Από τη Φαντασία στην Πραγματικότητα και ξανά στη Φαντασία

Γράφει ο Νίκος Γιάνναρος*

Η ιστορία της τεχνητής νοημοσύνης σαν κάτι επιτεύξιμο, ταυτίζεται με την ιστορία της ανάπτυξης των υπολογιστών. Ήδη από το 1950 εμφανίστηκαν οι πρώτες θεωρίες οι οποίες υπαγόρευαν την ανάπτυξη συστημάτων με ικανότητες τεχνητής νοημοσύνης. Ικανότητες τις οποίες κατέχει μόνο ο άνθρωπος, ο οποίος θα μπορούσε να εκπαιδεύσει ένα υπολογιστικό σύστημα ώστε να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις και να δρα ως ένα ον με νοημοσύνη.

Η αρχικώς θεωρητική προσέγγιση της τεχνητής νοημοσύνης, έστρεψε τις προσπάθειές της στην δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων με τα οποία ένας υπολογιστής θα μπορούσε να δρα όπως ο ανθρώπινος νους.

Τα εργαλεία αυτά βασίστηκαν στην λογική και την σημασιολογία, τα οποία αποτελούν τα κυρίαρχα εργαλεία με τα οποία ο άνθρωπος σκέφτεται και δρα ανάλογα με τα ερεθίσματα που δέχεται. Στο πλαίσιο αυτό, έγιναν προσπάθειες τυποποίησης λογικών κανόνων και σχέσεων, οι οποίες οδήγησαν στην δημιουργία εργαλείων όπως ο Λογικός Προγραμματισμός.

Η βάση του λογικού προγραμματισμού αποτελεί την τροφοδότηση ενός υπολογιστικού συστήματος με βασικές οντότητες και τις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε με την εφαρμογή μιας διαδικασίας παραγωγής λογικών συμπερασμάτων το σύστημα να μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μιμούμενος την αντίστοιχη διαδικασία που ακολουθεί και ο ανθρώπινος νους.

Η προσέγγιση αυτή ακολουθεί την λογική «από πάνω προς τα κάτω». Το σύστημα εφοδιάζεται με το σύνολο της απαιτούμενης γνώσης και η προσπάθεια εστιάζεται στον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί και θα συνδυάσει κατάλληλα τη γνώση αυτή.

Σύντομα έγινε φανερό ότι τέτοιου τύπου προσεγγίσεις μπορούν να προσφέρουν περιορισμένες πρακτικές λύσεις και εφαρμογές διότι δεν εναρμονίζονται με τις βασικές αρχές λειτουργίας ενός υπολογιστή. Ο υπολογιστής στον πυρήνα του αποτελεί μια μηχανή η οποία μπορεί να εκτελεί με μεγάλη ταχύτητα μαθηματικές πράξεις και συγκρίσεις. Έπρεπε να βρεθεί μια προσέγγιση η οποία λειτουργεί με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο λοιπόν. Η προσέγγιση «από κάτω προς τα πάνω».

Η προσέγγιση αυτή εστιάζεται στην προσπάθεια μοντελοποίησης ενός προβλήματος – φαινομενικά – λογικής σε καθαρά μαθηματικό πρόβλημα. Ένα μαθηματικό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες διαδικασίες με σαφώς καθορισμένα βήματα, κάτι στο οποίο ο υπολογιστής είναι ιδιαίτερα αποδοτικός. Το παραγόμενο αποτέλεσμα επίσης είναι εύκολο να ταξινομηθεί, να κατηγοριοποιηθεί και να ερμηνευθεί από τον υπολογιστή.

Αυτή η διαπίστωση οδήγησε από την δεκαετία του 1980 και έπειτα στην ανάπτυξη της Υπολογιστικής Νοημοσύνης ή όπως έχει πλέον καθιερωθεί, της Μηχανικής Μάθησης (Machine Learning). Η συγκεκριμένη προσέγγιση έχει ως στόχο την μαθηματική μοντελοποίηση διαφόρων εργασιών που εκτελεί ο άνθρωπος ώστε να μπορεί ένας υπολογιστής να οδηγηθεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

Αυτά τα προβλήματα τυπικά είναι η αναγνώριση φωνής και εικόνας, η επεξεργασία φυσικής γλώσσας σε γραπτή μορφή, η ρομποτική, οι προβλέψεις σε διάφορα φαινόμενα κ.λπ. Η Μηχανική Μάθηση χρησιμοποιεί την μεγάλη δύναμη των υπολογιστών, την απαράμιλλη υπολογιστική τους δυνατότητα, ώστε να μπορούν να αξιοποιούν μεγάλους όγκους πληροφορίας για την επιτυχή τους εκπαίδευση, ώστε να μαθαίνουν να παίρνουν αποφάσεις ανάλογες με αυτές ενός ανθρώπου.

Τα μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται βασίζονται στον τρόπο λειτουργίας τόσο του ανθρώπινου οργανισμού (νευρωνικά δίκτυα, γενετικοί αλγόριθμοι) όσο και άλλων έμβιων οργανισμών (particle swarm optimisation, ant colony optimisation, bees algorithm), από εφαρμογές της θεωρίας πιθανοτήτων και από πολλούς ακόμα κλάδους των μαθηματικών.

Ο πλούτος των προσεγγίσεων οι οποίες καταλήγουν σε απτούς αλγορίθμους οι οποίοι μπορούν να εκτελεστούν από έναν υπολογιστή ο οποίος δεν απαιτείται να έχει κάποια ιδιαίτερη δομή ή σχεδιασμό έφερε και την επανάσταση στον τομέα της Μηχανικής Μάθησης.

Η μηχανική μάθηση χωρίζεται σε 3 βασικούς κλάδους. Την επιβλεπόμενη μάθηση (Supervised Learning), τη μη-επιβλεπόμενη μάθηση (Unsupervised Learning) και την ενισχυτική μάθηση (Reinforcement Learning) η οποία αποτελεί κατά βάση συνδυασμό των άλλων δυο.

Η έννοια της επιβλεπόμενης μάθησης είναι η απλούστερη από τις τρεις για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει. Ο υπολογιστής εφοδιάζεται με ένα κατάλληλο σετ δεδομένων εκπαίδευσης (training set) ώστε να εκπαιδευτεί στην εργασία που θέλουμε να του αναθέσουμε.

Το πιο απλό παράδειγμα, αποτελεί η τροφοδοσία του υπολογιστή με φωτογραφίες αντρών και γυναικών, στις οποίες υπάρχει επισήμανση αν η φωτογραφία ανήκει σε άντρα η γυναίκα (tags). Μετά την επιτυχή εκπαίδευση, ο υπολογιστής μπορεί να αναγνωρίσει το φύλο του εικονιζόμενου ατόμου σε οποιαδήποτε φωτογραφία ανθρώπου επειδή έχει εκπαιδευτεί στην ικανότητα κατηγοριοποίησης της πληροφορίας που λαμβάνει.

Για να το επιτύχει αυτό ο υπολογιστής, τροφοδοτείται με ένα πλήθος χαρακτηριστικών για κάθε φύλο (features) οπότε ανάλογα με τις τιμές που λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά σε κάθε φωτογραφία, μπορεί με αξιοθαύμαστη ακρίβεια να αποφανθεί για το φύλο του εικονιζόμενου ατόμου. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει ότι ο καθορισμός και η τυποποίηση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών έχει γίνει από έναν ειδικευμένο άνθρωπο, πριν ξεκινήσει η διαδικασία εκπαίδευσης.

Η διαδικασία εξαγωγής και επιλογής χαρακτηριστικών (feature extraction and selection) αποτελεί θεμέλιο λίθο της αποτελεσματικής εφαρμογής της επιβλεπόμενης μάθησης και έχει φτάσει να αποτελεί ουσιαστικά έναν ολόκληρο αυτόνομο κλάδο.

Η επιβλεπόμενη μάθηση έχει ξεφύγει εδώ και πολλά χρόνια από το πειραματικό και θεωρητικό στάδιο και αξιοποιείται κατά κόρον σε εμπορικές εφαρμογές αναγνώρισης φωνής, προσώπου και γραφής καθώς και σε πιο ειδικευμένες εφαρμογές αναλόγως τομέα, όπως κατηγοριοποίηση και κατάτμηση πελατειακής βάσης (customer segmentation), συστήματα προτάσεων πωλήσεων (recommender systems/collaborative filtering), πρόβλεψη τιμών μετοχών (stock market prediction), προληπτική συντήρηση (preventive maintenance) κ.λπ.

Επίσης, με την εμφάνιση της βαθιάς μάθησης, η οποία αποτελεί πεδίο της επιβλεπόμενης μάθησης, η διαδικασία εξαγωγής και επιλογής χαρακτηριστικών μπορεί να γίνει πλέον από τον ίδιο τον υπολογιστή, μειώνοντας ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη παρέμβαση στη διαδικασία. Στο παράδειγμα κατηγοριοποίησης των φωτογραφιών, ο υπολογιστής θα μπορούσε έπειτα από επεξεργασία των φωτογραφιών που χρησιμοποιεί ως σετ εκπαίδευσης, να αποφανθεί ότι το σχήμα στα χείλη είναι πιο ζωτικό χαρακτηριστικό για τον διαχωρισμό από το σχήμα των ματιών και συνεπώς να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτό το χαρακτηριστικό.

Η μη επιβλεπόμενη μάθηση αποτελεί την εφαρμογή μεθόδων κατά την οποία ο υπολογιστής δεν περνά πρώτα από το στάδιο εκπαίδευσης με χρήση δεδομένων με καθορισμένα χαρακτηριστικά στα οποία το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι γνωστό, αλλά εκπαιδεύεται μόνος του με βάση άγνωστα δεδομένα τα οποία μπορεί να επεξεργαστει.

Όπως είναι φανερό, η δυνατότητα του υπολογιστή να εργαστεί χωρίς προηγουμένως να έχει τροφοδοτηθεί με έτοιμη γνώση κάνει την μη επιβλεπόμενη μάθηση να φαντάζει ιδιαίτερα εξωτική και βγαλμένη από το μακρινό μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση, τα εφαρμοζόμενα μαθηματικά μοντέλα αξιοποιούν την βασική ικανότητα του υπολογιστή να συγκρίνει πράγματα και να αποφαίνεται το μέτρο της ομοιότητας που υπάρχει ανάμεσά τους, αξιοποιώντας πλήθος μαθηματικές μεθόδους εύρεσης του μέτρου της συνάφειας ανάμεσα σε διαφορετικές οντότητες.

