Γράφει ο Σπύρος Τζουανόπουλος*
Την δεκαετία του 1920 η Αστυνομία του Los Angeles εισήγαγε για πρώτη φορά στην υπηρεσία της ασυρμάτους σε οχήματα-περιπολικά, αντικαθιστώντας τις μέχρι τότε έφιππες ή πεζές περιπολίες. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε μια αλλαγή παραδείγματος στην αστυνόμευση[1], καθώς για πρώτη φορά οι επικεφαλής αξιωματικοί μπορούσαν να διαμορφώνουν μια συνολική εικόνα από τα πληρώματα των περιπολικών σχεδόν σε πραγματικό χρόνο και να συντονίζουν τις δυνάμεις ανάλογα. Οι επόμενες δεκαετίες ανέδειξαν τις ασύρματες επικοινωνίες ως κομβικό εργαλείο των αστυνομικών υπηρεσιών αιχμής. Ταυτόχρονα, λόγω της εξ ορισμού εμπλοκής των υπηρεσιών αυτών σε γεγονότα με δικαστικό ενδιαφέρον, κατέστη κοινή πρακτική η καταγραφή των επικοινωνιών των αστυνομικών-χειριστών των ασυρμάτων με το κέντρο επιχειρήσεων, αφενός για την παραγωγή αποδεικτικού υλικού προς χρήση ενώπιον των δικαστικών αρχών, αφετέρου για τον καλύτερο υπηρεσιακό έλεγχο των αστυνομικών ενεργειών.
Εξάλλου, σχεδόν παράλληλα με τη γέννηση της αστυνόμευσης αναδύθηκε και το φαινόμενο της αστυνομικής διαφθοράς-κατάχρησης της αστυνομικής εξουσίας[2]. Η καταγεγραμμένη στην εγκληματολογία νοοτροπία του “Εμείς εναντίον των Άλλων” όχι μόνο διαχωρίζει τους αστυνομικούς από τους απλούς πολίτες, αλλά έχει επίσης βαθύ αντίκτυπο στην απονομή της δικαιοσύνης[3]. Πρακτικές που αποφεύγουν την καταγραφή των επικοινωνιών που σχετίζονται με αστυνομικές πρακτικές αμφισβητούμενης νομιμότητας σε συνδυασμό με αναποτελεσματικούς θεσμούς λογοδοσίας, αποτελούν διαχρονικές παθογένειες των σωμάτων ασφαλείας με πολύ σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις.
Ειδικότερα στο πεδίο του ελέγχου της νομιμότητας των αστυνομικών επιχειρήσεων, η είσοδος ψηφιακών τεχνολογιών δημιούργησε πλήθος νέων τρόπων επικοινωνίας και νέων προκλήσεων ρύθμισής τους. Η καταγραφή των αστυνομικών επικοινωνιών, η ασφάλειά τους και ο έλεγχος έχει αναδειχθεί σε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Κινητά τηλέφωνα, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ψηφιακές εφαρμογές τηλεπικοινωνίας, ιδιωτικές επικοινωνίες, mails, συχνά από το ίδιο μέσο (πχ ένα smartphone) καθιστούν τον έλεγχο και την καταγραφή ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα δημοκρατίας, που χρήζει όμως επείγουσας και αποτελεσματικής ρύθμισης. Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό;
- Οι υπηρεσίες πρώτης γραμμής των σωμάτων ασφαλείας συντονίζονται από θαλάμους επιχειρήσεων, κέντρα έρευνας και διάσωσης, τοπικά αστυνομικά τμήματα και φορητούς αστυνομικούς ασυρμάτους. Όταν καλούνται προς επέμβαση συνήθως λαμβάνει χώρα κάτι νομικά σημαντικό που θα καταστήσει κάποιους πολίτες θύματα, κάποιους άλλους κατηγορούμενους και κάποιους άλλους μάρτυρες. Συχνά, το πεδίο των περιστατικών αφορά σημεία δυσπρόσιτα, σκοτεινά, χωρίς μάρτυρες, μέρη όπου πολλές φορές το αρχείο των επικοινωνιών που έλαβαν χώρα είναι το μοναδικό στοιχείο και έτσι η διατήρησή του αποκτά καταλυτική σημασία.
- Τα αρχεία επικοινωνιών είναι πολλές φορές το νήμα που συνδέει όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία μαζί. Τοποθετούν τα περιστατικά στο χρόνο, αποκαλύπτουν μοτίβα, εξηγούν την αλληλουχία των γεγονότων και δημιουργούν τις συνδέσεις αποκαλύπτοντας την αλήθεια.
