Γράφει ο Πέτρος Τερζής*
Αν και ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως τα τελευταία χρόνια, η εργασία από το σπίτι δεν είναι κάτι καινούριο.
Αντίθετα, η παραγωγή πλούτου και η οικονομική δραστηριότητα με πυρήνα το σπίτι έχουν την απαρχή τους στα «cottage industries» της προβιομηχανικής επανάστασης, τις μικρές δηλαδή οικιακές μονάδες παραγωγής όπου τα μέλη ενός νοικοκυριού επεξεργάζονται υφάσματα, ξύλο, πηλό κα.
Εργασία από το σπίτι στην προβιομηχανική επανάσταση (εικόνα από Pinterest)
Τότε, στην εποχή του μόχθου, η ανθρώπινη κατάσταση περιοριζόταν και εξαντλούνταν σε έναν στενό, οικείο κύκλο. Ζωή και επιβίωση, μόχθος και εργασία, περιστρέφονταν γύρω από τον πυρήνα του «ιδιωτικού». Ακόμα κι όταν ο άνθρωπος έβγαινε από το σπίτι του για να πάει στο χωράφι του, οι δεσμοί με αυτόν τον πυρήνα δε σπάγανε αφού έφευγε από κάτι «δικό του» για να καταλήξει, πάλι, σε κάτι άλλο «δικό του».
Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή και η οικιακή οικονομία.
Μετά ήρθαν οι μηχανές και τα εργοστάσια.
Η βιομηχανική επανάσταση, αποσυνδέοντας τον άνθρωπο από το μόχθο της καλλιέργειας της γης και την οικιακή μονάδα παραγωγής, διέκοψε αυτή την αέναη ανακύκλωση της υπάρξής του ανθρώπου στη σφαίρα του ιδιωτικού. Πλέον ο άνθρωπος θα έφευγε από το σπίτι του όχι για να πάει στη γη του, αλλά για να πάει στη δουλειά του. Στο εργοστάσιο, στο ανθρακωρυχείο, στο λατομείο, στο μηχανουργείο.
Κι ήταν αυτό ακριβώς το ταξίδι στο χώρο εργασίας που άλλαξε το ρου της ιστορίας της ανθρώπινης κατάστασης. Αν, λοιπόν, θέλουμε να αξιολογήσουμε τη σημασία και τις προεκτάσεις της εργασίας από το σπίτι σήμερα, αξίζει να πιάσουμε το νήμα από εκεί.
Γιατί το ταξίδι προς τη δουλειά, ήταν ο παράγοντας που μετέβαλε την «εξίσωση» της εδραιωμένης μέχρι τότε ανθρώπινης κατάστασης. Ήταν η στιγμή της εξόδου του ανθρώπου από την σφαίρα του ιδιωτικού και η έκθεσή του σε αυτήν του κοινωνικού/πολιτικού. Πλέον ο άνθρωπος επηρεαζόταν άμεσα από την κατάσταση των «κοινών». Ο δρόμος που έπαιρνε για τη δουλειά, ο χρόνος που έχανε στο τρένο της επιστροφής, η πλατεία που περπατούσε, οι ώρες και οι συνθήκες που εργαζόταν, αποτέλεσαν προβολές μια άλλης, δεύτερης σφαίρας. Τα προβλήματα και η πρόοδος των «κοινών» έγιναν πλέον και «δικά του». Ο άνθρωπος δεν ήταν πια μέλος μιας οικογένειας, αλλά αναπόσπαστο -ή και αναλώσιμο- κομμάτι μιας κοινότητας ανθρώπων. Η ανθρώπινη κατάσταση άλλαξε.
Παράλληλα, όμως, μεταλλάχθηκε και η ίδια η σφαίρα του ιδιωτικού. Η ορθάνοιχτη πόρτα σε «ακάλεστους» γείτονες και συγγενείς του σπιτιού της αγροτικής οικογένειας, άρχισε σιγά-σιγά να κλείνει. Οι τέσσερεις τοίχοι του σπιτιού έγιναν πια το σύνορό του ανθρώπου με την πόλη, το όριο που χωρίζει το «ιδιωτικό» από το «κοινό». Η οικεία άρχισε ‘ετσι να αποκτά, την αίσθηση του άβατου και με την συνδρομή του δικαίου, έγινε πια κάτι ιερό. Ένας χώρος ξεκούρασης και απομόνωσης από τη βουή της καθημερινότητας και του εργοστασίου. Ένας χώρος όπου ο άνθρωπος είχε αναφαίρετο το δικαίωμα «να τον αφήνουν στην ησυχία του».
