Συμμόρφωση στην Εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Κυβερνοασφάλειας: Πρόκληση ή Ευκαιρία;
Γράφει o Τάσος Αραμπατζής
Για χρόνια, η κυβερνοασφάλεια αγωνιζόταν να εξασφαλίσει μια θέση στην ατζέντα της διοίκησης των επιχειρήσεων. Χρειάστηκαν πρόστιμα εκατομμυρίων, νομικές διαμάχες και υψηλού προφίλ παραβιάσεις δεδομένων για να συνειδητοποιήσουν οι επιχειρήσεις ότι η ασφάλεια δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πληροφορικής—είναι επιχειρηματικός κίνδυνος. Κανονισμοί όπως το GDPR, η NIS2 και το EU AI Act λειτουργούν ως καταλύτες, αναγκάζοντας τους οργανισμούς να επενδύσουν στη συμμόρφωση.
Αλλά εδώ είναι το βασικό ερώτημα: Είναι η συμμόρφωση ένα αναγκαίο κακό ή αποτελεί το θεμέλιο μιας ανθεκτικής στρατηγικής κυβερνοασφάλειας;
Συμμόρφωση: Το Ελάχιστο Απαραίτητο Επίπεδο Ασφάλειας
Οι κανονιστικές απαιτήσεις λειτουργούν ως βασική γραμμή άμυνας. Μπορεί να μην προσφέρουν την πιο εξελιγμένη προστασία, αλλά καθορίζουν μια δομημένη προσέγγιση στη διαχείριση κινδύνων. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Thales Data Threat Report 2024, οι οργανισμοί που απέτυχαν σε ελέγχους συμμόρφωσης υπέστησαν περισσότερες παραβιάσεις δεδομένων από εκείνους που πέτυχαν. Το συμπέρασμα είναι σαφές—η συμμόρφωση δεν αφορά μόνο την αποφυγή προστίμων, αλλά και την αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων.
Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις που επένδυσαν σε πρακτικές προστασίας δεδομένων λόγω του GDPR βρίσκονται τώρα σε πλεονεκτική θέση για να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις των κανονισμών για την τεχνητή νοημοσύνη. Αντίστοιχα, η NIS2 επιβάλλει μέτρα ασφαλείας βάσει κινδύνου, τα οποία ευθυγραμμίζονται με τις βέλτιστες πρακτικές κυβερνοασφάλειας.
Κανονιστική Υπερφόρτωση; Όχι Ακριβώς.
Ένα συχνό παράπονο των επαγγελματιών ασφάλειας είναι ότι βυθίζονται σε κανονιστικές απαιτήσεις. Όμως, αν εξετάσουμε προσεκτικά τους κανονισμούς, παρατηρούμε σημαντικές επικαλύψεις.
- EU AI Act vs. GDPR: Ο Νόμος για την ΤΝ (AI Act) επεκτείνει τις αρχές του GDPR, επιβάλλοντας διαφάνεια στις αποφάσεις που λαμβάνονται από συστήματα ΤΝ.
- NIS2 vs. DORA: Το DORA και η NIS2 επιβάλλουν παρόμοιες απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εξασφαλίζοντας ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών.
Η κατανόηση αυτών των αλληλεπικαλύψεων επιτρέπει στους οργανισμούς να αναπτύξουν μια ενοποιημένη στρατηγική συμμόρφωσης αντί να αντιμετωπίζουν κάθε κανονισμό ξεχωριστά. Παρότι το κανονιστικό τοπίο φαίνεται ομιχλώδες, εντούτοις ακολουθώντας μία ολιστική προσέγγιση επιτρέπει στις επιχειρήσεις να συμμορφωθούν με περισσότερη εμπιστοσύνη.
Η Παγίδα της Πολυπλοκότητας: Όταν η Συμμόρφωση Γίνεται Γρίφος
Δεν είναι όμως όλα τόσο απλά. Πολλοί κανονισμοί είναι σκόπιμα γενικοί ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται σε μία πλειάδα περιπτώσεων. Αυτή όμως η γενικότητα προσθέτει περισσότερη πολυπλοκότητα, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να τους προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες. Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα: Πώς μπορεί μια εταιρεία να διασφαλίσει τη συμμόρφωση αν δεν είναι σαφές τι ακριβώς απαιτείται;
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Άρθρο 86 του EU AI Act, το οποίο δίνει στους πολίτες το δικαίωμα να λαμβάνουν “σαφείς και ουσιαστικές εξηγήσεις” για το πώς ένα σύστημα ΤΝ επηρεάζει μια απόφαση. Σύμφωνα με την Luiza Jarovsky, αυτή η απαίτηση εγείρει κρίσιμα ερωτήματα:
- Αν ακόμη και οι ίδιοι οι δημιουργοί των συστημάτων ΤΝ δεν μπορούν να εξηγήσουν πλήρως πώς λειτουργούν (το πρόβλημα του “μαύρου κουτιού”), πώς μπορούν οι οργανισμοί να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις;
- Είναι τεχνολογικά εφικτό να συμμορφωθούν οι εταιρείες με αυτή την απαίτηση;
Αυτές οι αβεβαιότητες δημιουργούν ένταση μεταξύ της ρυθμιστικής φιλοδοξίας και της τεχνικής πραγματικότητας.
Βελτιώνουν τα Πρόστιμα την Ασφάλεια;
Παρόλο που τα πρόστιμα είναι ισχυρό κίνητρο, συχνά οδηγούν σε επιφανειακή συμμόρφωση αντί για ουσιαστικές βελτιώσεις ασφάλειας.
Το GDPR υπάρχει από το 2018, αλλά οι παραβιάσεις δεδομένων συνεχίζονται αμείωτες. Μερικές εταιρείες βλέπουν τη συμμόρφωση ως οικονομική εξίσωση:
“Αν το κόστος της συμμόρφωσης είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο του προστίμου, γιατί να συμμορφωθούμε;”
Το ίδιο ερώτημα θα προκύψει και με τον EU AI Act. Αν οι οργανισμοί δυσκολευτούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις διαφάνειας στην ΤΝ, θα επιβληθούν βαριά πρόστιμα ή θα υιοθετηθεί μια πιο ήπια προσέγγιση μέχρι να καθοριστούν οι βέλτιστες πρακτικές;
Και βεβαίως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την επίδραση της τρέχουσας γεωπολιτικής κατάστασης στο πως τελικά θα επιβληθεί η εκάστοτε νομοθεσία. Η πρόσφατη απόφαση για την απόσυρση του ΑΙ Liability Directive είναι ένα παράδειγμα αυτής της επίδρασης.
Η Πρόκληση της Εφαρμογής: Ποιος Επιβλέπει τους Ρυθμιστές;
Οι κανονισμοί είναι αποτελεσματικοί μόνο αν εφαρμόζονται σωστά. Το EU AI Act εισάγει νέες απαιτήσεις συμμόρφωσης, αλλά έχουν οι ρυθμιστικές αρχές την τεχνογνωσία να επιβλέψουν πολύπλοκα μοντέλα ΤΝ;
Το GDPR αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις στην επιβολή του:
- Οι ρυθμιστικές αρχές είναι συχνά υποστελεχωμένες, καθυστερώντας τις έρευνες.
- Υπάρχει ασυνέπεια στην επιβολή των κανόνων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Ο EU AI Act είναι ακόμη πιο πολύπλοκος. Αν οι ρυθμιστές δεν μπορούν να επιβάλουν αυστηρή συμμόρφωση, οι επιχειρήσεις μπορεί να καθυστερήσουν τις προσαρμογές τους, περιμένοντας να δουν αν οι κανόνες θα εφαρμοστούν πραγματικά.
Η πρόσφατη εξέλιξη με το Smart Policing της ΕΛΑΣ αναδεικνύει αυτό ακριβώς το πρόβλημα:
“Τα 4,5 χρόνια έρευνας της ΑΠΔΠΧ, φανερώνουν επίσης ότι η πολιτεία πρέπει να στηρίξει την Αρχή Προστασίας Δεδομένων, καθώς η υψηλή εξειδίκευση των ελεγκτών της δεν είναι αρκετή, αλλά αντιθέτως απαιτούνται περισσότεροι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τον αυξημένο φόρτο εργασίας που προβλέπεται τα ερχόμενα χρόνια με την AI Act.”
Οι ακούσιες συνέπειες της συμμόρφωσης: Καταπνίγοντας την καινοτομία;
Ενώ τα πλαίσια συμμόρφωσης αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, μπορούν επίσης να δημιουργήσουν εμπόδια στην καινοτομία. Ο GDPR προοριζόταν να ενισχύσει τα δικαιώματα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, αλλά πολλές μικρές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν με δυσκολία το βάρος της συμμόρφωσης, οδηγώντας σε:
- Σε φυγή των νεοφυών επιχειρήσεων σε λιγότερο ρυθμιζόμενες αγορές.
- Εμπόδια στην καινοτομία λόγω της νομικής αβεβαιότητας.
Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο με την πράξη της ΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη; Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης ίσως βρουν ευκολότερο να δραστηριοποιηθούν στις ΗΠΑ ή την Ασία, όπου οι κανονισμοί είναι λιγότερο αυστηροί. Η ακούσια συνέπεια; Η Ευρώπη θα μπορούσε να μείνει πίσω στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, παρά το γεγονός ότι ήταν από τους πρώτους που τη ρύθμισαν.
Συμμόρφωση ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Οι οργανισμοί που σκέφτονται μπροστά από την εποχή τους αλλάζουν το σενάριο και αντιμετωπίζουν τη συμμόρφωση όχι ως βάρος ή πρόκληση, αλλά ως ανταγωνιστικό διαφοροποιητικό στοιχείο. Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα της Thales, το 89% των πελατών θα συμφωνούσαν με την χρήση των δεδομένων τους μόνο εφόσον υπάρχουν βασικές πολιτικές ασφάλειας και ιδιωτικότητας. Οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν προληπτικά τη διαφάνεια της ΤΝ, την προστασία των δεδομένων και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας θα κερδίσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από πελάτες και συνεργάτες.
Πάρτε για παράδειγμα τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που βασίζονται στην ΤΝ. Μια τράπεζα που μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια γιατί απορρίφθηκε ένα δάνειο (σύμφωνα με τον νόμο περί ΤΝ) θα καλλιεργήσει ισχυρότερες σχέσεις με τους πελάτες της από μια τράπεζα που κρύβεται πίσω από την αλγοριθμική αδιαφάνεια. Παρομοίως, ένας πάροχος υγειονομικής περίθαλψης με ισχυρό πλαίσιο ασφαλείας συμβατό με το NIS2 θα ξεχωρίσει ως αξιόπιστος φορέας σε έναν κλάδο που μαστίζεται από παραβιάσεις δεδομένων.
Τελική σκέψη: Η συμμόρφωση δεν είναι επιλογή-αλλά ο τρόπος που την προσεγγίζετε είναι
Ρυθμιστικά πλαίσια όπως ο GDPR, η NIS2 και ο νόμος της ΕΕ για την τεχνητή νοημοσύνη ήρθαν για να μείνουν. Θα διαμορφώσουν τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων στην ψηφιακή οικονομία, επηρεάζοντας τα πάντα, από τη διακυβέρνηση της ΤΝ έως τις επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια. Οι οργανισμοί μπορούν να επιλέξουν να βλέπουν τη συμμόρφωση ως βάρος, αντιδρώντας σε κάθε νέα εντολή με απογοήτευση - ή μπορούν να την αγκαλιάσουν ως θεμέλιο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, ασφάλειας και μακροπρόθεσμης επιτυχίας.
