NIS2, GDPR και Ανθεκτικότητα: Διδάγματα από την Επανάσταση του 1821
Γράφει ο Τάσος Αραμπατζής
Η κυβερνοασφάλεια και η προστασία προσωπικών δεδομένων είναι δύο άρρηκτα συνδεδεμένες έννοιες στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) και την Οδηγία NIS2, θέτει αυστηρά πλαίσια για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, την διαχείριση των κινδύνων φυσικών και ψηφιακών, και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων υποδομών.
Ωστόσο, παρά τις ομοιότητες, πολλές επιχειρήσεις και οργανισμοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις δύο ρυθμίσεις ως ξεχωριστές υποχρεώσεις συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα αυξημένο κόστος και πολυπλοκότητα. Ωστόσο, οι μεμονωμένες τακτικές οδηγούν σε σπατάλη πόρων και σε αβέβαια αποτελέσματα, ένα μάθημα που ως χώρα το έχουμε μάθει από την εποχή της Επανάστασης του 1821.
Όταν οι Έλληνες αποφάσισαν να αποκτήσουν ενιαία στρατηγική απέναντι στον κοινό εχθρό, η Επανάσταση πήρε μία εντελώς διαφορετική τροπή οδηγώντας στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος του 1830. Αυτό το μάθημα βρίσκει απόκριση και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της συμμόρφωσης με μία πληθώρα κανονιστικών απαιτήσεων.
Μια ενιαία στρατηγική διακυβέρνησης μπορεί να συμβάλει στη μείωση αυτών των προκλήσεων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων και ανθεκτικότητας απέναντι σε κυβερνοαπειλές.
Τι είναι η Οδηγία NIS2 και γιατί είναι σημαντική;
Η Οδηγία NIS2 (Network and Information Security Directive 2) αποτελεί την αναβαθμισμένη εκδοχή του αρχικού NIS, με στόχο την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας και της ανθεκτικότητας κρίσιμων υποδομών στην Ευρώπη.
Οι βασικές αλλαγές του NIS2 περιλαμβάνουν:
Διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής: Περιλαμβάνει πλέον περισσότερους τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η διαχείριση υδάτων, η ενέργεια, οι τράπεζες, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι πάροχοι ψηφιακών υπηρεσιών.
Αυστηρότερες απαιτήσεις ασφάλειας: Οι οργανισμοί πρέπει να υιοθετήσουν στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων που περιλαμβάνουν μέτρα όπως έλεγχος πρόσβασης, κρυπτογράφηση, διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας και ανθεκτικότητα σε κυβερνοεπιθέσεις.
Υποχρέωση αναφοράς περιστατικών: Οι επιχειρήσεις πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τις αρμόδιες αρχές για κυβερνοεπιθέσεις που μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία τους.
Αυστηρότερα πρόστιμα: Οι διοικήσεις οργανισμών φέρουν πλέον προσωπική ευθύνη για την εφαρμογή πολιτικών κυβερνοασφάλειας, με κυρώσεις που μπορούν να αγγίξουν το 2% του ετήσιου κύκλου εργασιών ή 10 εκατ. ευρώ.
NIS2 και GDPR: Συγκλίσεις και Αποκλίσεις
Το NIS2 και ο GDPR στοχεύουν αμφότερα στην προστασία δεδομένων, και αυτό είναι απόλυτα λογικό εάν αναλογιστούμε την σημασία των δεδομένων – προσωπικών και εταιρικών – στην διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εντούτοις, προσεγγίζουν το ζήτημα από διαφορετικές οπτικές:
Κοινά σημεία | |
Διαχείριση κινδύνων και προστασία δεδομένων | Αμφότεροι οι κανονισμοί απαιτούν από τους οργανισμούς να λαμβάνουν μέτρα προστασίας για την αποφυγή διαρροής ή παραβίασης δεδομένων. |
Υποχρέωση αναφοράς περιστατικών | Οι επιχειρήσεις οφείλουν να αναφέρουν σοβαρά περιστατικά ασφαλείας στις αρμόδιες αρχές (DPA για τον GDPR, CSIRT/National Competent Authorities για το NIS2). |
Πρόστιμα και κυρώσεις | Η μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά πρόστιμα και νομικές επιπτώσεις. |
Διαφορές | |
Εστίαση | Ο GDPR προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα φυσικών προσώπων, ενώ ο NIS2 εστιάζει στην ασφάλεια των δικτύων και πληροφοριακών συστημάτων κρίσιμων υποδομών. |
Υποχρεώσεις συμμόρφωσης | Ο GDPR απαιτεί την εφαρμογή αρχών προστασίας δεδομένων (data minimization, purpose limitation), ενώ ο NIS2 απαιτεί ενισχυμένα μέτρα κυβερνοασφάλειας (ανθεκτικότητα συστημάτων, διαχείριση εφοδιαστικής αλυσίδας). |
Η Ανάγκη για Ενιαία Διακυβέρνηση της Συμμόρφωσης
Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς που καλύπτονται τόσο από τον GDPR όσο και από το NIS2 συχνά υιοθετούν ξεχωριστές στρατηγικές συμμόρφωσης, κάτι που αυξάνει την πολυπλοκότητα και το λειτουργικό κόστος.
Αντί αυτού, η προσέγγιση της ενιαίας διακυβέρνησης της συμμόρφωσης μπορεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα:
Μείωση κόστους: Αντί για πολλαπλά, παράλληλα compliance προγράμματα, οι οργανισμοί μπορούν να ενοποιήσουν τις πολιτικές τους και να αξιοποιήσουν κοινές δομές (π.χ. Security Operations Centers – SOCs, Risk Management Frameworks).
Απλοποίηση διαδικασιών: Η δημιουργία ενός ενιαίου προγράμματος διαχείρισης κινδύνου που συνδυάζει τις απαιτήσεις του GDPR και του NIS2 μπορεί να μειώσει τη γραφειοκρατία και να επιταχύνει τη συμμόρφωση.
Ενίσχυση της ανθεκτικότητας: Η ενσωμάτωση πρακτικών κυβερνοασφάλειας στο πλαίσιο προστασίας δεδομένων διασφαλίζει ότι τα προσωπικά δεδομένα προστατεύονται όχι μόνο νομικά, αλλά και τεχνικά.