Όσο προχωράμε στη βιομηχανική επανάσταση και με δεδομένη πια την αναφαίρετη προστασία του ιερού της οικείας του (χώρος), ήρθε και η αναγνώριση πώς όταν ο άνθρωπος φεύγει από το εργοστάσιο, 8 ώρες μετά την έλευσή του, το εργοστάσιο κλείνει και η δουλειά του τον αφήνει -κι αυτή- στην ησυχία του. Πλέον, τον χρόνο που είχε διαθέσιμο μπορούσε να τον επενδύσει όπου ήθελε. Στην οικογένειά του, στην εκπαίδευσή του, στη διασκέδασή του ή στη συλλογική του δράση με άλλους για ένα καλύτερο μέλλον.
Κάπως έτσι, περιγράφει η Χάνα Αρέντ, η αποσύνδεση του εργαζόμενου από το σπίτι διαμόρφωσε εν πολλοίς τους όρους της σχέσης του ανθρώπου με το χώρο («το κοινό» ενάντια στο «ιδιωτικό») και τον χρόνο («χρόνος εργασίας» και «χρόνος ξεκούρασης») μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα.
Γιατί μέχρι τότε, οι διαχωριστικές αυτές γραμμές ήταν ξεκάθαρες.
Μετά, ήρθε το διαδίκτυο.
Όλα πια, γίναν προσβάσιμα με ένα άγγιγμα. Το φαγητό, τα ψώνια, τα βιβλία, η γυμναστική, η εργασία…
Η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, όπως θέλει να την αποκαλεί το World Economic Forum.
Η εποχή της Πληροφορίας για τους υπολοίπους.
Η πρώτη φάση της εργασιακής μετάβασης έγινε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις smartphones εφαρμογές και τις τεχνολογίες διαχείρισης προσωπικού και projects. Ο εργαζόμενος, «φίλος» πια με τον εργοδότη του, έδινε -και έδειχνε- το πράσινο φως μιας διαρκούς διαθεσιμότητας.
Κάπως έτσι, τα χρονικά όρια μεταξύ εργασίας και μη-εργασίας αλλοιώθηκαν. Οι κάποτε ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές της βιομηχανικής εποχής, θόλωσαν. Κάποιες διάσπαρτες ρυθμίσεις για το «δικαίωμα να είσαι εκτός σύνδεσης» στη Γαλλία και στην Iταλία δεν επέφεραν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά και «ανεπαισθήτως» η ερώτηση «τι ώρα σχολάς;» έχασε τη σημασία που είχε κάποτε και μαζί της τραυματίστηκαν κεκτημένα που το εργατικό κίνημα απολάμβανε για δεκαετίες.
Κάναμε αυτή την εισαγωγή, για να έρθουμε πια στο κυρίως θέμα: στη δεύτερη φάση της εργασιακής μετάβασης. Στο στάδιο κατά το οποίο μαζί με την αίσθηση του χρόνου εργασίας, αλλοιώνεται και επαναπροσδιορίζεται ο χώρος της. Στο στάδιο κατά το οποίο ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πια για χώρο εργασίας το ίδιο του το σπίτι. Το χώρο εκείνο που η βιομηχανική επανάσταση διαμόρφωσε ως άβατο για την ξεκούραση και τη γαλήνη του.
Ήδη πριν την πανδημία, η τηλε-εργασία αποτελούσε δημοφιλή στρατηγική για ευελιξία στην εργασία. Στους παρακάτω πίνακες βλέπετε την ανοδική τάση του ποσοστού των εργαζομένων που εργάζονται «μερικές φορές» και «συνήθως» από το σπίτι.
Πηγή: Eurostat
Εξαιτίας, τώρα, της πανδημίας πολλές ήταν οι εταιρείες που επένδυσαν γρήγορα τεράστια ποσά για να «μετακομίσουν» στο cloud. Άλλες που «ήταν ήδη εκεί», όπως η Google και η Facebook, ανακοίνωσαν πως θα επεκτείνουν το καθεστώς τηλε-εργασίας για όλους τους εργαζομένους τους μέχρι το τέλος του 2021. Αν, λοιπόν, η τηλε-εργασία ήταν τάση, η πανδημία της έδωσε μια ένεση ταχείας θεσμοποίησης.
Τι μπορεί να αλλάξει, λοιπόν, σε ένα μέλλον όπου η εργασία από το σπίτι αποτελεί «κανονικότητα»;
Η σφαίρα του ιδιωτικού
Αν το σπίτι είναι ο χώρος που στο πίσω μέρος του μυαλού μας ταυτίζεται με την ξεκούραση και τη γαλήνη, τι θα συμβεί όταν το σπίτι μας γίνει χώρος εργασίας; Ή αν προτιμάτε, αν τα ρούχα που φοράμε για να χαλαρώσουμε όταν επιστρέφουμε σπίτι στο τέλος μιας κουραστικής μέρας, τα φοράμε δουλεύοντας, με τί ρούχα το μυαλό και το σώμα μας θα αισθάνεται ότι αλλάζει κατάσταση; Αν, πάλι, ο εργαζόμενος αισθάνεται μια αίσθηση «ελευθεριότητας» για τη μέρα που έχει μπροστά του όταν θα κλείσει την πόρτα του γραφείου πίσω του, πώς θα νιώθει αυτή την ίδια αίσθηση όταν δεν έχει πόρτα να κλείσει;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν έχουν σκοπό να ομορφύνουν το επιχείρημα που προσπαθούμε να χτίσουμε. Αντίθετα, θέλουν να καταδείξουν τις διαστάσεις ενός παράγοντα που γίνεται επικίνδυνος όταν σωματοποιείται. Τα πρώτα στατιστικά στοιχεία για την τηλε-εργασία δείχνουν μεταξύ άλλων πως τα φαινόμενα κόπωσης και άγχους είναι εντονότερα για εκείνους που εργάζονται κυρίως από το σπίτι (δες παρακάτω γράφημα). Αιτία αυτού του φαινομένου φαίνεται να είναι το γεγονός ότι η τηλε-εργασία παρεμβαίνει διακριτικά σε έναν φυσικό χώρο ξεκούρασης του εργαζομένου (το σπίτι με τα δωμάτια και τους τοίχους του) ενώ ταυτόχρονα και συνακόλουθα, αλλοτριώνει ένα ψυχολογικό καταφύγιο γαλήνης (την αίσθηση του σπιτιού ως «σπίτι»). Μια συνεχής, λοιπόν, εργασία από το σπίτι, μεταβάλλει την ισορροπία μεταξύ εργασίας και (προσωπικής) ζωής αλλοιώνοντας τη σχέση του ανθρώπου με το σπίτι του και μεταλλάσσοντας την ανθρώπινη κατάσταση στη σφαίρα του «ιδιωτικού».
Εξίσου, όμως, επικίνδυνη είναι η επικρατούσα θεώρηση ότι η εργασία από το σπίτι είναι «ευκολότερη» από την κανονική και ότι κατ’ επέκταση ο εργαζόμενος οφείλει με την απόδοσή του να ανταποδίδει τη «διευκόλυνση». Πράγματι, καλοπροαίρετοι εργαζόμενοι μπορεί ενδόμυχα να αισθάνονται «σε διευκόλυνση» όσες μέρες δουλεύουν από το σπίτι. Μία τέτοια τάση φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, που δείχνει ότι οι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τεχνολογίες σύνδεσης και πληροφορίας (ICT) είναι περισσότερο πιθανό να δηλώσουν ότι εργάζονται κανονικά από το σπίτι τις μέρες που υπό άλλες συνθήκες δε θα εργάζονταν για λόγους ασθενείας ή αδιαθεσίας (virtual presenteeism) .
Η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος είναι περισσότερο ανησυχητική. Καθώς, ούσα «ευκολότερη», είναι ορατός ο κίνδυνος ορισμένοι εργοδότες να δουν την εργασία από το σπίτι ως μια καλή ευκαιρία για να δώσουν «κάτι σαν άδεια» στον εργαζόμενο ή, ακόμα χειρότερα, να μετατρέψουν μια άδεια μητρότητας σε «ευελιξία» για εργασία από το σπίτι. Μια τέτοια λύση είναι φαινομενικά επωφελής και για τις δύο μεριές της εργασιακής σχέσης αφού η γυναίκα δεν απολύεται και η εργασία δεν διαταράσσεται. Η αποδοχή, ωστόσο, μιας τέτοιας αμοιβαιότητας, εμπεριέχει τη σιωπηρή αποδοχή ότι η άδεια μητρότητας δεν αποτελεί καν υπαρκτή λύση. Η στιγμή, λοιπόν, που θα θεσμοθετηθεί δυνατότητα ευέλικτης άδειας μητρότητας θα είναι και πάλι «κάτι λιγότερο» από αυτό που το εργατικό δίκαιο και κίνημα κατέκτησαν με κόπο.
Οι ανισότητες
Το τελευταίο ζήτημα της άδειας μητρότητας είναι έκφανση ενός ευρύτερου προβλήματος, στην εργασία από το σπίτι.
Τον Απρίλιο 2020 το επιστημονικό περιοδικό ‘The British Journal for the Philosophy of Science’ είχε αμελητέες προτάσεις για δημοσίευση από γυναίκες. Η deputy editor του περιοδικού χαρακτήρισε αυτό το φαινόμενο «άνευ προηγουμένου». Την ίδια στιγμή, ένα άλλο επιστημονικό περιοδικό, το Comparative Political Studies, είδε τις προτάσεις για δημοσίευση από άνδρες να αυξάνονται κατά 50% συγκριτικά με εκείνες του Απριλίου του περασμένου έτους.
Η διαφορά στην απόδοση δεν είναι τυχαία. Πίσω από αυτά τα νούμερα, κρύβεται μια μακραίωνη ανισότητα στον καταμερισμό των εργασιών του νοικοκυριού και της φροντίδας των παιδιών, παραδείγματα της οποίας δε μας φτάνουν οι σελίδες για να απαριθμήσουμε. Το απόσταγμα, όμως, αυτής της ανισότητας για την ανάλυσή μας είναι το εξής: Οι τηλε-εργαζόμενες γυναίκες εργάζονται ταυτόχρονα από και για το σπίτι.
Κι όταν αυτός ο συνδυασμός αποτυπωθεί ξανά σε «έρευνες παραγωγικότητας» ή μισθολογικά δεδομένα, θα έρθουμε ξανά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα τις ρίζες του οποίου αρνούμαστε πεισματικά να ακουμπήσουμε.
Αν, πάλι, σας φαίνεται δύσκολο να δείτε έμφυλες διαστάσεις στο ζήτημα της τηλε-εργασίας, σκεφτείτε το παρακάτω υποθετικό παράδειγμα:
«Σε μία οικογένεια με δύο μικρά παιδιά, ο άνδρας εργάζεται σε εργασία μη δυνάμενη αποστάσεως, ενώ η γυναίκα έχει από τον εργοδότη της τη δυνατότητα να δουλεύει από το σπίτι κάθε μέρα».
Τώρα, ξαναδιαβάστε την προηγούμενη πρόταση και σκεφτείτε αν εκεί που γράφει «δυνατότητα» για τη γυναίκα, καταλάβατε να ενυπάρχει και μια υποχρέωση. Προς τον άνδρα της, προς τα παιδιά της, προς το σπίτι της…
Η εργασία από το σπίτι δεν είναι ανευ ετέρου επωφελής για όλους και οι έμφυλες ανισότητες, δεν είναι οι μόνες που διογκώνονται εξαιτίας αυτής. Εξίσου πιθανό είναι να αυξηθούν και οι οικονομικές ανισότητες. Γιατί όταν το σπίτι σου γίνεται χώρος εργασίας, η ποιότητα του σπιτιού σου έχει πια άμεσο αντίκτυπο στην ψυχολογία και την παραγωγικότητά σου. Δεν είναι ίδιο το περιβάλλον εργασίας ενός εξοχικού με κήπο στα προάστια της Αθήνας και ενός διαμερίσματος 50 τμ που φιλοξενεί τρεις φίλους και έχει ένα μπαλκόνι που κοιτάει μια πυλωτή.
Και ξανά, όταν αυτή η διαφορά αποτυπωθεί σε «έρευνες παραγωγικότητας» ή μισθολογικά δεδομένα, ερχόμαστε ξανά αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα τις ρίζες του οποίου αρνούμαστε πεισματικά να ακουμπήσουμε…
Η σφαίρα του κοινωνικού/πολιτικού
Τέλος, αν πράγματι ο χώρος εργασίας είναι κάτι περισσότερο από «χώρος για εργασία», τότε μια εργασία από το σπίτι στερεί από τον εργαζόμενο αυτό το «κάτι παραπάνω».
Η αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα ανθρώπων, η καθημερινή επαφή και συνομιλία με τους συναδέλφους, η αίσθηση της φυσικής παρουσίας σε ένα στρογγυλό τραπέζι με προϊστάμενους και υφιστάμενους, και άλλες παρόμοιες εμπειρίες συλλογικής ενσυναίσθησης και διεκδίκησης, δεν μπορούν να υποκατασταθούν από μια διαδικτυακή συνομιλία όπου οι συμμετέχοντες ανταλλάζουν bits απόψεων, ιδεών και εμπειριών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εδραιώθηκε στην κοινή διάλεκτο το φαινόμενο του «Zoom Fatigue», της ψυχολογικής δηλαδή κόπωσης που γεννάται από τις αλλεπάλληλες συνομιλίες μέσω webcam. Το φαινόμενο αυτό έχει μάλιστα νευρολογικές αιτίες.
Για να αντιληφθούμε το εν λόγω πρόβλημα και παραφράζοντας λίγο την Χάνα Αρέντ, φανταστείτε να κάθεστε σε ένα στρογγυλό τραπέζι συζητώντας ένα πλάνο με συναδέλφους ή πελάτες σας, και ξαφνικά να εξαφανίζεται το τραπέζι αφήνοντας μονάχα το κενό να συνδέει εσάς με τους ομοτράπεζούς σας.
Πώς, λοιπόν, θα διαμορφωθεί η ανθρώπινη κατάσταση, όταν ελαττωθεί αυτή η επαφή με το «κοινό»;
Αν η Αρέντ έχει δίκιο όταν λέει πως η ανθρώπινη κατάσταση μετουσιώθηκε εξαιτίας της εργασίας του ανθρώπου κατά τη βιομηχανική επανάσταση, πώς θα υφανθεί η σχέση μας με το «κοινό» στην εποχή της Πληροφορίας; Πώς θα συνδιαμορφώνουμε μνήμες και εμπειρίες; Πώς θα παραμείνουμε όντα «πολιτικά» όταν στερηθούμε τα ερεθίσματα της επαφής μας με την «πόλη»;
Το ερώτημα αυτό είναι υπαρξιακής σημασίας για την Αρέντ που αφιέρωσε το έργο της στην προσπάθεια να καταδείξει πως πηγή όλων των ανθρώπινων δεινών είναι ο παραγκωνισμός του παράγοντα του «πολιτικού» από την ανθρώπινη κατάσταση. Γιατί, για την Αρέντ, αγνοώντας την «πολιτική» μας διάσταση, καταλήγουμε να πλάθουμε ανθρώπους-μηχανές που θα ζήσουν μια ζωή χωρίς την αγωνία που ενυπάρχει στη συνειδητή μας επιλογή να γίνουμε καλοί άνθρωποι.
Πως μπορεί, λοιπόν, η τηλε-εργασία να αποτελέσει ένα κεφάλαιο στην πρόοδο της ανθρώπινης κατάστασης;
Χωρίς αμφιβολία, έχει πολλά να προσφέρει στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής μας. Η προσβασιμότητα, η μια παραπάνω μέρα στο σπίτι, η αποφυγή στιβαγμένων τρένων, μετρό και λεωφορείων, η ακόμα και η ευελιξία να εργάζεται κανείς από το σπίτι των διακοπών του ή στο τρένο προς τη διήμερη εξόρμησή του είναι σημαντικά πλεονεκτήματα. Η συζήτηση την οποία το άρθρο αυτό φιλοδοξεί να ξεκινήσει, ωστόσο, απαιτεί τον απεγκλωβισμό της από μια απλή παράθεση των «συν» και των «πλην».
Αυτό που μας αφορά είναι το πώς η τηλε-εργασία θα ομορφύνει τις ζωές μας.
Γιατί -και πάλι χωρίς αμφιβολία- μπορεί στ’ αλήθεια να το κάνει.
Σε αυτή τη συζήτηση και προς αυτήν την κατεύθυνση, παραθέτουμε τη δική μας συμβολή, σταχυολογώντας ορισμένες υπερβάσεις που κρίνουμε απαραίτητες για εκάστοτε πλευρά της εργασιακής σχέσης. Ας τις ονομάσουμε, απλουστευμένα και συμβολικά, «Κεφάλαιο» και «Εργάτες».
Το Κεφάλαιο
Πρωτίστως, η ισχυρή πλευρά οφείλει να δει με κριτική ματιά την ψηφιοποίηση της εργασίας, να απορρίψει απλουστευμένες προσεγγίσεις κοινής λογικής και να επαναπροσδιορίσει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις για την τεχνολογία (πχ ότι «θα ευνοήσει τους πάντες στο τέλος» ή ότι «τεχνολογία σημαίνει πρόοδος άνευ ετέρου»).
Η τεχνολογία δεν παράγει ουδέτερα εργαλεία. Όπως κάθε επιλογή, έτσι και η επιλογή των εργαλείων τηλε-εργασίας έχει σημαντικό αξιολογικό φορτίο καθώς με αυτά σφυρηλατείται η σχέση του εργαζομένου με τον εργοδότη, το χώρο, και το χρόνο εργασίας του. Όπως, λοιπόν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εργαλεία παρακολούθησης του εργαζομένου στο σπίτι του που θα οικοδομήσουν σχέσεις πιεστικές και τοξικές, μπορούν στον αντίποδα να διαμορφωθούν εργαλεία που θα υφάνουν μια άλλη εργασιακή κουλτούρα. Μια κουλτούρα που δε θα βασίζεται στην παρακολούθηση και τη διαρκή διαθεσιμότητα αλλά στην εμπιστοσύνη και στη διαφάνεια.
Αυτή η επιλογή τεχνολογικών εργαλείων και κουλτούρας δεν είναι μονάχα οικονομική στρατηγική αλλά κυρίως ηθική πυξίδα. Αρκετές έρευνες (για παράδειγμα εδώ , εδώ και εδώ ) δείχνουν να υποστηρίζουν θετική συσχέτιση μεταξύ ευέλικτης εργασίας και παραγωγικότητας. Χωρίς, όμως, μια ηθική ενδοσκόπηση που θα αμφισβητήσει τη λαχτάρα για παραγωγικότητα, η εργασία από το σπίτι θα καταλήξει να γίνει εργασία-για-περισσότερη-παραγωγή από το σπίτι.
Σε αυτό το πλαίσιο, εργοδότες που δεσμεύονται στη σφυρηλάτηση σχέσεων αμοιβαίας αφοσίωσης και εμπιστοσύνης, θα ακούν τις προτάσεις για άνετη εργασία, για «λιγότερη δουλειά» ή για «4 μέρες την εβδομάδα», όχι ως ουτοπίες «αντι-παραγωγής», αλλά ως υπαρκτές στρατηγικές συν-χάραξης μιας άλλης, πιο φιλικής προς τον άνθρωπο εργασιακής πραγματικότητας. Η τηλε-εργασία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πυλώνα αυτής της προσπάθειας.
Δευτερευόντως, η κριτική ματιά προς τα κραταιά τεχνολογικά εργαλεία τηλε-εργασίας είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των εργοδοτών. Το Microsoft Teams, το Google Duo, το Zoom ή το Slack, είναι όλα εργαλεία εξέχουσας χρησιμότητας επί των οποίων δομείται υπαρξιακά μια επιχείρηση. Όλα τα έγγραφα, όλα τα σχέδια, όλες οι συνομιλίες, όλες οι πληροφορίες για εργαζόμενους, πελάτες και εργοδότες βρίσκονται πια αποθηκευμένα σε αυτές τις υποδομές.
Με μία μικρή λεπτομέρεια. Καμία από αυτές τις υποδομές δεν αποτελεί «ιδιοκτησία» του «κεφαλαίου». Αντίθετα, η επιχείρηση φτάνει να γίνεται «συνδρομητής» στην οργανωτική της ραχοκοκαλιά, σαγηνευμένη από μια αίσθηση ατέρμονης εύρυθμης λειτουργίας του συνδράμοντος.
Ο βαθμός αυτός της οργανωτικής εξάρτησης των εργοδοτών από τρίτους-ιδιώτες δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Το ευρύτερο, μάλιστα, ζήτημα των εξαρτήσεων από «προγραμματίσιμες υποδομές» (programmable infrastructures) έχει πρόσφατα ξεκινήσει να γίνεται ξεχωριστός κλάδος επιστημονικής μελέτης και ανάλυσης (δες εδώ).