Ποια θα είναι η δική σας προσέγγιση;
Η Ψηφιοποίηση της Ελληνικής Δικαιοσύνης Υπό το Πρίσμα της Τεχνητής Νοημοσύνης
Γράφει η Καλλιόπη Τερζίδου*
Η ψηφιοποίηση των δικαστηρίων σε επίπεδο διοίκησης και υπηρεσιών δεν ευδοκίμησε νωρίς στην Ελλάδα λόγω έλλειψης συστηματικού σχεδιασμού και καταφυγής σε πρόχειρες και πρόσκαιρες λύσεις για την επίλυση προβλημάτων [1]. Πλέον, οι δικηγόροι μπορούν να πραγματοποιούν μια σειρά διαδικασιών ηλεκτρονικά, όπως της αναζήτησης της πορείας πολιτικών υποθέσεων και των πινακίων της πολιτικής διαδικασίας, μέσω της Πύλης Ψηφιακών Υπηρεσιών Δικαστηρίων και Εισαγγελιών – ΟΣΔΔΥ (solon.gov.gr). Οι πολίτες έχουν πρόσβαση στις ίδιες ηλεκτρονικές υπηρεσίες με τους δικηγόρους (με εξαίρεση την κατάθεση εγγράφων), στην ψηφιακή επίδοση εγγράφων (N. 4937/2022) και στην υπηρεσία τηλεδιασκέψεων για Πολιτικά, Ποινικά και Διοικητικά Δικαστήρια, μεταξύ άλλων.
Οι πρωτοβουλίες αυτές για την ψηφιοποίηση των δικαστικών υπηρεσιών είναι σημαντικές αλλά δεν είναι πάντα αποτελεσματικές. Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων [2], τα ποσοστά χρήσης των πλατφορμών του ΟΣΔΔΥ εμφανίστηκαν αρχικά χαμηλά σε σχέση με την προτίμηση των πολιτών στη δια ζώσης εξυπηρέτηση τους. Περαιτέρω, η νομολογία δεν είναι εξίσου προσβάσιμη στο ευρύ κοινό όπως στους δικηγόρους, αφού δε βρίσκεται συγκεντρωμένη σε ένα περιορισμένο αριθμό ιστοσελίδων. Έτσι ο πολίτης αναγκάζεται να επισκέπτεται την ιστοσελίδα του δικαστηρίου για το οποίο ενδιαφέρεται, με κίνδυνο να μην βρει αυτό που ψάχνει. Αυτό συμβαίνει καθώς πολλές φορές τα δικαστήρια δεν δημοσιοποιούν όλες τις αποφάσεις, για παράδειγμα λόγω μη ανωνυμοποίησης των αποφάσεων, εμπλοκής ανηλίκων στην υπόθεση, εφαρμογής συστήματος προτεραιοποίησης αποφάσεων προς δημοσιοποίηση, ή και αναποτελεσματικής διοίκησης των δικαστηρίων.
Για την αντιμετώπιση αυτών των περιορισμών, η Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) διερευνά τις πιθανές εφαρμογές συστημάτων ΤΝ στα δικαστήρια, καθώς η ΤΝ υπόσχεται την αποτελεσματικότερη αυτοματοποίηση διαδικασιών και την αμεσότερη αλληλεπίδραση των συστημάτων με τους χρήστες. Η Επιτροπή υποβάλει προτάσεις για νομοθετικές μεταρρυθμίσεις σχετικά με την εισαγωγή συστημάτων ΤΝ στα δικαστήρια και με την καθιέρωση δικλείδων ασφαλείας των δικαιωμάτων των πολιτών.
Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες της Διαρκούς Επιτροπής, δεν σχεδιάζεται ή εφαρμόζεται κάποιο σύστημα ΤΝ ‘υψηλού κινδύνου’ στα ελληνικά δικαστήρια, δηλαδή κάποιο σύστημα που μπορεί να επηρεάσει τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες, όπως το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη [3]. Μόνη εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί το σχέδιο υλοποίησης συστήματος ΤΝ για τον εντοπισμό από τους ελεγκτές του Ελεγκτικού Συνεδρίου πιθανών παρατυπιών στην καταβολή δαπανών ή στην είσπραξη εσόδων του ελεγχόμενου φορέα [4]. Το εν λόγω σύστημα ΤΝ θα επιτρέπει στους ελεγκτές να επικεντρώνονται στις υποθέσεις εκείνες που παρουσιάζουν μεγάλη πιθανότητα παρατυπίας στη λειτουργία των συστημάτων οικονομικής διαχείρισης των ελεγχόμενων φορέων. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο σύστημα ελέγχει κάποια πραγματικά περιστατικά έναντι μιας νομικής βάσης και διεξάγει συμπεράσματα για πιθανές παρατυπίες, μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα υψηλού κινδύνου σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ, παράγραφος 8 του Κανονισμού για την ΤΝ. Ουσιαστικά, ο υψηλός κίνδυνος συνίσταται στην υποκατάσταση από το σύστημα ΤΝ της κρίσης των ελεγκτών ως προς την πιθανότητα ή μη παρατυπίας, ώστε να περιορίζεται η ανθρώπινη παρέμβαση και εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος. Έτσι, πρέπει να εφαρμόζονται οι δικλείδες ασφαλείας για την ορθή εκπαίδευση και λειτουργία των συστημάτων ΤΝ κατά τα Άρθρα 8-15 του Κανονισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η Διαρκής Επιτροπή τείνει στην ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ για την υποστήριξη ‘αμιγώς βοηθητικών διοικητικών δραστηριοτήτων,’ όπως τις χαρακτηρίζει ο Κανονισμός στο Προοίμιο 61. Αυτό διαφαίνεται από τα προβλεπόμενα σχέδια ενσωμάτωσης συστημάτων ΤΝ για σκοπούς όπως η ανωνυμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων και ο έλεγχος της αναφοράς του δικηγόρου ως «Παραστάς» στη δικαστική απόφαση ώστε να του δίνεται πρόσβαση σε δικαστικά έγγραφα [5]. Το κοινό στοιχείο αυτών των συστημάτων είναι η επεξεργασία δικαστικών εγγράφων και η (περιορισμένη) αυτοματοποίηση διοικητικών δραστηριοτήτων με στόχο την υποστήριξη των δικαστικών υπαλλήλων και την επιτάχυνση της δίκης.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιτυχή ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων είναι η εφαρμογή διαφορετικών αλγοριθμικών συστημάτων ή και πρακτικών ανά δικαστήριο. Για παράδειγμα, η διαφορετικοί τρόποι σύνταξης των δικαστικών αποφάσεων ανά δικαστήριο ενδέχεται να μπερδεύουν το αλγοριθμικό σύστημα, καθώς έχει εκπαιδευτεί να επεξεργάζεται ένα συγκεκριμένο μοτίβο αποφάσεων ώστε να μη δύναται να λειτουργήσει σε διαφορετικό πλαίσιο. Ένας ακόμη κίνδυνος για την επιτυχή ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ είναι η έλλειψη μηχανογραφημένων εγγράφων τα οποία το αλγοριθμικό σύστημα μπορεί να επεξεργαστεί για να εκπαιδευτεί και να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Έτσι, συχνά ένας ή μερικοί δικαστικοί υπάλληλοι αναλαμβάνουν κατά χειρωνακτικό τρόπο (χωρίς την υποστήριξη ψηφιακών μέσων) την επεξεργασία εγγράφων, όπως οι δικαστικές αποφάσεις, για την εκτέλεση διοικητικών δραστηριοτήτων, όπως η ανωνυμοποίηση των αποφάσεων, υποβαθμίζοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και την επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών .
Μελλοντικές πρωτοβουλίες ενσωμάτωσης συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων πρέπει να ελέγχονται για την ύπαρξη υψηλού κινδύνου, κυρίως όσον αφορά το δικαίωμα των πολιτών στη δίκαιη δίκη. Γι’ αυτόν το λόγο, οι υπεύθυνοι φορείς στον τομέα της δικαιοσύνης πρέπει να διενεργούν εκτιμήσεις αντικτύπου σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να εκτιμώνται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενέχουν τα επιμέρους συστήματα ΤΝ για τα δικαιώματα των πολιτών, να αποτιμώνται οι επιπτώσεις της πραγματοποίησης τέτοιων κινδύνων, και να προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισης τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η επέμβαση προγραμματιστών θα είναι αρκετή για την επίλυση λειτουργικών ζητημάτων. Ωστόσο, η λειτουργία συστημάτων ΤΝ πρέπει να αντιμετωπίζεται ολιστικά, ώστε όχι μόνο οι προγραμματιστές αλλά και οι υπεύθυνοι φορείς και οι χρήστες των συστημάτων να συμμετέχουν στον σχεδιασμό, στην υλοποίηση και στην αξιολόγηση της λειτουργίας τους στα δικαστήρια. Μόνο μέσω ενός αποτελεσματικού και ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων μπορεί να επιτευχθεί μια ομαλή και ασφαλής ενσωμάτωση συστημάτων ΤΝ στη δικαιοσύνη, με τελικό αποδέκτη των ωφελειών τους τους πολίτες.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να παρέχεται συνδρομή στους χρήστες των συστημάτων ΤΝ, ώστε να εφοδιάζονται με ψηφιακές δεξιότητες για την ανεμπόδιστη χρήση των συστημάτων που αφορούν είτε τη διοίκηση των δικαστηρίων είτε τις δικαστικές υπηρεσίες. Η διαλειτουργικότητα των ψηφιακών πλατφορμών και μητρώων (ως τώρα περιορισμένη μέσω gov.gr και TAXISNET) διευκολύνει περαιτέρω την πρόσβαση των χρηστών με ένα κλικ στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και την ταυτόχρονη ενημέρωση μιας υπόθεσης με κάθε καινούρια ενέργεια, ωθώντας τους χρήστες να προτιμούν την ηλεκτρονική έναντι της φυσικής οδού.
* Η Καλλιόπη Τερζίδου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου. Η έρευνα της υποστηρίζεται από το Fonds National de la Recherche (PRIDE 19/14268506).
[1] Θ. Φορτσάκης, Συμβολή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, Μάιος 2015, 233-234.
[2] Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, Η Ελληνική Δικαιοσύνη το 2040, Οκτώβριος 2021, 22-25.
[3] Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1689 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2024, για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη.
[4] Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή Του ΥΔ Για Την Τεχνητή Νοημοσύνη, Πρακτικό συνεδρίασης 28 Μαΐου 2024, 21.
[5] Δρ. Ηλίας Λυμπερόπουλος, Εφαρμογές NLP-AI Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η Ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης
Γράφει η Καλλιόπη Τερζίδου*
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ενεργή εδώ και αρκετά χρόνια στην θέσπιση κανόνων και συστάσεων για την ψηφιοποίηση της διοίκησης των δικαστηρίων, μεταξύ άλλων μέσω συστημάτων ΤΝ. Κύρια προτεραιότητά της είναι η διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος σε μία δίκαιη δίκη, εξασφαλίζοντας την ελεύθερη και πραγματική προσφυγή των πολιτών σε ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια. Η δράση αυτή της ΕΕ για την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης στα Κράτη Μέλη αντικατοπτρίζεται στον Κανονισμό για την ΤΝ. Το Προοίμιο 61 του Κανονισμού διακρίνει μεταξύ συστημάτων που προορίζονται για «αμιγώς βοηθητικές διοικητικές δραστηριότητες», όπως η ανωνυμοποίηση δικαστικών αποφάσεων, και συστημάτων που προορίζονται ή επηρεάζουν στην πράξη την απονομή δικαιοσύνης, δηλαδή συστημάτων για «την παροχή συνδρομής σε δικαστικές αρχές κατά την έρευνα και την ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών και του νόμου και κατά την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστατικών» [1].