- Με την καταγραφή των επικοινωνιών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων, διασφαλίζεται το σύννομο της δράσης των σωμάτων ασφαλείας και καθίσταται δυνατός ο διοικητικός και δικαστικός έλεγχος, η απόδοση ευθυνών και η ποινική δίωξη τυχόν εγκληματικών πράξεων των αστυνομικών-δραστών.
Η σημασία της καταγραφής των αστυνομικών ενεργειών και των γεγονότων σε καθημερινή βάση έχει απασχολήσει την ελληνική νομοθεσία από παλιά. Χαρακτηριστικό είναι το αρ. 83 του Π.Δ. 141/1991 (κομβικό νομοθέτημα που ρυθμίζει ζητήματα οργάνωσης της ΕΛ.ΑΣ και τις καθημερινές αστυνομικές επιχειρήσεις) όπου τίθενται κανόνες τήρησης και αρχειοθέτησης για το «αστυνομικό σημειωματάριο»[4]. Το Π.Δ.75/1987 ρυθμίζει συστηματικά την διεξαγωγή της αλληλογραφίας και την τήρηση των αρχείων των εγγράφων (αναφορές, διαταγές, σήματα κα), τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των χειριστών και θέτει κανόνες για τη διαβάθμιση τους, από αδιαβάθμητα έως άκρως απόρρητα. Τον Οκτώβριο του 2023 με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Προστασίας του Πολίτη ανακοινώθηκαν έξι νέες ηλεκτρονικές υπηρεσίες, μεταξύ αυτών και η λήψη αντιγράφου τηλεφωνικής κλήσης στην Άμεση Δράση[5], γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της καταγραφής αυτών για χρήση σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπηρεσία παρέχεται για κλήσεις που έχουν διενεργηθεί μέχρι και το 2010, γεγονός που σημαίνει ότι πιθανά υφίσταται ψηφιακό αρχείο σε βάθος δεκατριών ετών.
Ενώ λοιπόν υφίστανται διατάξεις που ορίζουν τον τρόπο και την αρχειοθέτηση καταγραφών περιστατικών, η καταγραφή των επικοινωνιών των χρηστών ασυρμάτων με τα κέντρα επιχειρήσεων δεν έχει τύχει αναλυτικής νομοθετικής ρύθμισης. Τα ζητήματα γύρω από τα κέντρα επιχειρήσεων και τις επικοινωνίες τους με τα πληρώματα που επιχειρούν «στο πεδίο» ρυθμίζονται με Διαταγές διαφόρων υπηρεσιών της Αστυνομίας, γραπτές και προφορικές.
Παράλληλα, είναι κοινή παραδοχή ότι η Ελληνική Αστυνομία αντιμετωπίζει συστημικό πρόβλημα περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας και διαφθοράς τα οποία μένουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ατιμώρητα. Ενδεικτικά, η έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας (Ε.ΜΗ.ΔΙ.Π.Α.) για το 2022 κατέγραψε 182 καταγγελίες διαφόρων ειδών (προσβολή σωματικής ακεραιότητας/υγείας, βασανιστήρια, αδικήματα με ρατσιστικό κίνητρο κ.α.). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ίδια έκθεση, «οι πειθαρχικές πορισματικές εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ., στις οποίες η πρόταση αρχειοθέτησης προβάλλεται ως μόνιμη, σχεδόν, επωδός για τη συντριπτική πλειοψηφία των διεξαχθέντων πειθαρχικών ελέγχων». «Σε μόλις 16 εκ του συνόλου των 113 υποθέσεων που επεξεργάστηκε ο Μηχανισμός κατά το 2022, αναγνωρίστηκε πειθαρχική ευθύνη». Πώς συνδέεται όμως το ζήτημα των επικοινωνιών με τα παραπάνω;
Οι επικοινωνίες συνδέονται άρρηκτα με πρακτικές αμφισβητούμενης νομιμότητας ή και καταφανώς παράνομες, αφού η αποφυγή της καταγραφής αποτελεί την πρώτη μέριμνα αυτού που θα θελήσει να παρανομήσει. Πολλές φορές, οι επιτελείς των αστυνομικών επιχειρήσεων επιλέγουν να δίνουν εντολές που δεν έχουν καταγραφεί, όταν αυτές αφορούν ζητήματα που ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα σε αυτούς που τις έδωσαν και αυτούς που τις ακολούθησαν. Χαρακτηριστικά, το 2011, μετά από καταγγελία συνδικαλιστικής παράταξης αστυνομικών, αναδείχθηκε το ζήτημα της «Συχνότητας 83» [6]( η τελευταία χρησιμοποιούνταν από το Κέντρο Επιχειρήσεων αποκλειστικά στη διάρκεια διαδηλώσεων για την επικοινωνία με διμοιρίες των ΜΑΤ). Σύμφωνα με την καταγγελία, η συχνότητα ενεργοποιούνταν, ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη επεισόδια, χωρίς όμως να καταγράφονται οι οδηγίες προς τους επικεφαλής των διμοιριών, ώστε να καθίστανται οι εντολές ανέλεγκτες μεταγενέστερα.
Το 2017, δημοσιογραφική έρευνα ανέδειξε την πρακτική της εντολής «Ενεργήστε 113»[7]. Πρόκειται για αστυνομική εντολή που ακούγεται από το κέντρο διαβιβάσεων της αστυνομίας και σημαίνει «πάρτε τηλέφωνο» . Αφορούσε εντολές που δέχονταν επικεφαλής αξιωματικοί, πληρώματα περιπολικών και αναβάτες αστυνομικών μοτοσυκλετών προκειμένου να εκτελέσουν διαταγές που έρχονται σε αντίθεση με την υπηρεσία τους ή θα προκαλούσαν πιθανά πειθαρχικό έλεγχο. Οι διαταγές που δίνονται μέσω των κινητών τηλεφώνων δεν καταχωρούνταν στο αρχείο του Κέντρου επιχειρήσεων και έτσι δεν μπορούσαν να τύχουν ελέγχου.
Εξάλλου, το φως της δημοσιότητας έχουν δει τουλάχιστον δύο περιπτώσεις όπου αντί των καταγραφόμενων συσκευών ασυρμάτου χρησιμοποιήθηκαν εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης από τα ιδιωτικά τηλέφωνα των αστυνομικών υπαλλήλων. Συγκεκριμένα, τις ημέρες που ακολούθησαν το περιστατικό του θανάσιμου τραυματισμού του 18χρονου Ρομά Νίκου Σαμπάνη αναδείχθηκε η γενικευμένη χρήση της εφαρμογής viber από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, αξιωματικοί έδιναν εντολές σε αστυνομικούς της Άμεσης Δράσης και της ομάδας ΔΙΑΣ με μαζική αποστολή μηνυμάτων-διαταγών[8]. Στα πλαίσια της διερεύνησης του θανάτου του 18χρονου από καταιγισμό αστυνομικών πυρών, αποκαλύφθηκε ότι συχνά διαταγές με ευαίσθητο περιεχόμενο ή αμφιβόλου νομιμότητας δίνονταν με αυτόν τον τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων εντολών ήταν :
- «Καλημέρα. Λόγω της επετείου από τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου, δεν θα έλθετε καμία ομάδα σε αντιπαράθεση για το θέμα αυτό με πολίτες προκειμένου να αποφευχθούν οι εντάσεις και δυσφήμηση της υπηρεσίας. Επιπλέον, λόγω της κατάστασης που επικρατεί με τους διανομείς (delivery), θα αποφεύγετε το επόμενο διάστημα βεβαίωση τροχονομικών παραβάσεων και κλιμάκωση επεισοδίων με τους εν λόγω οδηγούς»
- «Τέλος με αφορμή θανατηφόρο ατύχημα με μοτοσικλετιστή που έλαβε χώρα χθες στην Αθήνα ύστερα από καταδίωξή του με αστυνομικούς δεν θα ενεργούνται καταδιώξεις αν δεν έχει ενημερωθεί πρώτα το κέντρο Άμεσης Δράσης»
Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύματα στον Τύπο αναφέρθηκαν σε περιστατικό σύλληψης ατόμου- συγγενή πολιτικού προσώπου για κατοχή ναρκωτικών. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά, οι αστυνομικοί που διενήργησαν τον έλεγχο επικοινώνησαν μέσω της εφαρμογής viber με ανώτατο αξιωματικό, ενώ παράλληλα απέστειλαν φωτογραφίες σχετικές με τον έλεγχο. Οι φωτογραφίες και οι συνομιλίες των αστυνομικών διέρρευσαν στον Τύπο.