Η σημερινή παρουσία των εργαλείων αυτών στην αγορά και η τεράστια αποτελεσματικότητα και χρηστικότητα τους καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την αντικατάσταση τους. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η ανάπτυξη ιδίων εργαλείων για την ψηφιακή οργάνωση της επιχείρησης, οφείλει να αποτελέσει κεφάλαιο της εργοδοτικής ατζέντας για την προστασία των συμφερόντων της.
Οι Εργάτες
Υπερβάσεις απαιτούνται και από την άλλη πλευρά. Οι «Εργάτες», λοιπόν, με τη σειρά τους, αφού ευχαριστήσουν τον Μαρξ για τη συνεισφορά του στην κριτική του κραταιού οικονομικού μοντέλου, οφείλουν να συζητήσουν την προοπτική εγκατάλειψης της αναλυτικής εργαλειοποίησης των ιδεών του για την υπερνίκηση του καπιταλισμού. Διότι, δεν είναι σίγουρο ότι αυτό που ζούμε σήμερα είναι ποιοτικά συναφές με το κυρίαρχο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό παρονομαστή του 20ουαιώνα.
Στο βιβλίο της ‘Capital is Dead. Is this something worse?’ η Μακένζι Γουάρκ εξηγεί με δογματική ακρίβεια και πνευματική διαύγεια γιατί οι όροι έχουν αλλάξει. Με λίγα λόγια και απλουστευμένα, ο διαχωρισμός «Κεφάλαιο» και «Εργάτες» έχει καταστεί πλέον ανακριβής καθώς ούτε το «Κεφάλαιο» είναι «Κεφάλαιο», ούτε κι οι «Εργάτες, «Εργάτες». Πλέον, με την πληροφορία να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας, η φύση των μέσων παραγωγής έχει αλλάξει, δεν επιδέχεται ιδιοκτησίας και, σίγουρα, δεν είναι μονάχα στα χέρια των εργοδοτών.
Δίπλα λοιπόν στις ισχυρές σχέσεις εξάρτησης του «κεφαλαίου» από τρίτους-παρόχους ψηφιακών υπηρεσιών και συστημάτων μεταβάλλονται σταδιακά η φύση της εργασίας και η έννοια του «εργάτη». Στην εποχή της Πληροφορίας, ο «διανοητικός» εργάτης και η πνευματική εργασία αντικαθιστούν σταδιακά τον μόχθο της χειρωνακτικής εργασίας της βιομηχανικής εποχής. Αρκετά απλουστευμένα, ο «εργάτης» πια δεν μοχθεί και δεν ιδρώνει, αλλά αδειάζει και «στραγγίζεται». Στο συλλογικό υποσυνείδητο, η εικόνα του (άνδρα) εργάτη με τα λαδωμένα χέρια, έδωσε τη θέση της στον προβληματισμένο (πάλι) άνδρα που κοιτάει την οθόνη του υπολογιστή με τα δάχτυλά του να ακουμπάνε στους κροτάφους του.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το εργατικό κίνημα αντί να αναζητά μέσα παραγωγής για να κατακτήσει μπορεί να χαράξει δρόμους για να τα δημιουργήσει αφού η τεχνολογία ως μη-ουδέτερη, εκτός από κινδύνους προσφέρει και ευκαιρίες. Το εργατικό κίνημα μπορεί, λοιπόν, να θέσει τους δικούς του όρους στη διαμόρφωσή των τεχνολογικών εργαλείων για εργασία και να διεκδικήσει με αυτά ένα καλύτερο ή, αν θέλετε, ριζικά διαφορετικό εργασιακό μέλλον.
Συλλογικότητες για το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την υποστήριξη φιλικών τεχνολογικών εργαλείων θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του οργανωτικού σκελετού των εργατικών κινημάτων. Γιατί όπως μπορούν να αναπτυχθούν τεχνολογικά εργαλεία που θα δείχνουν ανά πάσα στιγμή αν ο εργαζόμενος είναι διαθέσιμος, έτσι μπορούν να αναπτυχθούν και εργαλεία που θα λειτουργούν μόνο 4 μέρες την εβδομάδα ή/και μονάχα 7 ώρες την ημέρα.
