Μια φιλοσοφική προσέγγιση του Φίλιππου Κουράκη*
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία θα μπορούσε να μεταβάλει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πρόσωπα που αναμειγνύονται στην νομοθετική διαδικασία και την εφαρμογή του νόμου. Στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της απονομής της δικαστικής εξουσίας από μηχανές μέσω της Μηχανικής Μάθησης (Machine Learning) και εάν αυτό θα μπορούσε να εναρμονιστεί με τη θεωρία του επιφανούς Ronald Dworkin περί της σωστής απάντησης (right answer thesis).
Η χρησιμοποίηση ενός ειδικού αλγορίθμου
Οι νομικοί Casey και Niblett[1] περιγράφουν μια υποθετική μελλοντική κατάσταση κατά την οποία οι πληροφορίες και οι προβλέψεις που θα μπορούμε να αποκομίσουμε από την τεχνολογία θα είναι τέτοιας ακρίβειας όπου θα μπορούμε πλέον να αναθέσουμε το ρόλο του δικαστή σε μηχανές. Η διαδικασία, γράφουν, θα είναι η ακόλουθη: ήδη στις ΗΠΑ χρησιμοποιείται, σε ορισμένες πολιτείες, από τους δικαστές ένας αλγόριθμος ο οποίος προβλέπει την πιθανότητα ο κατηγορούμενος να μην εμφανιστεί στο ακροατήριο. Παρ’ ότι ο αλγόριθμος αυτός δεν έχει αντικαταστήσει τους δικαστές, γίνεται να φανταστούμε πως, με την ολοένα αυξανόμενη αποτελεσματικότητά του, οι δικαστές θα στηρίζονται όλο και περισσότερο σε αυτόν, μέχρι τελικά να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από αυτόν.
Το ερώτημα που επομένως τίθεται μέσω αυτού του (υποθετικού) σεναρίου είναι το πώς μια τέτοια τροπή θα εναρμονιζόταν με τον ίδιο το χαρακτήρα του δικαίου. Για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε θα στραφούμε στο έργο του Dworkin και συγκεκριμένα στη θέση του περί της σωστής απάντησης (right answer thesis).
Η θεωρία της σωστής λύσης και οι πιθανές παρερμηνείες της
Ο Dworkin νωρίς στην καριέρα του τάραξε τα φιλοσοφικά και δικαιϊκά ρεύματα της εποχής του υποστηρίζοντας ότι πάντοτε, ακόμη και στις πιο αμφισβητούμενες και δύσκολες υποθέσεις, υπάρχει μία σωστή λύση[2]. Σε πρώτη ανάγνωση, η θέση αυτή φαίνεται να εκφράζει εν πολλοίς αυτούς που θα υποστήριζαν την αντικατάσταση των δικαστών από μηχανές, αφού η μία σωστή λύση φαντάζει εύλογο να προκύπτει από μία μηχανιστική διαδικασία ύψιστης ακριβείας. Παρ’ όλα αυτά, η προσέγγιση αυτή αποτελεί παρερμηνεία της θέσης του Dworkin.
O ίδιος ο Dworkin είχε προβλέψει μια τέτοια παρερμηνεία. Στην αυτοκρατορία του Νόμου (1986), είχε γράψει τα ακόλουθα[3]:
«Δεν έχω σχεδιάσει έναν αλγόριθμο για τις δικαστικές αίθουσες. Κανένας μάγος της πληροφορικής δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει από τα επιχειρήματά μου ένα πρόγραμμα το οποίο, μετά από τη συγκέντρωση όλων των συμβάντων της υπόθεσης και όλων των κειμένων προηγούμενων νομοθετημάτων και δικαστικών αποφάσεων, θα απένειμε μια ετυμηγορία που θα έβρισκε τον καθένα σύμφωνο».
H παραπάνω ρήση του Dworkin προέρχεται από την πεποίθησή του ότι η ορθή μέθοδος εκδίκασης υποθέσεων είναι μια άσκηση θεμελιωδώς ερμηνευτική και αξιολογική και, ως τέτοια άσκηση, θεμελιώνεται σε αρχές. Ο εκδικάζων δύναται να εξεύρει την ορθή λύση σε κάθε υπόθεση αλλά μόνο μέσω της εξεύρεσης της καλύτερης ερμηνείας.
Καλύτερη νοείται η ερμηνεία η οποία, από όσες δύναται να υποστηριχθούν σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, δικαιολογεί ηθικά με τον καλύτερο τρόπο τον εξαναγκασμό που επιβάλλει ο νόμος στους κοινωνούς του. Στην πορεία του αυτή, υποστηρίζει ο Dworkin, ο εκδικάζων αποπειράται να διατηρήσει την ακεραιότητα του νόμου ερμηνεύοντάς τον υπό το καλύτερο φως του, έχοντας υπ’ όψιν ότι ο νόμος να είναι το δημιούργημα μιας κοινότητας στην οποία ενοποιητικό στοιχείο είναι η προσπάθεια δικαιολόγησης του κρατικού εξαναγκασμού.
O Dworkin θεωρούσε, λοιπόν, ότι κάθε υπόθεση έχει μία ορθή λύση, αλλά παρ’ όλα αυτά κάθε υπόθεση είναι δύσκολη, και η εξεύρεση της λύσης της αποτελεί μια κατεξοχήν εξάσκηση της πολιτικής ηθικής. Επομένως, παρά την τυπολατρική υφή της πεποίθησης του φιλοσόφου περί μίας ορθής λύσης κάθε υπόθεσης, ο ίδιος κατανοούσε ότι το νομικό σύστημα, ακριβώς επειδή αποτελεί οργανική ενότητα, μεταβάλλεται συνεχώς έτσι ώστε τα επιμέρους στοιχεία του να είναι όσο το δυνατόν πιο συνεχή μεταξύ τους.
Η τεχνολογία θα αντικαταστήσει τους δικαστές;
Το ερώτημα που επομένως τίθεται βάσει των ανωτέρω είναι εάν ο ρυθμός με τον οποίο αναπτύσσεται αυτή τη στιγμή η τεχνολογία και η τροχιά που έχει πάρει θα οδηγήσουν στο φαινόμενο οι μηχανές να αντικαταστήσουν αποτελεσματικά τους δικαστές, ευρίσκοντας τη σωστή απάντηση ακόμη και στις δύσκολες υποθέσεις. Η Μηχανική Μάθηση δύναται πράγματι να ανακατευθύνει ένα σύνολο κανόνων έτσι ώστε να υπηρετηθεί ένας ευρύτερος στόχος, ο οποίος μπορεί κάλλιστα να είναι ηθικά επιδοκιμαστέος. Υπό αυτό το πρίσμα, η Μηχανική Μάθηση είναι δυναμική και διαρθρωμένη με συνέχεια. Eπομένως, εάν χρησιμοποιούταν για να εκδικάζει πραγματικές υποθέσεις, θα το έκανε με κάποιου είδους ακεραιότητα, μηχανικής βέβαια φύσεως.
Παρ’ όλα αυτά, οι επιδιώξιμοι στόχοι θα έμεναν ανέπαφοι. Η στατική φύση της πολιτικής ηθικής στην οποία θα θεμελιωνόταν το νομικό σύστημα θα το απογύμνωνε από νομιμότητα, κατά τη θεώρηση του Dworkin. Για το φιλόσοφο, η ακεραιότητα έχει την έννοια ότι όλα τα επιμέρους τμήματα του νομικού συστήματος μπορούν να αναθεωρηθούν, αφού η επιχειρηματολογική διαφωνία γίνεται να προχωρήσει μέχρι τα θεμέλια της νομιμότητας, εξετάζοντας βασικά ερωτήματα όπως το πώς πρέπει οι πολίτες να φορολογούνται και το εάν πρέπει να υπάρχουν πολιτικές θετικών διακρίσεων[4]. Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, οι νομοθετικές πολιτικές βασίζονται σε αρχές οι οποίες προκύπτουν μέσω ερμηνείας δύσκολων υποθέσεων. Η διαδικασία αυτή θέτει ως στόχο να ενοποιήσει παλαιότερες αποφάσεις κατά τρόπο που θα δικαιολογεί τον κρατικό εξαναγκασμό από την πλευρά της ερμηνευτικής κοινότητας.
Το συμπέρασμα
Συνοψίζοντας, καταλαβαίνουμε ότι η υπόσχεση που θέτει η τεχνολογία με την Μηχανική Μάθηση δύσκολα θα μπορούσε να εναρμονιστεί με την νομιμότητα όπως έχει διατυπωθεί από τον Dworkin. H Mηχανική Mάθηση δεν λειτουργεί βάσει αρχών. Λειτουργεί βάσει στατιστικών σχέσεων, οι οποίες δεν αντανακλούν ηθικές αρχές. Η λειτουργία της, επομένως, θα αναιρούταν στο μέτρο που ένα σύστημα (εν προκειμένω το νομικό) θα της επέτασσε να πράττει θεμελιωδώς ηθικά.
*Ο Φίλιππος Κουράκης είναι νομικός με εξειδίκευση στη Φιλοσοφία Δικαίου και στην Εγκληματολογία. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στην Εγκληματολογία και μεταπτυχιακού τίτλου στη Φιλοσοφία Δικαίου από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
[1] Casey, Anthony J. and Niblett, Anthony, Self-Driving Laws (June 5, 2016). Διαθέσιμο στο SSRN: https://ssrn.com/abstract=2804674
[2] Ronald Dworkin,Taking Rights Seriously(London: Duckworth, 1978), κεφάλαιο 4
[3] Ronald Dworkin,Law’s Empire (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1986) σελ. 412, μετάφραση του γράφοντος
[4] ό.π., σελ. 73