Η ουσιαστική ειδοποιός διαφορά με την επιβλεπόμενη μάθηση είναι ότι ο υπολογιστής δεν «γνωρίζει» την ποιοτική μετάφραση του αποτελέσματος που παράγει. Σε αντιπαραβολή με το παράδειγμα της επιβλεπόμενης μάθησης, ένας αλγόριθμος μη επιβλεπόμενης μάθησης ο οποίος μπορεί να κατηγοριοποιεί φωτογραφίες ανθρώπων με βάση το φύλο τους, μπορεί να το κάνει εξίσου επιτυχώς αλλά δεν γνωρίζει ποια κατηγορία ανήκει στην οντότητα άντρας και ποια στην οντότητα γυναίκα.

Η μη επιβλεπόμενη μάθηση έχει επίσης πολλές εμπορικές εφαρμογές, συχνά σε τομείς αντίστοιχους με την επιβλεπόμενη μάθηση αλλά με την ραγδαία ανάπτυξη της ισχύος των υπολογιστικών συστημάτων, η δυνατότητα ενός συστήματος να εκπαιδεύεται μόνο του θα αντικαταστήσει την κοπιώδη ανθρώπινη προεργασία με μια ακόμα αυτόματη διαδικασία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μη επιβλεπόμενης μάθησης είναι η δυνατότητα του υπολογιστή να διαχωρίζει λαχανικά και φρούτα σε διαφορετικές ομάδες ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα τους, χωρίς προηγουμένως να έχει εκπαιδευτεί να τα διαχωρίζει.

Τέλος, η ενισχυτική μάθηση, ή μάθηση με επιβράβευση, αποτελεί συνδυασμό των άλλων δύο μεθόδων και αξιοποιείται κυρίως σε εφαρμογές ρομποτικής. Το ρομπότ προσπαθεί να εκτελέσει με βέλτιστο τρόπο τις οδηγίες με τις οποίες έχει εκπαιδευτεί αλλά παράλληλα του δίνεται και μια σχετική ελευθερία  να αποφασίσει να παρεκκλίνει από τις οδηγίες αυτές με σκοπό την παραγωγή ενός ακόμα καλύτερου αποτελέσματος από αυτό που έχει ήδη επιτύχει.

Εφαρμογές της ενισχυμένης μάθησης, όπως η αυτόνομη οδήγηση βρίσκονται στον προθάλαμο της εμπορικής εφαρμογής, ενώ τα διάφορα ρομπότ τα οποία χρησιμοποιούνται ως ανθρώπινοι βοηθοί, εφαρμόζουν με επιτυχία το μοντέλο της ενισχυτικής μάθησης καθώς η συμπεριφορά τους εξελίσσεται με βάση τα διαφορετικά ερεθίσματα που λαμβάνουν από διαφορετικούς ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλέγονται.

Όπως είναι φανερό, η Μηχανική Μάθηση είναι εδώ. Αποτελεί μια πραγματικότητα και μέρος της καθημερινότητάς μας και όχι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Διάφορες εργασίες οι οποίες μας φαίνονται προφανείς πλέον, όπως η αναγνώριση της πινακίδας του αυτοκινήτου μας στο Parking του Αεροδρομίου, οι ψηφιακοί βοηθοί εξυπηρέτησης στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση των τραπεζών οι οποίοι αναγνωρίζουν τις φωνητικές μας εντολές, οι εφαρμογές αναγνώρισης του μουσικού κομματιού που ακούμε (όπως το Shazam), οι διαφημίσεις καθώς και οι προτεινόμενες δημοσιεύσεις σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης (όπως για παράδειγμα το Facebook το οποίο συνδυάζει τις δημοσιεύσεις τις οποίες ανοίγουμε με το ιστορικό της μηχανής αναζήτησης που χρησιμοποιούμε για να εμφανίσει συναφείς διαφημίσεις), οι εφαρμογές ασφαλείας οι οποίες ενεργοποιούν την καταγραφή βίντεο όταν πλησιάσει στην εξώπορτα ενός καταστήματος άνθρωπος εκτός ωραρίου λειτουργίας, αποτελούν πραγματικότητα χάρη στην μηχανική μάθηση.

Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος είναι αδύνατον να εκτελέσει τις αντίστοιχες εργασίες σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα, δικαιώνει απόλυτα τον τίτλο της τεχνητής νοημοσύνης που αποδίδονται σε τέτοιες εφαρμογές.

Από την άλλη, το γεγονός ότι οι υπολογιστές εκτελούν αυτές τις εργασίες μηχανικά, χωρίς το παραγόμενο αποτέλεσμα να έχει κάποιο σημασιολογικό αποτέλεσμα για τους ίδιους και χωρίς να παρεκκλίνουν από τον τρόπο με τον οποίο εκτελούν μια εργασία αν συνεχίσουν να δέχονται το ίδιο ερέθισμα, σημαίνει ότι η μηχανική μάθηση απέχει προς το παρόν πολλά και εν πολλοίς άγνωστα βήματα από την μετατροπή της σε πραγματική τεχνητή νοημοσύνη.

Οι υπολογιστές εκτελούν την εργασία που τους έχει ανατεθεί χωρίς κρίση και χωρίς συναίσθημα, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να παρεκκλίνουν από αυτό για το οποίο έχουν σχεδιαστεί να κάνουν. Μπορεί να εκτελούν ολοένα και καλύτερα τις ανατιθέμενες εργασίες, αλλά δεν έχουν την δυνατότητα να «επαναστατήσουν» και να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργία τους. Ένα μέλλον όπου άνθρωποι και μηχανές θα είναι ισότιμοι, απέχει σίγουρα πολύ. Η πραγματικότητα της μηχανικής μάθησης όμως, είναι ήδη εδώ.

*Ο Νίκος Γιάνναρος είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών. Εξειδικεύεται στην Τεχνητή Νοημοσύνη και το Machine Learning. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις κοινωνικοπολιτικές επιδράσεις της τεχνολογίας.


Η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης στο διαδίκτυο σε χρειάζεται!

Χρησιμοποιείς το διαδίκτυο καθημερινά για να επικοινωνήσεις, να ενημερωθείς και να διασκεδάσεις. Όμως, το διαδίκτυο όπως το γνώριζες θα πάψει πλέον να υπάρχει εάν δεν κινητοποιηθείς άμεσα.

Τι έγινε;

Στις 20 Ιουνίου 2018 η Επιτροπή για τα Νομικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ της υιοθέτησης της Πρότασης Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ενιαία Ψηφιακή Αγορά.

Η προτεινόμενη Οδηγία αποσκοπεί στην εναρμόνιση του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις ψηφιακές και διασυνοριακές χρήσεις του προστατευόμενου περιεχομένου. Με απλά λόγια, αυτό που επιθυμεί ο ευρωπαίος νομοθέτης είναι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να βρίσκονται στην ίδια σελίδα όσον αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στη σύγχρονη ενιαία ψηφιακή αγορά. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Ωστόσο, οι διατάξεις της προτεινόμενης Οδηγίας, και κυρίως το Άρθρο 13 αυτής, κρύβουν σοβαρούς κινδύνους για την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης κατά τη χρήση του διαδικτύου.

Συγκεκριμένα το Άρθρο 13 απαιτεί οι διάφορες πλατφόρμες στο διαδίκτυο να φιλτράρουν οποιαδήποτε πληροφορία οι χρήστες ανεβάζουν στην πλατφόρμα προκειμένου να αποφευχθούν παραβιάσεις των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τι σημαίνει αυτό;

Τεχνολογίες αναγνώρισης περιεχομένου θα φιλτράρουν τις αναρτήσεις των χρηστών του διαδικτύου προκειμένου να διαπιστώσουν τυχόν παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο περιεχόμενο αυτών των αναρτήσεων. Στη συνέχεια, και με βάση το εν λόγω φιλτράρισμα, οι διάφορες αναρτήσεις θα επιτρέπονται ή όχι. Οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τέτοια ενέργεια για την ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης στο διαδίκτυο είναι καταφανείς.

  1. Παρέχεται υπέρμετρη εξουσία στις διάφορες πλατφόρμες στο διαδίκτυο.

Με το νέο καθεστώς οι πλατφόρμες θα πρέπει να φιλτράρουν το περιεχόμενο που φιλοξενούν χωρίς να έχει υποβληθεί κάποιο αίτημα για παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατά αυτού. Μέχρι τώρα η νομοθεσία επέτρεπε τυχόν περιεχόμενο που προσβάλει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας να κατέβει από την πλατφόρμα μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή ξεκινούσε κατόπιν σχετικού αιτήματος του υποτιθέμενου δικαιούχου. Τώρα, η οποιαδήποτε ανάρτησή σου, θα υπόκειται στο φιλτράρισμα αυτό.

  1. Οι διαθέσιμες τεχνολογίες δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν αναρτήσεις που γίνονται στα πλαίσια σάτιρας, κριτικής ή παράθεσης στα πλαίσια έρευνας και σχολιασμού.

Αν και η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία, οι διαθέσιμοι μηχανισμοί φιλτραρίσματος δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τη διαφορά ανάμεσα στη νόμιμη και στην παράνομη χρήση υλικού, το οποίο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα, και το οποίο χρησιμοποιείται στην έρευνα, στο σχολιασμό ακόμη και για κριτική ή για σάτιρα π.χ. παράθεση αποσπασμάτων έργων με σκοπό τον σχολιασμό, αναπαραγωγή λόγων με σκοπό την ενημέρωση του κοινού για επίκαιρα γεγονότα, παραγωγή σατιρικών εκδοχών ενός έργου (memes, παρωδίες τραγουδιών κλπ). Επομένως, τόσο η δημιουργικότητα των χρηστών του διαδικτύου όσο και η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης στο διαδίκτυο θα περιοριστούν αναπόφευκτα. Επιπλέον, οι εν λόγω μηχανισμοί φιλτραρίσματος θα πρέπει να υποστηρίζονται από ένα στρατό υπαλλήλων της εκάστοτε διαδικτυακής πλατφόρμας. Αυτοί οι υπάλληλοι θα προχωρούν σε ένα δεύτερο έλεγχο όλων των αναρτήσεων για τους οποίους οι μηχανισμοί φιλτραρίσματος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Πρόκειται για μια πολυέξοδη και χρονοβόρα διαδικασία, και αυτό το κόστος των επιπλέον υπαλλήλων πιθανότατα θα κληθεί να το πληρώσει ο χρήστης του διαδικτύου μέσω της αύξησης των τιμών για τις παροχές υπηρεσιών διαδικτύου ή τη θέσπιση συνδρομών στις διάφορες διαδικτυακές πλατφόρμες.