Σε ένα ιδανικό εργασιακό περιβάλλον, η επιλογή των τεχνολογικών εργαλείων που θα διασφαλίσουν μια ισορροπημενη κουλτούρα εργασίας και τηλε-εργασίας δε θα είναι απόφαση μιας κλειστής συνάντησης ανώτατων προϊσταμένων. Αντίθετα, εργοδότες και εργαζόμενοι θα συναποφασίζουν και θα συνδιαμορφώνουν τον χαρακτήρα, τα όρια και την αύρα της ψηφιακής τους πραγματικότητας.
Τη θεσμική ωριμότητα που απαιτείται για μια τέτοια αμφοτεροβαρή υπέρβαση, οφείλει με τη σειρά της να αναδείξει η πολιτεία θεσμοθετώντας γενικές κατευθύνσεις και κόκκινες γραμμές.
Σήμερα, στο κατώφλι της αναμόρφωσης της εργασιακής και -συνακόλουθα- της ανθρώπινης κατάστασης, αν θέλουμε να ομορφύνουμε τις ζωές μας, ίσως αυτές και άλλες υπερβάσεις να είναι χρέος μας.
Είναι, δυστυχώς, ορατός ο κίνδυνος να παρασυρθούμε από επιταγές προσαρμοστικότητας. Έχει συμβεί τόσες πολλές φορές στο παρελθόν. Η ίδια, όμως, η έννοια της προσαρμοστικότητας προϋποθέτει «κάτι» στο οποίο «κουμπώνουμε» χωρίς τη δυνατότητα να το διαμορφώσουμε. Αν λοιπόν, το δίκαιο, η πολιτική και η οικονομία δουν την τηλε-εργασία σαν ένα «τελεσίγραφο προς προσαρμογή» για την αποτελεσματικότητα, την παραγωγικότητα και την ευελιξία, τότε δυστυχώς τα δομικά προβλήματα κοινωνικής, οικονομικής και έμφυλης ανισότητας θα φυτοζωούν παρασιτικά στις ρίζες της εποχής της Πληροφορίας μεταλλάσοντας «ανεπαισθήτως» και προς το χειρότερο τη σύσταση της ανθρώπινης κατάστασης.
Αν στο βωμό της προσαρμοστικότητας αγνοήσουμε τις υπερβάσεις που προαναφέρθηκαν και άλλες που θα προκύψουν όταν ανοίξει η συζήτηση που φιλοδοξούμε να ξεκινήσουμε, η εργασία από το σπίτι κινδυνεύει να γίνει άλλο ένα επεισόδιο στην πορεία προς την εργασιακή μονολιθικότητα, τη συλλογική μας αποξένωσή μας από το «κοινό», και την αποπολιτικοποίηση μας.
Αν στο βωμό της προσαρμοστικότητας αγνοήσουμε τις υπερβάσεις που προαναφέρθηκαν, τότε το άρθρο που θα γραφτεί κάμποσα χρόνια από τώρα για να περιγράψει το τρίτο στάδιο της εργασιακής μετάβασης θα καταλήξει να συζητά θέματα σαν και τα δικά μας.
Ας γίνει η πανδημία, η αφορμή να ονειρευτούμε και να επιδιώξουμε μια ριζικά διαφορετική σχέση του ανθρώπου με την εργασία, τον χώρο και τον χρόνο του. Με την «πρώην κανονικότητα» να έχει πια καταρρεύσει, είναι ίσως καιρός να σπάσουμε τα δεσμά που περιορίζουν το συλλογικό μας φαντασιακό.
Προτού μια «νέα κανονικότητα» στεριώσει, ας αναπνεύσουμε ιδεολογικά κι προσπαθήσουμε να απεικονίσουμε κάθε πιθανή εκδοχή του εργασιακού μέλλοντος. Κι όταν συμφωνήσουμε στο ποια εκδοχή ομορφύνει τις ζωές μας, ας την διεκδικήσουμε συλλογικά.
Το εργασιακό μέλλον δεν είναι αναπόφευκτο.
*Ο Πέτρος Τερζής, συνιδρυτής του Pandemos Project, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Winchester με τίτλο ‘Who, then, in law is my neighbour: Judgment, responsibility and harm in the onlife world’. Eίναι μέλος της Homo Digitalis από τον Ιανουάριο του 2020.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του Pandemos Project