Ενδυνάμωση του ρόλου των DPOs και CISOs: Αντί να λειτουργούν ανεξάρτητα, οι Υπεύθυνοι Προστασίας Δεδομένων (DPOs) και οι Διευθυντές Κυβερνοασφάλειας (CISOs) μπορούν να συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών στόχων.
Η Επιτυχία Βρίσκεται στην Στρατηγική: Τι Μας Διδάσκουν οι Ήρωες του 1821
Η 25η Μαρτίου 1821 σηματοδοτεί τον αγώνα για ελευθερία, ανεξαρτησία και ανθεκτικότητα απέναντι στις απειλές. Σήμερα, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί βρίσκονται σε μια διαφορετική μάχη—την προστασία των δεδομένων και της επιχειρησιακής τους συνέχειας απέναντι σε κυβερνοαπειλές.
Όπως τότε, η επιτυχία δεν έγκειται μόνο στην άμυνα, αλλά στη στρατηγική, τη συνεργασία και την προετοιμασία. Ο NIS2 και ο GDPR δεν πρέπει να θεωρούνται εμπόδια, αλλά ασπίδα προστασίας απέναντι σε έναν ψηφιακό εχθρό που εξελίσσεται διαρκώς. Η υιοθέτηση μιας ενιαίας στρατηγικής διακυβέρνησης είναι το κλειδί για την ανθεκτικότητα, εξασφαλίζοντας ότι οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα, ακόμα και μπροστά στις μεγαλύτερες προκλήσεις.
Τα παρακάτω ερωτήματα θα πρέπει να είναι στο πίσω μέρος του μυαλού όλων των στελεχών των επιχειρήσεων:
- Πώς μπορεί η δική σας επιχείρηση να οχυρωθεί απέναντι στις κυβερνοαπειλές και να διασφαλίσει τη συνέχειά της;
- Ποιες στρατηγικές ανθεκτικότητας μπορείτε να υιοθετήσετε σήμερα για να προστατεύσετε τα δεδομένα και τις υποδομές σας;
Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η ανθεκτικότητα και η αποφασιστικότητα είναι το κλειδί για την επιβίωση. Το ίδιο ισχύει και για την ψηφιακή εποχή.
Η Σαρακοστή και η Κυβερνοασφάλεια: Ένα Μάθημα Προετοιμασίας και Ανθεκτικότητας
Γράφει ο Τάσος Αραμπατζής
Η Σαρακοστή είναι μια περίοδος πνευματικής προετοιμασίας, εγκράτειας και εσωτερικού ελέγχου που οδηγεί στην κορύφωση του Πάσχα. Οι χριστιανοί καλούνται να ακολουθήσουν μια πορεία αυτοσυγκράτησης, μετάνοιας και ενίσχυσης της πνευματικότητάς τους μέσα από τη νηστεία, την προσευχή και τη φιλανθρωπία.
Εντούτοις, το άρθρο αυτό δεν είναι για να μιλήσουμε για νηστεία. Αν μεταφέρουμε αυτό το πλαίσιο στον επιχειρηματικό κόσμο, βλέπουμε ότι η προετοιμασία για ισχυρότερη κυβερνοασφάλεια και κανονιστική συμμόρφωση έχει πολλά κοινά σημεία με το νόημα της Σαρακοστής. Και στις δύο περιπτώσεις, ο δρόμος προς την επιτυχία απαιτεί πειθαρχία, αυτοαξιολόγηση και δέσμευση για συνεχή βελτίωση.
Σε αυτό το άρθρο, θα αναλύσουμε πώς οι βασικές αρχές της Σαρακοστής μπορούν να προσφέρουν ένα ισχυρό πλαίσιο προετοιμασίας για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να θωρακιστούν απέναντι σε κυβερνοαπειλές και να συμμορφωθούν με τις αυστηρότερες ρυθμίσεις που επιβάλλουν κανονιστικά πλαίσια όπως το NIS2, το DORA και το GDPR.
Αυτοαξιολόγηση: Η Σημασία της Ενδοσκόπησης
Κατά τη Σαρακοστή, οι πιστοί καλούνται να αναλογιστούν τις πράξεις τους και να εξετάσουν πού χρειάζονται βελτίωση. Ομοίως, οι επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν μια ειλικρινή ενδοσκόπηση της κυβερνοασφάλειάς τους.
- Πότε ήταν η τελευταία φορά που πραγματοποιήθηκε ένας πλήρης έλεγχος ασφάλειας;
- Υπάρχουν κενά στην πολιτική πρόσβασης ή στην προστασία ευαίσθητων δεδομένων;
- Κατά πόσο το ανθρώπινο δυναμικό είναι εκπαιδευμένο στις βέλτιστες πρακτικές ασφάλειας;
Η περίοδος της Σαρακοστής μάς υπενθυμίζει ότι μόνο με ειλικρινή αυτογνωσία μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά. Για τις επιχειρήσεις, η αυτοαξιολόγηση είναι το πρώτο βήμα προς την ανθεκτικότητα και τη συμμόρφωση.
Πειθαρχία και Εγκράτεια: Ενίσχυση της Ανθεκτικότητας
Η νηστεία της Σαρακοστής δεν αφορά μόνο τη διατροφική αποχή, αλλά και την αυτοσυγκράτηση από κακές συνήθειες και την καλλιέργεια θετικών στάσεων. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις πρέπει να επιδείξουν πειθαρχία και εγκράτεια στην εφαρμογή των πολιτικών κυβερνοασφάλειας:
- Περιορισμένη πρόσβαση (Zero Trust): Δεν χρειάζονται οι εργαζόμενοι ή οι συνεργάτες πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα. Η προσέγγιση Zero Trust απαιτεί αυστηρή διαχείριση ταυτοτήτων και δικαιωμάτων.
- Ελεγχόμενη χρήση τεχνολογιών: Οι ανεξέλεγκτες cloud εφαρμογές και οι shadow ΑΙ και IT πρακτικές μπορούν να εκθέσουν την εταιρεία σε κινδύνους. Μια πειθαρχημένη πολιτική περιορίζει τους τεχνολογικούς κινδύνους και προστατεύει από επιθέσεις χωρίς να επηρεάζει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα.
- Συμμόρφωση με τους κανονισμούς: Οι οργανισμοί πρέπει να αντιστέκονται στον πειρασμό των “γρήγορων λύσεων” που παρακάμπτουν τη συμμόρφωση. Μόνο με πειθαρχημένη εφαρμογή των προτύπων ασφάλειας θα αποφύγουν πρόστιμα και επιθέσεις.
Όπως η νηστεία οδηγεί σε εσωτερική ενδυνάμωση, έτσι και η συνεπής εφαρμογή πολιτικών κυβερνοασφάλειας ενισχύει την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων απέναντι στις απειλές.
Μετάνοια και Διορθωτικές Ενέργειες
Η Σαρακοστή είναι περίοδος μετάνοιας και αλλαγής, όπου οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τα λάθη τους και προσπαθούν να τα διορθώσουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι επιχειρήσεις.
Αν ένας οργανισμός έχει ήδη δεχθεί κυβερνοεπίθεση ή έχει παραβιάσει κανονισμούς, η «μετάνοια» μεταφράζεται σε διορθωτικές ενέργειες:
- Ανάλυση περιστατικών: Τι πήγε λάθος; Πώς μπορεί να αποφευχθεί στο μέλλον;
- Βελτίωση πολιτικών και διαδικασιών: Αν τα συστήματα απέτυχαν να σταματήσουν ή να περιορίσουν μία επίθεση, μήπως το πρόβλημα είναι διαδικασίες και απαιτείται αναβάθμιση της στρατηγικής ασφαλείας;
- Εκπαίδευση προσωπικού: Πολλές επιθέσεις συμβαίνουν λόγω ανθρώπινων λαθών. Πώς αισθάνονται οι υπάλληλοί σας απέναντι στην κυβερνοασφάλεια; Ένα καλά εκπαιδευμένο προσωπικό μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες λαθών και παραβιάσεων.
Η αληθινή «μετάνοια» για μια επιχείρηση είναι να μαθαίνει από τα λάθη της και να γίνεται καλύτερη.
Φιλανθρωπία και Κοινοτική Ευθύνη: Διαμοιρασμός της Γνώσης στην Κυβερνοασφάλεια
Η Σαρακοστή προτρέπει τους πιστούς να ασκούν φιλανθρωπία και αλληλεγγύη. Στον κόσμο της κυβερνοασφάλειας, αυτό μεταφράζεται σε διαμοιρασμό γνώσης και συνεργασία για τη θωράκιση του οικοσυστήματος.
- Προγράμματα ενδυνάμωσης στην κυβερνοασφάλεια: Οι επιχειρήσεις μπορούν να διοργανώνουν εκπαιδευτικά σεμινάρια όχι μόνο για το προσωπικό τους, αλλά και για συνεργάτες και πελάτες.
- Συνεργασία με φορείς κυβερνοασφάλειας: Η ανταλλαγή πληροφοριών για απειλές (threat intelligence sharing) μεταξύ εταιρειών μπορεί να αποτρέψει κυβερνοεπιθέσεις. Η συλλογική άμυνα είναι το καλύτερο αντίμετρο στις επιθέσεις.
- Στήριξη startup και μικρομεσαίων επιχειρήσεων: Η λογιστική αλυσίδα αποτελεί ένα «αγαπημένο» στόχο των επιθέσεων. Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να βοηθήσουν μικρότερες επιχειρήσεις να βελτιώσουν την ασφάλειά τους, δημιουργώντας ένα πιο ασφαλές επιχειρηματικό περιβάλλον για όλους.
Όπως η φιλανθρωπία προσφέρει στήριξη στην κοινωνία, ειδικά σε δύσκολες περιόδους, έτσι και η ανταλλαγή γνώσεων και πληροφοριών στην κυβερνοασφάλεια ενισχύει την προστασία όλων.
Η Σαρακοστή ως Πλαίσιο Κυβερνοασφάλειας
Η Σαρακοστή δεν είναι απλώς μια θρησκευτική παράδοση, αλλά ένα πλαίσιο προετοιμασίας και ενίσχυσης που μπορεί να εφαρμοστεί και στην κυβερνοασφάλεια.
- Αυτοαξιολόγηση → Τακτικός έλεγχος ασφάλειας.
- Πειθαρχία και εγκράτεια → Συνεπής εφαρμογή πολιτικών ασφάλειας.
- Μετάνοια και βελτίωση → Μάθηση από λάθη και αναπροσαρμογή στρατηγικών.
- Φιλανθρωπία και συνεργασία → Κοινοτική ευθύνη για τη διάδοση της γνώσης.
Όπως η Σαρακοστή προετοιμάζει τους πιστούς για την Ανάσταση, έτσι και η οργανωμένη προετοιμασία στην κυβερνοασφάλεια εξασφαλίζει την επιχειρησιακή συνέχεια και ανθεκτικότητα απέναντι στις κυβερνοαπειλές του μέλλοντος.
Καλή Σαρακοστή!
Συμμόρφωση στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Κυβερνοασφάλειας: Πρόκληση ή Ευκαιρία;
Γράφει o Τάσος Αραμπατζής
Για χρόνια, η κυβερνοασφάλεια αγωνιζόταν να εξασφαλίσει μια θέση στην ατζέντα της διοίκησης των επιχειρήσεων. Χρειάστηκαν πρόστιμα εκατομμυρίων, νομικές διαμάχες και υψηλού προφίλ παραβιάσεις δεδομένων για να συνειδητοποιήσουν οι επιχειρήσεις ότι η ασφάλεια δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πληροφορικής—είναι επιχειρηματικός κίνδυνος. Κανονισμοί όπως το GDPR, η NIS2 και το EU AI Act λειτουργούν ως καταλύτες, αναγκάζοντας τους οργανισμούς να επενδύσουν στη συμμόρφωση.
Αλλά εδώ είναι το βασικό ερώτημα: Είναι η συμμόρφωση ένα αναγκαίο κακό ή αποτελεί το θεμέλιο μιας ανθεκτικής στρατηγικής κυβερνοασφάλειας;
Συμμόρφωση: Το Ελάχιστο Απαραίτητο Επίπεδο Ασφάλειας
Οι κανονιστικές απαιτήσεις λειτουργούν ως βασική γραμμή άμυνας. Μπορεί να μην προσφέρουν την πιο εξελιγμένη προστασία, αλλά καθορίζουν μια δομημένη προσέγγιση στη διαχείριση κινδύνων. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Thales Data Threat Report 2024, οι οργανισμοί που απέτυχαν σε ελέγχους συμμόρφωσης υπέστησαν περισσότερες παραβιάσεις δεδομένων από εκείνους που πέτυχαν. Το συμπέρασμα είναι σαφές—η συμμόρφωση δεν αφορά μόνο την αποφυγή προστίμων, αλλά και την αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων.
Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις που επένδυσαν σε πρακτικές προστασίας δεδομένων λόγω του GDPR βρίσκονται τώρα σε πλεονεκτική θέση για να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις των κανονισμών για την τεχνητή νοημοσύνη. Αντίστοιχα, η NIS2 επιβάλλει μέτρα ασφαλείας βάσει κινδύνου, τα οποία ευθυγραμμίζονται με τις βέλτιστες πρακτικές κυβερνοασφάλειας.
Κανονιστική Υπερφόρτωση; Όχι Ακριβώς.
Ένα συχνό παράπονο των επαγγελματιών ασφάλειας είναι ότι βυθίζονται σε κανονιστικές απαιτήσεις. Όμως, αν εξετάσουμε προσεκτικά τους κανονισμούς, παρατηρούμε σημαντικές επικαλύψεις.
- EU AI Act vs. GDPR: Ο Νόμος για την ΤΝ (AI Act) επεκτείνει τις αρχές του GDPR, επιβάλλοντας διαφάνεια στις αποφάσεις που λαμβάνονται από συστήματα ΤΝ.
- NIS2 vs. DORA: Το DORA και η NIS2 επιβάλλουν παρόμοιες απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξασφαλίζοντας ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών.
Η κατανόηση αυτών των αλληλεπικαλύψεων επιτρέπει στους οργανισμούς να αναπτύξουν μια ενοποιημένη στρατηγική συμμόρφωσης αντί να αντιμετωπίζουν κάθε κανονισμό ξεχωριστά. Παρότι το κανονιστικό τοπίο φαίνεται ομιχλώδες, εντούτοις ακολουθώντας μία ολιστική προσέγγιση επιτρέπει στις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με περισσότερη εμπιστοσύνη.
Η Παγίδα της Πολυπλοκότητας: Όταν η Συμμόρφωση Γίνεται Γρίφος
Δεν είναι όμως όλα τόσο απλά. Πολλοί κανονισμοί είναι σκόπιμα γενικοί ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται σε μία πλειάδα περιπτώσεων. Αυτή όμως η γενικότητα προσθέτει περισσότερη πολυπλοκότητα, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να τους προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες. Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα: Πώς μπορεί μια εταιρεία να διασφαλίσει τη συμμόρφωση αν δεν είναι σαφές τι ακριβώς απαιτείται;
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Άρθρο 86 του EU AI Act, το οποίο δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να λαμβάνουν “σαφείς και ουσιαστικές εξηγήσεις” για το πώς ένα σύστημα ΤΝ επηρεάζει μια απόφαση. Σύμφωνα με την Luiza Jarovsky, αυτή η απαίτηση εγείρει κρίσιμα ερωτήματα:
- Αν ακόμη και οι ίδιοι οι δημιουργοί των συστημάτων ΤΝ δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως πώς λειτουργούν (το πρόβλημα του “μαύρου κουτιού”), πώς μπορούν οι οργανισμοί να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις;
- Είναι τεχνολογικά εφικτό να συμμορφωθούν οι εταιρείες με αυτή την απαίτηση;
Αυτές οι αβεβαιότητες δημιουργούν ένταση μεταξύ της ρυθμιστικής φιλοδοξίας και της τεχνικής πραγματικότητας.
Βελτιώνουν τα Πρόστιμα την Ασφάλεια;
Παρόλο που τα πρόστιμα είναι ισχυρό κίνητρο, συχνά οδηγούν σε επιφανειακή συμμόρφωση αντί για ουσιαστικές βελτιώσεις ασφάλειας.
Το GDPR υπάρχει από το 2018, αλλά οι παραβιάσεις δεδομένων συνεχίζονται αμείωτες. Μερικές εταιρείες βλέπουν τη συμμόρφωση ως οικονομική εξίσωση:
“Αν το κόστος της συμμόρφωσης είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο του προστίμου, γιατί να συμμορφωθούμε;”
Το ίδιο ερώτημα θα προκύψει και με τον EU AI Act. Αν οι οργανισμοί δυσκολευτούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις διαφάνειας στην ΤΝ, θα επιβληθούν βαριά πρόστιμα ή θα υιοθετηθεί μια πιο ήπια προσέγγιση μέχρι να καθοριστούν οι βέλτιστες πρακτικές;
Και βεβαίως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την επίδραση της τρέχουσας γεωπολιτικής κατάστασης στο πως τελικά θα επιβληθεί η εκάστοτε νομοθεσία. Η πρόσφατη απόφαση για την απόσυρση του ΑΙ Liability Directive είναι ένα παράδειγμα αυτής της επίδρασης.
Η Πρόκληση της Εφαρμογής: Ποιος Επιβλέπει τους Ρυθμιστές;
Οι κανονισμοί είναι αποτελεσματικοί μόνο αν εφαρμόζονται σωστά. Το EU AI Act εισάγει νέες απαιτήσεις συμμόρφωσης, αλλά έχουν οι ρυθμιστικές αρχές την τεχνογνωσία να επιβλέψουν πολύπλοκα μοντέλα ΤΝ;
Το GDPR αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις στην επιβολή του:
- Οι ρυθμιστικές αρχές είναι συχνά υποστελεχωμένες, καθυστερώντας τις έρευνες.