Τι μπορώ να κάνω για να το σταματήσω;

Στις 5 Ιουλίου η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα κληθεί να ψηφίσει τη συγκεκριμένη προτεινόμενη οδηγία. Στείλε σήμερα ένα e-mail στις Ελληνίδες και στους Έλληνες Ευρωβουλευτές που επιθυμείς και κάλεσε τους να καταψηφίσουν τη Πρόταση Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ενιαία Ψηφιακή Αγορά.

Μια πλήρης λίστα με τα στοιχεία επικοινωνίας όλων των Ελλήνων Ευρωβουλευτών βρίσκεται εδώ.

Θυμήσου ότι κάθε email μετράει. Πρέπει να ενώσουμε τις φωνές μας και να ζητήσουμε μαζί την αρνητική ψήφο των Ευρωβουλευτών μας. Η προάσπιση της ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης είναι υπόθεση όλων μας, και αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία του Δημοκρατικού πολιτεύματος.

Για οικονομία χρόνου θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το κάτωθι πρότυπο. Ωστόσο, θα προτείναμε να δώσεις έναν προσωπικό τόνο στο μήνυμά σου και να εκφράσεις και τις δικές σου ανησυχίες σε αυτό.

«

Θέμα: Καταψήφιση της Πρότασης Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ενιαία Ψηφιακή Αγορά

Αγαπητή/έ  (Ονοματεπώνυμο)

Αποστέλλω το παρόν μήνυμα επειδή στις 5 Ιουλίου η ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα κληθεί στη συνεδρίασή της να ψηφίσει σχετικά με την Πρόταση Οδηγίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία στην Ψηφιακή Ενιαία Αγορά.

Το εν λόγω νομοθέτημα θα αλλάξει δραματικά προς το χειρότερο τη μορφή του διαδικτύου όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα, περιορίζοντας σημαντικά το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης των Ελλήνων πολιτών και όλων των άλλων χρηστών του διαδικτύου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συγκεκριμένα:

Η δημιουργικότητα και η ελευθερία του λόγου θα πληγούν σημαντικά, καθώς οι αλγόριθμοι δεν είναι πάντα σε θέση να αναγνωρίσουν τη διαφορά ανάμεσα στη νόμιμη και στην παράνομη χρήση υλικού, το οποίο υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα, και το οποίο χρησιμοποιείται στην έρευνα, στο σχολιασμό ακόμη και για κριτική ή για σάτιρα. Αν η χρήση του υλικού αυτού ρυθμίζεται από αυτοματοποιημένα συστήματα, τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις εφαρμόζοντας το γράμμα και όχι το πνεύμα του νόμου, η δημιουργικότητα και η ελευθερία του λόγου στο Διαδίκτυο θα περιοριστεί αναπόφευκτα.

Δεν υπάρχουν τα κατάλληλα τεχνικά μέσα για την εφαρμογή του Άρθρου 13. Δεν υπάρχει μία τεχνολογία αναγνώρισης, η οποία να μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά όλες τις μορφές του υλικού που περιγράφονται στην Πρόταση της Οδηγίας, οι οποίες είναι κείμενο, ακουστική μορφή, βίντεο, εικόνες και λογισμικό. Συνεπώς, είναι παράλογο να περιμένουμε από τα δικαστήρια των 27 Κρατών-Μελών να αποφασίζουν διαρκώς ποια είναι τα καταλληλότερα τεχνικά μέσα για την εφαρμογή της Οδηγίας σε κάθε περίπτωση.

Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου δε θα πρέπει να καταστούν υπεύθυνες για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την πνευματική ιδιοκτησία, όπως προβλέπει το Άρθρο 13. Προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμόρφωσή τους και να αποφύγουν πρόστιμα και ποινές, οι εταιρείες θα προτιμήσουν να γίνουν υπερπροστατευτικές σε ό,τι αφορά στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, περιορίζοντας την ελευθερία έκφρασης. Η παροχή του δικαιώματος να προβαίνουν σε διαγραφή περιεχομένου για παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας στις εταιρείες αυτές, θα δημιουργήσει μία υπερεξουσία, καθώς δεν προβλέπεται δυνατότητα προστασίας των χρηστών του Διαδικτύου απέναντι στις επικείμενες διαγραφές – ακόμα και αν το περιεχόμενό τους ήταν νόμιμο.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, σας καλώ να ψηφίσετε κατά της προτεινόμενης Οδηγίας. Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί δυνατή η αναθεώρηση του κειμένου της προτάσεως, προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ισορροπία μεταξύ της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης.

Με εκτίμηση,

Ονοματεπώνυμο                      »


Κοινωνικά Δίκτυα

Γράφει ο Εμμανουήλ Μανδράκης*

Με αφορμή το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, οι περισσότεροι χρήστες των κοινωνικών δικτύων, ιδιαίτερα του Facebook,  ανησυχούν ιδιαίτερα για την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων. Πολλοί μάλιστα αποφάσισαν, είτε από φόβο, είτε από αντίδραση, να διαγράψουν τα προφίλ τους. Μία μεγάλη μερίδα των χρηστών αδιαφορούν για την παραβίαση της προσωπικής τους ζωής ή δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει.

Σε κάθε περίπτωση, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν φανεί να είναι χρήσιμα σε θέματα δικτύωσης και επικοινωνίας. Για να μπορούν οι χρήστες τους να απολαμβάνουν αυτές τις ευκολίες, χωρίς τους επικείμενους κινδύνους, θα πρέπει να ενημερώνονται. Τα κοινωνικά δίκτυα και η πρόσβασή τους στην προσωπική ζωή των χρηστών από την άλλη θα πρέπει να ρυθμίζονται και να ελέγχονται.

– Τι συνέβη με στο σκάνδαλο της Cambridge Analytica

Το σκάνδαλο της Cambridge Analytica ήρθε στην επιφάνεια, όταν γνωστοποιήθηκε πως προσωπικά στοιχεία εκατομμυρίων χρηστών του Facebook χρησιμοποιήθηκαν για πολιτική προπαγάνδα από την εν λόγω εταιρία. Εκτιμήσεις δείχνουν πως από το 2014 έως και σήμερα (2018), έχει συλλέξει προσωπικές πληροφορίες από 87 εκατομμύρια χρήστες. Οι πληροφορίες αυτές, λέγεται πως χρησιμοποιήθηκαν για επιρροή της κοινής γνώμης σε πολιτικά θέματα, έναντι αμοιβής. Οι χρήστες αυτοί δεν γνώριζαν εάν και πώς χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται τα δεδομένα τους, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς δεν έδωσαν ποτέ άδεια. (Kevin Roose, 2018)

Η είδηση αυτή έγινε γνωστή από υπάλληλο της εταιρίας Cambridge Analytica που κατήγγειλε την κατάχρηση αυτή των προσωπικών στοιχείων, ενώ τις ευθύνες θα αποδώσει η δικαιοσύνη. Στο σημείο αυτό δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο ο νόμος έχει προβλέψει να προστατέψει τους χρήστες και να εμποδίζει τέτοιες εταιρίες να παραβιάζουν την προσωπική ζωή των χρηστών του διαδικτύου. Επίσης οι ίδιοι οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων, θα πρέπει να ενημερωθούν και να μάθουν ποιες ενδεχομένως λάθος συμπεριφορές μπορούν να τους εκθέσουν σε παρόμοιες συνέπειες.

Το Facebook σαν οντότητα, παρείχε τα μέσα για ανάπτυξη εφαρμογών ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και διαφόρων διευκολύνσεων που για καλύτερη λειτουργικότητα, είχαν πρόσβαση σε προσωπικά στοιχεία. Εφαρμογές τύπου κουίζ, ζητούσαν πρόσβαση σε στοιχεία που δεν ήταν πραγματικά απαραίτητα για τη διεξαγωγή του κουίζ, όπως για παράδειγμα σε προσωπικά στοιχεία των φίλων των χρηστών. Με αυτόν τον τρόπο οι εφαρμογές αυτές απέκτησαν πρόσβαση σε στοιχεία ανθρώπων που δεν συναίνεσαν ποτέ, απλά από «απροσεξία» των φίλων τους.

– Μπορεί κανείς να προστατευτεί;

Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων θα πρέπει να ενημερώνονται διαρκώς σχετικά με το πώς μπορούν να προστατευτούν. Θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί σχετικά με τις πληροφορίες που μοιράζονται, ειδικά όταν μοιράζονται ευαίσθητα στοιχεία τους, ακόμα και τον ίδιο τους τον «ψηφιακό εαυτό». Για αρχή, πληροφορίες που μοιράζονται οι χρήστες και επιλέγουν να είναι δημόσιες προς όλους, θα είναι δημόσιες σε όλους.

Λέγοντας όλους, περιλαμβάνονται εταιρίες που εκμεταλλεύονται τις πληροφορίες αυτές, για κάποιον σκοπό, αν όχι απλά τα χρήματα. Στους περισσότερους χρήστες, η φωτογραφία προφίλ για παράδειγμα, είναι δημόσια, και απεικονίζει καθαρά το πρόσωπό τους. Αυτό παρέχει σε οποιονδήποτε την ικανότητα να δημιουργήσει μία τεράστια βάση δεδομένων, με όνομα επίθετο και αρκετά βιομετρικά χαρακτηριστικά για εφαρμογές αναγνώρισης προσώπων. Τα Likes (μου αρέσει) που κάνουν οι χρήστες στις διάφορες σελίδες και δημοσιεύσεις, παρέχουν αρκετές πληροφορίες για να γνωρίζει όποιος έχει πρόσβαση σε αυτές, επιθυμίες και προτιμήσεις.

