Το δικαίωμα να αποσυνδεθείς από την τηλεργασία

Γράφουν οι Βανέσα Ματσούκα* και Κωνσταντίνος Κακαβούλης**

«Έτοιμα τα ποπ κορν;»

«Ναι, βάλε την ταινία».

Ο Δημήτρης πάτησε το play και πήρε τη θέση του στον καναπέ. Η Αγγελική έκατσε δίπλα του. Είχαν πολλές μέρες να κάνουν κάτι οι δυό τους, καθώς δουλεύουν πολλές ώρες, ακόμα και μέσα στην καραντίνα. Ήταν 10 η ώρα, Παρασκευή βράδυ, και επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν μια ταινία μαζί.

Με το που ξεκίνησαν οι τίτλοι αρχής, εμφανίστηκε ειδοποίηση στο laptop του Δημήτρη. E-mail από το manager του. Η Αγγελική δυσανασχέτησε. Ο Δημήτρης προσποιήθηκε ότι δεν έγινε τίποτα και την πήρε αγκαλιά.

Ένα τέταρτο αργότερα, το κινητό του δονήθηκε. Μήνυμα από το manager του. Ο Δημήτρης σηκώθηκε. Ζήτησε συγγνώμη και είπε ότι έπρεπε να απαντήσει.

Η Αγγελική δυσανασχέτησε πιο έντονα. Είχαν ήδη δουλέψει 10 ώρες εκείνη την ημέρα και δούλευαν ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό. Δεν μπορούσαν να έχουν λίγο χρόνο για τους εαυτούς τους;

«Αν δεν είχαμε lockdown και δούλευες κανονικά από το γραφείο, τέτοια ώρα δε θα ήμασταν έξω για ποτό ή σινεμά;»

Ο Δημήτρης δεν ήξερε τι να πει.

«Αν ήμασταν έξω για ποτό, θα απαντούσες στα emails σου;», τον ρώτησε η Αγγελική.

Ο Δημήτρης παρέμεινε άφωνος κοιτάζοντας μία το κινητό του και μία την Αγγελική.

«Και αν είχαμε πάει σινεμά, θα το είχες κλείσει. Άρα γιατί τώρα να πρέπει να απαντήσεις;», επέμεινε η κοπέλα του.

«Μα τώρα είμαστε σπίτι και το ξέρει ότι είμαι σπίτι. Ξέρει ότι έχω πρόσβαση στο κινητό και το λάπτοπ μου συνέχεια», βρήκε το θάρρος να πει ο Δημήτρης.

«… και αυτό δηλαδή σημαίνει ότι πρέπει να απαντάς στα emails της δουλειάς 4 ώρες αφού έχει τελειώσει το ωράριό σου;»

 

Η Αγγελική είχε δίκιο. Αν βρισκόταν σε κάποια άλλη χώρα, ο Δημήτρης ίσως είχε κατοχυρωμένο δικαίωμα να μην διαβάσει, απαντήσει ή ασχοληθεί με οποιοδήποτε email ή μήνυμα λάμβανε από τη δουλειά του μετά το τέλος του ωραρίου εργασίας του.

 

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, και φυσικά με περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση.

 

Στη Γαλλία και στην Ιταλία το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι» (‘the right to disconnect’) είναι ήδη κατοχυρωμένο με εθνικούς νόμους από το 2017. Σε χώρες όπως η Γερμανία, παρότι δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία, πολλές εταιρείες έχουν εντάξει το σχετικό δικαίωμα στις εσωτερικές τους πολιτικές. Μάλιστα, το 2013 το Γερμανικό Υπουργείο Εργασίας απαγόρευσε στους προϊσταμένους του Υπουργείου να στέλνουν μηνύματα και emails στους εργαζομένους του Υπουργείου εκτός ωραρίου εργασίας.

Το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι σημαίνει πρακτικά ότι ο εργαζόμενος δικαιούται να αποσυνδεθεί πλήρως από οποιονδήποτε εταιρικό λογαριασμό email ή από οποιαδήποτε εφαρμογή χρησιμοποιεί η εταιρεία ή ο οργανισμός, στον οποίο εργάζεται, όταν δεν βρίσκεται εντός του ωραρίου εργασίας του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης του δεν μπορεί να έχει καμία απαίτηση ο εργαζόμενος να διαβάσει ή να απαντήσει σε οποιοδήποτε μήνυμα λάβει εκτός του ωραρίου εργασίας του.

Περισσότερο από το 1/3 των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργάζονται πλέον από το σπίτι εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, είναι πλέον εμφανές ότι η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων απαιτεί νέες ρυθμίσεις. Στην κατεύθυνση αυτή, οι Ευρωβουλευτές με απόφαση της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ζήτησαν πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προτείνει μια Ευρωπαϊκή Οδηγία, η οποία θα ανανεώνει το πλαίσιο της τηλεργασίας στην ΕΕ και θα κατοχυρώνει το «δικαίωμα να αποσυνδέεσαι». Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.

Η μη κατοχύρωση του δικαιώματος στην αποσύνδεση από την εργασία συνδέεται με περισσότερες ώρες δουλειάς, συνεπώς και περισσότερες ώρες μπροστά από κάποια οθόνη. Δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους που δουλεύουν με τηλεργασία λόγω της πανδημίας, αλλά και όλους εκείνους που δουλεύουν με τηλεργασία σε μόνιμη βάση. Η πίεση που δημιουργείται από τους εργοδότες να είμαστε διαρκώς διαθέσιμοι και προσβάσιμοι επειδή εργαζόμαστε από το σπίτι έχει συνέπειες για τον εργαζόμενο και κατ’ επέκταση και την εταιρία. Όταν κάποιος είναι διαθέσιμος διαρκώς, αναμφίβολα θα οδηγηθεί στο burnout ενώ η αποδοτικότητά του θα είναι πολύ χαμηλή.

Οι αρνητικές συνέπειες της πολύωρης χρήσης των οθονών είναι γνωστές, από τα μυοσκελετικά προβλήματα ως τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να προκληθούν. Η παραγωγική σκέψη είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που οι περισσότεροι εργοδότες αναζητούν από το προσωπικό τους και η οποία αναπτύσσεται όταν κανείς είναι αποσυνδεδεμένος και ασχολείται με άλλες δραστηριότητες, εκτός δουλειάς. Οι πιο παραγωγικές χώρες της Ευρώπης, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ιρλανδία, έχουν εφαρμόσει το πιο “απλό” μοντέλο εργασίας και φαίνεται ότι έχουν βρει τον τρόπο που ωφελεί και τις δύο πλευρές. Ανακάλυψαν ότι οι ώρες που αφιερώνουμε στην εργασία μας είναι πιο σημαντικό να είναι αποδοτικές και να είμαστε συγκεντρωμένοι, παρά να είναι αριθμητικά πολλές. Μάλιστα, φαίνεται ότι πολλές πολυεθνικές έχουν ξεκινήσει να υποστηρίζουν το δικαίωμα στην αποσύνδεση δοκιμάζοντας ένα μοντέλο συνδυαστικής εργασίας σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ίσως το δικαίωμα να αποσυνδέεσαι κατοχυρωθεί σύντομα και στη χώρα μας. Το νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει το ελληνικό Υπουργείο Εργασίας για την τηλεργασία, καθώς και η σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία, που θα προτείνει σύντομα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να δώσουν στο Δημήτρη το δικαίωμα να απολαμβάνει ανενόχλητος την ταινία του με την Αγγελική την Παρασκευή το βράδυ και να σε όλους μας τη δυνατότητα να εργαζόμαστε από το σπίτι με λιγότερο άγχος και να απολαμβάνουμε τον ελεύθερο χρόνο μας.

 

Το άρθρο δημιουργήθηκε από κοινού από την ομάδα της Homo Digitalis & του Digital Detox Experience.  

*Η Βανέσα Ματσούκα είναι ιδρύτρια του Digital Detox Experience. 

**Ο Κωνσταντίνος Κακαβούλης είναι δικηγόρος και συνιδρυτής της Homo Digitalis.


Η Αξία της Διαδικτυακής Ανωνυμίας

Θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική η χρήση πραγματικών ονομάτων στο Διαδίκτυο;

Γράφει η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη*

 

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο είναι μια σημαντική αρχή ενός ελεύθερου και ανοιχτού Διαδικτύου. Ιδιαίτερα σε μία εποχή συνεχούς ταυτοποίησης, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα άτομο δεν θα ήθελε να είναι αναγνωρίσιμο στο Διαδίκτυο.

Ο David Kaye, ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την προώθηση και την προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία γνώμης και έκφρασης, τόνισε οτι η διαδικτυακή ανωνυμία «έχει γίνει απαραίτητη για την άσκηση της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας της έκφρασης».

Η ανωνυμία είναι πολύτιμη διότι επιτρέπει στους ανθρώπους να αναζητούν ελεύθερα πληροφορίες, να συμμετέχουν σε πολιτικές συζητήσεις, να αναπτύσσουν ιδέες και να εκφράζονται ελεύθερα χωρίς τον φόβο των επιπτώσεων.

Θεωρείται θεμελιώδης για τη συζήτηση αμφιλεγόμενων θεμάτων και γενικότερα για την ποικιλομορφία των φωνών. Ο φόβος της αναγνώρισης μπορεί να «παγώσει» την ελευθερία έκφρασης και να οδηγήσει σε αυτολογοκρισία.

Η ανωνυμία ειναι επίσης μια βασική προϋπόθεση για το «whistleblowing», ώστε ο whistleblower να μπορεί να δράσει χωρίς φόβο.

Επιπλέον, η ανωνυμία αποτελεί πτυχή της ιδιωτικής ζωής. Δεν χρειάζεται να είναι δημόσια όλα όσα κάνουμε στο Διαδίκτυο.

Η ανωνυμία είναι σημαντική προκειμένου να αποφευχθεί η εκτεταμένη παρακολούθηση τόσο από ιδιωτικούς όσο και από δημόσιους φορείς. Διαφορετικά, θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να συνδυάσουν πληροφορίες που αφορούν τους χρήστες και έτσι να τους ξεχωρίσουν από το πλήθος.

Υπάρχει, ωστόσο, ελάχιστη διεθνής συναίνεση σχετικά με την προστασία της ανωνυμίας, όπου ορισμένα κράτη τείνουν να περιορίζουν την ανωνυμία περισσότερο από άλλα.

Στην Ευρώπη, η προστασία της διαδικτυακής ανωνυμίας απορρέει από τα δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και την ελευθερία της έκφρασης. Η προστασία της ανωνυμίας, αν και πολύ σημαντική, δεν μπορεί να είναι απόλυτη και μπορεί να περιοριστεί για την προστασία άλλων συμφερόντων.

Η Νότια Κορέα το 2007 είχε εφαρμόσει νόμο που περιόριζε την διαδικτυακή ανωνυμία, απαιτώντας μια διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας του χρήστη. Όμως, η ασφάλεια των δεδομένων παραβιάστηκε αρκετές φορές και οι προσωπικές πληροφορίες εκατομμυρίων χρηστών διέρρευσαν.

Ο νόμος στη συνέχεια καταργήθηκε, καθώς το δημόσιο συμφέρον δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να δικαιολογήσει περιορισμούς στο δικαιώμα ελευθερίας της έκφρασης. Ο νόμος δεν πέτυχε να σταματήσει τα καταχρηστικά και προσβλητικά σχόλια στο Διαδίκτυο, ενώ αναγνωρίστηκε ότι ορισμένες παράπλευρες επιπτώσεις της διαδικτυακής ανωνυμίας είναι απλώς αναπόφευκτες.

Παρόμοιες πολιτικές για τον περιορισμό της ανωνυμίας στο Διαδίκτυο συζητούνται στην Ευρώπη.

Τον Απρίλιο του 2019, η αυστριακή κυβέρνηση πρότεινε ένα νομοσχέδιο με στόχο την καταπολέμηση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους το οποίο θα απαιτούσε από τους χρήστες να παρέχουν την πραγματική τους ταυτότητα στις πλατφόρμες.

Σχετικά με το θέμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI), η οποία είναι ένα σημαντικό όργανο παρακολούθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόνισε ότι «οποιοσδήποτε περιορισμός των ελευθεριών (των χρηστών) πρέπει να είναι ανάλογος προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό και να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, όπως απαιτείται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

Η διαδικτυακή ανωνυμία, όμως, εκτός από την νομοθεσία ενός κράτους, μπορεί να περιοριστεί και από ιδιωτικούς φορείς.

Για παράδειγμα, το Google+ είχε εφαρμόσει πολιτική πραγματικού ονόματος, η οποία κατόπιν έντονων αντιδράσεων καταργήθηκε. Tο Twitter δίνει την δυνατότητα σε κάποιους χρήστες να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα τους και να λάβουν το χαρακτηριστικό μπλε σήμα επαλήθευσης, χωρίς όμως να απαγορεύει την ανωνυμία.

Το Facebook, ωστόσο, απαγορεύει την διαδικτυακή ανωνυμία και υποστηρίζει ότι η πολιτική του που απαιτεί «αυθεντική ταυτότητα» κρατά τους χρήστες ασφαλείς. Ο Mark Zuckerberg έχει υποστηρίξει σθεναρά αυτή την άποψη και έχει δηλώσει ότι «το να έχεις δύο ταυτότητες είναι…έλλειψη ακεραιότητας».

Απαιτεί έγγραφα ταυτοποίησης για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του χρήστη ή κλείνει λογαριασμούς για τη χρήση ψευδωνύμων.

Ακόμη και αν ο χρήστης μπορεί να χρησιμοποιήσει ονόμα πέραν αυτού που αναγράφεται στην ταυτότητα του (τουλάχιστον μέχρι να γίνει αναφορά από κάποιον άλλο χρήστη ή να ανιχνευθεί από το ίδιο το Facebook), η μη χρήση πραγματικών ονομάτων παραβιάζει τους Όρους Παροχής Υπηρεσιών.

Ταυτόχρονα, όμως, μια τέτοιου είδους πολιτική επιτρέπει στους παρόχους να προσωποποιήσουν ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες τους και έτσι να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Οι «αντίπαλοι» της ανωνυμίας υποστηρίζουν ότι χωρίς αυτήν οι χρήστες θα είχαν περισσότερο αυτοέλεγχο και θα ήταν πιο πολιτισμένοι.

Ωστόσο, η ανωνυμία δεν είναι άμεσος παράγοντας κακής ή ανεύθυνης συμπεριφοράς. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι πολιτικές πραγματικού ονόματος δεν επιτυγχάνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντίθετα, προκύπτει ότι οι χρήστες είναι εξίσου (ή και περισσότερο) επιθετικοί όταν χρησιμοποιούν τα ονόματά τους.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Facebook, παρά την πολιτική του, ανέφερε το 2019 μια τεράστια ποσότητα καταχρηστικού περιεχομένου, το οποίο κυκλοφόρησε από χρήστες που συχνά ενεργούσαν με πλήρη ονόματα.

Τέλος, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιβολή του νόμου, οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται εκ των προτέρων και αδιακρίτως σε όλους τους χρήστες.

Μια τέτοια εκ των προτέρων αντιμετώπιση φαίνεται να μην είναι κατάλληλη για το διαδικτυακό περιβάλλον, αφού μπορεί να περιορίσει δυσανάλογα τα δικαιώματα των χρηστών στην ελευθερία έκφρασης και στην ιδιωτικότητα.

Επιπλέον, ο περιορισμός της ανωνυμίας μπορεί να δράσει υπέρ των μεγάλων πλατφόρμων, δίνοντάς τους, παρά την κακή τους φήμη, ακόμη περισσότερα δεδομένα.

Η επιβολή του νόμου είναι ευρέως εφικτή, με τη «μη ανιχνεύσιμη ανωνυμία» να ισχύει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, ακόμα και με εργαλεία όπως το Tor ή VPN. Όταν χρησιμοποιούμε το Διαδίκτυο, αφήνουμε ψηφιακά αποτυπώματα με τα οποία μπορεί να γίνει η ταυτοποίηση μας (π.χ. από IP διευθύνσεις και παρακολούθηση διαδικτυακής κίνησης).

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η διαδικτυακή ανωνυμία θεωρείται περιορισμένη και χαρακτηρίζεται συχνά ως μια «ψευδαίσθηση».

Επιπλέον, η προστασία της ανωνυμίας δεν είναι απόλυτη.  Αποτελεί σχετικό δικαίωμα και μπορεί να περιοριστεί.

Επομένως, ο προληπτικός και αδιάκριτος περιορισμός της διαδικτυακής ανωνυμίας επηρεάζει όλους τους χρήστες χωρίς καμία εγγύηση για ουσιαστικά οφέλη.

Αντιθέτως, η εκ των προτέρων διαδικτυακή ανωνυμία (ή «anonymity by default») μπορεί να προωθήσει μεγαλύτερη ιδιωτικότητα και ελευθερία έκφρασης. Εξάλλου, κάθε προεπιλογή θα πρέπει να προσφέρει το υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας της ιδιωτικότητας.

Η συλλογή δεδομένων θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση, όχι τον κανόνα. Ωστόσο, η επιβεβαίωση ταυτότητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εκ των υστέρων για τη μη συμμορφούμενη συμπεριφορά των χρηστών ή και εθελοντικά από χρήστες που δεν επιθυμούν ανώνυμη επικοινωνία.

Η ανωνυμία στο Διαδίκτυο δεν είναι μόνο για εκείνους που έχουν κακές προθέσεις. Είναι σημαντική για όλους μας και αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της διαδικτυακής μας ταυτότητας. Ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς προσπαθούν να περιορίσουν την ανωνυμία και να μας «σκιαγραφήσουν» τόσο ως καταναλωτές όσο και ως πολίτες.

Ειδικά σε περιόδους πανδημίας και μεγάλης αβεβαιότητας, η διαδικτυακή ανωνυμία πρέπει να προστατεύεται, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δικαιώματά μας χωρίς παραβιάσεις. Παρά την συνήθη παρανόηση, η ανωνυμία μπορεί να συμβάλει στην ασφάλειά μας και όχι το αντίστροφο.

 

*Η Ηλιάνα Παιχνιδιάρη είναι απόφοιτη Νομικής Αγγλίας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (Innovation, Technology and the Law LLM) από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Ασχολείται με την σχέση μεταξύ νόμου και τεχνολογίας και με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Citron D K, Hate Crimes in Cyberspace (Harvard University Press 2014)
  2. Cross M, Social Media Security (Syngress–Elsevier 2014)
  3. Rotenburg M, Horwitz J and Scott J, Privacy in the Modern Age: The Search for Solutions (The New Press 2015)
  4. Woo, J, Na, H, Choi, J, ‘An Empirical Analysis of the Effect of the Real-Name System on Internet Bulletin Boards: How the Real-Name System and User Characteristics Influence the Use of Slanderous Comments and Swear words’ (2010) 48 Seoul National University 71


Τι μας νοιάζει το -κάθε- 13033;

Του Πέτρου Τερζή*

Κατά την επαναφορά του ειδικού αριθμού 13033 για την κατ’ εξαίρεση μετακίνηση των πολιτών διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά. Από τη δυνατότητα απαγόρευσης εξόδου σε πολίτες που «καταχρώνται» την αποστολή SMS, μέχρι για διαδηλωτές που μετακινήθηκαν προς την πορεία της 17ης Νοεμβρίου έχοντας στείλει SMS για το νοσοκομείο «Αλεξάνδρα».

Το δυσάρεστο με τέτοιες ειδήσεις είναι πως η χρήση της γλώσσας, οι ανάγκες του ρεπορτάζ και οι συγκυρίες από τις οποίες ανακύπτουν περιορίζουν αισθητά τη δυνατότητα μας να δούμε τα γεγονότα από άλλη ματιά. Πίσω, όμως, από τις επιγενόμενες εντυπώσεις για μέλη κομματικής οργάνωσης που «προσποιούνται» ίωση για να κατέβουν στην πορεία, υπάρχουν ερωτήματα που ανεπαισθήτως διέφυγαν το δημόσιου διαλόγου.

  • Μπορούν να ξέρουν οι αρχές ποιοι πολίτες πάνε και πού;
  • Μπορεί, άραγε, το 13033 να αρνηθεί μετακινήσεις;
  • Έχει άλλος, πέραν της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, πρόσβαση στα SMS; Αν ναι, πώς, ποιος και γιατί;
  • Και κυρίως γιατί, ως πολίτες, μας νοιάζει το 13033;

Η Homo Digitalis έχει καιρό τώρα θέσει σειρά ερωτημάτων ζητώντας απαντήσεις στα τρία πρώτα ερωτήματα (δείτε εδώ). Μένει, λοιπόν, να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο τελευταίο.

Είναι δύσκολο, άβολο και σχεδόν άχαρο να βρει κάποιος,-α τη δύναμη να μιλήσει για προσωπικά δεδομένα εν μέσω μιας πανδημίας. Οι πολίτες φοβούνται για τις ζωές τους, οι ΜΕΘ αγκομαχούν μετρώντας αντίστροφα, άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να μπορούμε να φωνάξουμε αντίο, αποφάσεις λαμβάνονται επί του πιεστηρίου κι οι πολιτικές τίθενται σε εφαρμογή σε διάστημα λίγων ωρών ή ημερών. Άπαντες τρέχουν να προλάβουν το χρόνο, διαβάζουν ό,τι τους επιτρέπει η ημέρα, ενώ συζητούν και αποφασίζουν ασθμαίνοντας ελπίζοντας στο καλύτερο.

Οποιαδήποτε προσπάθεια αντι-λόγου συναντά το Γολγοθά του λόγου που δικαιολογημένα φωνάζει «πρέπει να σώσουμε ζωές». Και είναι τόσο ισχυρό το ηθικό και πολιτικό βάρος αυτού του λόγου, που καθιστά κολοσσιαία την προσπάθεια να συγκροτηθεί αποτελεσματικά ένας επωφελής για το δημόσιο συμφέρον αντί-λογος.

Σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία, οργανώσεις από όλο τον κόσμο προσπάθησαν και -σε μεγάλο βαθμό- πέτυχαν να περιορίσουν συστήματα ηλεκτρονικής καταγραφής δεδομένων  για την καταπολέμηση της πανδημίας. Μια συλλογική τέτοιων δράσεων μπορείτε να διαβάσετε εδώ, στην ανοιχτή έκδοση του MeatSpace Press με τίτλο ‘Data Justice and Covid-19: Global Perspectives’. Τα ερωτήματα, λοιπόν, της Homo Digitalis πρέπει να διαβαστούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο.

  • Γιατί, λοιπόν, μας νοιάζει το 13033; Γιατί, εν μέσω πανδημίας, να καθόμαστε να ψάχνουμε ποιος κοιτάει πόσο συχνά στέλνουμε μηνύματα ή τί κάνουμε όταν δηλώνουμε ότι πάμε σουπερμάρκετ;

Όσοι μάχονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, έχουν μάθει να φοβούνται τις περιόδους «εκτάκτων συνθηκών». Ξέρουν καλά ότι οι θεσμοί, οι τακτικές και οι δομές που δημιουργούνται εξ αφορμής τους, δεν ξεριζώνονται εύκολα με το πέρας τους. Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι στα αεροδρόμια, για παράδειγμα, ή η εγκατάσταση καμερών σε κάθε γωνιά ιδιωτικού και δημόσιου χώρου δεν προέκυψαν σταδιακά και σε βάθος δεκαετιών έπειτα από εξαντλητική συζήτηση μεταξύ θεσμών και πολιτών για το πώς οραματίζεται ο καθένας την οργάνωση και το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών. Αντίθετα, τις εξελίξεις επιτάχυνε το κύμα «καταπολέμησης της τρομοκρατίας». Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο, το οπλοστάσιο μαζικής παρακολούθησης πολιτών που κατέχουν οι ΗΠΑ, χρονολογείται από την περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου κι ό,τι γνωρίζουμε για τη λειτουργία του το οφείλουμε στον Έντουαρντ Σνόουντεν, πρώην υπάλληλο της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ που αποφάσισε μια δεκαετία μετά να σπάσει τη σιωπή του.

