήστη.

Σε περίπτωση που ο χρήστης εντοπίσει ότι μία ιστοσελίδα δε συμμορφώνεται με το  ρυθμιστικό πλαίσιο για τα cookies, μπορεί να προσφύγει στην αρμόδια αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εάν πρόκειται για ελληνική ιστοσελίδα, μπορεί να προσφύγει στην ελληνική ΑΠΔΠΧ.

Σημειώνεται ότι η Homo Digitalis, πιστή στις αξίες της, δε χρησιμοποιεί cookies ή άλλες τεχνολογίες στην ιστοσελίδα της προκειμένου να καταγράψει τη δραστηριότητά σας.

*Η Καλλιρρόη Γραμμένου, LL.M., CIPP/E, είναι δικηγόρος Αθηνών, απόφοιτος της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ., με LL.M. στο δίκαιο της ΕΕ από τα πανεπιστήμια Λουξεμβούργου/Nancy II. Έχει διατελέσει DPO και νομικός σύμβουλος του εκτελεστικού οργανισμού της ΕΕ CHAFEA. Έχει εργαστεί ως δικηγόρος και σύμβουλος προστασίας προσωπικών δεδομένων στην Ελλάδα και στο Λουξεμβούργο.


Αποζημίωση για ηθική βλάβη σύμφωνα με τον ΓΚΠΔ: Μια νέα περίπτωση

Γράφει ο Γιώργος Αρσένης*

Ένα δικαστήριο στην Αυστρία καταδίκασε μια επιχείρηση σε πληρωμή αποζημίωσης 800,00 Ευρώ σε ένα υποκείμενο δεδομένων για λόγους ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 82 του ΓΚΠΔ (GDPR). Η απόφαση δεν έχει τεθεί ακόμα σε ισχύ, λόγω του ότι άσκησαν έφεση και οι δυο πλευρές. Αλλά, σε περίπτωση που το εφετείο επιβεβαιώσει την απόφαση, τότε η επιχείρηση κινδυνεύει -θεωρητικά- να βρεθεί μπροστά σε μια μαζική αγωγή, στην οποία εμπλέκονται  περί τα 2 εκατομμύρια υποκείμενα δεδομένων. Φυσικά, η περίπτωση ελκύει το ενδιαφέρον διότι η έκβαση της αναμένεται να αποτελέσει δικαστικό προηγούμενο, με αποτέλεσμα μελλοντικές περιπτώσεις να βασιστούν πάνω σε αυτό το παράδειγμα.

Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή, για να καταλάβουμε ποιες επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτή η εφαρμογή του άρθρου 82 του ΓΚΠΔ στο δίκαιο άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Profiling

Το ότι ένα ταχυδρομείο συλλέγει και αποθηκεύει συγκεκριμένα προσωπικά δεδομένα πελατών του, δεν είναι κάτι καινούργιο. Μετά όμως από αίτηση ενός υποκειμένου δεδομένων, αποκαλύφθηκε πως το Ταχυδρομείο της Αυστρίας αξιολόγησε και αποθήκευσε δεδομένα που αφορούσαν τις πολιτικές προτιμήσεις περίπου δύο εκατομμυρίων πελατών του.

Η επιχείρηση χρησιμοποίησε στατιστικές μεθόδους όπως το profiling, με στόχο να υπολογίσει τον βαθμό προσκόλλησης ενός ατόμου σε κάποιο αυστριακό κόμμα, βάσει των πολιτικών του πεποιθήσεων (π.χ. μεγάλη πιθανότητα προσκόλλησης στο κόμμα Α; μικρή πιθανότητα προσκόλλησης στο κόμμα Β). Σύμφωνα με δημοσιεύματα, φαίνεται ότι κανένας από τους πελάτες δεν είχε πληροφορηθεί ή δώσει την συγκατάθεση του για αυτήν την επεξεργασία και ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις οι πληροφορίες αυτές πωλήθηκαν σε τρίτους.

Η ηθική βλάβη έχει τιμή

Ο καθορισμός της αποζημίωσης βασίστηκε σε μια δικαστική μέθοδο, η οποία εφαρμόζεται στην Αυστρία. Σύμφωνα με αυτή, το δικαστήριο έλαβε υπόψη δύο βασικά στοιχεία: (1) το ότι οι πολιτικές απόψεις είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο είδος δεδομένων και (2) το ότι η επεξεργασία διεξήχθη εν αγνοία του υποκειμένου των δεδομένων.

Το τοπικό δικαστήριο του Feldkirch, στο ομόσπονδο κρατίδιο Voralberg της Αυστρίας, όπου εκδικάστηκε η υπόθεση σε πρώτο βαθμό, έκρινε ότι η ενόχληση που ένιωσε ο μηνυτής λόγω του profiling στο οποίο υποβλήθηκε χωρίς να δώσει την συγκατάθεση του, συνιστά μη υλική ζημιά, για αυτό και επιδίκασε στον ενάγοντα 800,00 Ευρώ, από τα 2.500,00 Ευρώ που είχε απαιτήσει αρχικά.

Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις καθιστούν ειδική κατηγορία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΓΚΠΔ. Όμως, θεώρησε επίσης, ότι κάθε περίπτωση αντιλαμβανόμενη ως δυσμενή μεταχείριση ή παραβίαση δεν μπορεί να δίνει έναυσμα για διεκδίκηση αποζημιώσεων για μη υλικές ζημιές.  Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτήν την περίπτωση παραβιάστηκαν θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου των δεδομένων.

Ο καθορισμός της αποζημίωσης βασίστηκε σε μια δικαστική μέθοδο, η οποία εφαρμόζεται στην Αυστρία. Σύμφωνα με αυτή, το δικαστήριο έλαβε υπόψη δύο βασικά στοιχεία: (1) το ότι οι πολιτικές απόψεις είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο είδος δεδομένων και (2) το ότι η επεξεργασία διεξήχθη εν αγνοία του υποκειμένου των δεδομένων.

Και τώρα;

Η απόφαση δεν αποτελεί έκπληξη. Το άρθρο 82 § 1 του ΓΚΠΔ προβλέπει ξεκάθαρα πληρωμή αποζημιώσεων για μη υλικές ζημιές. Όμως, με τα 2,2 εκατομμύρια εμπλεκόμενα υποκείμενα δεδομένων σε αυτήν την επεξεργασία και με απλά μαθηματικά προκύπτει το ποσό των 1,7 δις ευρώ.

Το σίγουρο είναι, ότι σε περίπτωση που το εφετείο επιβεβαιώσει την απόφαση του πρωτοδικείου, θα υπάρξει πληθώρα παρόμοιων υποθέσεων προς εκδίκαση. Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη πολλές επιχειρήσεις, και στην γειτονική Γερμανία, εξειδικεύονται σε διαδικασίες όπως αυτή.

Η ανεξάρτητη αρχή

Μετά την απόφαση του τοπικού δικαστηρίου του Feldkirch στις αρχές Οκτωβρίου, προς το τέλος του ίδιου μήνα και συγκεκριμένα στις 29.10.2019, η αυστριακή αρχή προστασίας δεδομένων (Österreichische Datenschutzbehörde), ανακοίνωσε ότι επέβαλε διοικητική κύρωση ύψους 18 εκατομμυρίων ευρώ στο Ταχυδρομείο της Αυστρίας.

Πέραν των πολιτικών πεποιθήσεων, η Αρχή Προστασίας της Αυστρίας εξακρίβωσε περισσότερες παραβιάσεις. Μέσα από περαιτέρω επεξεργασίες, προέκυπταν στοιχεία σχετικά με την συχνότητα αποστολής δεμάτων, ή την συχνότητα αλλαγής κατοικίας, τα οποία χρησιμοποιούνταν για διαφημιστική προσέγγιση μέσω direct-marketing. Το ταχυδρομείο της Αυστρίας, που κατά το ήμισυ ανήκει στο κράτος, δήλωσε ότι θα κινηθεί δικαστικά εναντίον του διοικητικού μέτρου και δικαιολόγησε τον σκοπό της επεξεργασίας ως θεμιτή ανάλυση αγοράς.

Η ιδιαιτερότητα της ετυμηγορίας

Η ετυμηγορία στο Feldkirch δείχνει ότι τα δικαστήρια μπορούν να καταβάλλουν πληρωμές για «αντιξοότητες» λόγω πραγματικών ή υποτιθέμενων παραβιάσεων δεδομένων. Ο προσφεύγων στην δικαιοσύνη δήλωσε απλά ότι ‘ένιωσε ενοχλημένος’ για το τι έγινε, χωρίς δηλαδή να επικαλεστεί μια ηθική βλάβη που προκλήθηκε μέσα από κάποιο αποτέλεσμα της επεξεργασίας, όπως δυσφήμιση, κατάχρηση πνευματικής ιδιοκτησίας, παρενόχληση μέσω τηλεφωνημάτων ή emails. Μπορείτε να βρείτε εδώ την Απόφαση.

Σε αντίθεση με την ανεξάρτητη αρχή, που επέβαλε την κύρωση για τις πολλαπλές παραβιάσεις διατάξεων του GDPR, το δικαστήριο εστίασε την απόφαση του στην ενόχληση που ένιωσε ο μηνυτής. Η ηθική ζημιά προκλήθηκε από το γεγονός ότι μια εταιρεία επεξεργάζεται δεδομένα κατά παράβαση των διατάξεων του GDPR.

* Ο Γιώργος Αρσένης είναι IT Consultant και DPO. Απόφοιτος του Τμήματος Ειδίκευσης Προγραμματιστών του Ε.Π.Λ. Βέροιας με πολυετή πείρα σε θέματα IT Systems Maintenance & Support, σε χώρες της Ευρώπης. Έχει εργαστεί σε οργανισμούς της Ε.Ε. και στον ιδιωτικό τομέα. Έχει εμπειρία με δίκτυα τηλεπικοινωνιών, δίκτυα CISCO, scientific modelling και συστήματα εικονικών μηχανών. Ελεύθερος επαγγελματίας, εξειδικεύεται στην Διαχείριση Συστημάτων Ασφάλειας Πληροφοριών και Προστασία Προσωπικών Δεδομένων

Ηλεκτρονικά προσβάσιμες πηγές: