Γράφει η Αντιγόνη Λογοθέτη*
Η ανάγκη για μία ελεύθερη, ενιαία ψηφιακή αγορά που προωθεί την ανοιχτή και ουδέτερη πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει ήδη επισημανθεί από την Homo Digitalis σε προγενέστερο κείμενό της.
Έχει ακόμη επισημανθεί η ανεπάρκεια του υφιστάμενου ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου (Κανονισμός ΕΕ 2015/2120) σχετικά με την προώθηση της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας ή όπως είναι ευρέως γνωστή με τον αγγλικό όρο “net neutrality”.
Τι είναι όμως η δικτυακή ουδετερότητα και τι αντίκτυπο έχει στην ψηφιακή μας καθημερινότητα;
Δικτυακή ουδετερότητα είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα δεδομένα που κινούνται και διαβιβάζονται στο διαδίκτυο χρήζουν ίσης μεταχείρισης, χωρίς να επιτρέπονται διακρίσεις βάσει προέλευσης, προορισμού ή τύπου των δεδομένων, χωρίς να επιτρέπεται να μπλοκάρονται ή να επιβραδύνονται συγκεκριμένα δεδομένα.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό καθηγητή Lawrence Lessig: «σαν αιθεροβάμων ταχυδρόμος, το διαδίκτυο απλά κινεί τα δεδομένα και αφήνει την ερμηνεία τους στις εκάστοτε τελικές εφαρμογές». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο μινιμαλισμός αυτός στον σχεδιασμό του δικτύου είναι σκόπιμος: αντανακλά τόσο μία πολιτική απόφαση σχετικά με την έλλειψη δυνατότητας ελέγχου όσο και μία τεχνολογική απόφαση σχετικά με τον βέλτιστο σχεδιασμό του δικτύου.
Πρακτικά η αρχή αυτή επιτάσσει την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου να αντιμετωπίζουν όλες τις διαδικτυακές επικοινωνίες ισότιμα και να μην επιβάλλουν διαφορετικές χρεώσεις, να μην επιβραδύνουν ή μπλοκάρουν επικοινωνίες επί τη βάσει διαφόρων παραγόντων όπως ενδεικτικά ο χρήστης, το περιεχόμενο της επικοινωνίας, η ιστοσελίδα, η πλατφόρμα, η εφαρμογή ή ο τύπος εξοπλισμού που χρησιμοποιείται, η διεύθυνση προέλευσης ή προορισμού και η μέθοδος επικοινωνίας.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο η υιοθέτηση της αρχής της δικτυακής ουδετερότητας συμβάλλει στην προώθηση της ενιαίας ψηφιακής αγοράς, καθώς ενισχύει την καινοτομία, τον ανταγωνισμό, την ελεύθερη ροή πληροφοριών και τη βελτίωση των επιλογών του καταναλωτή.
Από πλευράς δικαίου η αρχή αυτή δημιουργεί νέα μέσα για την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ανταλλαγή πληροφοριών (χωρίς την παρεμβολή των εταιρειών τηλεπικοινωνίας), η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων.
Χωρίς την αρχή της δικτυακής ουδετερότητας, οι πάροχοι διαδικτύου θα μπορούσαν για παράδειγμα να προσφέρουν υψηλότερες ταχύτητες σε συγκεκριμένες μηχανές αναζήτησης, καθιστώντας αυτές ελκυστικότερες για το χρήστη.
Αναπόφευκτη συνέπεια θα ήταν η νόθευση του ανταγωνισμού με τις εταιρείες κολοσσούς να επικρατούν ως οι μόνες δυνάμενες να πληρώσουν το αντίστοιχο τίμημα και τις μικρότερες εταιρείες να πασχίζουν για το μερίδιό τους στην αγορά. Τέτοιου είδους πρακτική θα έπληττε και τους καταναλωτές οι οποίοι θα έρχονταν αντιμέτωποι με λιγότερες επιλογές και χειρότερη εμπειρία στο διαδίκτυο.
Εκτός όμως από τον οικονομικό αντίκτυπο, η παραβίαση της αρχής της ουδετερότητας θα είχε ως συνέπεια ένας πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου να μπορούσε να επιβραδύνει ή να αποκλείσει το περιεχόμενο ανταγωνιστών του ή ιστοσελίδων πολιτικά-θρησκευτικά αντίθετων.
Με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/2120 τέθηκαν σε Ευρωπαϊκό επίπεδο μέτρα για την προώθηση της ανοικτής πρόσβασης στο διαδίκτυο και με τις κατευθυντήρiες γραμμές που εξέδωσε το Σώμα Ευρωπαίων Ρυθμιστών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες. Επιχειρήθηκε η καθοδήγηση ως προς την ομοιόμορφη εφαρμογή του Κανονισμού αυτού από τους εθνικούς νομοθέτες και η ασφάλεια δικαίου (BEREC Guidelines).
Σημειωτέον ότι δεδομένου ότι πρόκειται για Κανονισμό, οι διατάξεις του έχουν άμεση εφαρμογή στα κράτη μέλη, χωρίς να χρειάζεται εθνικός εφαρμοστικός νόμος. Ωστόσο, υπάρχουν και διατάξεις οι οποίες αφήνουν τον τελικό λόγο στον εθνικό νομοθέτη.
Πώς ανταποκρίθηκε όμως η χώρα μας στις επιταγές του Κανονισμού;
Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) αποτελεί τη ρυθμιστική αρχή που εποπτεύει την αγορά ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ελλάδα και ως εκ τούτου είναι η αρμόδια να παρακολουθεί τη συμμόρφωση των παρόχων με τον Κανονισμό.
Η ΕΕΤΤ υποχρεούται να δημοσιεύει κάθε χρόνο σχετικές αναφορές και να τις διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο BEREC. Ως προς αυτές τις αναφορές -δύο μέχρι ώρας από την θέση σε εφαρμογή του Κανονισμού-, παρά τη σχετική υποχρέωση, η χώρα μας δεν μπήκε στον κόπο να υποβάλει την αγγλική μετάφρασή τους παρά μόνο το ελληνικό κείμενο. Συνακόλουθο αποτέλεσμα ήταν να μην μπορεί η χώρα μας να συμβάλει στο διάλογο για την βελτίωση των κανόνων.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού τα κράτη μέλη έπρεπε να θεσπίσουν αποτελεσματικές κυρώσεις για τις παραβάσεις συγκεκριμένων άρθρων τα οποία αποτελούν τον σκληρό πυρήνα για την κατοχύρωση της δικτυακής ουδετερότητας.
Η Ελλάδα εμφανίζει τον μεγαλύτερο αριθμό (μαζί με την Ουγγαρία) στις προσφορές διαφορετικής τιμολόγησης χωρίς να έχει λάβει κανένα μέτρο για να παρέμβει ενάντια σε αυτό.
Η Ελλάδα δυστυχώς συγκαταλέγεται στις χώρες που έχουν μεν θεσπίσει κυρώσεις αλλά σύμφωνα με την Αναφορά για την Κατάσταση της Δικτυακής Ουδετερότητας στην ΕΕ που δημοσίευσε φέτος ο οργανισμός epicenter.works, οι κυρώσεις αυτές κρίθηκε ότι δεν πληρούν τα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, αναλογικότητας και αποτρεπτικότητας που τίθενται στον Κανονισμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην παραπάνω αναφορά η Homo Digitalis συνέβαλε με την εισφορά όλων των στοιχείων για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ως προς τα προϊόντα μηδενικού συντελεστή -ευρέως γνωστά ως zero-rated products- η ΕΕΤΤ δεν έχει ξεκινήσει την επίσημη αξιολόγησή τους ως όφειλε και σε καμία από τις δύο παραπάνω αναφορές δεν έχει απαντήσει στη σχετική ερώτηση που τίθεται στο ερωτηματολόγιο του BEREC.
Μάλιστα, σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά η Ελλάδα εμφανίζει τον μεγαλύτερο αριθμό (μαζί με την Ουγγαρία) στις προσφορές διαφορετικής τιμολόγησης (δηλαδή διαφορετική χρέωση του συνδρομητή από τον πάροχο για την αποστολή/λήψη δεδομένων ορισμένου περιεχομένου από τη χρέωση γενικών δεδομένων) χωρίς να έχει λάβει κανένα μέτρο για να παρέμβει ενάντια σε αυτό.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Ανοικτού Διαδικτύου 2018-2019 της ΕΕΤΤ στην Ελλάδα το 2018 παρέχονταν 25 υπηρεσίες διαφορετικής τιμολόγησης περιεχομένου και εφαρμογών. Η αντιμετώπιση των προϊόντων αυτών έχει σημασία διότι -εκτός των άλλων- η ύπαρξή τους συνδέεται με αγορές των οποίων οι τιμολογιακές πρακτικές είναι δυσμενείς προς τα συμφέροντα του καταναλωτή.
Επιλογικά, παρότι όχι και τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό, η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας παίζει σπουδαίο ρόλο στην ψηφιακή καθημερινότητά μας, τόσο ως καταναλωτών όσο και ως υποκειμένων δικαιωμάτων (data subjects).
Από την θέση σε εφαρμογή του σχετικού Κανονισμού και ανεξάρτητα από τις κριτικές που έχουν διατυπωθεί για τον Κανονισμό καθαυτό, σύμφωνα με την παραπάνω συγκριτική μελέτη του epicenter.works η χώρα μας για άλλη μια φορά αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων ως προς αφενός μεν την λήψη μέτρων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού αφετέρου δε την αποτελεσματικότητα των όποιων ληφθέντων μέτρων καταλαμβάνοντας τις χαμηλότερες θέσεις στους συγκριτικούς πίνακες με τις σχετικές επιδόσεις όλων των κρατών μελών.
*Η Αντιγόνη Λογοθέτη είναι δικηγόρος, πρόσφατη απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος LL.M. «Δίκαιο και Τεχνολογία», στο Tilburg University της Ολλανδίας. Είναι ασκούμενη στη noyb.eu, Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Ψηφιακά Δικαιώματα με έδρα τη Βιέννη.