Μία online διαμάχη στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Της Αναστασίας Καραγιάννη*
Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν έναν τεράστιο χώρο σε όλους τους χρήστες προκειμένου να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ενημερώνονται. Με αυτόν τον τρόπο, η ροή της πληροφορίας είναι ελεύθερη, και πρέπει να είναι ελεύθερη. Η πληροφορία, όμως, κάποιες φορές μπορεί να είναι και ‘επικίνδυνη’. Η λεγόμενη ρητορική μίσους, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μπορεί να οριστεί ως «κάθε μορφή έκφρασης που διαδίδει, υποκινεί, προωθεί ή δικαιολογεί το ρατσιστικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες μορφές μίσους που βασίζονται στη μισαλλοδοξία, συμπεριλαμβανομένων αυτής που εκφράζεται μέσω του επιθετικού εθνικισμού και εθνοκεντρισμού, των διακρίσεων και της εχθρότητας κατά των μειονοτήτων και των μεταναστών».
Ένα πλαίσιο που μπορεί να προσδιορίσει μια πράξη ρητορικής μίσους θα μπορούσε να βασιστεί στον χαρακτήρα και τη δημοτικότητα του ομιλητή, στην συναισθηματική κατάσταση του ακροατηρίου, στο περιεχόμενο της πράξης καθεαυτής ως παρακίνηση σε μίσος, στο κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνεται η πράξη και στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη διάδοσή του, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας που χρησιμοποιείται. Καθοριστικό ρόλο για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους έχει παίξει και η Απόφαση- Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 28ης Νοεμβρίου του 2008 σχετικά με την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την αλληλεπίδρασή τους με την ελευθερία της έκφρασης, ενώ με αυτήν τονίζεται και η εθνική συνεργασία των κρατών μελών, κυρίως στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στο άρθρο 3 και στο άρθρο 4.
Ωστόσο, κάποιες φορές δημιουργείται μία ‘αντιπαράθεση’ μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια της ρητορικής μίσους. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο ειδικό καθεστώς για την παιδική προστασία, το οποίο αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το άρθρο 2 της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την ευημερία του παιδιού αντιτίθεται στο άρθρο 13 αυτής σχετικά με την ελευθερία της πληροφόρησης. Έτσι, η ελευθερία της έκφρασης και του λόγου ενδέχεται να συγκρούεται με τα προστατευτικά μέτρα που θα περιορίζουν την πρόσβαση του παιδιού σε ορισμένες δραστηριότητες στο διαδίκτυο. Παρά τη ‘διαμάχη’ αυτή, η παιδική προστασία και η ελευθερία της έκφρασης συγκλίνουν στην ανάγκη προστασίας των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που βασίζονται στις θεμελιώδεις αξίες της ανθρώπινης αυτονομίας και αξιοπρέπειας.
Για την αντιμετώπιση της ρητορικής μίσους στο διαδίκτυο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε με το Facebook, τη Microsoft, το Twitter και το YouTube τον Μάιο του 2016, και αργότερα το 2018 με το Instagram, την Google+, το Snapchat και την Dailymotion για την υιοθέτηση ενός Κώδικα Δεοντολογίας, προκειμένου οι πλατφόρμες αυτές να δώσουν τη δυνατότητα στους χρήστες να αναφέρουν περιστατικά ρητορικής μίσους, ενισχύοντας την υποστήριξη της κοινωνίας των πολιτών καθώς και τον συντονισμό με τις εθνικές αρχές. Συμφώνησαν, επιπλέον, να αξιολογούν τις κοινοποιήσεις των χρηστών σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία σχετικά με την ρητορική μίσους και δεσμεύτηκαν να αφαιρούν, εάν είναι απαραίτητο, τις κοινοποιήσεις που αξιολογούνται ως ‘παράνομες’.
Ωστόσο, διαφορετικοί κίνδυνοι ενδέχεται να απαιτούν και διαφορετικές ενέργειες. Μια διάκριση μεταξύ των κινδύνων για την παιδική προστασία επισημαίνει η Sonia Livingstone, η οποία εντόπισε τέσσερις τύπους κινδύνων: τους εμπορικούς, τους κινδύνους επίθεσης ή βίας εναντίον των παιδιών, τους κινδύνους σεξουαλικής κακοποίησης, εκμετάλλευσης κλπ εναντίον τους, και τους κινδύνους που θίγουν αξίες, όπως η ρητορική μίσους. Οι κίνδυνοι αυτοί διακρίνονται περαιτέρω ανάλογα με την συμμετοχή των παιδιών σε αυτούς: ως παραλήπτες, ως συμμετέχοντες και ως δράστες. Και οι δύο διακρίσεις τονίζουν τη σημασία της χάραξης φιλικής πολιτικής προς το παιδί.