Παράλληλα, η Ελληνική Αστυνομία αντιμετωπίζει χρόνιο πρόβλημα αναφορικά με την προμήθεια, λειτουργία και συντήρηση συστημάτων κρυπτογραφημένης ασύρματης επικοινωνίας. Οι υπηρεσίες εναλλάσσουν τη χρήση ενός ήδη παρωχημένου συστήματος ασυρμάτων (Τetra) με τη χρήση αναλογικών, μη κρυπτογραφημένων, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε συνακρόαση[9]. Μια ομάδα Ολλανδών ερευνητών ανακάλυψε τα τρωτά σημεία του TETRA στα τέλη του 2021[10], παρόλα αυτά το Ελληνικό Δημόσιο σύναψε νέα σύμβαση για το ίδιο σύστημα το 2022. Το ελλαττωματικό σήμα και οι ευαλωτότητες των Tetra και των απλών αναλογικών ασυρμάτων αποτελούν άλλον ένα λόγο που οδήγησε τις υπηρεσίες στη χρήση κινητών τηλεφώνων κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων.
Είναι προφανές ότι η γενικευμένη χρήση κινητών τηλεφώνων κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας γεννά μια γκρίζα ζώνη που προσφέρεται για αυθαιρεσίας. Μέσω των κινητών τηλεφώνων διεξάγονται επικοινωνίες μεταξύ αστυνομικών που δεν υπόκεινται σε κανέναν μεταγενέστερο έλεγχο, πειθαρχικό ή ποινικό. Η επικοινωνία με εφαρμογές ιδιωτικής συνομιλίας επιτρέπει την «ιδιωτικοποίηση» των πληροφοριών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας και την εκμετάλλευσή τους προς ίδιον όφελος για εκβιασμούς, διαρροές στον Τύπο και άλλα αδικήματα. Παράλληλα, καθιστά τις πληροφορίες αυτές, που συνήθως περιέχουν προσωπικά δεδομένα πολιτών, εξαιρετικά ευάλωτες σε διαρροή και παραβίαση, υπονομεύοντας την ασφάλεια των δεδομένων. Με την αποφυγή της καταγραφής παρατηρείται συγκάλυψη εγκλημάτων, παράνομη επεξεργασία δεδομένων-τήρηση αρχείου σε ιδιωτικά τηλέφωνα υλικού που στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί παράνομα. Ιδιαίτερα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα και διαβαθμισμένες πληροφορίες καθίστανται ευάλωτες σε hacking υπονομεύοντας την ασφάλεια δεδομένων που παρέχουν κρυπτογραφημένες ασύρματες επικοινωνίες.
Το πρόβλημα της χρήσης κινητών από αστυνομικούς καθίσταται εντονότερο αν λάβουμε υπόψιν το Project Smart Policing που υλοποιείται από το 2019. Πρόκειται για σύμβαση μεταξύ της εταιρείας Intracom και της ΕΛ.ΑΣ. που προβλέπει την προμήθεια τουλάχιστον χιλίων (1.000) έξυπνων κινητών (smartphones) με τα οποία θα πραγματοποιείται επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων (αποτυπώματα και φωτογραφίες). Πώς άραγε θα μπορεί να γνωρίζει ο ελεγχόμενος πολίτης ότι η συσκευή που διενεργείται ο έλεγχος δεν είναι ιδιωτική; Πώς εξασφαλίζεται η τήρηση της νομοθεσίας των προσωπικών δεδομένων και η εξασφάλιση ότι τα δεδομένα αυτά δεν θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς πολύ διαφορετικούς από αυτούς της νόμιμης επεξεργασίας για την διασφάλισης της τάξης και της ασφάλειας ; Για το συγκεκριμένο ζήτημα η Homo Digitalis έχει ήδη παρέμβει με επιστολή στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη του 2019 και με αίτηση στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την οποία ζήτησε γνωμοδότηση επί της σύμβασης[11].
Όπως γίνεται κατανοητό, η καταγραφή των επικοινωνιών των αστυνομικών επιχειρήσεων και η τήρηση αρχείου αναδεικνύεται σε κρίσιμο ζήτημα δημοκρατίας.
Ήδη με το υπάρχον πλαίσιο οι πρακτικές που αναφέρθηκαν στο παρόν άρθρο ρυθμίζονται στην ελληνική νομοθεσία επισείοντας κυρώσεις. Εάν αστυνομικός προβεί σε δημοσιεύσεις παραβιάζοντας την υπηρεσιακή εχεμύθεια, τα απόρρητα, ή άλλους νόμους του κράτους (π.χ.προσωπικά δεδομένα), υπέχει πειθαρχική, αστική και ποινική ευθύνη, ανάλογα με τη βαρύτητα της κάθε περίπτωσης. Παρόλα αυτά, λείπει ένα πλαίσιο ρύθμισης των αστυνομικών επικοινωνιών που θα επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στη χρήση των μέσων επικοινωνίας, στις καταγραφές των επικοινωνιών και στην πρόσβαση των διοικουμένων-θιγομένων-θυμάτων.
Είναι επίσης κρίσιμο να οριστούν διατάξεις που θα προβλέπουν αποτελεσματικές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις αυτοτελώς για τη χρήση ιδιωτικών μέσων συνομιλίας και την παράνομη επεξεργασία δεδομένων από αστυνομικούς που τα έχουν αποκτήσει στα πλαίσια της υπηρεσίας τους. Η αρχή της σκοπιμότητας δεν έχει θέση στην άσκηση της αστυνομικής εξουσίας όσον αφορά τις επικοινωνίες και τα δεδομένα τους. Αντίθετα, η τήρηση της αρχής της νομιμότητας στις διαδικασίες αυτές συνιστά κρίσιμο διακύβευμα Δημοκρατίας.
[1] Bλ. Mike Davis , City of Quartz, Verso, 1990 σελ. 225
[2] Bλ. Crank John, Understanding police culture, Anderson publishing company Cincinnati Ohio, 1998
[3] Bλ. Kevin Αmendola, Αssessing law enforcement ethics, Police foundation, Washington DC
[4] «1. Στους Αστυφύλακες, Υπαρχιφύλακες και Αρχιφύλακες των Υπηρεσιών που ασκούν άμεση αστυνόμευση χορηγείται από την Υπηρεσία Αστυνομικό σημειωματάριο, στο οποίο καταχωρίζουν σημειώσεις για εγκλήματα, δυστυχήματα, πυρκαγιές, δημόσιες συναθροίσεις, βλάβες οδών ή διαφόρων εγκαταστάσεων, παραβάσεις διαφόρων νόμων ή αστυνομικών διατάξεων, παράπονα πολιτών, πληροφορίες και οποιοδήποτε άλλο γεγονός ή περιστατικό αστυνομικής φύσης”. Με βάση τα σημειωματάρια αυτά γίνεται η σχετική εγγραφή στο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων και συντάσσονται οι σχετικές μηνύσεις όταν απαιτείται. Το Αστυνομικό σημειωματάριο αποτελεί επίσημο στοιχείο και όταν εξαντλείται παραδίδεται στην Υπηρεσία. Μετά πάροδο πενταετίας από την εξάντλησή του καταστρέφεται, εφόσον ο κάτοχός του δεν πρόκειται να εξετασθεί σε δικαστήρια για υποθέσεις, που έχουν καταχωρηθεί σ` αυτό.»
[5] https://www.gov.gr/ipiresies/polites-kai-kathemerinoteta/bebaioseis-kai-antigrapha/antigrapho-telephonikes-kleses-sten-amese-drase
[6] Βλ. https://www.tovima.gr/2011/12/09/society/aorates-entoles-apo-ti-gada-sta-mat-stis-diadilwseis/
[7] Βλ. https://eleftherostypos.gr/ellada/111356-apokleistiko-kryfes-entoles-meso-kiniton-se-astynomikoys-gia-epembaseis-se-vip-ekdiloseis
[8] https://www.alfavita.gr/koinonia/361563_meso-viber-oi-entoles-tis-elas-sti-dias
[9] Βλ. https://eleftherostypos.gr/ellada/388769-omologoyn-oti-oi-asyrmatoi-tis-el-as-einai-boyboi
[10] Bλ. https://insidestory.gr/article/eyalotoi-se-epitheseis-oi-asyrmatoi-tis-ellinikis-astynomias
[11] Βλ. επιστολή σε Υπουργό https://homodigitalis.gr/posts/5125/ και αίτηση σε ΑΠΔΠΧ https://homodigitalis.gr/posts/5260/
*Ο Σπύρος Τζουανόπουλος είναι δικηγόρος και ανεξάρτητος ερευνητής. Το ερευνητικό του ενδιαφέρον εστιάζεται σε ζητήματα ποινικής καταστολής και τεχνολογιών επιτήρησης-διαχείρισης της ζωής στην πόλη.