Εκτός από το προφανές, πως οι πληροφορίες αυτές είναι πολύτιμες για εταιρίες προώθησης αγαθών (marketing), μπορεί και ο κοινωνικός περίγυρος να κρίνει τους «φίλους» του από τις προτιμήσεις του (likes), κάτι που αφήνει αρκετό χώρο και για καλλιέργεια στερεοτύπων.  Στον παρακάτω πίνακα  φαίνονται τα βήματα για να προστατεύσει κανείς τις πληροφορίες αυτές.

Πίνακας: Προστασία ιδιωτικότητας των Likes (O’Donnell, 2018)

Επιπλέον, οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων μπορούν να ελέγχουν με ποιους μοιράζονται άλλες ευαίσθητες πληροφορίες, όπως δημοσιεύσεις και τοποθεσία. Η τελευταία πληροφορία χρησιμοποιείται από ασφαλιστικές για να αποφύγουν αποζημιώσεις σε περιπτώσεις διαρρήξεων. (Pleasance, 2015) Θα πρέπει λοιπόν οι χρήστες να δημοσιεύουν υπεύθυνα, ειδικά όταν επιλέγουν η δημοσίευση να είναι δημόσια.

– Οι ανέσεις των κοινωνικών δικτύων

Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν σίγουρα λάβει την δική τους θέση στην καθημερινότητα και όχι άδικα. Έχουν φέρει την επικοινωνία και την δικτύωση σε άλλη διάσταση, όπου μπορεί κανείς να διατηρήσει μία σχέση από απόσταση ή να κρατήσει επαφές με τον παλιό του συμμαθητή με μεγαλύτερη ευκολία από ότι παλαιότερα. Στην πλευρά των εταιριών πάλι, έχει κάνει την προώθηση προϊόντων πιο εύκολη και πιο στοχευμένη.

Το τελευταίο δεν είναι απαραίτητα κακό. Εξάλλου, το κόστος της προώθησης μεταφέρεται στο τελικό προϊόν και το πληρώνει ο καταναλωτής. Τα κοινωνικά δίκτυα αποτελούν πηγή ενημέρωσης αλλά και παραπληροφόρησης, πάντα πρέπει κανείς να ελέγχει τις πηγές του. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι μία άνεση που θεωρείται δεδομένη και παρέχεται δωρεάν, με μοναδικό κόστος τις προσωπικές πληροφορίες των χρηστών.

Πρέπει λοιπόν οι χρήστες να ελέγχουν τι πληρώνουν κάθε φορά για αυτό που απολαμβάνουν, και να αποφασίζουν αν αυτό αξίζει. Να είναι καχύποπτοι όταν μία εφαρμογή ζητάει άσχετες πληροφορίες. Είναι λογικό μια εφαρμογή για τον καιρό να ζητάει πρόσβαση στην τοποθεσία αλλά όχι στις φωτογραφίες ή στις προτιμήσεις (likes).

*Ο Εμμανουήλ Μανδράκης είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός Υπολογιστών με ειδίκευση στη Νανοτεχνολογία. Εργάζεται στον οργανισμό CSEM (Swiss Center for Electronics and Microtechnology) στην Ελβετία. Τον ενδιαφέρει η επικαιρότητα και η αξιόπιστη ενημέρωση και ασχολείται με θέματα που αφορούν νέες τεχνολογίες.

Βιβλιογραφία

Kevin Roose. (2018, April 10). Facebook’s other critics: Its viral stars. The New York Times International Edition, 7.

Kharpal, A. (2018, March 22). CNBC. Retrieved April 26, 2018, from https://www.cnbc.com/2018/03/22/mark-zuckerberg-facebook-ceo-apology-what-he-said-on-the-data-breach.html

Michelle Castillo. (2018, February 6). CNBC. Retrieved April 26, 2018, from https://www.cnbc.com/2018/02/06/comedian-jim-carrey-delete-your-facebook-account-and-dump-the-stock.html

O’Donnell, A. (2018, April 10). Lifewire. Retrieved April 26, 2018, from https://www.lifewire.com/hide-your-likes-on-facebook-2487308

Pleasance, C. (2015, April 23). Mail Online. Retrieved April 26, 2018, from https://www.dailymail.co.uk/news/article-3051671/Holidaymakers-post-information-trips-Facebook-face-having-insurance-claims-rejected-home-targeted-burglars-away.html


Ενιαία Ψηφιακή Αγορά και Γεωγραφία: Προς την κατάργηση του Geo-blocking

Είκοσι πέντε χρόνια μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής ενιαίας αγοράς, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές κερδίζουν τη θέση τους μέσα σε αυτή

Γράφει ο Στέφανος Βιτωράτος

Ο Κανονισμός 2018/302 της 28ης Φεβρουαρίου 2018 ενάντια στο «γεωγραφικό αποκλεισμό» αναφορικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις υπηρεσίες (ή αλλιώς «geo-blocking» όπως είναι ευρύτερα γνωστό), είναι εδώ και στοχεύει να αντιμετωπίσει τις διακρίσεις στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες θέτοντας τέρμα σε φαινόμενα κανονιστικής ασυμμετρίας μεταξύ των χωρών-μελών.

Ο νέος κανονισμός μειώνει σημαντικά τους συχνά αδικαιολόγητους περιορισμούς και αποτελεί έτσι ένα από τα σημαντικότερα βήματα προς την κατεύθυνση μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς για τους καταναλωτές. Ωστόσο, θα μπορούσε η ρύθμιση να χαρακτηριστεί αποσπασματική, καθώς οι περιορισμοί δεν εξαλείφονται πλήρως.

– Τι είναι το Geo-blocking;

Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά: Τι εννοούμε με τον όρο Geo-blocking;

Είναι μια μορφή τεχνολογικού προστατευτισμού, η οποία περιορίζει την πρόσβαση στο διαδικτυακό περιεχόμενο βάσει της γεωγραφικής θέσης του χρήστη. Η ακριβής τοποθεσία του χρήστη εντοπίζεται χρησιμοποιώντας τεχνικές γεωγραφικού προσδιορισμού, όπως ο έλεγχος της διεύθυνσης IP, επιτρέποντας έτσι στο σύστημα να εγκρίνει ή να αρνηθεί την πρόσβαση σε συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Το geo-blocking συνδέεται κυρίως με περιορισμούς στην πρόσβαση σε περιεχόμενο πολυμέσων, όπως ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές ή και τραγούδια για λόγους πνευματικής ιδιοκτησίας και αδειοδότησης. Πόσοι δεν έχετε έρθει αντιμέτωποι με το μήνυμα «Το περιεχόμενο δεν είναι διαθέσιμο στη χώρα σας»;

Αυτή ωστόσο είναι μία μόνο έκφανσή του, καθώς το geo-blocking χρησιμοποιείται ακόμα και για την επιβολή διακρίσεων στις τιμές σε ηλεκτρονικά καταστήματα. Παρατηρούνται φαινόμενα όπου χρήστες αγοράζουν προϊόντα online από ξένες εκδόσεις ιστοτόπων σε πολύ υψηλότερες τιμές από ότι οι εγχώριοι χρήστες του ιστοτόπου. Ή είναι αντίστοιχα πιθανό ο ιστότοπος να δεχτεί μια τραπεζική κάρτα μόνο από τη χώρα της έδρας του ή ακόμα και να σας ανακατευθύνει σε ένα ηλεκτρονικό κατάστημα της χώρας σας.

– Γιατί είναι σημαντικό βήμα;

Ήδη από τις 6 Μαΐου 2015, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε την υιοθέτηση της στρατηγικής της για την «ενιαία ψηφιακή αγορά». Το σκεπτικό ήταν ότι ακόμα πολλοί Ευρωπαίοι δε μπορούν να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες σε άλλες χώρες της ΕΕ χωρίς καμία αιτιολόγηση, ή  ενδεχομένως μιλώντας για εμπόριο, να μεταφέρονται σε εγχώριο ιστότοπο με διαφορετικές τιμές. Τα φαινόμενα αυτά δε συνάδουν με την ιδέα της ενιαίας αγοράς.

Από τα προαναφερθέντα καταλαβαίνουμε ότι η ιδέα είναι απλή: ο καταναλωτής να έχει πρόσβαση σε ίδιες τιμές, σε όλα τα προϊόντα, σε όλες τις χώρες χωρίς γεωγραφικές διακρίσεις για εμπορικούς σκοπούς. Δε νοούνται περιορισμοί εξαρτώμενοι από την εθνικότητα ή τη μόνιμη κατοικία, ούτε νοείται να επιβάλλεται διαφορετική τιμολόγηση ανάλογα με τη χώρα προέλευσης του χρήστη.

Η ιδέα είναι σωστή, παρολαυτα το τελικό κείμενο του Κανονισμού, αντιμετωπίζει μόνο τρεις πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις geo-blocking και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με:

i) Τις ψηφιακές υπηρεσίες, όπως η διαδικτυακή αποθήκευση δεδομένων (cloud) και η φιλοξενία ιστοσελίδων (web-hosting), οι οποίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε πελάτες από όλη την Ευρώπη.

ii) Τις υπηρεσίες που παρέχονται σε μια συγκεκριμένη φυσική τοποθεσία, όπως η ενοικίαση αυτοκινήτου, οι οποίες πρέπει να είναι διαθέσιμες σε όλους ανεξαρτήτου τοποθεσίας.

iii) Την πώληση αγαθών ανεξάρτητα από το κράτος μέλος από το οποίο ο χρήστης αποκτά πρόσβαση στον ιστότοπο.

– Τι μένει να γίνει;

Από τα παραπάνω όμως, όπως ενδεχομένως παρατηρείτε, εξαιρούνται μεταξύ άλλων, οι ψηφιακές υπηρεσίες που ενέχουν πνευματικά δικαιώματα. Οι περιορισμοί σχετικά με τα ψηφιακά μέσα δεν περιλαμβάνονται σε αυτό το γύρο οικοδόμησης της ενιαίας ψηφιακής αγοράς της ΕΕ και αυτό εξαιτίας της έντονης πίεσης από τη βιομηχανία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και της προστατευτικής συμπεριφοράς από πολλές εθνικές κυβερνήσεις.