Στη δεύτερη περίπτωση, τα συστήματα ΤΝ χαρακτηρίζονται ως ‘υψηλού κινδύνου,’ διότι μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις ατομικές ελευθερίες, όταν υποκαθιστούν τους δικαστές στην τελική λήψη αποφάσεων. Τα συγκεκριμένα συστήματα επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις δικαστικές αρχές, ωστόσο οι πάροχοι τους πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των Άρθρων 8-15 του Κανονισμού. Αυτές οι απαιτήσεις αφορούν θέματα διαχείρισης κινδύνων, όπως οι διακρίσεις, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας των συστημάτων, προστασίας (προσωπικών) δεδομένων, διαφάνειας και ανθρώπινης εποπτείας.
Σε κάθε περίπτωση, η διάκριση αυτή του Προοιμίου περισσότερο μπερδεύει παρά βοηθάει τους εθνικούς νομοθέτες (και κατ’ επέκταση τις δικαστικές αρχές) στην επιτυχή ψηφιοποίηση της διοίκησης των δικαστηρίων μέσω συστημάτων ΤΝ. Συγκεκριμένα, το Προοίμιο 61 του Κανονισμού προβαίνει σε μια εντελώς επιφανειακή κατηγοριοποίηση των συστημάτων ΤΝ για τον τομέα της δικαιοσύνης, με σοβαρές ερμηνευτικές ασάφειες. Αρχικά, δεν είναι ξεκάθαρο εάν τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου πρέπει σωρευτικά να διενεργούν τις λειτουργίες της ‘έρευνας’ και ‘ερμηνείας’ των πραγματικών περιστατικών και του νόμου και της ‘εφαρμογής’ του νόμου στα πραγματικά περιστατικά. Εάν το εν λόγω σύστημα ΤΝ εκτελεί μόνο μία από αυτές τις λειτουργίες, π.χ. την ερμηνεία σχετικής νομοθεσίας ή/και νομολογίας στα πλαίσια διερεύνησης μια υπόθεσης από τον δικαστή χωρίς όμως την εφαρμογή της στα πραγματικά περιστατικά, τότε το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλού κινδύνου με βάση το γράμμα του νόμου.
Τελολογικά, όμως, είναι εύλογο να χαρακτηριστεί αυτοτελώς ως ‘υψηλού κινδύνου’ ένα σύστημα ΤΝ που περιορίζεται στην ερμηνεία του νόμου, δεδομένου ότι ο δικαστής μπορεί να επηρεαστεί από τις συστάσεις του συστήματος (πιθανώς εσφαλμένες ή άλλως προβληματικές) κατά τη δικαστική του κρίση και έτσι να πάψει να είναι ανεξάρτητος. Στην τελική, η μη απαγόρευση χρήσης συστημάτων ΤΝ που υποστηρίζουν την εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένο σύνολο πραγματικών περιστατικών είναι αμφιλεγόμενη επιλογή του νομοθέτη, ειδικά όταν το Προοίμιο 61 αναφέρει ότι «η τελική λήψη αποφάσεων πρέπει να παραμείνει δραστηριότητα κατευθυνόμενη από τον άνθρωπο». Έτσι, τίθενται ερωτήματα ως προς την έκταση της ‘συνδρομής’ που τα συστήματα ΤΝ πρέπει να προσφέρουν στους δικαστές.
Άλλη μια ερμηνευτική ασάφεια αφορά την αναγνώριση συστημάτων ΤΝ που προορίζονται για ‘αμιγώς βοηθητικές’ διοικητικές δραστηριότητες και τα οποία αντιδιαστέλλονται από τα συστήματα ΤΝ ‘υψηλού κινδύνου.’ Αν και το Προοίμιο 61 αναφέρει μια σειρά παραδειγμάτων διοικητικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της ψευδωνυμοποίησης των αποφάσεων, δεν είναι ξεκάθαρο τι εννοείται με τους προσδιορισμούς ‘αμιγώς’ και ‘βοηθητικές.’ Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ειπωθεί ότι η ανάθεση υποθέσεων στους δικαστές είναι μια αμιγώς βοηθητική διοικητική διαδικασία λόγω της επαναλαμβανόμενης και τυποποιημένης φύσης της δραστηριότητας αυτής, ωστόσο ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα αγνοούσε τις αρνητικές επιπτώσεις της αποτυχημένης ανάθεσης μιας υπόθεσης από ένα σύστημα ΤΝ. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν το σύστημα αγνοεί μια υπάρχουσα σύγκρουση συμφερόντων, έτσι ώστε να απειλείται η αμεροληψία του δικαστή και κατ’ επέκταση το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, μετατρέποντας έτσι το σύστημα ΤΝ σε ‘υψηλού κινδύνου.’
Περαιτέρω ερωτήματα ανακύπτουν αναφορικά με την χρήση από δικαστές συστημάτων ΤΝ γενικού σκοπού (π.χ. ChatGPT) ή συστημάτων που προορίζονται (από τον πάροχο) για χρήση από δικηγόρους και όχι για «για χρήση από δικαστική αρχή ή για λογαριασμό δικαστικής αρχής,» όπως αναφέρει το Προοίμιο 61. Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι πιθανό συστήματα ΤΝ που χρησιμοποιούνται από τους δικαστές για την έρευνα, ερμηνεία και εφαρμογή των πραγματικών περιστατικών και του νόμου να μην χαρακτηριστούν ως ‘υψηλού κινδύνου΄ γιατί προορίζονται από τον πάροχο για χρήση από το ευρύ κοινό ή από δικηγόρους.
Για παράδειγμα, η χρήση του ChatGPT, ως συστήματος ΤΝ γενικού σκοπού, από έναν δικαστή για την έρευνα κάποιας νομοθεσίας δεν επιφέρει άμεσα τον χαρακτηρισμό του ως ‘υψηλού κινδύνου’ γιατί προορίζεται για χρήση από το ευρύ κοινό. Έτσι, ο πάροχος δεν επιβαρύνεται με την τήρηση των απαιτήσεων των Άρθρων 8-15 του Κανονισμού. Παρόλα αυτά, συστημικοί κίνδυνοι, όπως οι λεγόμενες ‘παραισθήσεις’ όταν το ChatGPT παρουσιάζει μια ψευδή πληροφορία ως αληθινή με αποτέλεσμα να παραπλανεί τον χρήστη, απειλούν το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη με το να περιορίζουν την ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση του δικαστή.
Ο Ευρωπαίος νομοθέτης θα πρέπει να αναγνωρίσει τις διαφορετικές ταχύτητες ψηφιοποίησης ανά Κράτος Μέλος που επηρεάζουν τους στόχους της ΕΕ για την εξ ορισμού ψηφιοποίηση και τη διαλειτουργικότητα συστημάτων στο δικαστικό τομέα των Κρατών Μελών [2]. Αν και τα περισσότερα Κράτη Μέλη έχουν ξεκινήσει τις διαδικασίες ψηφιοποίησης βάσει συστημάτων ΤΝ, κυρίως για την ψευδωνυμοποίηση δικαστικών αποφάσεων [3], ωστόσο βρίσκονται σε αρκετά πρώιμο στάδιο καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν αρκετά μηχανογραφημένα δεδομένα, π.χ. δικαστικές αποφάσεις, που μπορεί να επεξεργαστεί ένα σύστημα ΤΝ κατά την εκπαίδευση του. Επομένως, δεν επαρκεί η σαφής νομοθέτηση της επιτρεπτούς χρήσης συστημάτων ΤΝ για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και επιτυχούς εφαρμογής συστημάτων ΤΝ στα εθνικά δικαστήρια.
Η ΕΕ και οι εθνικοί φορείς, όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης, πρέπει να παρέχουν μεγαλύτερη οικονομική στήριξη αλλά και καθοδήγηση στα εθνικά δικαστήρια, π.χ. μέσω της εκπαίδευση και ενημέρωσης των δικαστών σχετικά με την χρήση συστημάτων ΤΝ. Σε αυτήν την προσπάθεια, είναι πολύ σημαντικό η εφαρμογή των συστημάτων ΤΝ στη διοίκηση των δικαστηρίων να γίνεται κατά εναρμονισμένο τρόπο, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο, ώστε όλοι οι πολίτες να επωφελούνται ισότιμα και αδιακρίτως από τη θετική συμβολή των συστημάτων στην αποτελεσματικότητα και ποιότητα της δικαιοσύνης.
* Η Καλλιόπη Τερζίδου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου. Η έρευνα της υποστηρίζεται από το Fonds National de la Recherche (PRIDE 19/14268506).
[2] Council of the EU, European e-Justice Strategy 2024-2028 – Approval, 15509/23, 17 November 2023,
Data Privacy Framework - Ένα Χρόνο Μετά: Το Παιδί Περπάτησε (Μάλλον) προς Λάθος Κατεύθυνση...
Γράφουν οι Χρήστος Μακρής και Φωτεινή Κακαβά*
Τα πρώτα μας γενέθλια ήταν πάντοτε τα πιο σημαντικά. Μέσα σε ένα χρόνο ζωής, οι περισσότεροι από εμάς βιώσαν τεράστιες αλλαγές. Άλλοι περπάτησαν, άλλοι μίλησαν, όλοι γέλασαν και όλοι έκλαψαν.
Κάπως έτσι πρέπει να αξιολογήσουμε και το «θεσμικό τέκνο» που προέκυψε από μια δυσλειτουργική σχέση ετών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ: την απόφαση επάρκειας του άρθρου 45 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) που αφορά την διατλαντική διαβίβαση των προσωπικών μας δεδομένων ως Ευρωπαίοι πολίτες. Το Data Privacy Framework (DPF) συμπλήρωσε ένα έτος ζωής στις 10 Ιουλίου 2024 και έτσι οι «γονείς» αποφάσισαν να μαζευτούν στις 18-19 Ιουλίου 2024 στην Ουάσιγκτον, προκειμένου να αξιολογήσουν την πορεία ανάπτυξης του τέκνου τους.
Προκειμένου δε να καθησυχάσουν το κοινό τους ότι όλα πάνε ή θα πάνε καλά, αποφάσισαν να συντάξουν μία έκθεση ελέγχου των πεπραγμένων, με βάση στοιχεία που παρείχαν οι αρμόδιες υπηρεσίες της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και με την συμμετοχή διάφορων αμερικανικών ΜΚΟ που προασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα σε θέματα ψηφιακών δικαιωμάτων και όχι μόνο.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κείμενο 21 σελίδων, το οποίο υποβλήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2024 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προς αξιολόγηση.
Ας κάνουμε όμως εδώ μία παύση, για να φρεσκάρουμε λίγο την μνήμη μας. Το Data Privacy Framework (DPF) δεν είναι το μοναδικό τέκνο ΕΕ και ΗΠΑ. Έχουν προηγηθεί δύο ατελέσφορες προσπάθειες: EU–US Safe Harbor Principles και Privacy Shield Framework. Γιατί ατελέσφορες; Γιατί και οι δύο αντίστοιχα ακυρώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μετά από προσφυγή σε αυτό του υπέρμαχου για τα προσωπικά δεδομένα και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, Max Schrems.
Η παράνομη απενεργοποίηση των ανεξάρτητων εποπτικών Αρχών από την αξιολόγηση της ορθής εφαρμογής των αποφάσεων επάρκειας, η επί της ουσίας κατάργηση του θεμελιώδους δικαιώματος για προστασία των δεδομένων μας με βάση το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και η αδυναμία πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας ή εκτελούντος την επεξεργασία στις ΗΠΑ, αποτέλεσαν θεμέλιους λίθους στο σκεπτικό των αποφάσεων που έκριναν την ακύρωση των δύο προηγούμενων αποφάσεων επάρκειας.
Τι διαφορετικό όμως έχει η παρούσα απόφαση επάρκειας σε σχέση με τις προηγούμενες; Από που απορρέει η νομιμότητα της και τι είναι αυτό που την καθιστά στο απυρόβλητο; Οι απαντήσεις κρύβονται στην πολυαναμενόμενη ετήσια έκθεση ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2024 και η οποία κρίνει (κατά πολύ) την μελλοντική πορεία της απόφασης επάρκειας.
Εν τέλει, ως συντάκτες του άρθρου, μπήκαμε στον κόπο να την διαβάσουμε από κοινού και να μεταφέρουμε την προσωπική μας άποψη σε σχέση με τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα, ξεκινώντας πάντα από δύο απλές παραδοχές: (α) οι ΗΠΑ δεν έχουν κωδικοποιημένη νομοθεσία αντίστοιχη με τον ΓΚΠΔ και την Ευρωπαϊκή Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και επομένως δεν χωρεί νομοθετική αντιπαραβολή και (β) είναι τόσες οι Επιτροπές, Υποεπιτροπές, Υπηρεσίες, Γραφεία και Πάνελ Ειδικών στην δαιδαλώδη κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτείων, που σε πιάνει πονοκέφαλος όταν προσπαθείς να βάλεις σε μία σειρά ποιος είναι υπεύθυνος για τι.
Προσπερνώντας λοιπόν τα ως άνω, η ανάγνωση της έκθεσης ελέγχου δεν ήταν τόσο δύσκολη. Ήταν απλά γεμάτη με ευχές από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μεγαλώσει το παιδί με σωστές αρχές και να πάρει το δρόμο τον σωστό, βγάζοντάς μας ασπροπρόσωπους στην κοινωνία (βέβαια εκ των πραγμάτων από την ανάγνωση του DPF την πλήρη επιμέλεια του τέκνου την διατηρούν οι ΗΠΑ – με ό,τι σημαίνει αυτό, και απλά έχουν από κοινού την γονική μέριμνα με την ΕΕ).
Από κανένα σημείο της έκθεσης ελέγχου δεν προέκυψε πως προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών από πρακτικές επιτήρησης των Υπηρεσιών Ασφαλείας των ΗΠΑ, παρά μόνο εκφράστηκαν ανησυχίες από τις ΜΚΟ που συμμετείχαν στην διαβούλευση ότι οι Υπηρεσίες Ασφαλείας πλέον αγοράζουν δεδομένα πολιτών από εταιρείες του ιδιωτικού τομέα στα πλαίσια των πρακτικών παρακολούθησης. Το κείμενο της έκθεσης ελέγχου επικεντρώνει κυρίως σε εντατικές προσπάθειες επιμόρφωσης των Αμερικανών πρακτόρων των Υπηρεσιών Ασφαλείας, προκειμένου να ενημερωθούν για το πλαίσιο συμφωνίας της απόφασης επάρκειας και να συμμορφώνονται οικειοθελώς (;!) με τις αρχές της ελαχιστοποίησης των δεδομένων και της αναλογικότητας με βάση τον σκοπό της επεξεργασίας. Κοινώς, δεοντολογικά ευχολόγια.
Επιπλέον, σε σχέση με τις πολύ μεγάλες πλατφόρμες (Google, Meta), οι οποίες έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της διαμόρφωσης των αποφάσεων επάρκειας μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ, γίνεται αναφορά ότι δημοσιοποιούν τα στοιχεία των αιτημάτων που έχουν δεχθεί από τις Υπηρεσίες Ασφαλείας κατά την διάρκεια του έτους στα πλαίσια διαφάνειας των εν λόγω διεργασιών. Παρ’ όλα αυτά, όταν μπήκαμε στην αντίστοιχη σελίδα της Google ανακαλύψαμε ότι η λεγόμενη διαφάνεια εκτεινόταν σε απλά στατιστικά νούμερα και με ένα προοίμιο ότι «Σε αυτή την αναφορά αιτημάτων εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, αναφέρουμε ξεχωριστά τα αιτήματα από φορείς των ΗΠΑ που χρησιμοποιούν τη νομοθεσία εθνικής ασφάλειας επειδή αυτή η νομοθεσία περιορίζει τόσο τον όγκο των πληροφοριών που επιτρέπεται να κοινοποιούμε εμείς και άλλες εταιρείες πληροφοριών όσο και τη χρονική στιγμή που μπορούμε να τις κοινοποιήσουμε». Επομένως, άνθρακες ο θησαυρός.
Εν τέλει, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει το κρισιμότερο ερώτημα όλων: πως μπορεί ένας Ευρωπαίος πολίτης να ασκήσει στις ΗΠΑ το κατοχυρωμένο δικαίωμα πραγματικής δικαστικής προσφυγής κατά υπευθύνου επεξεργασίας του άρθρου 79 ΓΚΠΔ; Απλά, δεν μπορεί. Το Data Protection Review Court (DPRC) (η σύσταση του οποίου συμφωνήθηκε μεταξύ ΕΕ – ΗΠΑ για να εκπληρωθεί το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής) δεν είναι δικαστήριο, είναι μία διαδικασία δύο επιπέδων, όπως περιγράφεται στον ιστότοπο του Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το οποίο μπορεί να επιβάλει την κατάλληλη αποκατάσταση (appropriate remediation) σε βάρος των εταιρειών που παραβιάζουν την απόφαση επάρκειας. Άμεση αποκατάσταση της παραβίασης δικαιωμάτων σε βάρος των υποκειμένων επεξεργασίας δεν υπάρχει. Δικαιώματα όπως αυτό της πρόσβασης, της λήθης, της διόρθωσης, του περιορισμού της επεξεργασίας και της εναντίωσης, δεν μπορούν να εξασκηθούν πέραν από τα διοικητικά όρια της ΕΕ. Επομένως, καμία έκθεση ελέγχου και κανένα στατιστικό δεδομένο δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στα καίρια αυτά προβλήματα. Όποιος από εσάς θέλει, μπορεί να διαβάσει την εν λόγω έκθεση ελέγχου εδώ.
Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε την προσπάθεια όλων όσων συμμετείχαν στην σύνταξη του εν λόγω εγγράφου, δεν μπορούμε να βρούμε κάτι ουσιαστικό σε αυτό που να χρήζει περαιτέρω αναφοράς. Η ισχύουσα απόφαση επάρκειας συνεχίζει να «μπάζει νερά». Νομίζουμε ότι είμαστε κοντά σε μία ακόμη «επίθεση» από πλευράς NOYB και Max Schrems για την ακύρωση της εν λόγω απόφασης (και κατά την άποψή μας, όχι αδικαιολόγητη). Η νέα εκλογή Προέδρου στις ΗΠΑ δείχνει κατά πολύ την κατεύθυνση που θα πάρει η επερχόμενη κυβέρνηση σε θέματα Εθνικής Ασφαλείας. Ήδη ο Ντόναλντ Τραμπ την ημέρα της ορκωμοσίας του κατάργησε ένα μεγάλο σύνολο ομοσπονδιακών νομοθετημάτων της κυβέρνησης Μπάιντεν, ειδικά όσα αφορούν την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων και διακρίσεων. Οι ΗΠΑ βαδίζουν αδιαμφισβήτητα προς μία πολιτική εσωστρέφειας και περιορισμών στην διεκδίκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Επειδή λοιπόν πολλοί θα θεωρήσουν ότι είμαστε ενάντια σε κάθε προσπάθεια συμφωνίας μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ σε θέματα διατλαντικών διαβιβάσεων δεδομένων, θα τους προλάβουμε δηλώνοντας το ακριβώς αντίθετο. Η ασφαλής μεταφορά δεδομένων στην άλλη άκρη του Ατλαντικού αποτελεί ίσως το κρισιμότερο ζήτημα βιωσιμότητας της καινοτομίας και της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών, που θα προσφέρουν στην ανθρωπότητα λύσεις σε θεμελιώδεις τομείς όπως ενδεικτικά στην προαγωγή της κλινικής έρευνας, σε εύρεση θεραπειών για χρόνιες νόσους και στην ορθή κατανομή παγκόσμιων πόρων για την αντιμετώπιση φαινομένων υποσιτισμού και αδυναμίας περίθαλψης. Όχι όμως σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα δεδομένα μας είναι ο νέος χρυσός αλλά ας επωφεληθούμε όλοι από αυτό.
* Ο Χρήστος Μακρής είναι Δικηγόρος με 15ετή εμπειρία, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές Δίκαιο, μεταπτυχιακός φοιτητής στο πρόγραμμα Law & Technology του Πανεπιστημίου του Τίλμπουργκ (Tilburg University, the Netherlands) και ακαδημαϊκός ερευνητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Προστασίας Δεδομένων.
Η Φωτεινή Κακαβά είναι Data Protection & Privacy legal expert, με 6ετή εμπειρία, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο πρόγραμμα Law & Technology του Πανεπιστημίου του Τίλμπουργκ (Tilburg University, the Netherlands) και κάτοχος πιστοποίησης CIPM (Certified Information Privacy Management).
Ασφαλείς Διαδρομές στο Διαδίκτυο: Οδηγός για Γονείς και Ανήλικους
Γράφει η Σταυρίνα Χούσου*
Σύμφωνα με την UNICEF, το 1/3 των διαδικτυακών χρηστών είναι ανήλικοι, ενώ παιδιά 8-18 ετών περνούν περίπου το 1/3 της ημέρας τους online. Το διαδίκτυο είναι άρρηκτο και συχνά ευεργετικό στοιχείο της ζωής της «διασυνδεδεμένης γενιάς», αλλά κρύβει και κινδύνους. Η έλλειψη εκπαίδευσης και η έμφυτη αθωότητά τους, καθιστούν τα παιδιά ευάλωτους διαδικτυακούς στόχους.
Βασικά σημεία
Η συζήτηση για την κυβερνοασφάλεια πρέπει να ξεκινάει όταν το παιδί πρωτοέρχεται σε επαφή με το διαδίκτυο, με απλούς τρόπους όπως ρωτώντας το για τους σκοπούς των εφαρμογών και των αναζητήσεών του, αλλά και τους πιθανούς κινδύνους τους. Για τα μικρά παιδιά (3-8 ετών), η αυτόνομη χρήση του διαδικτύου δεν είναι ασφαλής. Οι γονείς και κηδεμόνες πρέπει να εξοικειωθούν με τους γονικούς ελέγχους στις ρυθμίσεις των συσκευών και εφαρμογών (ΜΚΔ, πλατφόρμες streaming), ώστε να περιορίζουν το περιεχόμενο, τον χρόνο οθόνης και τη πρόσβαση σε τρίτες ιστοσελίδες στα παιδιά. Αυτό βέβαια δεν υποκαθιστά τον ρόλο της συζήτησης και της ενεργούς ενασχόλησης.
Κίνδυνοι και τρόποι προστασίας
Σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα παιδιά θα έρθουν σε επαφή με πληθώρα διαδικτυακών κινδύνων. Από νωρίς πρέπει να μάθουν να τους εντοπίζουν και να προφυλάσσονται κατάλληλα.
Θύτες και απατεώνες στο διαδίκτυο. Θύτες εκμεταλλεύονται την αθωότητα των παιδιών για να τα παρασύρουν σε επικίνδυνες καταστάσεις ή να αποσπάσουν προσωπικά δεδομένα. Κοινωνικά δίκτυα και πλατφόρμες παιχνιδιών προσφέρουν ανώνυμους χώρους που διευκολύνουν αυτές τις επαφές. Ακόμα κι αν τα παιδιά είναι ενημερωμένα, μπορεί να δελεαστούν από προσφορές δωρεάν πρόσβασης σε παιχνίδια ή άλλα προνόμια.
Το ‘grooming’ αναδεικνύεται ως η βασικότερη μέθοδος των θυτών και αφορά τη δημιουργία συναισθηματικής σχέσης με ένα παιδί στο διαδίκτυο, με σκοπό την κακοποίηση ή την σεξουαλική εκμετάλλευση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν μπορεί να υποκατασταθεί η παραδοσιακή, αλλά προσαρμοσμένη για την ψηφιακή εποχή, συζήτηση για τους κινδύνους από ξένους.
Κι αυτός ο κίνδυνος δεν πρέπει να υποτιμάτε. Σχεδόν το 90% των URLs με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται στην ΕΕ, σύμφωνα με την Europol. Το 94% των αναφορών αφορούσε τις πλατφόρμες της Meta, όπου οι κρυπτογραφημένες συνομιλίες παρέχουν κάλυψη στους εγκληματίες. Επιπλέον, σύμφωνα με το Online Grooming Communication Project (OGC) μόλις 18 λεπτά επικοινωνίας αρκούν για να κερδίσουν οι groomers την εμπιστοσύνη ενός παιδιού.
Phishing και κακόβουλο λογισμικό. Το phishing είναι μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές διαδικτυακής απάτης. Οι επιτιθέμενοι αποσπούν ευαίσθητες πληροφορίες μέσω παραπλανητικών μηνυμάτων ή ιστοσελίδων. Τα παιδιά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν αυτές τις απάτες, καθώς συχνά είναι εξαιρετικά πειστικές και φαίνεται να προέρχονται από γνωστούς ή αξιόπιστες πηγές. Κακόβουλα λογισμικά, που περιέχουν ιούς ή αποσπούν δεδομένα, συχνά κρύβονται πίσω από συνδέσμους που διαμοιράζονται μέσω phishing ή άλλων επιθέσεων. Τα παιδιά είναι πιθανό να ανοίξουν τέτοιους συνδέσμους, αφού συχνά συνοδεύονται από δελεαστικές προσφορές ή εμφανίζονται ως παιχνίδια.
Είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν τα σημάδια τέτοιων ενεργειών, αποφεύγοντας συνδέσμους από άγνωστους ή ύποπτους αποστολείς και αξιολογώντας ύποπτα μηνύματα, όπως αυτά χωρίς περιεχόμενο. Αυτούς ακριβώς τους κινδύνους θίγει και η Ευρωπαϊκή Καμπάνια Κυβερνοασφάλειας 2024 #ThinkB4UClick.
Υπερβολική ή άκριτη κοινοποίηση προσωπικών στοιχείων. Η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο απαιτεί προσοχή, καθώς στοιχεία όπως φωτογραφίες και διευθύνσεις μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του παιδιού. Τα παιδιά πρέπει να κατανοούν τη σημασία των ιδιωτικών προφίλ και να έχουν τον έλεγχο των πληροφοριών τους. Επιπλέον, πρέπει να εκπαιδεύονται σχετικά με το «διαδικτυακό αποτύπωμα», καθώς οτιδήποτε δημοσιεύεται μπορεί να παραμείνει μόνιμα, καθιστώντας την προστασία της ιδιωτικότητας εξαιρετικά σημαντική.
Κυβερνοεκφοβισμός Έρευνες δείχνουν ότι περίπου 60% των παιδιών έχουν γίνει μάρτυρες διαδικτυακού εκφοβισμού, χωρίς να έχουν αντιδράσει. Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι ενθαρρύνετε το παιδί να επικοινωνεί για τις διαδικτυακές εμπειρίες που το προβληματίζουν, αλλά και να ακολουθεί τον χρυσό κανόνα: «Μην κάνεις ό,τι δε θέλεις να σου κάνουν». Η κυβερνοασφάλεια δεν έχει πάντα τεχνικές ρίζες. Η καλλιέργεια ενός ευγενούς και κριτικού ανθρώπου είναι η πρώτη γραμμή άμυνας.
Παραπληροφόρηση. Ενθαρρύνετε τα να σκέφτονται κριτικά για ό,τι βρίσκουν online και εκπαιδεύστε τα να αναγνωρίζουν αξιόπιστες πηγές. Είναι απαραίτητο να αξιολογούν την πηγή της πληροφορίας (ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιος ο σκοπός του) και τα χαρακτηριστικά του ιστότοπου (π.χ. URL, domain). Επίσης, πρέπει να σκεφτούν αν οι πληροφορίες είναι λογικές και αν συνάδουν με όσα ήδη γνωρίζουν, ή αν χρειάζεται να βρουν άλλες πηγές για επιβεβαίωση. Για μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες, η σειρά εκπαιδευτικών βίντεο Online Verification Skills είναι εξαιρετική πηγή, ενώ για μικρότερα παιδιά, αξιόλογο εργαλείο αποτελεί το εκπαιδευτικό παιχνίδι της Μαρίας Παππά, ‘Αλήθεια, Άποψη ή Ανακρίβεια’.
Ο ρόλος των «μεγάλων» στην κυβερνοασφάλεια των «μικρών»
Σεβασμός της ιδιωτικότητας. Μοιραστείτε φωτογραφίες των παιδιών μόνο με στενούς φίλους ή οικογένεια, σε κρυπτογραφημένα κανάλια. Απενεργοποιήστε τις υπηρεσίες τοποθεσίας και αναγνώρισης προσώπου, και αποφύγετε τη δημοσίευση φωτογραφιών που αποκαλύπτουν προσωπικές πληροφορίες. Αφαιρέστε τα μεταδεδομένα EXIF από τις φωτογραφίες που μοιράζεστε για να τις προστατεύσετε σε περίπτωση διαρροής.
Πολλές ευρωπαϊκές Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων συμβουλεύουν τους γονείς να αποφεύγουν τη δημοσίευση προσωπικού υλικού των παιδιών τους, καθώς τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να δώσουν ενημερωμένη συγκατάθεση. Αυτή η πρακτική επίσης εκθέτει τα παιδιά σε σοβαρούς κινδύνους. Ακόμη και μια απλή φωτογραφία μπορεί να ταυτοποιήσει ένα παιδί, αυξάνοντας τον κίνδυνο κλοπής ταυτότητας ή ψηφιακής απαγωγής, όπου οι εικόνες των παιδιών χρησιμοποιούνται σε ψεύτικους λογαριασμούς. Σύμφωνα με προβλέψεις της Barclays, έως το 2030, η δημόσια κοινοποίηση εικόνων από γονείς θα μπορούσε να ευθύνεται για τα 2/3 όλων των περιπτώσεων απάτης ταυτότητας.
Ευθύνη των ενηλίκων η προστασία των ψηφιακών υποδομών του νοικοκυριού. Ενημερώστε τα λογισμικά των συσκευών σας συχνά – και ιδανικά αυτόματα. Χρησιμοποιήστε ασφαλές, ιδιωτικό Wi-Fi. Σε δημόσια δίκτυα, προτιμήστε VPN για μεγαλύτερη ασφάλεια και περιορίστε τις αναζητήσεις σας. Εγκαταστείτε λογισμικά ασφαλείας και anti-virus.
Τα παιδιά μεγαλώνουν. Έτσι, η επιθυμία τους για αυτονομία αυξάνεται. Είναι κρίσιμο να μεταβούμε σταδιακά από την εποπτεία στην εμπιστοσύνη, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που τους έχετε παρέχει, πάντα με λογικά όρια, ανοιχτή επικοινωνία και υποστηρίζοντας τις αξίες που τους εμφυσουμε. Η ισορροπία μεταξύ αυτονομίας και εποπτείας είναι μια νέα συζήτηση, κι ενώ υπάρχουν χρήσιμες οδηγίες, δεν υπάρχουν απόλυτες λύσεις.
Αναφορά ακατάλληλων συμπεριφορών: Χρησιμοποιήστε τα φίλτρα αναφοράς στα ΜΚΔ για να επισημάνετε ύποπτες ή ανάρμοστες συμπεριφορές που αφορούν ανήλικους. Μην επαναπαύεστε και μην αγνοείται ανησυχητικά περιστατικά. Πολλά παιδιά μπορεί να μην απολαμβάνουν της προστασίας που τους αξίζει.
Επίλογος
Η εκπαίδευση των παιδιών για την κυβερνοασφάλεια προϋποθέτει την συνεχή ενημέρωση και εκπαίδευση των ενηλίκων. Ας μείνουμε ενεργοί, ενήμεροι και προσιτοί ιδιαίτερα στα παιδιά που βρίσκονται κάτω από τη φροντίδα μας. Είναι ευθύνη όλων μας.
Σύνδεσμοι για περαιτέρω ενημέρωση/Επιμόρφωση:
- Protecting Kids Online | Security.org
- Center of Missing and Epxloited Children: Courses
* H Σταυρίνα Χούσου είναι απόφοιτος της Σχολής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πειραιά και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Δημόσια Πολιτική και τις Νέες Τεχνολογίες από το Πανεπιστήμιο Sciences Po Paris. Εργάζεται ως Regulatory Consultant στην εταιρεία naaia.ai, μία συμβουλευτική για θέματα που άπτονται της ΤΝ και της διαχείρισης δεδομένων.
Ψηφιακά Δικαιώματα στην Ελλάδα: Επισκόπηση από τη Δεύτερη Έκθεση για την Ψηφιακή Δεκαετία
Γράφει o Χάρης Δάφτσιος*
Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ψηφιακή Δεκαετία, που ξεκίνησε το 2021, έχει ως στόχο την επίτευξη εκτεταμένου ψηφιακού μετασχηματισμού έως το 2030. Ένα βασικό στοιχείο αυτής της πρωτοβουλίας είναι η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη για τα Ψηφιακά Δικαιώματα και Αρχές, η οποία θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία και την προώθηση των ψηφιακών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ. Η Ελλάδα, όπως και τα άλλα κράτη μέλη, εργάζεται ενεργά προς την επίτευξη αυτών των στόχων, αλλά η πρόοδος είναι μικτή, όπως αποκαλύπτεται στη δεύτερη έκθεση “State of the Digital Decade” του 2024. Αυτό το άρθρο εξετάζει την τρέχουσα κατάσταση των ψηφιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, αντλώντας στοιχεία από την έκθεση και άλλες συναφείς πηγές.
Αντίληψη του Κοινού και Ευαισθητοποίηση:
Αν και η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για την ενσωμάτωση των αρχών της Ψηφιακής Δεκαετίας στη εθνική στρατηγική της, η αντίληψη του κοινού για αυτές τις προσπάθειες παραμένει χαμηλή. Σύμφωνα με την έρευνα Special Eurobarometer του 2024, μόνο το 33% των Ελλήνων πιστεύει ότι η ΕΕ προστατεύει αποτελεσματικά τα ψηφιακά τους δικαιώματα, ένα ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 47%. Αυτή η δυσπιστία υπογραμμίζεται περαιτέρω από τις αυξημένες ανησυχίες για την ασφάλεια των παιδιών στο διαδίκτυο (62%) και τον έλεγχο των προσωπικών δεδομένων (51%). Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλότερη από τον μέσο όρο ευαισθητοποίηση σχετικά με την εφαρμογή των offline δικαιωμάτων στον ψηφιακό τομέα, με μόνο το 50% των ερωτηθέντων να αναγνωρίζει αυτήν την αρχή, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ που είναι 62%.
Κύριοι Τομείς Ανησυχίας:
- Ψηφιακές Δεξιότητες και Εκπαίδευση:
Παρά τις διάφορες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του ψηφιακού αλφαβητισμού, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις στον εφοδιασμό των πολιτών της με τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες. Η έκθεση του 2024 αποκαλύπτει ότι μόνο το 52.4% του ελληνικού πληθυσμού διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 55.6%. Αυτό το χάσμα δεξιοτήτων είναι ιδιαίτερα εμφανές στον χαμηλό αριθμό ειδικών ICT, που ανέρχεται στο 2.4% της συνολικής απασχόλησης, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ που είναι 4.8%. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη για πιο αποτελεσματικά και στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης για να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα και να διασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν πλήρως στην ψηφιακή οικονομία.
- Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση (e-ID):
Παρά την πρόοδο στον ψηφιακό μετασχηματισμό των δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα δεν έχει ακόμα θεσπίσει ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που να συμμορφώνεται με τον Κανονισμό eIDAS. Αν και η χώρα αναπτύσσει ενεργά τον κόμβο eIDAS της και έχει πραγματοποιήσει επιτυχείς δοκιμές με άλλα κράτη μέλη, η απουσία ενός πλήρως λειτουργικού συστήματος e-ID παρεμποδίζει την απρόσκοπτη διασυνοριακή πρόσβαση στις ψηφιακές υπηρεσίες εντός της ΕΕ.
- e-Health:
Ενώ η Ελλάδα παρουσιάζει αξιέπαινη πρόοδο στον τομέα του e-health, με έναν εντυπωσιακό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 21.6%, παραμένει πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς ιατρικούς τους φακέλους μέσω της εφαρμογής myHealth, απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις για την επέκταση των διαθέσιμων τύπων δεδομένων και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις οδηγίες προσβασιμότητας στο διαδίκτυο.
- Προστασία και Ενδυνάμωση Χρηστών:
Παραμένουν ανησυχίες σχετικά με την προστασία και την ενδυνάμωση των χρηστών στον ψηφιακό κόσμο. Παρόλο που η Ελλάδα έχει εφαρμόσει μέτρα για την ενίσχυση της ιδιωτικότητας και της ασφάλειας στο διαδίκτυο, όπως τα Μνημόνια Συνεργασίας μεταξύ των αρχών προστασίας δεδομένων και άλλων θεσμών, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις στην εξασφάλιση μιας αξιόπιστης και ασφαλούς ψηφιακής εμπειρίας για όλους. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι η Ελλάδα αναφέρει υψηλότερη από τον μέσο όρο έκθεση σε εχθρικό ή υποτιμητικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο, που επηρεάζει το 25.7% των χρηστών του διαδικτύου, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 33.5%.
Θετικές Εξελίξεις και Προοπτικές:
Παρά τις προκλήσεις, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Οι προσπάθειες της χώρας να ψηφιοποιήσει τις δημόσιες υπηρεσίες έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα, με σημαντική αύξηση στον αριθμό των υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες μέσω της πύλης Gov.gr. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει λάβει προληπτικά μέτρα για την προώθηση της ψηφιακής προσβασιμότητας, δημοσιεύοντας έναν Οδηγό Ψηφιακής Προσβασιμότητας για τους ιστότοπους και τις εφαρμογές δημόσιας διοίκησης. Η πρόσφατη ίδρυση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας υπογραμμίζει περαιτέρω τη δέσμευση για την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας και την προστασία των κρίσιμων υποδομών.
Συμπέρασμα:
Η δεύτερη έκθεση για την Ψηφιακή Δεκαετία αποκαλύπτει μια μικτή εικόνα για την Ελλάδα. Ενώ η χώρα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και την προώθηση της ψηφιακής προσβασιμότητας, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές προκλήσεις σε τομείς όπως οι ψηφιακές δεξιότητες, η υιοθέτηση του e-ID και η προστασία των χρηστών στο διαδίκτυο. Η αντίληψη του κοινού επίσης υστερεί, υποδεικνύοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι κρίσιμη για την πλήρη πραγματοποίηση του οράματος της Ψηφιακής Δεκαετίας για μια ψηφιακά ενδυναμωμένη και περιεκτική κοινωνία. Με την προτεραιοποίηση των επενδύσεων στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, την επιτάχυνση της εφαρμογής του e-ID και την ενίσχυση των μέτρων διαδικτυακής ασφάλειας, η Ελλάδα μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ένα πιο ευημερούν και ψηφιακά ανθεκτικό μέλλον.
Χρήσιμες Παραπομπές για σχετική ενημέρωση:
[1] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/library/digital-decade-2024-country-reports
[3] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/library/digital-decade-2024-special-eurobarometer-report
[4] https://europa.eu/eurobarometer/surveys/detail/3174
[5] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/factpages/state-digital-decade-2024-report
[6] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/policies/2024-state-digital-decade-package
[8] https://ec.europa.eu/newsroom/dae/redirection/document/106722
*Ο Χάρης Δάφτσιος, είναι Σύμβουλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού.
Προστασία εταιρικών δεδομένων: αναγκαιότητα στην ψηφιακή εποχή
Γράφει o Ιωάννης Βασιλάκης*
Τα αγαθά των εταιρειών ως στόχος των επιτιθέμενων
Οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται πολύτιμες πληροφορίες που πρέπει να προστατεύονται από επιθέσεις. Εταιρικά δεδομένα, επιχειρηματικά σχέδια με τεχνική μοναδικότητα, προσωπικά στοιχεία πελατών, συμβάσεις εμπιστευτικού χαρακτήρα, στρατηγικά πλάνα και κάθε άλλο «περιουσιακό στοιχείο» που συμβάλλει στην επιτυχία της επιχείρησης, αποτελεί στόχο των επιτιθέμενων.
Στο επίκεντρο των κυβερνοεπιθέσεων, είναι συχνά και οι υποδομές πληροφορικής των εταιρειών, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η διαχείριση και η φύλαξη των δεδομένων και η λειτουργία των οργανισμών. Στην περίπτωση αυτή, αντικείμενο επίθεσης είναι τα δίκτυα και ο σχετικός εξοπλισμός, τα συστήματα διαχείρισης βάσεων δεδομένων, τα λειτουργικά συστήματα, οι εταιρικές ιστοσελίδες κ.λπ.
Είδη απειλών και επιπτώσεις των επιθέσεων
Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ποικίλες και εξελισσόμενες κυβερνοαπειλές που χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους, όχι απαραίτητα τεχνικές.
- Το «social engineering» (κοινωνική μηχανική), είναι η ευρύτερη πρακτική της χειραγώγησης ανθρώπων για την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών.
- Το «phishing» αποτελεί μία τεχνική «social engineering», όπου με χρήση ηλεκτρονικών μηνυμάτων που δείχνουν έμπιστα, οι επιτιθέμενοι προσπαθούν να αποσπάσουν ευαίσθητες πληροφορίες (κωδικούς πρόσβασης, στοιχεία πιστωτικών καρτών) ή να πείσουν τους χρήστες να επιτρέψουν την εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού (malware).
- Το «malware» μπορεί να έχει διάφορες μορφές, ανάλογα με το είδος της επίθεσης και το στόχο του επιτιθέμενου. Η κλοπή δεδομένων ή η καταστροφή τους, η καταγραφή των δραστηριοτήτων τού χρήστη εν αγνοία του, η κρυπτογράφηση εταιρικών αρχείων και η αξίωση καταβολής λύτρων (ransomware), είναι μερικά από τα πιο διαδεδομένα είδη επιθέσεων.
Οι επιπτώσεις μιας επιτυχούς επίθεσης μπορεί να είναι καταστροφικές για τον οργανισμό και εξαρτώνται από παράγοντες όπως: η φύση και η έκταση της επίθεσης, το μέγεθος του οργανισμού και ο κλάδος που δραστηριοποιείται, η ικανότητα ανάκαμψης κ.λπ.
Οι βασικότερες επιπτώσεις μιας κυβερνοεπίθεσης περιλαμβάνουν:
- Διατάραξη ή και διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού.
- Αμφισβήτηση της αξιοπιστίας με αντίκτυπο στις μείωση των πωλήσεων, την πτώση της μετοχής και τη διακοπή εταιρικών συνεργασιών
- Επιβολή διοικητικών προστίμων από κρατικές αρχές
- Αξιώσεις αποζημίωσης από θιγόμενους (παραβίαση προσωπικών δεδομένων, απώλεια κερδών κ.λπ.)
- Κόστος ανάκαμψης μετά την επίθεση
Αντιμετώπιση Απειλών
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των κυβερνοαπειλών, προϋποθέτει τη συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς οργανισμού αλλά και υπαλλήλων. Είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται συνδυαστικά, οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, στα οποία συνίσταται να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
Εξειδικευμένο προσωπικό σε κομβικές θέσεις – Διαρκής εκπαίδευση
Η επιλογή του κατάλληλου προσωπικού σε κρίσιμους ρόλους κυβερνοασφάλειας, ανήκει στον πυρήνα της αποτελεσματικής στρατηγικής έναντι των κυβερνοαπειλών. Η συνεχής εκπαίδευση των εμπλεκομένων, ώστε να γνωρίζουν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, τις τρέχουσες τάσεις και απειλές, τις νέες δυνατότητες των εργαλείων προστασίας κ.λπ., αποτελεί αυτονόητη απαίτηση.
Βεβαίως, στις περιπτώσεις που υπάρχει αναγκαιότητα για βαθιά γνώση ειδικών θεμάτων, η συνεργασία με έμπιστους εξωτερικούς συμβούλους (λ.χ penetration testers, ειδικοί αναλυτές) αποτελεί επίσης επιλογή, ειδικά για τους μεγάλους οργανισμούς.
Εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών μέτρων
Ως τεχνικά μέτρα, αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων:
- Χρήση firewall, για προστασία του δικτύου από εξωτερικές απειλές.
- Εγκατάσταση λογισμικού ανίχνευσης ιών και κακόβουλου λογισμικού.
- Κρυπτογράφηση δεδομένων
- Δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας
- Πρόσβαση στα συστήματα, μόνο από εξουσιοδοτημένα άτομα.
- Τακτική ενημέρωση των λογισμικών και επιδιόρθωση ευπαθειών
- Υποχρέωση χρήσης ισχυρών κωδικών πρόσβασης και λειτουργία διπλής επαλήθευσης (2 factor authentication)
- Παρακολούθηση και αξιολόγηση των αρχείων καταγραφής
- Εφαρμογή Virtual Private Network (VPN), για τους εργαζόμενους που απαιτείται να έχουν εξ αποστάσεως πρόσβαση στους εταιρικούς Η/Υ.
Ευαισθητοποίηση εργαζομένων – «Ανθρώπινο Firewall»
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνοεπιθέσεων εκκινεί από ανθρώπινα σφάλματα (ακούσιες ενέργειες ή παραλείψεις), εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι παρά τα προηγμένα τεχνικά μέτρα ασφάλειας, η ευαισθητοποίηση των εργαζομένων παραμένει η σημαντικότερη παράμετρος στην προστασία ενός οργανισμού.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα «Ανθρώπινο Firewall», αποτελώντας τη βασικότερη γραμμή άμυνας κατά των κυβερνοεπιθέσεων. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι επιτιθέμενοι συχνά εκμεταλλεύονται -μέσω χειραγώγησης- τις ανθρώπινες αδυναμίες (ευπιστία, άγνοια, κόπωση κ.λπ.), προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση των υπαλλήλων για την αναγνώριση και αποφυγή ανάλογων απειλών, είναι επιβεβλημένη.
Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί μια ισχυρή κουλτούρα κυβερνοασφάλειας, η οποία να προωθεί τη διαρκή ευαισθητοποίηση και την υιοθέτηση σε ατομικό επίπεδο καλών πρακτικών όπως:
- Συμμόρφωση με τις πολιτικές του οργανισμού (αυτονόητο)
- Άμεση ενημέρωση του ΙΤ της εταιρείας, για ασυνήθεις συμπεριφορές του Η/Υ
- Διατήρηση της εμπιστευτικότητας των διαπιστευτηρίων
- Ορθή χρήση του λογαριασμού email (έλεγχος αξιοπιστίας αποστολέα, επιφυλακτικότητα με τα συνημμένα και την επίσκεψη υπερσυνδέσμων κ.λπ.)
- Ελαχιστοποίηση χρήσης δεδομένων (όχι περιττές αποθηκεύσεις και διαβιβάσεις)
- Αποσύνδεση από τα συστήματα, κατά την απομάκρυνση από το γραφείο
- Προστασία των ιδιωτικών μέσων (Laptop, Tablet κ.λπ.), ειδικά εάν η εταιρεία έχει υιοθετήσει πολιτική BYOD (Bring Your Own Device)
- Αποφυγή δημοσιοποίησης εταιρικών πληροφοριών στα Κοινωνικά Δίκτυα
Σχέδιο διαχείρισης των περιστατικών ασφαλείας
Ανεξάρτητα με το επίπεδο ετοιμότητας, είναι πάντα πιθανό ένας οργανισμός να αποτελέσει θύμα επίθεσης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να υπάρχει εκ των προτέρων σχέδιο διαχείρισης συμβάντων, με στόχο την αντιμετώπιση της επίθεσης, την ελαχιστοποίηση των συνεπειών και την ταχεία ανάκαμψη. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τεχνικά ζητήματα (λ.χ. αναγνώριση απειλής, μέθοδος απομόνωσης κακόβουλου λογισμικού, αξιοποίηση backup), όσο και οργανωτικά (ενεργοποίηση εμπλεκομένων, επικοινωνιακή διαχείριση, συνεργασία με κρατικές αρχές κ.λπ.)
Υιοθέτηση προτύπων
Η συμμόρφωση του οργανισμού με διεθνή πρότυπα ασφάλειας πληροφοριών, πέραν του τυπικού οφέλους (αξιοπιστία, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κ.λπ.), παρέχει και ουσιαστικά πλεονεκτήματα.
Ειδικότερα, προκειμένου ο οργανισμός να εναρμονιστεί με το εκάστοτε πρότυπο, υποχρεούται να υιοθετήσει συγκεκριμένες πρακτικές και μέτρα, ενισχύοντας έτσι τη συνολική του προστασία. Η διαδικασία αυτή, νομοτελειακά, οδηγεί τον οργανισμό να αναθεωρήσει και να βελτιώσει πολιτικές, να ενισχύσει τα τεχνολογικά του μέσα, συμβάλλοντας σε μια πιο οργανωμένη και αποδοτική λειτουργία, που τελικά αναβαθμίζει οριζόντια όλες τις δομές του.
Πολιτική Ασφάλειας – Προστασία της Ιδιωτικότητας
Η εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικής ασφάλειας, αποτελεί το βασικό πλαίσιο προστασίας του οργανισμού. Περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, τις αρχές που τηρεί ο οργανισμός, τις αρμοδιότητες των εμπλεκομένων και την απόδοση ευθυνών, τα αγαθά που απαιτείται να προστατεύονται και ό,τι άλλο αναγκαίο για να εξασφαλίζεται η απαραίτητη προστασία. Η δέσμευση της διοίκησης έναντι των στόχων της πολιτικής, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα καθώς έτσι εξασφαλίζεται η επιτυχής εφαρμογή της.
Ταυτόχρονα, η πολιτική ασφάλειας θα πρέπει να εγγυάται ότι η εφαρμογή των μέτρων προστασίας, δεν λειτουργεί εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και της ιδιωτικότητας των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο να τηρούνται οι αρχές της αναλογικότητας και της νομιμότητας, ώστε τα μέτρα ασφαλείας να μην παραβιάζουν τις προσωπικές ελευθερίες των υπαλλήλων του οργανισμού.
Η πολιτική ασφάλειας, δεν είναι ένα στατικό έγγραφο. Είναι αναγκαία η συνεχής αξιολόγηση και βελτίωση, προκειμένου να καλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις, ακολουθώντας τις εξελίξεις στην τεχνολογία, τις αλλαγές στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα νέα είδη απειλών.
Επίλογος
Η ισχυρή άμυνα έναντι των αυξανόμενων κυβερνοεπιθέσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανθεκτικότητα των οργανισμών. Η επένδυση στην κυβερνοασφάλεια εγγυάται την αδιάλειπτη λειτουργία, την προστασία των δεδομένων και την αξιοπιστία του οργανισμού στον ανταγωνιστικό χώρο.
*Ο Ιωάννης Βασιλάκης είναι απόφοιτος της Σχολής Ικάρων, του Τμήματος Πληροφορικής του ΕΑΠ και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ «Ψηφιακή Καινοτομία και Διοίκηση” του Πανεπιστημίου Πατρών. Εργάζεται ως Αξιωματικός Πληροφορικής στην Πολεμική Αεροπορία.
Smart Devices at Home: πώς το κλιματιστικό και το ψυγείο ξέρουν πολλά για εμάς και σε ποιους τα λένε
Γράφει η Νίκη Γεωργακοπούλου*
Σήμερα έχει τελικό μπασκετ και θα μαζευτούμε μεγάλη παρέα στο σπίτι. Αύριο είναι ο τελικός του αγαπημένου μου μουσικού διαγωνισμού και θέλουμε να το γιορτάσουμε . Μέσα σε όλα αυτά έχει πολλή ζέστη και στη δουλειά τελειώνουμε πολύ αργά. Ωστόσο δεν αγχώνομαι για τις προμηθειες και για τα ποτά γιατί έχω έξυπνες συσκευές στο σπίτι και τις έχω συγχρονίσει με το email μου όλες. Το ψυγείο ξέρει τις προτιμήσεις μου και μάλιστα εντοπίζει τις προσφορές στο internet και κάνει την αντίστοιχη παραγγελία για εμένα. Επομένως δεν αγχώνομαι ιδιαίτερα. Θα χρειαστεί να το ενημερώσω μόνο ότι θα έρθει και η παρέα μου για να υπολογίσει ανάλογα την παραγγελία.
Αυτό δεν είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά πραγματικότητα…
Η ιδέα των έξυπνων συσκευών εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1990 με τον όρο Internet of Things (IoT). Ο όρος “things” αναφέρεται στα πράγματα εν ευρεία εννοία και δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο προϊόν. Ενδεικτικά μπορεί να είναι αυτοκίνητο με συνδεδεμένους αισθητήρες, ψυγείο, κλιματιστικό , φώτα και πολλά άλλα προϊόντα τεχνολογίας. Η βασική ιδέα του ΙοΤ είναι η διασύνδεση και η επικοινωνία ποικίλων συσκευών είτε σε τοπικό είτε σε παγκόσμιο δίκτυο, δηλαδή το διαδίκτυο. Η τεχνολογία αυτή αποσκοπεί στον χειρισμό των περισσότερων συσκευών από μία κεντρική συσκευή, το κινητό ή τον υπολογιστή του χρήστη. Η τεχνολογία αυτή είναι αδιαμφισβήτητα γοητευτική, ωστόσο, εγείρονται και κάποιοι προβληματισμοί, οι οποίοι θα αναφερθούν παρακάτω.
Τι είναι και Πώς λειτουργεί το ΙοΤ
Το IoT (Internet of Things) αναφέρεται λοιπόν σε ένα δίκτυο συνδεδεμένων συσκευών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των συσκευών αυτών στο διαδίκτυο και κυρίως αξιοποιώντας τεχνολογίες και υπηρεσίες Cloud. Η χρήση τεχνολογιών Cloud εξυπηρετεί στην ανταλλαγή και αποθήκευση δεδομένων προκειμένου να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη.
Τα πράγματα αυτά είναι προϊόντα που φέρουν αισθητήρες (sensors), έχουν εγκατεστημένο λογισμικό και έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο (internet) προκειμένου να επιτευχθεί η επικοινωνία με τις άλλες συσκευές αλλά και τα κεντρικά συστήματα μέσω των οποίων διαχέεται η πληροφορία.
Πιο συγκεκριμένα, οι έξυπνες συσκευές συνδέονται με το internet ή σε τοπικό δίκτυο και εν συνεχεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν ποικίλα πρωτόκολλα επικοινωνίας (Wi-Fi,Bluetooth, Zigbee, 5G) για την επικοινωνία με τον χρήστη. Στη συνέχεια, συλλέγουν δεδομένα του χρήστη και τα αποστέλλουν στο Cloud προκειμένου να επεξεργαστούν. Στο στάδιο της επεξεργασίας γίνεται η συλλογή, η ανάλυση και η ερμηνεία των δεδομένων για την εξαγωγή ουσιαστικών πληροφοριών. Παράλληλα με την διαδικασία συλλογής δεδομένων του χρήστη, οι αισθητήρες (sensors) που είναι ενσωματωμένοι στις συσκευές ΙοΤ συλλέγουν συνεχώς δεδομένα από το περιβάλλον τους.
Έπειτα, τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί μεταδίδονται μέσω δικτύου στο Cloud, επεξεργάζονται, αναλύονται και η έξυπνη συσκευή “προσαρμόζεται” στην αντίστοιχη συνθήκη και εκτελείται μία συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάθε στάδιο, ο χρήστης μπορεί να αλληλεπιδρά με την έξυπνη συσκευή μέσω μιας εφαρμογής που έχει εγκαταστήσει στο smartphone του και έχει πραγματοποιήσει εγγραφή με το email του.
Πόσα ξέρουν οι συσκευές για τους χρήστες τους;
Οι αισθητήρες των έξυπνων συσκευών “διαβάζουν” τις συνθήκες του περιβάλλοντος ώστε να δοθεί η αντίστοιχη εντολή για την κατάλληλη ενέργεια. Για παράδειγμα, οι αισθητήρες ενός έξυπνου κλιματιστικού “διαβάζουν” τη θερμοκρασία του χώρου, την υγρασία καθώς και την έκταση του, προκειμένου να προσαρμόσουν το πρόγραμμα του κλιματιστικού αναλόγως. Επιπλέον, το έξυπνο αυτό κλιματιστικό, ο χρήστης μπορεί να το χειρίζεται απομακρυσμένα από το κινητό του τηλέφωνο μέσω της εγκατεστημένης εφαρμογής στο κινητό του, ώστε να διαμορφώσει το ιδανικό περιβάλλον για την επιστροφή του στο χώρο.
Η έξυπνη συσκευή χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνολογίες (NLP, deep learning και τεχνητή νοημοσύνη), “μαθαίνει¨ και αποθηκεύει τις προτιμήσεις του χρήστη στο Cloud, ώστε την επόμενη φορά το κλιματιστικό να δημιουργήσει το τέλειο περιβάλλον για τον χρήστη. Περαιτέρω, το email που χρησιμοποιεί ο χρήστης, μπορεί να αποκαλύψει το διαδικτυακό προφιλ του και το υλικο αυτό να αποτελέσει υλικό εκπαίδευσης της έξυπνης συσκευής, προκειμένου το κλιματιστικό να “προσαρμοστεί” στις ανάγκες του.