Μία τέτοια πολιτική ανιχνεύεται στο άρθρο 6 και 8 του Νέου Κανονισμού για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων, καθώς και στο Προοίμιο 58 αυτού. Πιο αναλυτικά, στα άρθρα 6 και 8 του ΓΚΠΔ (GDPR), η Επιτροπή εισάγει την συγκατάθεση των γονέων ή των ασκούντων την γονική μέριμνα ως μέσο νομιμοποίησης της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων του παιδιού στο διαδίκτυο. Η ηλικία των 13 ετών είναι το όριο από το οποίο εξαρτάται αν η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των παιδιών θα υπόκειται σε λιγότερους νομικούς περιορισμούς.
Στην πράξη, μ’ αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ηλικιακές ομάδες: τα παιδιά που είναι σε θέση να συναινέσουν στην επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων, ηλικίας 13-16 ετών, και τα παιδιά που εξαρτώνται από τη γονική συναίνεση για την συμπεριφορά τους στο διαδίκτυο, από 0 έως 13 ετών. Η χάραξη μιας τέτοιας αυστηρής γραμμής έρχεται σε αντίθεση με τα στάδια της σωματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού. Επίσης, η γονική συναίνεση χρειάζεται να εξετάζεται κάθε φορά από νομική σκοπιά, κατά πόσο το προτεινόμενο μέτρο εν προκειμένω είναι ανάλογο και εάν συμβαδίζει με το πλαίσιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η γονική συναίνεση αντιτίθεται, έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις με το δικαίωμα συμμετοχής του παιδιού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που το αφορούν, δικαίωμα που προστατεύεται από την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού και αναγνωρίζεται τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τα κράτη μέλη της. Τα δικαιώματα του παιδιού στην ελευθερία της έκφρασης και της ιδιωτικής ζωής μπορούν να υπονομευθούν σε περίπτωση που η πρόσβαση των παιδιών στην πληροφορία μπορεί να περιοριστεί και να εξαρτηθεί από τους γονείς. Επίσης, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματός τους στην ιδιωτική ζωή συρρικνώνεται, καθώς οι γονείς θα πρέπει να παρεμβαίνουν στην ιδιωτική ζωή των παιδιών για να κάνουν τις αντίστοιχες επιλογές, όπως για παράδειγμα στην δημιουργία προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως εκ τούτου, παρατηρείται ότι η γονική συναίνεση μπορεί ενίοτε να αντιβαίνει στις βασικές αρχές του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση.
Παρ’ όλα αυτά, σίγουρα ο ρόλος των γονέων είναι σημαντικός και καθοριστικός για την προστασία του παιδιού. Αν και είναι ‘παιδιά της ψηφιακής εποχής’, δε διαθέτουν πλήρεις ψηφιακές δεξιότητες. Μια πρόσφατη μελέτη του EU Kids Online δείχνει ότι, παρόλο που το 43% των ερωτηθέντων παιδιών πιστεύουν ότι γνωρίζουν περισσότερα για το διαδίκτυο από τους γονείς τους, δεν διαθέτουν ψηφιακές δεξιότητες, όπως το κλείδωμα ανεπιθύμητων επικοινωνιών, την αλλαγή των ρυθμίσεων απορρήτου στα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης και την κριτική αξιολόγηση της πληροφορίας στην οποία έχουν πρόσβαση.
Συνοψίζοντας, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι από τους πιο σημαντικούς παίκτες στη διαδικτυακή αγορά. Το επιχειρηματικό μοντέλο τους βασίζεται στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των χρηστών τους. Ένα μεγάλο και πραγματικά ενεργό μέρος αυτών των χρηστών είναι παιδιά, τα οποία εξαρτώνται από την παρουσία αυτών των μεγάλων εταιρειών στην καθημερινότητά τους και αναπτύσσουν μία ισχυρή καταναλωτική σχέση μαζί τους. Η ύπαρξη αυτών των Κωδίκων Συμπεριφοράς είναι πραγματικά σημαντική, διότι συμπληρώνει τις ισχύουσες νομικές διατάξεις και προσφέρει υψηλό επίπεδο προστασίας. Εξίσου σημαντική είναι και η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Επομένως, πρέπει να βρεθεί μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας της έκφρασης και της προστασίας των παιδιών.
*Η Αναστασία Καραγιάννη είναι νομικός με εξειδίκευση στα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών. Είναι μέλος της Homo Digitalis και συνδημιουργός της ChildAct, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των ψηφιακών δικαιωμάτων των παιδιών. Στις 8 Νοεμβρίου εκπροσώπησε τη Homo Digitalis στη συνεδρίαση με θέμα ‘Facebook και άλλοι κοινωνικοί κίνδυνοι’, που έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.