Προϊόντα όπως ταινίες, σειρές, ηλεκτρονικά βιβλία, βιντεοπαιχνίδια και μουσική εξαιρέθηκαν από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι ένας Βέλγος συνδρομητής ιστοτόπου που παρέχει σειρές και ταινίες μπορεί να έχει διαφορετική πρόσβαση σε περιεχόμενο από τον αντίστοιχο Έλληνα χρήστη του ίδιου ιστοτόπου. Αυτή η έκπτωση από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού επιτρέπει στους προμηθευτές να εξακολουθούν να αποκλείουν γεωγραφικά τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες που εμπεριέχουν περιεχόμενο που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα.

Το παρήγορο είναι ότι ο νομοθέτης συμφώνησε  σε μια «ρήτρα επανεξέτασης» του εν λόγω ζητήματος με ορίζοντα διετίας, μέχρι το τέλος του 2020. Μέχρι τότε, οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί που θα έχουν διαμορφωθεί, καθώς θα έχει εκλεγεί νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα έχει αναλάβει μια νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ίσως καταφέρουν να κάμψουν τις αντιστάσεις της βιομηχανίας.

Το δίχως άλλο, ο κανονισμός αυτός, ο οποίος θα αρχίσει να εφαρμόζεται από τις 3 Δεκεμβρίου 2018, είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα βήματα προς την κατεύθυνση μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς για τους καταναλωτές. Θα έρθει για να συμπληρώσει και άλλα επιτεύγματα από το 2017, όπως ο τερματισμός των χρεώσεων περιαγωγής για τα κινητά τηλέφωνα και η διασυνοριακή φορητότητα για συνδρομές μέσω διαδικτύου.

Η ΕΕ εργάζεται επί μακρόν προς την κατεύθυνσης της ενιαίας ψηφιακή αγοράς, της ισότητας,  της πολυφωνίας και της πολυμορφίας και αυτό φαίνεται στην πράξη. Ποιος όμως θα κερδίσει στην τελική διελκυστίνδα με τη βιομηχανία;


Ανωνυμία στο Διαδίκτυο

Ενισχυτικός παράγοντας ή κίνδυνος για την ελευθερία της έκφρασης;

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Η ανωνυμία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο των δημοκρατιών, που σέβονται και προωθούν την ελευθερία της έκφρασης και το διάλογο. Το δικαίωμα στον ανώνυμο λόγο ενισχύει την επιθυμία των πολιτών να εκφράσουν τις απόψεις τους δημόσια, ανεξάρτητα από το θάρρος τους ή το πόσο δημοφιλείς είναι οι απόψεις τους. Ο ανώνυμος λόγος ενισχύει τη συμμετοχή στα κοινά. Έτσι, είναι δυνατό να εκφραστούν απόψεις της μειονότητας και απόψεις που έρχονται σε αντίθεση με την εξουσία ή ασκούν κριτική σε αυτή.

Μία δημοκρατία για να λειτουργήσει σωστά προϋποθέτει κριτική. Η αξία του ανώνυμου λόγου γίνεται ακόμη πιο φανερή σε μη δημοκρατικά ή μη φιλελεύθερα καθεστώτα. Η αποκατάσταση της δημοκρατίας έχει συχνά ως εφαλτήριο κείμενα, βιβλία και προκηρύξεις αγνώστου πατρότητας, τα οποία αμφισβητούν το υπάρχον απολυταρχικό καθεστώς και επιζητούν την αντικατάσταση του.

Δε χρειάζεται βεβαίως να φτάσουμε σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις για να εκτιμήσουμε την αξία του ανώνυμου λόγου. Ζώντας σε μία δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε την αξία του. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ότι η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει τον ανώνυμο λόγο.

Η έκφραση στο Διαδίκτυο είναι κατά βάση ανώνυμη. Σαφώς, η ανωνυμία δεν προφυλάσσει μόνο τον καλό λόγο, δηλαδή το λόγο που προάγει τη δημοκρατία και το διάλογο. Προστατεύει και τον ψευδή, παράνομο, ανήθικο και προσβλητικό λόγο. Είτε αφορά σε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, ακόμη και καλλιτεχνικές συζητήσεις, τέτοια παραδείγματα κακού λόγου, υπάρχουν παντού στο Διαδίκτυο.

Η ασφάλεια που προσφέρει η ανωνυμία ωθεί πολλούς χρήστες του Διαδικτύου σε χρήση χυδαίου, προσβλητικού ή ψευδούς λόγου. Το φαινόμενο του bullying μέσω του Διαδικτύου έχει ως αιτία –μεταξύ άλλων- και τη δυνατότητα των χρηστών του Διαδικτύου να αποκρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα. Όμως ας μην ξεχνάμε ότι το Διαδίκτυο έχει δημιουργηθεί από ανθρώπους για τους ανθρώπους. Η αυτορύθμισή του και η καλή του χρήση εναπόκειται στους ίδιους τους χρήστες του.

Η χρήση της ανωνυμίας για την προώθηση παράνομων δραστηριοτήτων είναι μεν ανησυχητική, όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί. Οι αστυνομικές και οι δικαστικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν οποιοδήποτε χρήστη έχει προβεί σε αυτές και να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη. Αυτό μπορεί να μην είναι πάντα πολύ εύκολο, όμως σε κάθε περίπτωση είναι εφικτό. Ακόμη και οι χρήστες οι οποίοι χρησιμοποιούν τα πιο σύγχρονα και αποτελεσματικά μέσα κρυπτογράφησης, μπορούν να αποκαλυφθούν.

Η χρήση ψευδούς και προσβλητικού λόγου υπό την κάλυψη της ανωνυμίας είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ίδια τη φύση του Διαδικτύου και τους χρήστες του. Πρώτον, η αμεσότητα και η διαδραστικότητα του Διαδικτύου διασφαλίζουν ότι ο θιγόμενος έχει άμεση πρόσβαση στο προσβλητικό προς αυτόν περιεχόμενο. Έχει επίσης το δικαίωμα να απαντήσει άμεσα.

Μάλιστα, τα δικαιώματα αυτά είναι δωρεάν, μία δυνατότητα που δεν παρέχεται από κανένα άλλο μέσο επικοινωνίας σε τόσο ευρεία κλίμακα. Στην απάντηση του θιγόμενου έχουν πρόσβαση όσα άτομα είχαν πρόσβαση και στο αρχικό περιεχόμενο, αν όχι περισσότερα. Τρίτα άτομα που ενδιαφέρονται για την αποκάλυψη της αλήθειας μπορούν επίσης να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο ή να εισφέρουν στην προσπάθεια του θιγόμενου. Στην πράξη, οτιδήποτε δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο είναι προσβάσιμο από όλους. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μπορούν να ελέγξουν και να σχολιάσουν την ακρίβεια του.

Δεύτερον, η αξιοπιστία του Διαδικτύου διασφαλίζει ότι μία ανώνυμη μορφή έκφρασης πρέπει να εμπεριέχει σοβαρό περιεχόμενο. Αν κάποιος επιθυμεί να δημοσιεύσει κάτι ανώνυμα, πρέπει τουλάχιστον να διασφαλίσει ότι το περιεχόμενο είναι αληθές και σοβαρό, αν φυσικά επιθυμεί η δημοσίευση του να θεωρηθεί αξιόπιστη. Μία ανώνυμη δημοσίευση δύσκολα θα μπορέσει να αποκτήσει τη δημοσιότητα που θα αποκτήσει μία δημοσίευση από μία ιστοσελίδα, η οποία έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού μην δημοσιεύοντας αναληθές περιεχόμενο. Έτσι μία είδηση από ένα ανώνυμο blog, δύσκολα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί σε δημοσιότητα μία δημοσίευση στον Guardian ή στη Le Monde. Η αξιοπιστία του Διαδικτύου διασφαλίζει με αυτό τον τρόπο ότι το ψευδές περιεχόμενο περιορίζεται και η αναλήθεια του τελικά αποκαλύπτεται.

Η ανωνυμία του Διαδικτύου συνεπάγεται ότι ο καθένας μπορεί να εκφράσει την άποψή του δημόσια και να ακουστεί από δισεκατομμύρια ανθρώπους. Συνεπάγεται όμως και τη δυνατότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων να ελέγξουν και να σχολιάσουν αυτή την άποψη. Η ανωνυμία εξασφαλίζει τη δυνατότητα πολλές και διαφορετικές φωνές να ακουστούν στο Διαδίκτυο. Όσο όλοι μας, ως χρήστες του Διαδικτύου, στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε αυτά που μας επικοινωνούνται, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την ανωνυμία. Η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι νοητή χωρίς την προστασία του ανώνυμου λόγου.

Όταν χρησιμοποιείτε το Διαδίκτυο, να θυμάστε πάντα ότι μπορείτε να διαβάσετε, να προβληματιστείτε, να αμφισβητήσετε, να ψάξετε –και κυρίως να εκφράσετε την άποψή σας. Το Διαδίκτυο είναι το καλύτερο μέσο που υπάρχει για την απόλυτη επίτευξη της ελευθερίας της έκφρασης. Το σε ποιο βαθμό θα το επιτύχουμε είναι στο χέρι όλων μας.

“Ας μην ξεχνάμε ότι το Διαδίκτυο έχει δημιουργηθεί από ανθρώπους για τους ανθρώπους. Η αυτορύθμισή του και η καλή του χρήση εναπόκειται στους ίδιους τους χρήστες του.”


Η απόφαση Google Spain v AEPD and Mario Costeja Gonzalez του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Μία σύντομη κριτική ανάλυση

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφασή του αυτή, δημιουργεί νομολογία σύμφωνα με την οποία η Google οφείλει να διαγράφει προσωπικά δεδομένα κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου.

Η υπόθεση Google Spain SL, Google Inc. v Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González (εν συντομία Google Spain κατά Costeja Gonzalez) κρίθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση εκδόθηκε στις 25 Ιουνίου 2013 και αποτελεί σημείο αναφοράς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή.