- Υπάρχει ασυνέπεια στην επιβολή των κανόνων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ο EU AI Act είναι ακόμη πιο πολύπλοκος. Αν οι ρυθμιστές δεν μπορούν να επιβάλουν αυστηρή συμμόρφωση, οι επιχειρήσεις μπορεί να καθυστερήσουν τις προσαρμογές τους, περιμένοντας να δουν αν οι κανόνες θα εφαρμοστούν πραγματικά.
Η πρόσφατη εξέλιξη με το Smart Policing της ΕΛΑΣ αναδεικνύει αυτό ακριβώς το πρόβλημα:
“Τα 4,5 χρόνια έρευνας της ΑΠΔΠΧ, φανερώνουν επίσης ότι η πολιτεία πρέπει να στηρίξει την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, καθώς η υψηλή εξειδίκευση των ελεγκτών της δεν είναι αρκετή, αλλά αντιθέτως απαιτούνται περισσότεροι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τον αυξημένο φόρτο εργασίας που προβλέπεται τα ερχόμενα χρόνια με την AI Act.”
Οι ακούσιες συνέπειες της συμμόρφωσης: Καταπνίγοντας την καινοτομία;
Ενώ τα πλαίσια συμμόρφωσης αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, μπορούν επίσης να δημιουργήσουν εμπόδια στην καινοτομία. Ο GDPR προοριζόταν να ενισχύσει τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, αλλά πολλές μικρές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν με δυσκολία το βάρος της συμμόρφωσης, οδηγώντας σε:
- Σε φυγή των νεοφυών επιχειρήσεων σε λιγότερο ρυθμιζόμενες αγορές.
- Εμπόδια στην καινοτομία λόγω της νομικής αβεβαιότητας.
Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο με την πράξη της ΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης ίσως βρουν ευκολότερο να δραστηριοποιηθούν στις ΗΠΑ ή την Ασία, όπου οι κανονισμοί είναι λιγότερο αυστηροί. Η ακούσια συνέπεια; Η Ευρώπη θα μπορούσε να μείνει πίσω στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, παρά το γεγονός ότι ήταν από τους πρώτους που τη ρύθμισαν.
Συμμόρφωση ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Οι οργανισμοί που σκέφτονται μπροστά από την εποχή τους αλλάζουν το σενάριο και αντιμετωπίζουν τη συμμόρφωση όχι ως βάρος ή πρόκληση, αλλά ως ανταγωνιστικό διαφοροποιητικό στοιχείο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα της Thales, το 89% των πελατών θα συμφωνούσαν με την χρήση των δεδομένων τους μόνο εφόσον υπάρχουν βασικές πολιτικές ασφάλειας και ιδιωτικότητας. Οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν προληπτικά τη διαφάνεια της ΤΝ, την προστασία των δεδομένων και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας θα κερδίσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από πελάτες και συνεργάτες.
Πάρτε για παράδειγμα τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που βασίζονται στην ΤΝ. Μια τράπεζα που μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί απορρίφθηκε ένα δάνειο (σύμφωνα με τον νόμο περί ΤΝ) θα καλλιεργήσει ισχυρότερες σχέσεις με τους πελάτες της από μια τράπεζα που κρύβεται πίσω από την αλγοριθμική αδιαφάνεια. Παρομοίως, ένας πάροχος υγειονομικής περίθαλψης με ισχυρό πλαίσιο ασφαλείας συμβατό με το NIS2 θα ξεχωρίσει ως αξιόπιστος φορέας σε έναν κλάδο που μαστίζεται από παραβιάσεις δεδομένων.
Τελική σκέψη: Η συμμόρφωση δεν είναι επιλογή-αλλά ο τρόπος που την προσεγγίζετε είναι
Ρυθμιστικά πλαίσια όπως ο GDPR, η NIS2 και ο νόμος της ΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη ήρθαν για να μείνουν. Θα διαμορφώσουν τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων στην ψηφιακή οικονομία, επηρεάζοντας τα πάντα, από τη διακυβέρνηση της ΤΝ έως τις επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια. Οι οργανισμοί μπορούν να επιλέξουν να βλέπουν τη συμμόρφωση ως βάρος, αντιδρώντας σε κάθε νέα εντολή με απογοήτευση - ή μπορούν να την αγκαλιάσουν ως θεμέλιο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, ασφάλειας και μακροπρόθεσμης επιτυχίας.
Ποια θα είναι η δική σας προσέγγιση;
Η Ψηφιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης Υπό το Πρίσμα της Τεχνητής Νοημοσύνης
Γράφει η Καλλιόπη Τερζίδου*
Η ψηφιοποίηση των δικαστηρίων σε επίπεδο διοίκησης και υπηρεσιών δεν ευδοκίμησε νωρίς στην Ελλάδα λόγω έλλειψης συστηματικού σχεδιασμού και καταφυγής σε πρόχειρες και πρόσκαιρες λύσεις για την επίλυση προβλημάτων [1]. Πλέον, οι δικηγόροι μπορούν να πραγματοποιούν μια σειρά διαδικασιών ηλεκτρονικά, όπως της αναζήτησης της πορείας πολιτικών υποθέσεων και των πινακίων της πολιτικής διαδικασίας, μέσω της Πύλης Ψηφιακών Υπηρεσιών Δικαστηρίων και Εισαγγελιών – ΟΣΔΔΥ (solon.gov.gr). Οι πολίτες έχουν πρόσβαση στις ίδιες ηλεκτρονικές υπηρεσίες με τους δικηγόρους (με εξαίρεση την κατάθεση εγγράφων), στην ψηφιακή επίδοση εγγράφων (N. 4937/2022) και στην υπηρεσία τηλεδιασκέψεων για Πολιτικά, Ποινικά και Διοικητικά Δικαστήρια, μεταξύ άλλων.
Οι πρωτοβουλίες αυτές για την ψηφιοποίηση των δικαστικών υπηρεσιών είναι σημαντικές αλλά δεν είναι πάντα αποτελεσματικές. Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων [2], τα ποσοστά χρήσης των πλατφορμών του ΟΣΔΔΥ εμφανίστηκαν αρχικά χαμηλά σε σχέση με την προτίμηση των πολιτών στη δια ζώσης εξυπηρέτηση τους. Περαιτέρω, η νομολογία δεν είναι εξίσου προσβάσιμη στο ευρύ κοινό όπως στους δικηγόρους, αφού δε βρίσκεται συγκεντρωμένη σε ένα περιορισμένο αριθμό ιστοσελίδων. Έτσι ο πολίτης αναγκάζεται να επισκέπτεται την ιστοσελίδα του δικαστηρίου για το οποίο ενδιαφέρεται, με κίνδυνο να μην βρει αυτό που ψάχνει. Αυτό συμβαίνει καθώς πολλές φορές τα δικαστήρια δεν δημοσιοποιούν όλες τις αποφάσεις, για παράδειγμα λόγω μη ανωνυμοποίησης των αποφάσεων, εμπλοκής ανηλίκων στην υπόθεση, εφαρμογής συστήματος προτεραιοποίησης αποφάσεων προς δημοσιοποίηση, ή και αναποτελεσματικής διοίκησης των δικαστηρίων.
Για την αντιμετώπιση αυτών των περιορισμών, η Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) διερευνά τις πιθανές εφαρμογές συστημάτων ΤΝ στα δικαστήρια, καθώς η ΤΝ υπόσχεται την αποτελεσματικότερη αυτοματοποίηση διαδικασιών και την αμεσότερη αλληλεπίδραση των συστημάτων με τους χρήστες. Η Επιτροπή υποβάλει προτάσεις για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις σχετικά με την εισαγωγή συστημάτων ΤΝ στα δικαστήρια και με την καθιέρωση δικλείδων ασφαλείας των δικαιωμάτων των πολιτών.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες της Διαρκούς Επιτροπής, δεν σχεδιάζεται ή εφαρμόζεται κάποιο σύστημα ΤΝ ‘υψηλού κινδύνου’ στα ελληνικά δικαστήρια, δηλαδή κάποιο σύστημα που μπορεί να επηρεάσει τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες, όπως το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη [3]. Μόνη εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί το σχέδιο υλοποίησης συστήματος ΤΝ για τον εντοπισμό από τους ελεγκτές του Ελεγκτικού Συνεδρίου πιθανών παρατυπιών στην καταβολή δαπανών ή στην είσπραξη εσόδων του ελεγχόμενου φορέα [4]. Το εν λόγω σύστημα ΤΝ θα επιτρέπει στους ελεγκτές να επικεντρώνονται στις υποθέσεις εκείνες που παρουσιάζουν μεγάλη πιθανότητα παρατυπίας στη λειτουργία των συστημάτων οικονομικής διαχείρισης των ελεγχόμενων φορέων. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο σύστημα ελέγχει κάποια πραγματικά περιστατικά έναντι μιας νομικής βάσης και διεξάγει συμπεράσματα για πιθανές παρατυπίες, μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ, παράγραφος 8 του Κανονισμού για την ΤΝ. Ουσιαστικά, ο υψηλός κίνδυνος συνίσταται στην υποκατάσταση από το σύστημα ΤΝ της κρίσης των ελεγκτών ως προς την πιθανότητα ή μη παρατυπίας, ώστε να περιορίζεται η ανθρώπινη παρέμβαση και εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος. Έτσι, πρέπει να εφαρμόζονται οι δικλείδες ασφαλείας για την ορθή εκπαίδευση και λειτουργία των συστημάτων ΤΝ κατά τα Άρθρα 8-15 του Κανονισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η Διαρκής Επιτροπή τείνει στην ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ για την υποστήριξη ‘αμιγώς βοηθητικών διοικητικών δραστηριοτήτων,’ όπως τις χαρακτηρίζει ο Κανονισμός στο Προοίμιο 61. Αυτό διαφαίνεται από τα προβλεπόμενα σχέδια ενσωμάτωσης συστημάτων ΤΝ για σκοπούς όπως η ανωνυμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων και ο έλεγχος της αναφοράς του δικηγόρου ως «Παραστάς» στη δικαστική απόφαση ώστε να του δίνεται πρόσβαση σε δικαστικά έγγραφα [5]. Το κοινό στοιχείο αυτών των συστημάτων είναι η επεξεργασία δικαστικών εγγράφων και η (περιορισμένη) αυτοματοποίηση διοικητικών δραστηριοτήτων με στόχο την υποστήριξη των δικαστικών υπαλλήλων και την επιτάχυνση της δίκης.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιτυχή ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων είναι η εφαρμογή διαφορετικών αλγοριθμικών συστημάτων ή και πρακτικών ανά δικαστήριο. Για παράδειγμα, η διαφορετικοί τρόποι σύνταξης των δικαστικών αποφάσεων ανά δικαστήριο ενδέχεται να μπερδεύουν το αλγοριθμικό σύστημα, καθώς έχει εκπαιδευτεί να επεξεργάζεται ένα συγκεκριμένο μοτίβο αποφάσεων ώστε να μη δύναται να λειτουργήσει σε διαφορετικό πλαίσιο. Ένας ακόμη κίνδυνος για την επιτυχή ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ είναι η έλλειψη μηχανογραφημένων εγγράφων τα οποία το αλγοριθμικό σύστημα μπορεί να επεξεργαστεί για να εκπαιδευτεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Έτσι, συχνά ένας ή μερικοί δικαστικοί υπάλληλοι αναλαμβάνουν κατά χειρωνακτικό τρόπο (χωρίς την υποστήριξη ψηφιακών μέσων) την επεξεργασία εγγράφων, όπως οι δικαστικές αποφάσεις, για την εκτέλεση διοικητικών δραστηριοτήτων, όπως η ανωνυμοποίηση των αποφάσεων, υποβαθμίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και την επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών .
Μελλοντικές πρωτοβουλίες ενσωμάτωσης συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων πρέπει να ελέγχονται για την ύπαρξη υψηλού κινδύνου, κυρίως όσον αφορά το δικαίωμα των πολιτών στη δίκαιη δίκη. Γι’ αυτόν το λόγο, οι υπεύθυνοι φορείς στον τομέα της δικαιοσύνης πρέπει να διενεργούν εκτιμήσεις αντικτύπου σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να εκτιμώνται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενέχουν τα επιμέρους συστήματα ΤΝ για τα δικαιώματα των πολιτών, να αποτιμώνται οι επιπτώσεις της πραγματοποίησης τέτοιων κινδύνων, και να προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισης τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επέμβαση προγραμματιστών θα είναι αρκετή για την επίλυση λειτουργικών ζητημάτων. Ωστόσο, η λειτουργία συστημάτων ΤΝ πρέπει να αντιμετωπίζεται ολιστικά, ώστε όχι μόνο οι προγραμματιστές αλλά και οι υπεύθυνοι φορείς και οι χρήστες των συστημάτων να συμμετέχουν στον σχεδιασμό, στην υλοποίηση και στην αξιολόγηση της λειτουργίας τους στα δικαστήρια. Μόνο μέσω ενός αποτελεσματικού και ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων μπορεί να επιτευχθεί μια ομαλή και ασφαλής ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ στη δικαιοσύνη, με τελικό αποδέκτη των ωφελειών τους τους πολίτες.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να παρέχεται συνδρομή στους χρήστες των συστημάτων ΤΝ, ώστε να εφοδιάζονται με ψηφιακές δεξιότητες για την ανεμπόδιστη χρήση των συστημάτων που αφορούν είτε τη διοίκηση των δικαστηρίων είτε τις δικαστικές υπηρεσίες. Η διαλειτουργικότητα των ψηφιακών πλατφορμών και μητρώων (ως τώρα περιορισμένη μέσω gov.gr και TAXISNET) διευκολύνει περαιτέρω την πρόσβαση των χρηστών με ένα κλικ στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και την ταυτόχρονη ενημέρωση μιας υπόθεσης με κάθε καινούρια ενέργεια, ωθώντας τους χρήστες να προτιμούν την ηλεκτρονική έναντι της φυσικής οδού.
* Η Καλλιόπη Τερζίδου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου. Η έρευνα της υποστηρίζεται από το Fonds National de la Recherche (PRIDE 19/14268506).
[1] Θ. Φορτσάκης, Συμβολή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, Μάιος 2015, 233-234.
[2] Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, Η Ελληνική Δικαιοσύνη το 2040, Οκτώβριος 2021, 22-25.
[3] Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2024, για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη.
[4] Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή Του ΥΔ Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη, Πρακτικό συνεδρίασης 28 Μαΐου 2024, 21.
[5] Δρ. Ηλίας Λυμπερόπουλος, Εφαρμογές NLP-AI Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η Ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης
Γράφει η Καλλιόπη Τερζίδου*
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ενεργή εδώ και αρκετά χρόνια στην θέσπιση κανόνων και συστάσεων για την ψηφιοποίηση της διοίκησης των δικαστηρίων, μεταξύ άλλων μέσω συστημάτων ΤΝ. Κύρια προτεραιότητά της είναι η διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος σε μία δίκαιη δίκη, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη και πραγματική προσφυγή των πολιτών σε ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια. Η δράση αυτή της ΕΕ για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης στα Κράτη Μέλη αντικατοπτρίζεται στον Κανονισμό για την ΤΝ. Το Προοίμιο 61 του Κανονισμού διακρίνει μεταξύ συστημάτων που προορίζονται για «αμιγώς βοηθητικές διοικητικές δραστηριότητες», όπως η ανωνυμοποίηση δικαστικών αποφάσεων, και συστημάτων που προορίζονται ή επηρεάζουν στην πράξη την απονομή δικαιοσύνης, δηλαδή συστημάτων για «την παροχή συνδρομής σε δικαστικές αρχές κατά την έρευνα και την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και του νόμου και κατά την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστατικών» [1].
Στη δεύτερη περίπτωση, τα συστήματα ΤΝ χαρακτηρίζονται ως ‘υψηλού κινδύνου,’ διότι μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες, όταν υποκαθιστούν τους δικαστές στην τελική λήψη αποφάσεων. Τα συγκεκριμένα συστήματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις δικαστικές αρχές, ωστόσο οι πάροχοι τους πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των Άρθρων 8-15 του Κανονισμού. Αυτές οι απαιτήσεις αφορούν θέματα διαχείρισης κινδύνων, όπως οι διακρίσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας των συστημάτων, προστασίας (προσωπικών) δεδομένων, διαφάνειας και ανθρώπινης εποπτείας.
Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση αυτή του Προοιμίου περισσότερο μπερδεύει παρά βοηθάει τους εθνικούς νομοθέτες (και κατ’ επέκταση τις δικαστικές αρχές) στην επιτυχή ψηφιοποίηση της διοίκησης των δικαστηρίων μέσω συστημάτων ΤΝ. Συγκεκριμένα, το Προοίμιο 61 του Κανονισμού προβαίνει σε μια εντελώς επιφανειακή κατηγοριοποίηση των συστημάτων ΤΝ για τον τομέα της δικαιοσύνης, με σοβαρές ερμηνευτικές ασάφειες. Αρχικά, δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου πρέπει σωρευτικά να διενεργούν τις λειτουργίες της ‘έρευνας’ και ‘ερμηνείας’ των πραγματικών περιστατικών και του νόμου και της ‘εφαρμογής’ του νόμου στα πραγματικά περιστατικά. Εάν το εν λόγω σύστημα ΤΝ εκτελεί μόνο μία από αυτές τις λειτουργίες, π.χ. την ερμηνεία σχετικής νομοθεσίας ή/και νομολογίας στα πλαίσια διερεύνησης μια υπόθεσης από τον δικαστή χωρίς όμως την εφαρμογή της στα πραγματικά περιστατικά, τότε το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλού κινδύνου με βάση το γράμμα του νόμου.
Τελολογικά, όμως, είναι εύλογο να χαρακτηριστεί αυτοτελώς ως ‘υψηλού κινδύνου’ ένα σύστημα ΤΝ που περιορίζεται στην ερμηνεία του νόμου, δεδομένου ότι ο δικαστής μπορεί να επηρεαστεί από τις συστάσεις του συστήματος (πιθανώς εσφαλμένες ή άλλως προβληματικές) κατά τη δικαστική του κρίση και έτσι να πάψει να είναι ανεξάρτητος. Στην τελική, η μη απαγόρευση χρήσης συστημάτων ΤΝ που υποστηρίζουν την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστατικών είναι αμφιλεγόμενη επιλογή του νομοθέτη, ειδικά όταν το Προοίμιο 61 αναφέρει ότι «η τελική λήψη αποφάσεων πρέπει να παραμείνει δραστηριότητα κατευθυνόμενη από τον άνθρωπο». Έτσι, τίθενται ερωτήματα ως προς την έκταση της ‘συνδρομής’ που τα συστήματα ΤΝ πρέπει να προσφέρουν στους δικαστές.
Άλλη μια ερμηνευτική ασάφεια αφορά την αναγνώριση συστημάτων ΤΝ που προορίζονται για ‘αμιγώς βοηθητικές’ διοικητικές δραστηριότητες και τα οποία αντιδιαστέλλονται από τα συστήματα ΤΝ ‘υψηλού κινδύνου.’ Αν και το Προοίμιο 61 αναφέρει μια σειρά παραδειγμάτων διοικητικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ψευδωνυμοποίησης των αποφάσεων, δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοείται με τους προσδιορισμούς ‘αμιγώς’ και ‘βοηθητικές.’ Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ειπωθεί ότι η ανάθεση υποθέσεων στους δικαστές είναι μια αμιγώς βοηθητική διοικητική διαδικασία λόγω της επαναλαμβανόμενης και τυποποιημένης φύσης της δραστηριότητας αυτής, ωστόσο ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα αγνοούσε τις αρνητικές επιπτώσεις της αποτυχημένης ανάθεσης μιας υπόθεσης από ένα σύστημα ΤΝ. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν το σύστημα αγνοεί μια υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων, έτσι ώστε να απειλείται η αμεροληψία του δικαστή και κατ’ επέκταση το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, μετατρέποντας έτσι το σύστημα ΤΝ σε ‘υψηλού κινδύνου.’
Περαιτέρω ερωτήματα ανακύπτουν αναφορικά με την χρήση από δικαστές συστημάτων ΤΝ γενικού σκοπού (π.χ. ChatGPT) ή συστημάτων που προορίζονται (από τον πάροχο) για χρήση από δικηγόρους και όχι για «για χρήση από δικαστική αρχή ή για λογαριασμό δικαστικής αρχής,» όπως αναφέρει το Προοίμιο 61. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό συστήματα ΤΝ που χρησιμοποιούνται από τους δικαστές για την έρευνα, ερμηνεία και εφαρμογή των πραγματικών περιστατικών και του νόμου να μην χαρακτηριστούν ως ‘υψηλού κινδύνου΄ γιατί προορίζονται από τον πάροχο για χρήση από το ευρύ κοινό ή από δικηγόρους.
Για παράδειγμα, η χρήση του ChatGPT, ως συστήματος ΤΝ γενικού σκοπού, από έναν δικαστή για την έρευνα κάποιας νομοθεσίας δεν επιφέρει άμεσα τον χαρακτηρισμό του ως ‘υψηλού κινδύνου’ γιατί προορίζεται για χρήση από το ευρύ κοινό. Έτσι, ο πάροχος δεν επιβαρύνεται με την τήρηση των απαιτήσεων των Άρθρων 8-15 του Κανονισμού. Παρόλα αυτά, συστημικοί κίνδυνοι, όπως οι λεγόμενες ‘παραισθήσεις’ όταν το ChatGPT παρουσιάζει μια ψευδή πληροφορία ως αληθινή με αποτέλεσμα να παραπλανεί τον χρήστη, απειλούν το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη με το να περιορίζουν την ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση του δικαστή.
Ο Ευρωπαίος νομοθέτης θα πρέπει να αναγνωρίσει τις διαφορετικές ταχύτητες ψηφιοποίησης ανά Κράτος Μέλος που επηρεάζουν τους στόχους της ΕΕ για την εξ ορισμού ψηφιοποίηση και τη διαλειτουργικότητα συστημάτων στο δικαστικό τομέα των Κρατών Μελών [2]. Αν και τα περισσότερα Κράτη Μέλη έχουν ξεκινήσει τις διαδικασίες ψηφιοποίησης βάσει συστημάτων ΤΝ, κυρίως για την ψευδωνυμοποίηση δικαστικών αποφάσεων [3], ωστόσο βρίσκονται σε αρκετά πρώιμο στάδιο καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν αρκετά μηχανογραφημένα δεδομένα, π.χ. δικαστικές αποφάσεις, που μπορεί να επεξεργαστεί ένα σύστημα ΤΝ κατά την εκπαίδευση του. Επομένως, δεν επαρκεί η σαφής νομοθέτηση της επιτρεπτούς χρήσης συστημάτων ΤΝ για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και επιτυχούς εφαρμογής συστημάτων ΤΝ στα εθνικά δικαστήρια.
Η ΕΕ και οι εθνικοί φορείς, όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πρέπει να παρέχουν μεγαλύτερη οικονομική στήριξη αλλά και καθοδήγηση στα εθνικά δικαστήρια, π.χ. μέσω της εκπαίδευση και ενημέρωσης των δικαστών σχετικά με την χρήση συστημάτων ΤΝ. Σε αυτήν την προσπάθεια, είναι πολύ σημαντικό η εφαρμογή των συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων να γίνεται κατά εναρμονισμένο τρόπο, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο, ώστε όλοι οι πολίτες να επωφελούνται ισότιμα και αδιακρίτως από τη θετική συμβολή των συστημάτων στην αποτελεσματικότητα και ποιότητα της δικαιοσύνης.
* Η Καλλιόπη Τερζίδου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου. Η έρευνα της υποστηρίζεται από το Fonds National de la Recherche (PRIDE 19/14268506).
[2] Council of the EU, European e-Justice Strategy 2024-2028 – Approval, 15509/23, 17 November 2023,
Μιλήσαμε στην εκδήλωση του Κέντρου Ψυχικής και Παιδαγωγικής Υποστήριξης για το πρόγραμμα Erasmus+ Digital Learning and Social Intervention