  • Θα κρατήσει η παρούσα κυβέρνηση, μετά την πανδημία πολιτικές παρακολούθησης και δημόσιας τάξης που θέσπισε για την καταπολέμησή της;

Μάλλον όχι.

  • Θα προχωρήσει η παρούσα κυβέρνηση μετά την πανδημία σε πολιτικές έκτακτης ανάγκης για άλλους σκοπούς, που θα «δικαιολογούν» την επαναφορά του 13033;

Σχεδόν αποκλείεται.

  • Υπάρχει περίπτωση, στο μέλλον, να υπάρξει κυβέρνηση η οποία επικαλουμένη τη δική της «έκτακτη ανάγκης» θα θελήσει να επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας;

Δεν αποκλείεται.

  • Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο, θα υπάρχει η εμπειρία και ένα νομιμοποιητικό «ιστορικό προηγούμενο» να αναπτυχθεί ένα 13033;

Ναι.

Είναι αυτό ακριβώς το «ναι» που κάνει, νομίζω, την προσπάθεια να αξίζει τον κόπο.

Για αυτό ακριβώς το «ναι» αξίζει να βρίσκουμε το πολιτικό και ψυχικό σθένος να μιλάμε για προσωπικά δεδομένα όχι «ακόμα και αν» αλλά «ειδικά» εν μέσω εκτάκτων συνθηκών.

Πρέπει να διασφαλίσουμε πως ό,τι φτιαχτεί για την καταπολέμηση της κρίσης θα αυτοκαταστραφεί με το πέρας της και ό,τι περιορίζει τώρα τις ελευθερίες μας δε θα μπορέσει να καταγραφεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως κάτι που μπορεί να ξανασυμβεί.

Σε μια περίοδο κατά την οποία οι τεχνολογίες παρακολούθησης, αιμοδοτούμενες από τεράστια κεφάλαια επενδυτικών funds, εξελίσσονται ραγδαία και σε μια περίοδο που τεχνολογικοί γίγαντες θεμελιώνουν το εταιρικό τους μοντέλο στο εμπόριο των δικών μας δεδομένων, ο αγώνας για την προστασία της ατομικής μας ταυτότητας και αυτονομίας είναι εξ ορισμού άνισος.

Προσθέστε, τώρα, στην εξίσωση τον παράγοντα «κρίση», και το πρόβλημα πια σε προσκαλεί να το παρατήσεις.

Αναδεικνύοντας, όμως, τις πολιτικές απαρχές του δικαιώματος για την προστασία της ιδιωτικότητας, οι «έκτακτες συνθήκες» εκτός από το να την παραβιάζουν, καταφέρνουν να μας υπενθυμίζουν το αξιακό της βάρος.

Γιατί αν και λέγονται «προσωπικά» τα δεδομένα και το δικαίωμα βαφτίστηκε ως «ιδιωτικότητα», στο τέλος της ημέρας αυτό που προστατεύεται είναι το «συλλογικό» και μαζί του  η κοινή μας προσπάθεια να μη σπάσει ο αρμός που υποστηρίζει τα θεμέλια της δημοκρατίας μας.

Διαβάστε, λοιπόν εδώ την επιστολή της Homo Digitalis και όσες δράσεις της ακολουθήσουν, ως μια τέτοια μικρή συνεισφορά σε μία κοινή προσπάθεια που γνώμονα έχει την ποιότητα της συλλογικής μας ταυτότητας όχι μόνο εν μέσω πανδημίας, αλλά κυρίως μετά, πολύ μετά το πέρας της.

 *Ο Πέτρος Τερζής, συνιδρυτής του Pandemos Project, εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο του Winchester με τίτλο ‘Who, then, in law is my neighbour: Judgment, responsibility and harm in the onlife world’. Eίναι μέλος της Homo Digitalis από τον Ιανουάριο του 2020.