– Το ιστορικό της υπόθεσης

Στις 5 Μαρτίου 2010 ένας Ισπανός πολίτης, ο Mario Costeja Gonzalez, υπέβαλλε αίτηση κατά μίας ισπανικής εφημερίδας, της Google Spain SL και της Google Inc., ενώπιον της Ισπανικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (AEPD).

Ο αιτών διαμαρτυρόταν ότι οποιοσδήποτε χρήστης του διαδικτύου πληκτρολογούσε το ονοματεπώνυμό του στη μηχανή αναζήτησης της Google, θα λάμβανε ως αποτέλεσμα δύο δημοσιεύματα ισπανικής εφημερίδας σχετικά με μία διαταγή εκπλειστηριασμού του  σπιτιού του. Ο αιτών ζητούσε η εφημερίδα να διαγράψει το όνομά του από τα σχετικά δημοσιεύματα και η Google να αφαιρέσει τα συγκεκριμένα προσωπικά του δεδομένα από τα αποτελέσματα που παρέχει στους χρήστες της.

Ισχυριζόταν ότι οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του σπιτιού του είχαν τερματισθεί οριστικά πολλά χρόνια πριν και οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές δεν έχει καμία σχέση με το παρόν.

Η Ισπανική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων απέρριψε το αίτημα ως προς της ισπανική εφημερίδα, το έκανε όμως δεκτό ως προς τη Google. Σύμφωνα με την Αρχή, η εφημερίδα δεν υποχρεούνταν να ανακαλέσει τα δημοσιεύματα, καθώς τα τελευταία είχαν εκδοθεί νόμιμα κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους.

Αντίθετα, έκρινε ότι οι μηχανές αναζήτησης είναι επεξεργαστές προσωπικών δεδομένων και συνεπώς οι Google Spain και Google Inc. όφειλαν να προβούν σε διαγραφή προσωπικών δεδομένων, κατόπιν του αιτήματος του ενδιαφερομένου. Η Αρχή βάσισε την απόφασή της στην Οδηγία 1995/46 της ΕΕ.

Κατόπιν τούτου, οι Google Spain και Google Inc. άσκησαν έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Ισπανικού Ανώτατου Δικαστηρίου. Το τελευταίο απευθύνθηκε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτοντας του μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ορθή εφαρμογή της Οδηγίας.

Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούσαν στο αν η Google εμπίπτει στην έννοια του επεξεργαστή δεδομένων και επίσης αν, ως μία Ευρωπαϊκή εταιρεία, εμπίπτει στις διατάξεις της Οδηγίας. Σε περίπτωση θετικής απάντησης, ζητούνταν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να προσδιορίσει την ευθύνη της Google ως επεξεργαστή δεδομένων και να κρίνει εάν ένας πολίτης έχει το δικαίωμα να ζητήσει από την Google να διαγράψει τα προσωπικά του δεδομένα, δηλαδή δικαίωμα στη λήθη. (λινκ για άρθρο “Δικαίωμα στη Λήθη”)

– Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι η Google είναι πράγματι επεξεργαστής δεδομένων, καθώς «συλλέγει προσωπικά δεδομένα, τα οποία στη συνέχεια καταγράφει, οργανώνει και αποθηκεύει στους διακομιστές της» και καθώς προσδιορίζει τους σκοπούς και τα μέσα της επεξεργασίας δεδομένων. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Google Spain αποτελεί στην ουσία θυγατρική της Google Inc και συνεπώς η Google Inc. υπόκειται στην Οδηγία της ΕΕ.

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία της απόφασης αφορά στις νομικές υποχρεώσεις που υπέχουν οι μηχανές αναζήτησης, όπως η Google, σύμφωνα με την Οδηγία. Το Δικαστήριο έκρινε σχετικά ότι οι μηχανές αναζήτησης έχουν δικαίωμα να επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εξυπηρετηθεί το έννομο συμφέρον του κατόχου των δεδομένων ή τρίτων μερών.

Το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο. Μπορεί να περιοριστεί όταν προσβάλλονται τα συμφέροντα ή τα θεμελιώδη δικαιώματα του υποκειμένου –ιδίως το δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα οικονομικά συμφέροντα της μηχανής αναζήτησης δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετά ώστε να περιορίσουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή κατά κανόνα υπερέχει του δημοσίου συμφέροντος για πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα κάποιου μη δημοσίου προσώπου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει αναμφίβολα έννομο συμφέρον να αρνηθεί τη δημοσίευση των δεδομένων του, ακόμη και αν η δημοσίευση δεν είναι επιβλαβής για το ίδιο. Το δικαίωμά του αυτό βασίζεται στο δικαίωμά του στην ιδιωτική ζωή.

Συνεπώς, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων –στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κ. Costeja Gonzalez- δύναται να αξιώσει τη διαγραφή των δεδομένων του, αν οι πληροφορίες που δημοσιεύονται είναι «ανεπαρκείς, άσχετες ή όχι πλέον σχετικές, ή υπερβολικές σχετικά με τους σκοπούς [της επεξεργασίας] και σε συνάρτηση με το χρόνο που έχει παρέλθει». Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο έχει το σχετικό δικαίωμα, αλλά και ο κάτοχος των δεδομένων έχει την υποχρέωση να προβεί στη διαγραφή των δεδομένων.

Το Δικαστήριο με αυτή του την απόφαση έκρινε ότι ο Mario Costeja Gonzalez είχε δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή των δεδομένων του από την Google, ενώ η τελευταία είχε υποχρέωση να προβεί στη σχετική διαγραφή. Αυτή η απόφαση συνεπώς αναγνώρισε το δικαίωμα στη λήθη για τα υποκείμενα των δεδομένων και ταυτόχρονα τη σχετική υποχρέωση του κατόχου των δεδομένων.

– Σχολιασμός της απόφασης

Η απόφαση αυτή είναι μείζονος σημασίας, καθώς αποτελεί δεδικασμένο πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχτούν μετέπειτα αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επίσης στο σκεπτικό της ή ακόμη και στις απόψεις της μειοψηφίας μπορούν να βασιστούν και αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων σε συναφείς υποθέσεις.

Ήδη βλέπουμε ότι ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) θεμελιώνει το δικαίωμα στη λήθη, κατά τρόπο ο οποίος αποτελεί λογική συνέχεια της εν λόγω απόφασης. Είναι επομένως πολύ σημαντικό να γίνει ένας σχολιασμός της απόφασης.

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απόφαση δε φαίνεται να διαχωρίζει ανάμεσα στις συνέπειες της αφαίρεσης δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης και στην αντίστοιχη αφαίρεση από μία ιστοσελίδα. Η δημοσίευση δεδομένων σε μία μεμονωμένη ιστοσελίδα έχει πολύ μικρότερες συνέπειες για το δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων ενός ατόμου από την αντίστοιχη δημοσίευση σε μία μηχανή αναζήτησης.

Η δυνατότητα της μηχανής αναζήτησης να συλλέξει πληροφορίες, να τις αθροίσει, να τις δημοσιεύσει σε σύνολο και κατά συνέπεια να δημιουργήσει ένα ολόκληρο προφίλ για το χρήστη είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει από μία μεμονωμένη ιστοσελίδα. Η μηχανή αναζήτησης επίσης κατά κανόνα χρησιμοποιείται από πολύ περισσότερους χρήστες από μία ιστοσελίδα.

Συνεπώς, τα δεδομένα που δημοσιεύονται σε μία μηχανή αναζήτησης είναι προσβάσιμα σε πολύ μεγαλύτερο κοινό και μπορούν να δημιουργήσουν μία ολόκληρη ψηφιακή προσωπικότητα για ένα άτομο. Αυτό το σκεπτικό χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης.

Κατά την ίδια λογική, η αφαίρεση δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης έχει πολύ πιο σημαντικές συνέπειες από την αφαίρεση δεδομένων από μία ιστοσελίδα. Η πρώτη επηρεάζει με πολύ πιο ουσιώδη τρόπο το δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες.

Όταν κάποιος αναζητά πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, είναι πολύ πιο πιθανό να αναζητήσει αυτές τις πληροφορίες πληκτρολογώντας το όνομα του συγκεκριμένου προσώπου σε μία μηχανή αναζήτησης παρά να το αναζητήσει σε κάθε ιστοσελίδα στην οποία πιθανολογεί ότι το όνομα αυτό μπορεί να αναφέρεται.

Επομένως, αν τα προσωπικά δεδομένα κάποιου ατόμου αφαιρεθούν από μία μηχανή αναζήτησης, το δικαίωμα του ατόμου αυτού για την προστασία της προσωπικής ζωής και των προσωπικών του δεδομένων προστατεύεται με πολύ διαφορετικό και ουσιώδη τρόπο από την περίπτωση που τα δεδομένα αυτά αφαιρεθούν από μία ιστοσελίδα. Αντίστοιχα όμως, επηρεάζεται και το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Παρότι το Δικαστήριο τόνισε τη διαφοροποίηση ανάμεσα στην επεξεργασία δεδομένων από μία μηχανή αναζήτησης και από μία ιστοσελίδα, δεν αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο το δικαίωμα του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες, το οποίο επηρεάζεται με διαφορετικό τρόπο στις δύο περιπτώσεις.

Επίσης, το Δικαστήριο φαίνεται να αντιμετωπίζει μόνο τους λόγους δημοσίου συμφέροντος ως ικανούς να περιορίσουν τα δικαιώματα στο σεβασμό της προσωπικής ζωής και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Το δικαίωμα στην πρόσβαση στις πληροφορίες θα έπρεπε να αναφέρεται και να χρησιμοποιείται ως λόγος περιορισμού των ανωτέρω δικαιωμάτων.

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι μείζονος σημασίας. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να είναι απόλυτη. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες άλλα δικαιώματα –και όχι μόνο λόγοι δημοσίου συμφέροντος- υπερτερούν και θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση που γίνεται. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει συμπεριλάβει και το δικαίωμα στην πρόσβαση σε πληροφορίες ως δικαίωμα που πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα στη λήθη.

Το αποτέλεσμα στην εν λόγω υπόθεση λογικά δε θα ήταν διαφορετικό. Όμως η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να έχει σοβαρές προεκτάσεις σε μελλοντικές υποθέσεις. Για αυτό το λόγο, θα έπρεπε να έχει συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη σκέψη και να έχει αναφερθεί ενδελεχέστερα στο Άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατά τη λήψη της απόφασης.

Η προστασία του δικαιώματος στην προσωπική ζωή και των προσωπικών δεδομένων κατά κανόνα προέχει του δικαιώματος του κοινού για πρόσβαση σε πληροφορίες. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο δικαιώματα θα πρέπει να σταθμίζονται από το Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα στοιχεία και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Ένα πολύ σημαντικό σημείο το οποίο η απόφαση δεν αποσαφήνισε είναι η γεωγραφική εφαρμογή του δικαιώματος στη λήθη, δηλαδή αν το δικαίωμα στη λήθη βρίσκει εφαρμογή και εκτός των ορίων της ΕΕ. Πολύ ισχυρά επιχειρήματα υπάρχουν υπέρ και των δύο απόψεων. Το θέμα αναμένεται να αποσαφηνιστεί στην εκκρεμούσα ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου υπόθεση Google κατά Γαλλίας.

Επίσης πολλή κριτική έχει ασκηθεί στο Δικαστήριο εξαιτίας της διευρυμένης έννοιας που έδωσε στην έννοια του «διαχειριστή προσωπικών δεδομένων». Σύμφωνα με την κριτική αυτή διαχειριστές προσωπικών δεδομένων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όχι μόνο οι μηχανές αναζήτησης, αλλά και οι χρήστες τους.

Η κριτική αυτή είναι πλέον χωρίς αντικείμενο, καθώς ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων φαίνεται να ορίζει επαρκώς την έννοια του «διαχειριστή προσωπικών δεδομένων». Σαφώς, η εφαρμογή του Κανονισμού από το Δικαστήριο σε μελλοντικές υποθέσεις αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Η απόφαση Google Spain κατά Costeja Gonzalez αποτελεί ορόσημο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Google, η οποία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους επεξεργαστές προσωπικών δεδομένων, έχει δημιουργήσει ένα σύστημα για την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση των χρηστών της στο δικαίωμα στη λήθη (μπορείτε να έχετε πρόσβαση στη σχετική φόρμα της Google κάνοντας κλικ εδώ).

Ταυτόχρονα, το δικαίωμα στη λήθη κατοχυρώνεται στο Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Όλοι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων υποχρεούνται πλέον να το σεβαστούν και όλα τα υποκείμενα προσωπικών δεδομένων μπορούν να το απολαύσουν, στα πλαίσια βέβαια συγκεκριμένων περιορισμών. Ο κύριος Costeja Gonzalez – εσκεμμένα ή μη- βοήθησε στη θεμελίωση ενός δικαιώματος, το οποίο θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ψηφιακή εποχή στην οποία ζούμε.


Το δικαίωμα στη λήθη - Delete στα λάθη της εφηβικής ζωής

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Όσοι είναι γεννημένοι μετά το 1990 είναι πολύ πιθανό να έχουν αφήσει ίχνη της ανήλικης ζωής τους στο διαδίκτυο. Όσο νεότερος ο χρήστης, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες. Ειδικά για όσους έχουν γεννηθεί λίγο πριν το 2000, το ερώτημα δεν αφορά στο αν έχουν αφήσει ίχνη, αλλά στο πόσα ίχνη άφησαν.

Σύμφωνα με τη UNICEF, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, 2 παιδιά χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για πρώτη φορά στην ζωή τους. Σήμερα βλέπουμε παιδιά που μόλις έχουν μάθει να περπατούν και ακόμη δυσκολεύονται να κλωτσήσουν μία μπάλα, να χειρίζονται με χαρακτηριστική ευκολία ένα smartphone ή ένα tablet. Τα παιδιά και οι έφηβοι είναι τόσο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, ώστε συχνά και οι γονείς τους να δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να επιβλέπουν τις δραστηριότητές τους –ειδικά αν οι ίδιοι δεν έχουν ιδιαίτερα καλή σχέση με την τεχνολογία.

Η ευκολία της πρόσβασης στο διαδίκτυο έχει αναμφίβολα θετικό αντίκτυπο στα παιδιά και στους εφήβους. Μέσα από την οθόνη του κινητού, του tablet ή του υπολογιστή τους τούς ανοίγεται ένα παράθυρο στον κόσμο. Οι νέοι πλέον δεν αντλούν πληροφορίες και παραστάσεις μόνο από το σχολείο, την οικογένεια, το φροντιστήριο και την ομάδα στην οποία αθλούνται.

Με μερικά μόνο “κλικ” ή αγγίγματα της οθόνης αφής έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και εικόνες, οι οποίες για τις προηγούμενες γενιές ήταν ασύλληπτες. Αυτό τους δημιουργεί μία επιπρόσθετη ανάγκη: να είναι και οι ίδιοι μέρος αυτού του ψηφιακού κόσμου. Δύσκολα συναντά κάποιος έφηβο, ο οποίος δε διατηρεί τουλάχιστον ένα λογαριασμό σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι νέοι δείχνουν έτοιμοι να δημοσιοποιήσουν ένα κομμάτι της ιδιωτικής τους ζωής προκειμένου να γίνουν αρεστοί και αποδεκτοί και, εν τέλει, τμήμα της ψηφιακής πραγματικότητας.  Πολλές φορές το κομμάτι αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλο –ίσως μεγαλύτερο από ότι θα έπρεπε.

Έτσι βλέπουμε συχνά φωτογραφίες μεθυσμένων ή προκλητικά ντυμένων εφήβων, φωτογραφίες από την ερωτική τους ζωή και δημοσιεύσεις με ιδιαίτερα καυστικό περιεχόμενο, οι οποίες μπορεί να περιέχουν ύβρεις, να περιγράφουν παράνομες για την ηλικία τους δραστηριότητες ή να στοιχειοθετούν bullying.

Οι νέοι φαίνονται να αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι από τη στιγμή που κάποιο προσωπικό τους δεδομένο ανεβαίνει στο διαδίκτυο, στην πραγματικότητα δεν εξαφανίζεται ποτέ. Ακόμη και αν διαγραφεί από το δημόσιο προφίλ τους, παραμένει στις βάσεις δεδομένων των εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης.

Αυτός ο φόβος ίσως οδήγησε και στη μεγάλη επιτυχία του Snapchat και των ιστοριών στο Instagram ανάμεσα στο εφηβικό κοινό. Τα δύο αυτά μέσα υπόσχονται παροδικότητα στη δημόσια εμφάνιση των δημοσιεύσεων που γίνεται μέσω αυτών, η οποία διαρκεί από 3 δευτερόλεπτα εώς 24 ώρες.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται όταν οι νέοι αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της αλόγιστης χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επιθυμούν να εξαφανίσουν τα προσωπικά δεδομένα που έχουν μοιραστεί δημοσίως. Την απάντηση εδώ δίνει το δικαίωμα στη λήθη.

Το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων προβλέπει ρητά ότι σε περίπτωση που τα «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν συλλεχθεί σε σχέση με την προσφορά υπηρεσιών της κοινωνίας των πληροφοριών απευθείας σε παιδί», ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή τους από τον υπεύθυνο επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις το Facebook, το Instagram ή κάποιο άλλο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός ορίζει ως ανώτατη ηλικία παιδιού τα 16 χρόνια. Τα κράτη μέλη μπορεί να ορίσουν διαφορετικά, αλλά σε καμία περίπτωση η ηλικία παιδιού δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα 13 χρόνια.

Μένει να δούμε τι θα ορίσει η ελληνική νομοθεσία ως ηλικία παιδιού, κατά την οποία προστατεύονται απόλυτα τα προσωπικά δεδομένα. Το δικαίωμα στη λήθη δεν το έχουν μόνο κατά τη διάρκεια της παιδικής ή εφηβικής τους ζωής, αλλά το διατηρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, σχετικά με προσωπικά δεδομένα που μοιράστηκαν όσο ήταν ακόμη παιδιά.

Το δικαίωμα στη λήθη παρέχει τη δυνατότητα τα νεανικά σφάλματα κάποιου να μην τον στιγματίζουν για πάντα. Οι εφηβικές αναμνήσεις είναι αδιαμφισβήτητα από τις πιο σημαντικές που συλλέγει ένας άνθρωπος στην ζωή του.

Ταυτόχρονα είναι, όμως, και από τις πιο προσωπικές. Πολλές από αυτές ανήκουν στον πυρήνα των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Τα άτομα τείνουν να κρατούν τις αναμνήσεις αυτές όσο πιο καλά φυλαγμένες μπορούν και επιτρέπουν μόνο σε ορισμένα πρόσωπα –αν όχι σε κανένα- να έχουν πρόσβαση και γνώση των εφηβικών και παιδικών τους παρασπονδιών και καθημερινών δραστηριοτήτων.

Το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού έρχεται να τους ξαναδώσει αυτή τη δυνατότητα διαφύλαξης των αναμνήσεων τους και να τους επιστρέψει τη δυνατότητα διαχείρισης των προσωπικών δεδομένων, που τα ίδια μοιράστηκαν κατά την εποχή της «αθωότητας» -αν μπορεί ακόμη να ονομάζεται έτσι.

«Οι νέοι φαίνονται να αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι από τη στιγμή που κάποιο προσωπικό τους δεδομένο ανεβαίνει στο διαδίκτυο, στην πραγματικότητα δεν εξαφανίζεται ποτέ.»


Το δικαίωμα στη λήθη - Διαγράφοντας το παρελθόν

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Το άρθρο 17 του νέου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων καθιερώνει το δικαίωμα στη διαγραφή, το λεγόμενο «δικαίωμα στη λήθη». Σύμφωνα με τo άρθρo αυτό, το άτομο έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων και ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων έχει υποχρέωση να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη διαγραφή τους άμεσα και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Το δικαίωμα στη λήθη δεν κατοχυρώνεται για πρώτη φορά με την έναρξη ισχύος του νέου Κανονισμού. Είχε καθιερωθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με την Οδηγία της ΕΕ 1995/46. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από το 2014 έχει αποφανθεί υπέρ της ύπαρξης του σχετικού δικαιώματος στην απόφαση Google Spain v AEPD and Mario Costeja González.

Με βάση το άρθρο 17 του νέου Κανονισμού, ο υπεύθυνος επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων έχει την υποχρέωση να προβεί σε διαγραφή τους και ο ενδιαφερόμενος μπορεί να το αξιώσει από αυτόν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι πλέον αναγκαία για τον σκοπό που αρχικά συλλέχθηκαν,

β) ο ενδιαφερόμενος ανακαλεί τη συγκατάθεσή του να επεξεργαστούν τα προσωπικά δεδομένα του, και η επεξεργασία τους δε μπορεί να βασιστεί σε άλλη νομική βάση,

γ) ο ενδιαφερόμενος αντιτάσσεται κατά της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του όταν αυτά επεξεργάζονται για την απευθείας εμπορική προώθηση προϊόντων,

δ) ο ενδιαφερόμενος αντιτάσσεται κατά της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του όταν αυτά επεξεργάζονται με βάση το δημόσιο συμφέρον, ή την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου επεξεργασίας και τρίτων, και δεν υπάρχουν επιτακτικοί και νόμιμοι λόγοι για την επεξεργασία,

ε) τα προσωπικά δεδομένα του ενδιαφερόμενου επεξεργάζονται παράνομα.

στ) τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να διαγραφούν εξαιτίας υποχρεώσεων που έχει ο υπεύθυνος επεξεργασίας τους με βάση το δίκαιο της ΕΕ ή το δίκαιο του κράτους στο οποίο υπόκειται.

ζ) τα προσωπικά δεδομένα αφορούν παιδί και συλλέχθηκαν αναφορικά με τη παροχή ηλεκτρονικών υπηρεσιών σε αυτό.

Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ζητά τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων του από το διαδίκτυο, δε συνεπάγεται τη διαγραφή τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Google, η εταιρεία τα τελευταία 3 χρόνια έχει λάβει 720.000 αιτήματα διαγραφής προσωπικών δεδομένων και έχει προχωρήσει στην ικανοποίηση του 43% των αιτημάτων.

Σε μία περίπτωση κατάσχεσης σπιτιού λόγω χρεών ή μια απόλυση που είχαν λάβει χώρα πριν πολλά χρόνια, το σχετικό αίτημα κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει δεκτό. Σε μία περίπτωση ποινικής καταδίκης για ένα ειδεχθές έγκλημα, αυτό είναι μάλλον απίθανο –εξάλλου, αυτό θα εμφανίζεται για πάντα στο ποινικό μητρώο του δράστη.

Τι θα συμβεί όμως στην περίπτωση μίας παλιάς κατηγορίας για ένα κακούργημα, το οποίο ποτέ δεν αποδείχθηκε;

Ή στην περίπτωση μίας πρόσφατης χρεωκοπίας;

Ή, τέλος, στην περίπτωση που κάποιος έχει εκφράσει δημόσια πολιτικές απόψεις, τις οποίες θέλει τώρα να ανακαλέσει;

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται στάθμιση του δικαιώματος στη λήθη με την ελευθερία της έκφρασης, με το οικονομικό συμφέρον του επεξεργαστή των δεδομένων, καθώς και με το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου να αποκτήσει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή στο πλαίσιο του δικαιώματος στην πληροφόρηση. Η στάθμιση αυτή θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να προεξοφληθούν τα αποτελέσματά της. Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το δικαίωμα στη λήθη κατά κανόνα υπερισχύει του οικονομικού συμφέροντος του επεξεργαστή των δεδομένων, καθώς και του δικαιώματος του κοινού στην πληροφόρηση.

Σήμερα, βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης μία ακόμη πολύ σημαντική υπόθεση, αυτή της Google εναντίον της Γαλλίας. Το πιο σημαντικό θέμα που έχει τεθεί στο Δικαστήριο είναι η παγκοσμιότητα του δικαιώματος στη λήθη. Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν το σχετικό δικαίωμα επεκτείνεται και εκτός των ορίων της ΕΕ. Το επιχείρημα της Γαλλίας υπέρ της επέκτασης είναι ότι χωρίς αυτή, το δικαίωμα στη λήθη καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Ακόμη και αν η Google υποχρεωθεί να διαγράψει ή να διορθώσει τα αποτελέσματα μίας αναζήτησής της στον ευρωπαϊκό χώρο, τα αποτελέσματα αυτά θα συνεχίσουν να εμφανίζονται στον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη, η Google επικαλείται την ελευθερία της έκφρασης, η οποία θα περιοριστεί σημαντικά, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει υπέρ της επέκτασης του δικαιώματος. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση, απολυταρχικά καθεστώτα θα μπορούν να εφαρμόσουν τους νόμους τους κατά τρόπο ώστε να παγκοσμιοποιήσουν τους περιορισμούς που επιβάλλουν.

Για παράδειγμα, η Ταϋλάνδη θα μπορεί να εφαρμόσει τη νομοθεσία της που απαγορεύει οποιαδήποτε προσβολή κατά του βασιλιά της σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Google υποστηρίζει ότι πρέπει να επαφίεται στο κάθε κράτος να σταθμίζει ανάμεσα στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην ελευθερία της έκφρασης. Σύμφωνα με την εταιρεία, κανένα κράτος δεν πρέπει να είναι σε θέση να επιβάλλει σε ένα άλλο κράτος τους νόμους του.

Είναι δεδομένο ότι και οι δύο πλευρές έχουν πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Όποια και αν είναι η έκβαση της δίκης, ένα είναι σίγουρο: Το δικαίωμα στη λήθη μόλις κατοχυρώθηκε και είναι εδώ για να μείνει. Και αυτό γιατί εξασφαλίζει κάτι πολύ σπουδαίο: το δικαίωμα να ζει κάποιος χωρίς να έχει ένα τέλειο παρελθόν. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα να ζει κάποιος μία κανονική ζωή.

“Το δικαίωμα στη λήθη δεν είναι απόλυτο. Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ζητά τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων του από το διαδίκτυο, δε συνεπάγεται τη διαγραφή τους.”


Τι είναι τα ψηφιακά δικαιώματα;

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης

Τα ψηφιακά δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα που επιτρέπουν την πρόσβαση των ατόμων και τη δυνατότητά τους να χρησιμοποιήσουν και να επεξεργαστούν ψηφιακά μέσα επικοινωνίας ή να έχουν πρόσβαση και δυνατότητα χρήσης υπολογιστών, άλλων ηλεκτρονικών συσκευών και δικτύων επικοινωνίας. Το σημαντικότερο και πιο γνωστό από αυτά τα δίκτυα επικοινωνίας είναι το Διαδίκτυο, το οποίο όπως λέει και το όνομά του, αποτελεί το «δίκτυο των δικτύων».

– Ποια είναι τα ψηφιακά δικαιώματα;

Τα ψηφιακά δικαιώματα είναι όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα που σχετίζονται με τις παραπάνω δραστηριότητες στην ψηφιακή εποχή, στην οποία ζούμε. Τα κυριότερα ψηφιακά δικαιώματα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία πληροφόρησης, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία –υλική και πνευματική, το δικαίωμα στη δικαστική προσφυγή και η απαγόρευση των διακρίσεων. Ο κατάλογος αυτός είναι ενδεικτικός. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την αντίστοιχη επέκταση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων είναι πιθανό να δημιουργηθούν νέα ψηφιακά δικαιώματα.

– Πότε δημιουργήθηκαν τα ψηφιακά δικαιώματα;

Τα ψηφιακά δικαιώματα δεν είναι τίποτα άλλο από προέκταση των ήδη κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και στο Σύνταγμα της Ελλάδας. Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την είσοδο στην ψηφιακή εποχή δημιουργήθηκε ένας νέος ψηφιακός κόσμος, παράλληλος με τον πραγματικό. Τα ήδη κατοχυρωμένα δικαιώματα πήραν και μία νέα διάσταση, ώστε να καλύψουν το νέο χώρο ανθρώπινης δραστηριότητας που δημιουργήθηκε.

– Προστατεύονται τα ψηφιακά δικαιώματα;

Όπως αναφέρθηκε, τα ψηφιακά δικαιώματα αποτελούν προέκταση κατοχυρωμένων θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απολαύουν λοιπόν της ίδιας προστασίας με τα ήδη κατοχυρώμενα δικαιώματα. Ασφαλώς, νέα νομοθεσία είναι απαραίτητη, ώστε να ρυθμίσει ενδελεχώς τις όποιες ιδιαιτερότητες της νέας κατάστασης.

– Γιατί είναι σημαντικά τα ψηφιακά δικαιώματα;

Όλοι μας καθημερινά επιδιδόμαστε σε δραστηριότητες μέσω του διαδικτύου και ηλεκτρονικών συσκευών: κάνουμε αγορές, επικοινωνούμε, ανταλλάσσουμε απόψεις και πληροφορίες, ενημερωνόμαστε. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι πλέον ταυτόχρονα με τον πραγματικό κόσμο, ζούμε και δραστηριοποιούμαστε και σε έναν ψηφιακό. Όπως ο πραγματικός μας εαυτός έχει ανάγκη προστασίας, έτσι και ο ψηφιακός.

Για να μπορέσουμε να προστατέψουμε τα ψηφιακά μας δικαιώματα όμως, πρέπει πρώτα να ενημερωθούμε για αυτά. Πρέπει να μάθουμε πώς τα προσωπικά μας δεδομένα χρησιμοποιούνται από εταιρείες, κράτη και άλλα άτομα. Πρέπει να μάθουμε πού αρχίζει και πού τελειώνει η ελευθερία της έκφρασής μας στο διαδίκτυο. Πρέπει να μάθουμε πώς να προστατεύουμε τις διαδικτυακές μας συναλλαγές. Πρέπει να μάθουμε πού και πότε επιτρέπεται η παρακολούθηση των δραστηριοτήτων μας με κάμερες και πού όχι.

Τα ψηφιακά δικαιώματα είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Όπως ενδιαφερόμαστε για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών μας στον πραγματικό κόσμο, πρέπει να αρχίσουμε να ενδιαφερόμαστε για την προστασία τους και στον ψηφιακό κόσμο.