Αντίστοιχο παράδειγμα έξυπνης συσκευής αποτελεί το ψυγείο. Οι ειδικοί ενσωματωμένοι αισθητήρες διαβάζουν τα barcodes και άλλες πληροφορίες των τροφίμων και των ποτών, ώστε να γνωρίζει τι προϊόντα προτιμά ο χρήστης, τι ποσότητες που καταναλώνει, την ημερομηνία λήξης των προϊόντων, ώστε να προειδοποιεί για έγκαιρη κατανάλωση. Περαιτέρω, το ψυγείο μπορεί να μάθει τις διατροφικές ανάγκες του χρήστη και σε συνδυασμό με κάποια στοιχεία υγείας, να προτείνει διαιτολόγιο. Επιπλέον, ο χρήστης μπορεί απομακρυσμένα να ελέγξει τι έχει στο ψυγείο του και να κάνει μια αντίστοιχη παραγγελία στο super market. Όλες αυτές οι πληροφορίες συγχρονίζονται με το email του χρήστη, αποθηκεύονται στο Cloud, προκειμένου ο χρήστης να έχει πρόσβαση σε όλες αυτές τις πληροφορίες ανά πάσα στιγμή.
Προβληματισμοί
Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια πολύ γοητευτική τεχνολογία που εύκολα μπορεί να συναρπάσει το χρήστη με τις δυνατότητες και τις διευκολύνσεις που προσφέρονται. Ωστόσο εγείρονται ενδιαφέροντα ερωτήματα.
Μπορούν οι κατασκευαστές των έξυπνων συσκευών να μάθουν πράγματα για εμάς τους χρήστες; Τι μάθαινουν για εμάς; Πού αποθηκεύεται αυτή η πληροφορία; Με ποιο τρόπο επεξεργάζονται όλα αυτά τα δεδομένα και τι συμπεράσματα βγάζουν για εμάς; Πού βρίσκονται οι κατασκευαστές όλων αυτών των συσκευών και πού αποθηκεύονται όλες αυτές οι πληροφορίες για εμάς; Συνάγεται λοιπόν πώς το απόρρητο και η ασφάλεια των δεδομένων μας τίθενται υπό συζήτηση. Η διασφάλιση της ασφάλειας των συσκευών IoT και η προστασία των δεδομένων όλων ημών των χρηστών αποτελούν μείζον θέμα.
Επιπλέον, η διαχείριση ενός μεγάλου αριθμού συνδεδεμένων συσκευών μπορεί να είναι πολύπλοκη καθώς όλες αυτές οι διαφορετικές συσκευές και πλατφόρμες πρέπει να συνεργάζονται απρόσκοπτα και να αλληλεπιδρούν χωρίς διακοπές. Σήμερα, είναι τεχνολογικά εφικτό κάτι τέτοιο; Τι σημαίνει αυτό για τον χρήστη;
Επίλογος
Το IoT αποτελεί μια σημαντική τεχνολογική πρόοδο, συνδέοντας τον φυσικό και τον ψηφιακό κόσμο για τη δημιουργία εξυπνότερου και πιο ευέλικτου περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος βελτιώνει τη ζωή του και εξοικονομεί πολύτιμο χρόνο. Ποιο είναι όμως το κόστος για την κατάκτηση και χρήση αυτών των τεχνολογίων; Με ποιο τρόπο εξαγοράζεται αυτή η εξοικονόμηση χρόνου; Πόσο πολύτιμα είναι τα δεδομένα όλων ημών των χρηστών και πώς αξιοποιούνται από τις εταιρείες; Οι εταιρείες αυτές μοιράζονται τα δεδομένα μας με τρίτες εταιρείες, ξένες προς εμάς; Ποιος είναι ο σκοπός της ανταλλαγής των δεδομένων μας;
*Η Νίκη Γεωργακοπούλου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και κάτοχος MSc “Δικαιο και Πληροφορική” του ΠΑΜΑΚ. Στη διπλωματική της εργασία ασχολήθηκε με το Βlockchain και τα Smart Legal Contracts.
Big tech και η επίδραση στην κλιματική αλλαγή
Γράφει η Αυγή Σαουλίδου*
Εισαγωγή
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις της εποχής μας, με τις επιπτώσεις της να απειλούν οικοσυστήματα, οικονομίες και κοινότητες σε όλο τον κόσμο. Το λιώσιμο των πάγων οδηγεί στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας απειλώντας παράκτιες κοινότητες και οικοσυστήματα, η παρατεταμένη ανομβρία και οι καύσωνες επηρεάζουν τη γεωργία και την ανθρώπινη υγεία, ενώ ακραία φαινόμενα που παρουσιάζονται με αυξημένη συχνότητα, όπως τυφώνες, πυρκαγιές και πλημμύρες προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές και εκτοπισμούς πληθυσμών. Η ανάγκη για την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη.
Σε όλη αυτή τη συνθήκη, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η βιομηχανία και ιδίως οι Big Tech. Ως Big Tech αναφέρονται οι εταιρείες τεχνολογίας με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, όπως η Google, η Apple, η Amazon, η Microsoft, η Meta.
Η ραγδαία ανάπτυξη των Big Tech, η οποία οφείλεται στην αυξανόμενη εξάρτησή μας από τις ψηφιακές υπηρεσίες, οδήγησε σε δραματική αύξηση του αριθμού των κέντρων δεδομένων παγκοσμίως. Οι εγκαταστάσεις αυτές καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας και συμβάλλουν σημαντικά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, η συντήρηση αυτών των κέντρων απαιτεί ψύξη, η οποία εντείνει τον οικολογικό τους αντίκτυπο λόγω της υψηλής κατανάλωσης ενέργειας και νερού. Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η ανάγκη για τις Big Tech να υιοθετήσουν βιώσιμες πρακτικές και να επενδύσουν σε πράσινες λύσεις, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των υποδομών τους.
Οι εταιρείες αυτές, ενώ μέσω των δραστηριοτήτων τους συμβάλλουν στην κλιματική κρίση, διαθέτουν ταυτόχρονα πόρους, εργαλεία και καινοτόμες τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να συνεισφέρουν στην καταπολέμησή της. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να ηγηθούν σε πρωτοβουλίες βιωσιμότητας, να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αναπτύξουν πράσινες τεχνολογίες. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτός ο ρόλος των Big Tech στην παγκόσμια προσπάθεια για την επίτευξη ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Πρωτοβουλίες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
Οι Big Tech λαμβάνουν πρωτοβουλίες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με μεγάλους παίκτες όπως η Google, η Apple και η Amazon να πρωτοστατούν. Οι εταιρείες αυτές έχουν αναλάβει σημαντικές δεσμεύσεις για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με στόχο να τροφοδοτούν τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους εξολοκλήρου με πράσινες πηγές ενέργειας. Η Google, για παράδειγμα, έχει ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα από το 2007 και επιδιώκει έως το 2030 να λειτουργεί αποκλειστικά με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Apple έχει ήδη επιτύχει 100% ανανεώσιμη ενέργεια για τις παγκόσμιες εγκαταστάσεις της και εστιάζει στο να καταστήσει ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού της ουδέτερη ως προς τον άνθρακα μέχρι το 2030. Η Amazon έχει δεσμευτεί να επιτύχει μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα έως το 2040 και επενδύει σε αιολικά και ηλιακά έργα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά τα επιτεύγματα, εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν προκλήσεις, όπως για παράδειγμα η διαλείπουσα φύση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η ανάγκη για λύσεις αποθήκευσης ενέργειας μεγάλης κλίμακας.
Καινοτομία στην πράσινη τεχνολογία
Η καινοτομία στην πράσινη τεχνολογία και ειδικότερα η τεχνητή νοημοσύνη παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας, αξιοποιώντας προηγμένες τεχνολογίες AI και μηχανικής μάθησης για την πρόβλεψη των κλιματικών προτύπων με μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτό επιτρέπει στους επιστήμονες και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικών να προβλέπουν τις περιβαλλοντικές αλλαγές και να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά. Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη βελτιστοποιεί τη χρήση ενέργειας, αναλύοντας τεράστιες ποσότητες δεδομένων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, τη μείωση της σπατάλης και το σχεδιασμό αποδοτικότερων συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μέσω αυτών των καινοτομιών, οι Big Tech συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη βιώσιμων λύσεων.
Η διττή επιρροή των Big Tech στην πολιτική για το κλίμα
Οι Big Tech χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την επιρροή τους για να υποστηρίξουν και να διαμορφώσουν πολιτικές για το κλίμα. Μέσω συντονισμένων δράσεων ασκούν πίεση για αυστηρότερες κλιματικές πολιτικές, προωθώντας νομοθετικές αλλαγές που υποστηρίζουν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Προσεγγίζουν εκατομμύρια ανθρώπους αξιοποιώντας τις πλατφόρμες τους και ξεκινούν δημόσιες εκστρατείες για την ευαισθητοποίηση του κοινού σε κλιματικά ζητήματα. Συνεργάζονται επίσης με ΜΚΟ και κυβερνήσεις, δημιουργώντας στρατηγικές συνεργασίες για την επίτευξη κοινών κλιματικών στόχων. Ωστόσο, αυτή η επιρροή δεν μένει χωρίς κριτική. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ενδεχομένως μέσω της έντονης επιρροής τους οι Big Tech παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση πολιτικών, προωθώντας τα δικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων του ευρύτερου κοινού. Διατυπώνονται επίσης ανησυχίες για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στις πρακτικές άσκησης πίεσης που χρησιμοποιούν.
Οι μελλοντικές προοπτικές
Κοιτάζοντας μπροστά, οι Big Tech φαίνονται έτοιμες να μειώσουν περαιτέρω το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών. Οι εξελίξεις σε τομείς όπως η κβαντική πληροφορική, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επόμενης γενιάς και οι βελτιωμένες λύσεις αποθήκευσης ενέργειας έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν δραματικά την αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα. Ο ευρύτερος αντίκτυπος των πρωτοβουλιών των Big Tech για το κλίμα στις προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής αλλαγής είναι σημαντικός, καθώς η ηγετική τους θέση και οι επενδύσεις τους σε τεχνολογίες αιχμής δημιουργούν προηγούμενο για άλλους κλάδους.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας χρησιμοποιούν συχνά το θέμα της κλιματικής κρίσης για να γυαλίσουν την εικόνα τους, προσπαθώντας να επισκιάσουν σκάνδαλα και αμφισβητήσιμες πρακτικές του παρελθόντος. Προωθώντας τις περιβαλλοντικές τους πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι εταιρείες αυτές επιδιώκουν να τοποθετηθούν ως ηγέτες στην αειφορία. Η στρατηγική αυτή όχι μόνο ενισχύει τη δημόσια εικόνα τους, αλλά και αποσπά την προσοχή από ζητήματα όπως οι ανησυχίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, οι μονοπωλιακές πρακτικές και οι συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης. Ακόμη, έχουν μετατρέψει τις προσπάθειές τους για βιωσιμότητα σε ανταγωνισμό, καθώς η καθεμία προσπαθεί να ξεπεράσει τις άλλες στην προβολή των περιβαλλοντικών της δεσμεύσεων.
Συμπέρασμα
Οι Big Tech συνδυάζοντας τους πόρους και την επιρροή τους, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου μέλλοντος και στην προώθηση των παγκόσμιων κλιματικών στόχων. Ενώ η συμβολή τους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι σημαντική, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται κριτικά αυτές οι προσπάθειες στο ευρύτερο πλαίσιο της συνολικής εταιρικής τους συμπεριφοράς και να ελέγχεται η ισορροπία και η ακεραιότητα της πολιτικής τους εμπλοκής. Αυτό διασφαλίζει ότι οι περιβαλλοντικές τους πρωτοβουλίες είναι γνήσιες και όχι απλώς μια πρόσοψη για να μετριάσουν τον έλεγχο των λιγότερο ηθικών πρακτικών τους.
*Η Αυγή Σαουλίδου είναι Νομικός και Υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων στο Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας.