Ασφαλείς Διαδρομές στο Διαδίκτυο: Οδηγός για Γονείς και Ανήλικους

Γράφει η Σταυρίνα Χούσου*

Σύμφωνα με την UNICEF, το 1/3 των διαδικτυακών χρηστών είναι ανήλικοι, ενώ παιδιά 8-18 ετών περνούν περίπου το 1/3 της ημέρας τους online. Το διαδίκτυο είναι άρρηκτο και συχνά ευεργετικό στοιχείο της ζωής της «διασυνδεδεμένης γενιάς», αλλά κρύβει και κινδύνους. Η έλλειψη εκπαίδευσης και η έμφυτη αθωότητά τους, καθιστούν τα παιδιά ευάλωτους διαδικτυακούς στόχους.

Βασικά σημεία

Η συζήτηση για την κυβερνοασφάλεια πρέπει να ξεκινάει όταν το παιδί πρωτοέρχεται σε επαφή με το διαδίκτυο, με απλούς τρόπους όπως ρωτώντας το για τους σκοπούς των εφαρμογών και των αναζητήσεών του, αλλά και τους πιθανούς κινδύνους τους. Για τα μικρά παιδιά (3-8 ετών), η αυτόνομη χρήση του διαδικτύου δεν είναι ασφαλής. Οι γονείς και κηδεμόνες πρέπει να εξοικειωθούν με τους γονικούς ελέγχους στις ρυθμίσεις των συσκευών και εφαρμογών (ΜΚΔ, πλατφόρμες streaming), ώστε να περιορίζουν το περιεχόμενο, τον χρόνο οθόνης και τη πρόσβαση σε τρίτες ιστοσελίδες στα παιδιά. Αυτό βέβαια δεν υποκαθιστά τον ρόλο της συζήτησης και της ενεργούς ενασχόλησης.

Κίνδυνοι και τρόποι προστασίας

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα παιδιά θα έρθουν σε επαφή με πληθώρα διαδικτυακών κινδύνων. Από νωρίς πρέπει να μάθουν να τους εντοπίζουν και να προφυλάσσονται κατάλληλα.

Θύτες και απατεώνες στο διαδίκτυο. Θύτες εκμεταλλεύονται την αθωότητα των παιδιών για να τα παρασύρουν σε επικίνδυνες καταστάσεις ή να αποσπάσουν προσωπικά δεδομένα. Κοινωνικά δίκτυα και πλατφόρμες παιχνιδιών προσφέρουν ανώνυμους χώρους που διευκολύνουν αυτές τις επαφές. Ακόμα κι αν τα παιδιά είναι ενημερωμένα, μπορεί να δελεαστούν από προσφορές δωρεάν πρόσβασης σε παιχνίδια ή άλλα προνόμια.

Το ‘grooming’ αναδεικνύεται ως η βασικότερη μέθοδος των θυτών και αφορά τη δημιουργία συναισθηματικής σχέσης με ένα παιδί στο διαδίκτυο, με σκοπό την κακοποίηση ή την σεξουαλική εκμετάλλευση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν μπορεί να υποκατασταθεί η παραδοσιακή, αλλά προσαρμοσμένη για την ψηφιακή εποχή, συζήτηση για τους κινδύνους από ξένους.

Κι αυτός ο κίνδυνος δεν πρέπει να υποτιμάτε. Σχεδόν το 90% των URLs με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται στην ΕΕ, σύμφωνα με την Europol. Το 94% των αναφορών αφορούσε τις πλατφόρμες της Meta, όπου οι κρυπτογραφημένες συνομιλίες παρέχουν κάλυψη στους εγκληματίες. Επιπλέον, σύμφωνα με το Online Grooming Communication Project  (OGC) μόλις 18 λεπτά επικοινωνίας αρκούν για να κερδίσουν οι groomers την εμπιστοσύνη ενός παιδιού.

Phishing και κακόβουλο λογισμικό. Το phishing είναι μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές διαδικτυακής απάτης. Οι επιτιθέμενοι αποσπούν ευαίσθητες πληροφορίες μέσω παραπλανητικών μηνυμάτων ή ιστοσελίδων. Τα παιδιά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν αυτές τις απάτες, καθώς συχνά είναι εξαιρετικά πειστικές και φαίνεται να προέρχονται από γνωστούς ή αξιόπιστες πηγές. Κακόβουλα λογισμικά, που περιέχουν ιούς ή αποσπούν δεδομένα, συχνά κρύβονται πίσω από συνδέσμους που διαμοιράζονται μέσω phishing ή άλλων επιθέσεων. Τα παιδιά είναι πιθανό να ανοίξουν τέτοιους συνδέσμους, αφού συχνά συνοδεύονται από δελεαστικές προσφορές ή εμφανίζονται ως παιχνίδια.

Είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν τα σημάδια τέτοιων ενεργειών, αποφεύγοντας συνδέσμους από άγνωστους ή ύποπτους αποστολείς και αξιολογώντας ύποπτα μηνύματα, όπως αυτά χωρίς περιεχόμενο. Αυτούς ακριβώς τους κινδύνους θίγει και η Ευρωπαϊκή Καμπάνια Κυβερνοασφάλειας 2024 #ThinkB4UClick.

Υπερβολική ή άκριτη κοινοποίηση προσωπικών στοιχείων.  Η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο απαιτεί προσοχή, καθώς στοιχεία όπως φωτογραφίες και διευθύνσεις μπορούν να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση του παιδιού. Τα παιδιά πρέπει να κατανοούν τη σημασία των ιδιωτικών προφίλ και να έχουν τον έλεγχο των πληροφοριών τους. Επιπλέον, πρέπει να εκπαιδεύονται σχετικά με το «διαδικτυακό αποτύπωμα», καθώς οτιδήποτε δημοσιεύεται μπορεί να παραμείνει μόνιμα, καθιστώντας την προστασία της ιδιωτικότητας εξαιρετικά σημαντική. 

Κυβερνοεκφοβισμός Έρευνες δείχνουν ότι περίπου 60% των παιδιών έχουν γίνει μάρτυρες διαδικτυακού εκφοβισμού, χωρίς να έχουν αντιδράσει. Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι ενθαρρύνετε το παιδί να επικοινωνεί για τις διαδικτυακές εμπειρίες που το προβληματίζουν, αλλά και να ακολουθεί τον χρυσό κανόνα: «Μην κάνεις ό,τι δε θέλεις να σου κάνουν». Η κυβερνοασφάλεια δεν έχει πάντα τεχνικές ρίζες. Η καλλιέργεια ενός ευγενούς και κριτικού ανθρώπου είναι η πρώτη γραμμή άμυνας.

Παραπληροφόρηση. Ενθαρρύνετε τα να σκέφτονται κριτικά για ό,τι βρίσκουν online και εκπαιδεύστε τα να αναγνωρίζουν αξιόπιστες πηγές. Είναι απαραίτητο να αξιολογούν την πηγή της πληροφορίας (ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιος ο σκοπός του) και τα χαρακτηριστικά του ιστότοπου (π.χ. URL, domain). Επίσης, πρέπει να σκεφτούν αν οι πληροφορίες είναι λογικές και αν συνάδουν με όσα ήδη γνωρίζουν, ή αν χρειάζεται να βρουν άλλες πηγές για επιβεβαίωση. Για μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες, η σειρά εκπαιδευτικών βίντεο  Online Verification Skills είναι εξαιρετική πηγή, ενώ για μικρότερα παιδιά, αξιόλογο εργαλείο αποτελεί το εκπαιδευτικό παιχνίδι της Μαρίας Παππά, ‘Αλήθεια, Άποψη ή Ανακρίβεια’.

Ο ρόλος των «μεγάλων» στην κυβερνοασφάλεια των «μικρών»

Σεβασμός της ιδιωτικότητας. Μοιραστείτε φωτογραφίες των παιδιών μόνο με στενούς φίλους ή οικογένεια, σε κρυπτογραφημένα κανάλια. Απενεργοποιήστε τις υπηρεσίες τοποθεσίας και αναγνώρισης προσώπου, και αποφύγετε τη δημοσίευση φωτογραφιών που αποκαλύπτουν προσωπικές πληροφορίες. Αφαιρέστε τα μεταδεδομένα EXIF από τις φωτογραφίες που μοιράζεστε για να τις προστατεύσετε σε περίπτωση διαρροής.

Πολλές ευρωπαϊκές Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων συμβουλεύουν τους γονείς να αποφεύγουν τη δημοσίευση προσωπικού υλικού των παιδιών τους, καθώς τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να δώσουν ενημερωμένη συγκατάθεση. Αυτή η πρακτική επίσης εκθέτει τα παιδιά σε σοβαρούς κινδύνους. Ακόμη και μια απλή φωτογραφία μπορεί να ταυτοποιήσει ένα παιδί, αυξάνοντας τον κίνδυνο κλοπής ταυτότητας ή ψηφιακής απαγωγής, όπου οι εικόνες των παιδιών χρησιμοποιούνται σε ψεύτικους λογαριασμούς. Σύμφωνα με προβλέψεις της Barclays, έως το 2030, η δημόσια κοινοποίηση εικόνων από γονείς θα μπορούσε να ευθύνεται για τα 2/3 όλων των περιπτώσεων απάτης ταυτότητας.

Ευθύνη των ενηλίκων η προστασία των ψηφιακών υποδομών του νοικοκυριού. Ενημερώστε τα λογισμικά των συσκευών σας συχνά – και ιδανικά αυτόματα. Χρησιμοποιήστε ασφαλές, ιδιωτικό Wi-Fi. Σε δημόσια δίκτυα, προτιμήστε VPN για μεγαλύτερη ασφάλεια και περιορίστε τις αναζητήσεις σας. Εγκαταστείτε λογισμικά ασφαλείας και anti-virus.

Τα παιδιά μεγαλώνουν. Έτσι, η επιθυμία τους για αυτονομία αυξάνεται. Είναι κρίσιμο να μεταβούμε σταδιακά από την εποπτεία στην εμπιστοσύνη, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν τα εργαλεία που τους έχετε παρέχει, πάντα με λογικά όρια, ανοιχτή επικοινωνία και υποστηρίζοντας τις αξίες που τους εμφυσουμε. Η ισορροπία μεταξύ αυτονομίας και εποπτείας είναι μια νέα συζήτηση, κι ενώ υπάρχουν χρήσιμες οδηγίες, δεν υπάρχουν απόλυτες λύσεις.

Αναφορά ακατάλληλων συμπεριφορών: Χρησιμοποιήστε τα φίλτρα αναφοράς στα ΜΚΔ για να επισημάνετε ύποπτες ή ανάρμοστες συμπεριφορές που αφορούν ανήλικους. Μην επαναπαύεστε και μην αγνοείται ανησυχητικά περιστατικά. Πολλά παιδιά μπορεί να μην απολαμβάνουν της προστασίας που τους αξίζει.

Επίλογος

Η εκπαίδευση των παιδιών για την κυβερνοασφάλεια προϋποθέτει την συνεχή ενημέρωση και εκπαίδευση των ενηλίκων. Ας μείνουμε ενεργοί, ενήμεροι και προσιτοί ιδιαίτερα στα παιδιά που βρίσκονται κάτω από τη φροντίδα μας. Είναι ευθύνη όλων μας.

Σύνδεσμοι για περαιτέρω ενημέρωση/Επιμόρφωση:

* H Σταυρίνα Χούσου είναι απόφοιτος της Σχολής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πειραιά και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Δημόσια Πολιτική και τις Νέες Τεχνολογίες από το Πανεπιστήμιο Sciences Po Paris. Εργάζεται ως Regulatory Consultant στην εταιρεία naaia.ai, μία συμβουλευτική για θέματα που άπτονται της ΤΝ και της διαχείρισης δεδομένων.

 


Ψηφιακά Δικαιώματα στην Ελλάδα: Επισκόπηση από τη Δεύτερη Έκθεση για την Ψηφιακή Δεκαετία

Γράφει o Χάρης Δάφτσιος*

Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ψηφιακή Δεκαετία, που ξεκίνησε το 2021, έχει ως στόχο την επίτευξη εκτεταμένου ψηφιακού μετασχηματισμού έως το 2030. Ένα βασικό στοιχείο αυτής της πρωτοβουλίας είναι η Ευρωπαϊκή Διακήρυξη για τα Ψηφιακά Δικαιώματα και Αρχές, η οποία θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία και την προώθηση των ψηφιακών δικαιωμάτων εντός της ΕΕ. Η Ελλάδα, όπως και τα άλλα κράτη μέλη, εργάζεται ενεργά προς την επίτευξη αυτών των στόχων, αλλά η πρόοδος είναι μικτή, όπως αποκαλύπτεται στη δεύτερη έκθεση “State of the Digital Decade” του 2024. Αυτό το άρθρο εξετάζει την τρέχουσα κατάσταση των ψηφιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα, αντλώντας στοιχεία από την έκθεση και άλλες συναφείς πηγές.

Αντίληψη του Κοινού και Ευαισθητοποίηση:

Αν και η Ελλάδα έχει κάνει βήματα για την ενσωμάτωση των αρχών της Ψηφιακής Δεκαετίας στη εθνική στρατηγική της, η αντίληψη του κοινού για αυτές τις προσπάθειες παραμένει χαμηλή. Σύμφωνα με την έρευνα Special Eurobarometer του 2024, μόνο το 33% των Ελλήνων πιστεύει ότι η ΕΕ προστατεύει αποτελεσματικά τα ψηφιακά τους δικαιώματα, ένα ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 47%. Αυτή η δυσπιστία υπογραμμίζεται περαιτέρω από τις αυξημένες ανησυχίες για την ασφάλεια των παιδιών στο διαδίκτυο (62%) και τον έλεγχο των προσωπικών δεδομένων (51%). Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλότερη από τον μέσο όρο ευαισθητοποίηση σχετικά με την εφαρμογή των offline δικαιωμάτων στον ψηφιακό τομέα, με μόνο το 50% των ερωτηθέντων να αναγνωρίζει αυτήν την αρχή, σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ που είναι 62%.

Κύριοι Τομείς Ανησυχίας:

  1. Ψηφιακές Δεξιότητες και Εκπαίδευση:

Παρά τις διάφορες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του ψηφιακού αλφαβητισμού, η Ελλάδα αντιμετωπίζει προκλήσεις στον εφοδιασμό των πολιτών της με τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες. Η έκθεση του 2024 αποκαλύπτει ότι μόνο το 52.4% του ελληνικού πληθυσμού διαθέτει βασικές ψηφιακές δεξιότητες, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 55.6%. Αυτό το χάσμα δεξιοτήτων είναι ιδιαίτερα εμφανές στον χαμηλό αριθμό ειδικών ICT, που ανέρχεται στο 2.4% της συνολικής απασχόλησης, σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ που είναι 4.8%. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν την ανάγκη για πιο αποτελεσματικά και στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης για να γεφυρωθεί το ψηφιακό χάσμα και να διασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν πλήρως στην ψηφιακή οικονομία.

  1. Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση (e-ID):

Παρά την πρόοδο στον ψηφιακό μετασχηματισμό των δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα δεν έχει ακόμα θεσπίσει ένα σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης που να συμμορφώνεται με τον Κανονισμό eIDAS. Αν και η χώρα αναπτύσσει ενεργά τον κόμβο eIDAS της και έχει πραγματοποιήσει επιτυχείς δοκιμές με άλλα κράτη μέλη, η απουσία ενός πλήρως λειτουργικού συστήματος e-ID παρεμποδίζει την απρόσκοπτη διασυνοριακή πρόσβαση στις ψηφιακές υπηρεσίες εντός της ΕΕ.

  1. e-Health:

Ενώ η Ελλάδα παρουσιάζει αξιέπαινη πρόοδο στον τομέα του e-health, με έναν εντυπωσιακό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 21.6%, παραμένει πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες μπορούν πλέον να έχουν πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς ιατρικούς τους φακέλους μέσω της εφαρμογής myHealth, απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις για την επέκταση των διαθέσιμων τύπων δεδομένων και την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις οδηγίες προσβασιμότητας στο διαδίκτυο.

  1. Προστασία και Ενδυνάμωση Χρηστών:

Παραμένουν ανησυχίες σχετικά με την προστασία και την ενδυνάμωση των χρηστών στον ψηφιακό κόσμο. Παρόλο που η Ελλάδα έχει εφαρμόσει μέτρα για την ενίσχυση της ιδιωτικότητας και της ασφάλειας στο διαδίκτυο, όπως τα Μνημόνια Συνεργασίας μεταξύ των αρχών προστασίας δεδομένων και άλλων θεσμών, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις στην εξασφάλιση μιας αξιόπιστης και ασφαλούς ψηφιακής εμπειρίας για όλους. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι η Ελλάδα αναφέρει υψηλότερη από τον μέσο όρο έκθεση σε εχθρικό ή υποτιμητικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο, που επηρεάζει το 25.7% των χρηστών του διαδικτύου, έναντι του μέσου όρου της ΕΕ που είναι 33.5%.

Θετικές Εξελίξεις και Προοπτικές:

Παρά τις προκλήσεις, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Οι προσπάθειες της χώρας να ψηφιοποιήσει τις δημόσιες υπηρεσίες έχουν αποφέρει θετικά αποτελέσματα, με σημαντική αύξηση στον αριθμό των υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες μέσω της πύλης Gov.gr. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει λάβει προληπτικά μέτρα για την προώθηση της ψηφιακής προσβασιμότητας, δημοσιεύοντας έναν Οδηγό Ψηφιακής Προσβασιμότητας για τους ιστότοπους και τις εφαρμογές δημόσιας διοίκησης. Η πρόσφατη ίδρυση της Εθνικής Αρχής Κυβερνοασφάλειας υπογραμμίζει περαιτέρω τη δέσμευση για την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας και την προστασία των κρίσιμων υποδομών.

Συμπέρασμα:

Η δεύτερη έκθεση για την Ψηφιακή Δεκαετία αποκαλύπτει μια μικτή εικόνα για την Ελλάδα. Ενώ η χώρα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και την προώθηση της ψηφιακής προσβασιμότητας, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές προκλήσεις σε τομείς όπως οι ψηφιακές δεξιότητες, η υιοθέτηση του e-ID και η προστασία των χρηστών στο διαδίκτυο. Η αντίληψη του κοινού επίσης υστερεί, υποδεικνύοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια και συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση του ψηφιακού μέλλοντος. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι κρίσιμη για την πλήρη πραγματοποίηση του οράματος της Ψηφιακής Δεκαετίας για μια ψηφιακά ενδυναμωμένη και περιεκτική κοινωνία. Με την προτεραιοποίηση των επενδύσεων στην ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, την επιτάχυνση της εφαρμογής του e-ID και την ενίσχυση των μέτρων διαδικτυακής ασφάλειας, η Ελλάδα μπορεί να ανοίξει το δρόμο για ένα πιο ευημερούν και ψηφιακά ανθεκτικό μέλλον.

Χρήσιμες Παραπομπές για σχετική ενημέρωση:

[1] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/library/digital-decade-2024-country-reports

[2] https://commission.europa.eu/strategy-and-policy/priorities-2019-2024/europe-fit-digital-age/europes-digital-decade-digital-targets-2030_en#digital-rights-and-principles

[3] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/library/digital-decade-2024-special-eurobarometer-report

[4] https://europa.eu/eurobarometer/surveys/detail/3174

[5] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/factpages/state-digital-decade-2024-report

[6] https://digital-strategy.ec.europa.eu/en/policies/2024-state-digital-decade-package

[7] https://www.linkedin.com/pulse/driving-europes-digital-future-closer-look-eus-path-tsinganos-phd-prqtf/

[8] https://ec.europa.eu/newsroom/dae/redirection/document/106722

*Ο Χάρης Δάφτσιος, είναι Σύμβουλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού.

 


Προστασία εταιρικών δεδομένων: αναγκαιότητα στην ψηφιακή εποχή

Γράφει o Ιωάννης Βασιλάκης*

Τα αγαθά των εταιρειών ως στόχος των επιτιθέμενων

Οι επιχειρήσεις διαχειρίζονται πολύτιμες πληροφορίες που πρέπει να προστατεύονται από επιθέσεις. Εταιρικά δεδομένα, επιχειρηματικά σχέδια με τεχνική μοναδικότητα, προσωπικά στοιχεία πελατών, συμβάσεις εμπιστευτικού χαρακτήρα, στρατηγικά πλάνα και κάθε άλλο «περιουσιακό στοιχείο» που συμβάλλει στην επιτυχία της επιχείρησης, αποτελεί στόχο των επιτιθέμενων.

Στο επίκεντρο των κυβερνοεπιθέσεων, είναι συχνά και οι υποδομές πληροφορικής των εταιρειών, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η διαχείριση και η φύλαξη των δεδομένων και η λειτουργία των οργανισμών. Στην περίπτωση αυτή, αντικείμενο επίθεσης είναι τα δίκτυα και ο σχετικός εξοπλισμός, τα συστήματα διαχείρισης βάσεων δεδομένων, τα λειτουργικά συστήματα, οι εταιρικές ιστοσελίδες  κ.λπ.

Είδη απειλών και επιπτώσεις των επιθέσεων

Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ποικίλες και εξελισσόμενες κυβερνοαπειλές που χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους, όχι απαραίτητα τεχνικές.

  • Το «social engineering» (κοινωνική μηχανική), είναι η ευρύτερη πρακτική της χειραγώγησης ανθρώπων για την αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών.
  • Το «phishing» αποτελεί μία τεχνική «social engineering», όπου με χρήση ηλεκτρονικών μηνυμάτων που δείχνουν έμπιστα, οι επιτιθέμενοι προσπαθούν να αποσπάσουν ευαίσθητες πληροφορίες (κωδικούς πρόσβασης, στοιχεία πιστωτικών καρτών) ή να πείσουν τους χρήστες να επιτρέψουν την εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού (malware).
  • Το «malware» μπορεί να έχει διάφορες μορφές, ανάλογα με το είδος της επίθεσης και το στόχο του επιτιθέμενου. Η κλοπή δεδομένων ή η καταστροφή τους, η καταγραφή των δραστηριοτήτων τού χρήστη εν αγνοία του, η κρυπτογράφηση εταιρικών αρχείων και η αξίωση καταβολής λύτρων (ransomware), είναι μερικά από τα πιο διαδεδομένα είδη επιθέσεων.

Οι επιπτώσεις μιας επιτυχούς επίθεσης μπορεί να είναι καταστροφικές για τον οργανισμό και εξαρτώνται από παράγοντες όπως: η φύση και η έκταση της επίθεσης, το μέγεθος του οργανισμού και ο κλάδος που δραστηριοποιείται, η ικανότητα ανάκαμψης κ.λπ.

Οι βασικότερες επιπτώσεις μιας κυβερνοεπίθεσης περιλαμβάνουν:

  • Διατάραξη ή και διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού.
  • Αμφισβήτηση της αξιοπιστίας με αντίκτυπο στις μείωση των πωλήσεων, την πτώση της μετοχής και τη διακοπή εταιρικών συνεργασιών
  • Επιβολή διοικητικών προστίμων από κρατικές αρχές
  • Αξιώσεις αποζημίωσης από θιγόμενους (παραβίαση προσωπικών δεδομένων, απώλεια κερδών κ.λπ.)
  • Κόστος ανάκαμψης μετά την επίθεση

Αντιμετώπιση Απειλών

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των κυβερνοαπειλών, προϋποθέτει τη συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς οργανισμού αλλά και υπαλλήλων. Είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται συνδυαστικά, οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, στα οποία συνίσταται να περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

Εξειδικευμένο προσωπικό σε κομβικές θέσεις – Διαρκής εκπαίδευση

Η επιλογή του κατάλληλου προσωπικού σε κρίσιμους ρόλους κυβερνοασφάλειας, ανήκει στον πυρήνα της αποτελεσματικής στρατηγικής έναντι των κυβερνοαπειλών. Η συνεχής εκπαίδευση των εμπλεκομένων, ώστε να γνωρίζουν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, τις τρέχουσες τάσεις και απειλές, τις νέες δυνατότητες των εργαλείων προστασίας κ.λπ., αποτελεί αυτονόητη απαίτηση.

Βεβαίως, στις περιπτώσεις που υπάρχει αναγκαιότητα για βαθιά γνώση ειδικών θεμάτων, η συνεργασία με έμπιστους εξωτερικούς συμβούλους (λ.χ penetration testers, ειδικοί αναλυτές) αποτελεί επίσης επιλογή, ειδικά για τους μεγάλους οργανισμούς.

Εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών μέτρων

Ως τεχνικά μέτρα, αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα τομέων:

  • Χρήση firewall, για προστασία του δικτύου από εξωτερικές απειλές.
  • Εγκατάσταση λογισμικού ανίχνευσης ιών και κακόβουλου λογισμικού.
  • Κρυπτογράφηση δεδομένων
  • Δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας
  • Πρόσβαση στα συστήματα, μόνο από εξουσιοδοτημένα άτομα.
  • Τακτική ενημέρωση των λογισμικών και επιδιόρθωση ευπαθειών
  • Υποχρέωση χρήσης ισχυρών κωδικών πρόσβασης και λειτουργία διπλής επαλήθευσης (2 factor authentication)
  • Παρακολούθηση και αξιολόγηση των αρχείων καταγραφής
  • Εφαρμογή Virtual Private Network (VPN), για τους εργαζόμενους που απαιτείται να έχουν εξ αποστάσεως πρόσβαση στους εταιρικούς Η/Υ.

Ευαισθητοποίηση εργαζομένων – «Ανθρώπινο Firewall»

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνοεπιθέσεων εκκινεί από ανθρώπινα σφάλματα (ακούσιες ενέργειες ή παραλείψεις), εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι παρά τα προηγμένα τεχνικά μέτρα ασφάλειας, η ευαισθητοποίηση των εργαζομένων παραμένει η σημαντικότερη παράμετρος στην προστασία ενός οργανισμού.

Οι εργαζόμενοι μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα «Ανθρώπινο Firewall», αποτελώντας τη βασικότερη γραμμή άμυνας κατά των κυβερνοεπιθέσεων. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι επιτιθέμενοι συχνά εκμεταλλεύονται -μέσω χειραγώγησης- τις ανθρώπινες αδυναμίες (ευπιστία, άγνοια, κόπωση κ.λπ.), προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση των υπαλλήλων για την αναγνώριση και αποφυγή ανάλογων απειλών, είναι επιβεβλημένη.

Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί μια ισχυρή κουλτούρα κυβερνοασφάλειας, η οποία να προωθεί τη διαρκή ευαισθητοποίηση και την υιοθέτηση σε ατομικό επίπεδο καλών πρακτικών όπως:

  • Συμμόρφωση με τις πολιτικές του οργανισμού (αυτονόητο)
  • Άμεση ενημέρωση του ΙΤ της εταιρείας, για ασυνήθεις συμπεριφορές του Η/Υ
  • Διατήρηση της εμπιστευτικότητας των διαπιστευτηρίων
  • Ορθή χρήση του λογαριασμού email (έλεγχος αξιοπιστίας αποστολέα, επιφυλακτικότητα με τα συνημμένα και την επίσκεψη υπερσυνδέσμων κ.λπ.)
  • Ελαχιστοποίηση χρήσης δεδομένων (όχι περιττές αποθηκεύσεις και διαβιβάσεις)
  • Αποσύνδεση από τα συστήματα, κατά την απομάκρυνση από το γραφείο
  • Προστασία των ιδιωτικών μέσων (Laptop, Tablet κ.λπ.), ειδικά εάν η εταιρεία έχει υιοθετήσει πολιτική BYOD (Bring Your Own Device)
  • Αποφυγή δημοσιοποίησης εταιρικών πληροφοριών στα Κοινωνικά Δίκτυα

 

Σχέδιο διαχείρισης των περιστατικών ασφαλείας

Ανεξάρτητα με το επίπεδο ετοιμότητας, είναι πάντα πιθανό ένας οργανισμός να αποτελέσει θύμα επίθεσης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να υπάρχει εκ των προτέρων σχέδιο διαχείρισης συμβάντων, με στόχο την αντιμετώπιση της επίθεσης, την ελαχιστοποίηση των συνεπειών και την ταχεία ανάκαμψη. Το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τεχνικά ζητήματα (λ.χ. αναγνώριση απειλής, μέθοδος απομόνωσης κακόβουλου λογισμικού, αξιοποίηση backup), όσο και οργανωτικά (ενεργοποίηση εμπλεκομένων, επικοινωνιακή διαχείριση, συνεργασία με κρατικές αρχές κ.λπ.)

Υιοθέτηση προτύπων

Η συμμόρφωση του οργανισμού με διεθνή πρότυπα ασφάλειας πληροφοριών, πέραν του τυπικού οφέλους (αξιοπιστία, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κ.λπ.), παρέχει και ουσιαστικά πλεονεκτήματα.

Ειδικότερα, προκειμένου ο οργανισμός να εναρμονιστεί με το εκάστοτε πρότυπο, υποχρεούται να υιοθετήσει συγκεκριμένες πρακτικές και μέτρα, ενισχύοντας έτσι τη συνολική του προστασία. Η διαδικασία αυτή, νομοτελειακά, οδηγεί τον οργανισμό να αναθεωρήσει και να βελτιώσει πολιτικές, να ενισχύσει τα  τεχνολογικά του μέσα, συμβάλλοντας σε μια πιο οργανωμένη και αποδοτική λειτουργία, που τελικά αναβαθμίζει οριζόντια όλες τις δομές του.

Πολιτική Ασφάλειας – Προστασία της Ιδιωτικότητας

Η εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικής ασφάλειας, αποτελεί το βασικό πλαίσιο προστασίας του οργανισμού. Περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, τις αρχές που τηρεί ο οργανισμός, τις αρμοδιότητες των εμπλεκομένων και την απόδοση ευθυνών, τα αγαθά που απαιτείται να προστατεύονται και ό,τι άλλο αναγκαίο για να εξασφαλίζεται η απαραίτητη προστασία. Η δέσμευση της διοίκησης έναντι των στόχων της πολιτικής, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα καθώς έτσι εξασφαλίζεται η επιτυχής εφαρμογή της.

Ταυτόχρονα, η πολιτική ασφάλειας θα πρέπει να εγγυάται ότι η εφαρμογή των μέτρων προστασίας, δεν λειτουργεί εις βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και της ιδιωτικότητας των εργαζομένων. Είναι απαραίτητο να τηρούνται οι αρχές της αναλογικότητας και της νομιμότητας, ώστε τα μέτρα ασφαλείας να μην παραβιάζουν τις προσωπικές ελευθερίες των υπαλλήλων του οργανισμού.

Η πολιτική ασφάλειας, δεν είναι ένα στατικό έγγραφο. Είναι αναγκαία η συνεχής αξιολόγηση και βελτίωση, προκειμένου να καλύπτει τις σύγχρονες απαιτήσεις, ακολουθώντας τις εξελίξεις στην τεχνολογία, τις αλλαγές στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα νέα είδη απειλών.

Επίλογος

Η ισχυρή άμυνα έναντι των αυξανόμενων κυβερνοεπιθέσεων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανθεκτικότητα των οργανισμών. Η επένδυση στην κυβερνοασφάλεια εγγυάται την αδιάλειπτη λειτουργία, την προστασία των δεδομένων και την αξιοπιστία του οργανισμού στον ανταγωνιστικό χώρο.

*Ο Ιωάννης Βασιλάκης είναι απόφοιτος της Σχολής Ικάρων, του Τμήματος Πληροφορικής του ΕΑΠ και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ «Ψηφιακή Καινοτομία και Διοίκηση” του Πανεπιστημίου Πατρών. Εργάζεται ως Αξιωματικός Πληροφορικής στην Πολεμική Αεροπορία.

 


Smart Devices at Home: πώς το κλιματιστικό και το ψυγείο ξέρουν πολλά για εμάς και σε ποιους τα λένε

Γράφει η Νίκη Γεωργακοπούλου*

Σήμερα έχει τελικό μπασκετ και θα μαζευτούμε μεγάλη παρέα στο σπίτι. Αύριο είναι ο τελικός του αγαπημένου μου μουσικού διαγωνισμού και θέλουμε να το γιορτάσουμε . Μέσα σε όλα αυτά έχει πολλή ζέστη και  στη δουλειά τελειώνουμε πολύ αργά. Ωστόσο δεν αγχώνομαι για τις προμηθειες και για τα ποτά γιατί έχω έξυπνες συσκευές στο σπίτι  και τις έχω συγχρονίσει με το email μου όλες. Το ψυγείο ξέρει τις προτιμήσεις μου και μάλιστα εντοπίζει τις προσφορές στο internet και κάνει την αντίστοιχη παραγγελία για εμένα. Επομένως δεν αγχώνομαι ιδιαίτερα. Θα χρειαστεί να το ενημερώσω μόνο ότι θα έρθει και η παρέα μου για να υπολογίσει ανάλογα την παραγγελία.

Αυτό δεν είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά πραγματικότητα…

Η ιδέα των έξυπνων συσκευών εκφράστηκε για πρώτη φορά το 1990 με τον όρο Internet of Things (IoT).   Ο όρος “things” αναφέρεται στα πράγματα εν ευρεία εννοία και δεν αφορά κάποιο συγκεκριμένο προϊόν. Ενδεικτικά μπορεί να είναι αυτοκίνητο με συνδεδεμένους αισθητήρες, ψυγείο, κλιματιστικό , φώτα και πολλά άλλα προϊόντα τεχνολογίας. Η βασική ιδέα του ΙοΤ είναι η διασύνδεση και η επικοινωνία  ποικίλων συσκευών είτε σε τοπικό είτε σε παγκόσμιο δίκτυο, δηλαδή το διαδίκτυο. Η τεχνολογία αυτή αποσκοπεί στον χειρισμό των περισσότερων συσκευών από μία κεντρική συσκευή, το κινητό ή τον υπολογιστή του χρήστη. Η τεχνολογία αυτή είναι αδιαμφισβήτητα γοητευτική, ωστόσο, εγείρονται και κάποιοι προβληματισμοί, οι οποίοι θα αναφερθούν παρακάτω.

Τι είναι και Πώς  λειτουργεί το ΙοΤ

Το IoT (Internet of Things) αναφέρεται λοιπόν  σε ένα δίκτυο συνδεδεμένων συσκευών, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η  επικοινωνία μεταξύ των συσκευών αυτών στο διαδίκτυο και κυρίως αξιοποιώντας τεχνολογίες και υπηρεσίες Cloud. Η χρήση τεχνολογιών Cloud εξυπηρετεί στην ανταλλαγή και αποθήκευση δεδομένων προκειμένου να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη.

Τα πράγματα αυτά είναι προϊόντα που φέρουν αισθητήρες (sensors), έχουν εγκατεστημένο  λογισμικό και έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο (internet) προκειμένου να επιτευχθεί η επικοινωνία με τις άλλες συσκευές αλλά και τα κεντρικά συστήματα μέσω των οποίων διαχέεται η πληροφορία.

Πιο συγκεκριμένα,  οι έξυπνες συσκευές συνδέονται με το internet ή σε τοπικό δίκτυο και εν συνεχεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν ποικίλα πρωτόκολλα επικοινωνίας (Wi-Fi,Bluetooth, Zigbee, 5G) για την επικοινωνία με τον χρήστη. Στη συνέχεια, συλλέγουν δεδομένα του χρήστη και τα αποστέλλουν στο Cloud προκειμένου να επεξεργαστούν. Στο στάδιο της επεξεργασίας γίνεται η συλλογή, η ανάλυση και η ερμηνεία των δεδομένων για την εξαγωγή ουσιαστικών πληροφοριών. Παράλληλα με την διαδικασία συλλογής δεδομένων του χρήστη, οι αισθητήρες (sensors) που είναι ενσωματωμένοι στις συσκευές ΙοΤ συλλέγουν συνεχώς δεδομένα από το περιβάλλον τους.

Έπειτα, τα δεδομένα που έχουν  συλλεχθεί μεταδίδονται μέσω δικτύου στο Cloud, επεξεργάζονται, αναλύονται και η έξυπνη συσκευή “προσαρμόζεται” στην αντίστοιχη συνθήκη και εκτελείται μία συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάθε στάδιο, ο χρήστης μπορεί να αλληλεπιδρά με την έξυπνη συσκευή μέσω μιας εφαρμογής που έχει εγκαταστήσει στο smartphone του και έχει πραγματοποιήσει εγγραφή με το email του.

Πόσα ξέρουν οι συσκευές για τους χρήστες τους;

Οι αισθητήρες των έξυπνων συσκευών  “διαβάζουν” τις συνθήκες του περιβάλλοντος ώστε να δοθεί η αντίστοιχη εντολή για την κατάλληλη ενέργεια. Για παράδειγμα, οι αισθητήρες ενός έξυπνου κλιματιστικού  “διαβάζουν” τη θερμοκρασία του χώρου, την υγρασία καθώς και την έκταση του, προκειμένου να προσαρμόσουν το πρόγραμμα του κλιματιστικού αναλόγως. Επιπλέον, το έξυπνο αυτό κλιματιστικό, ο χρήστης μπορεί να το χειρίζεται απομακρυσμένα από το κινητό του τηλέφωνο μέσω της εγκατεστημένης εφαρμογής στο κινητό του, ώστε να διαμορφώσει το ιδανικό περιβάλλον για την επιστροφή του στο χώρο.

Η έξυπνη συσκευή  χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνολογίες (NLP, deep learning και τεχνητή νοημοσύνη), “μαθαίνει¨ και αποθηκεύει τις προτιμήσεις του χρήστη στο Cloud, ώστε την επόμενη φορά το κλιματιστικό να δημιουργήσει το τέλειο περιβάλλον για τον χρήστη. Περαιτέρω, το email που χρησιμοποιεί ο χρήστης,  μπορεί να αποκαλύψει το διαδικτυακό προφιλ του και το υλικο αυτό να αποτελέσει υλικό εκπαίδευσης της έξυπνης συσκευής, προκειμένου το κλιματιστικό να “προσαρμοστεί” στις ανάγκες του.

Αντίστοιχο παράδειγμα έξυπνης συσκευής αποτελεί το ψυγείο. Οι ειδικοί ενσωματωμένοι αισθητήρες διαβάζουν τα barcodes και άλλες πληροφορίες των τροφίμων και των ποτών, ώστε να γνωρίζει τι προϊόντα προτιμά ο χρήστης, τι ποσότητες που  καταναλώνει, την ημερομηνία λήξης των προϊόντων,  ώστε να  προειδοποιεί για έγκαιρη κατανάλωση. Περαιτέρω, το ψυγείο μπορεί να μάθει τις διατροφικές ανάγκες του χρήστη και σε συνδυασμό με κάποια στοιχεία υγείας, να προτείνει διαιτολόγιο. Επιπλέον, ο χρήστης μπορεί απομακρυσμένα να ελέγξει τι έχει στο ψυγείο του και να κάνει μια αντίστοιχη παραγγελία στο super market. Όλες αυτές οι πληροφορίες συγχρονίζονται με το email του χρήστη, αποθηκεύονται στο Cloud, προκειμένου ο χρήστης να έχει πρόσβαση σε όλες αυτές τις πληροφορίες ανά πάσα στιγμή.

Προβληματισμοί

Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια πολύ γοητευτική τεχνολογία που εύκολα μπορεί να συναρπάσει το χρήστη με τις δυνατότητες και τις διευκολύνσεις που προσφέρονται. Ωστόσο εγείρονται ενδιαφέροντα ερωτήματα.

Μπορούν οι κατασκευαστές των έξυπνων συσκευών να μάθουν πράγματα για εμάς τους χρήστες; Τι μάθαινουν για εμάς; Πού αποθηκεύεται αυτή η πληροφορία; Με ποιο τρόπο επεξεργάζονται όλα αυτά τα δεδομένα και τι συμπεράσματα βγάζουν για εμάς; Πού βρίσκονται οι κατασκευαστές όλων αυτών των συσκευών και πού αποθηκεύονται όλες αυτές οι πληροφορίες για εμάς; Συνάγεται λοιπόν πώς το απόρρητο και η ασφάλεια των δεδομένων μας τίθενται υπό συζήτηση. Η διασφάλιση της ασφάλειας των συσκευών IoT και η προστασία των δεδομένων όλων ημών των χρηστών αποτελούν μείζον θέμα.

Επιπλέον, η διαχείριση ενός μεγάλου αριθμού συνδεδεμένων συσκευών μπορεί να είναι πολύπλοκη καθώς όλες αυτές οι διαφορετικές συσκευές και πλατφόρμες πρέπει να συνεργάζονται απρόσκοπτα και να αλληλεπιδρούν χωρίς διακοπές. Σήμερα, είναι τεχνολογικά εφικτό κάτι τέτοιο; Τι σημαίνει αυτό για τον χρήστη;

Επίλογος

Το IoT αποτελεί  μια σημαντική τεχνολογική πρόοδο, συνδέοντας τον φυσικό και τον ψηφιακό κόσμο για τη δημιουργία εξυπνότερου  και πιο ευέλικτου περιβάλλοντος.  Ο άνθρωπος βελτιώνει τη ζωή του και εξοικονομεί πολύτιμο χρόνο. Ποιο είναι όμως το κόστος για την κατάκτηση και χρήση αυτών των τεχνολογίων; Με ποιο τρόπο εξαγοράζεται αυτή η εξοικονόμηση χρόνου; Πόσο πολύτιμα είναι τα δεδομένα όλων ημών των χρηστών και πώς αξιοποιούνται από τις εταιρείες; Οι εταιρείες αυτές μοιράζονται τα δεδομένα μας με τρίτες εταιρείες, ξένες προς εμάς; Ποιος είναι ο σκοπός της ανταλλαγής των δεδομένων μας;

*Η Νίκη Γεωργακοπούλου είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και κάτοχος MSc “Δικαιο και Πληροφορική” του ΠΑΜΑΚ. Στη διπλωματική της εργασία ασχολήθηκε με το Βlockchain και τα Smart Legal Contracts.

 


Big tech και η επίδραση στην κλιματική αλλαγή

Γράφει η Αυγή Σαουλίδου*

Εισαγωγή

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια από τις πιο πιεστικές προκλήσεις της εποχής μας, με τις επιπτώσεις της να απειλούν οικοσυστήματα, οικονομίες και κοινότητες σε όλο τον κόσμο. Το λιώσιμο των πάγων οδηγεί στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας απειλώντας παράκτιες κοινότητες και οικοσυστήματα, η παρατεταμένη ανομβρία και οι καύσωνες επηρεάζουν τη γεωργία και την ανθρώπινη υγεία, ενώ ακραία φαινόμενα που παρουσιάζονται με αυξημένη συχνότητα, όπως τυφώνες, πυρκαγιές και πλημμύρες προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές και εκτοπισμούς πληθυσμών. Η ανάγκη για την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη.

Σε όλη αυτή τη συνθήκη, κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει η βιομηχανία και ιδίως οι Big Tech. Ως Big Tech αναφέρονται οι εταιρείες τεχνολογίας με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως, όπως η Google, η Apple, η Amazon, η Microsoft, η Meta.

Η ραγδαία ανάπτυξη των Big Tech, η οποία οφείλεται στην αυξανόμενη εξάρτησή μας από τις ψηφιακές υπηρεσίες, οδήγησε σε δραματική αύξηση του αριθμού των κέντρων δεδομένων παγκοσμίως. Οι εγκαταστάσεις αυτές καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας και συμβάλλουν σημαντικά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, η συντήρηση αυτών των κέντρων απαιτεί ψύξη, η οποία εντείνει τον οικολογικό τους αντίκτυπο λόγω της υψηλής κατανάλωσης ενέργειας και νερού. Από τα παραπάνω αναδεικνύεται η ανάγκη για τις Big Tech να υιοθετήσουν βιώσιμες πρακτικές και να επενδύσουν σε πράσινες λύσεις, ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των υποδομών τους.

Οι εταιρείες αυτές, ενώ μέσω των δραστηριοτήτων τους συμβάλλουν στην κλιματική κρίση, διαθέτουν ταυτόχρονα πόρους, εργαλεία και καινοτόμες τεχνολογίες που τους επιτρέπουν να συνεισφέρουν στην καταπολέμησή της. Επίσης, έχουν τη δυνατότητα να ηγηθούν σε πρωτοβουλίες βιωσιμότητας, να επενδύσουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να αναπτύξουν πράσινες τεχνολογίες. Επομένως, είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτός ο ρόλος των Big Tech στην παγκόσμια προσπάθεια για την επίτευξη ενός βιώσιμου μέλλοντος.

Πρωτοβουλίες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

Οι Big Tech λαμβάνουν πρωτοβουλίες για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με μεγάλους παίκτες όπως η Google, η Apple και η Amazon να πρωτοστατούν. Οι εταιρείες αυτές έχουν αναλάβει σημαντικές δεσμεύσεις για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με στόχο να τροφοδοτούν τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους εξολοκλήρου με πράσινες πηγές ενέργειας. Η Google, για παράδειγμα, έχει ουδέτερο ανθρακικό αποτύπωμα από το 2007 και επιδιώκει έως το 2030 να λειτουργεί αποκλειστικά με χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Apple έχει ήδη επιτύχει 100% ανανεώσιμη ενέργεια για τις παγκόσμιες εγκαταστάσεις της και εστιάζει στο να καταστήσει ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού της ουδέτερη ως προς τον άνθρακα μέχρι το 2030. Η Amazon έχει δεσμευτεί να επιτύχει μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα έως το 2040 και επενδύει σε αιολικά και ηλιακά έργα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά τα επιτεύγματα, εξακολουθούν βέβαια να υπάρχουν προκλήσεις, όπως για παράδειγμα η διαλείπουσα φύση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η ανάγκη για λύσεις αποθήκευσης ενέργειας μεγάλης κλίμακας.

Καινοτομία στην πράσινη τεχνολογία

Η καινοτομία στην πράσινη τεχνολογία και ειδικότερα η τεχνητή νοημοσύνη παίζει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της προσπάθειας, αξιοποιώντας προηγμένες τεχνολογίες AI και μηχανικής μάθησης για την πρόβλεψη των κλιματικών προτύπων με μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτό επιτρέπει στους επιστήμονες και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικών να προβλέπουν τις περιβαλλοντικές αλλαγές και να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά. Επιπλέον, η τεχνητή νοημοσύνη βελτιστοποιεί τη χρήση ενέργειας, αναλύοντας τεράστιες ποσότητες δεδομένων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας, τη μείωση της σπατάλης και το σχεδιασμό αποδοτικότερων συστημάτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μέσω αυτών των καινοτομιών, οι Big Tech συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξη βιώσιμων λύσεων.

Η διττή επιρροή των Big Tech στην πολιτική για το κλίμα

Οι Big Tech χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την επιρροή τους για να υποστηρίξουν και να διαμορφώσουν πολιτικές για το κλίμα. Μέσω συντονισμένων δράσεων ασκούν πίεση για αυστηρότερες κλιματικές πολιτικές, προωθώντας νομοθετικές αλλαγές που υποστηρίζουν την περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Προσεγγίζουν εκατομμύρια ανθρώπους αξιοποιώντας τις πλατφόρμες τους και ξεκινούν δημόσιες εκστρατείες για την ευαισθητοποίηση του κοινού σε κλιματικά ζητήματα. Συνεργάζονται επίσης με ΜΚΟ και κυβερνήσεις, δημιουργώντας στρατηγικές συνεργασίες για την επίτευξη κοινών κλιματικών στόχων. Ωστόσο, αυτή η επιρροή δεν μένει χωρίς κριτική. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι ενδεχομένως μέσω της έντονης επιρροής τους οι Big Tech παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση πολιτικών, προωθώντας τα δικά τους συμφέροντα έναντι των συμφερόντων του ευρύτερου κοινού. Διατυπώνονται επίσης ανησυχίες για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία στις πρακτικές άσκησης πίεσης που χρησιμοποιούν.

Οι μελλοντικές προοπτικές

Κοιτάζοντας μπροστά, οι Big Tech φαίνονται έτοιμες να μειώσουν περαιτέρω το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών. Οι εξελίξεις σε τομείς όπως η κβαντική πληροφορική, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επόμενης γενιάς και οι βελτιωμένες λύσεις αποθήκευσης ενέργειας έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν δραματικά την αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα. Ο ευρύτερος αντίκτυπος των πρωτοβουλιών των Big Tech για το κλίμα στις προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής αλλαγής είναι σημαντικός, καθώς η ηγετική τους θέση και οι επενδύσεις τους σε τεχνολογίες αιχμής δημιουργούν προηγούμενο για άλλους κλάδους.

Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας χρησιμοποιούν συχνά το θέμα της κλιματικής κρίσης για να γυαλίσουν την εικόνα τους, προσπαθώντας να επισκιάσουν σκάνδαλα και αμφισβητήσιμες πρακτικές του παρελθόντος. Προωθώντας τις περιβαλλοντικές τους πρωτοβουλίες και τις επενδύσεις τους σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι εταιρείες αυτές επιδιώκουν να τοποθετηθούν ως ηγέτες στην αειφορία. Η στρατηγική αυτή όχι μόνο ενισχύει τη δημόσια εικόνα τους, αλλά και αποσπά την προσοχή από ζητήματα όπως οι ανησυχίες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, οι μονοπωλιακές πρακτικές και οι συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης. Ακόμη, έχουν μετατρέψει τις προσπάθειές τους για βιωσιμότητα σε ανταγωνισμό, καθώς η καθεμία προσπαθεί να ξεπεράσει τις άλλες στην προβολή των περιβαλλοντικών της δεσμεύσεων.

Συμπέρασμα

Οι Big Tech συνδυάζοντας τους πόρους και την επιρροή τους, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου μέλλοντος και στην προώθηση των παγκόσμιων κλιματικών στόχων. Ενώ η συμβολή τους στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι σημαντική, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται κριτικά αυτές οι προσπάθειες στο ευρύτερο πλαίσιο της συνολικής εταιρικής τους συμπεριφοράς  και να ελέγχεται η ισορροπία και η ακεραιότητα της πολιτικής τους εμπλοκής. Αυτό διασφαλίζει ότι οι περιβαλλοντικές τους πρωτοβουλίες είναι γνήσιες και όχι απλώς μια πρόσοψη για να μετριάσουν τον έλεγχο των λιγότερο ηθικών πρακτικών τους.

*Η Αυγή Σαουλίδου είναι Νομικός και Υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων στο Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας.

 


Τεχνολογικές Απειλές, Voting Manipulation, και Ευρωεκλογές: Πως να προστατευτούμε ως ψηφοφόροι;

Γράφει ο Χρήστος Ζαγγανάς*

Ι.Εισαγωγή

Με τις Eυρωεκλογές να έρχονται αύριο, οι περισσότεροι ψηφοφόροι έχουν καταλήξει στην διαδικασία επιλογής των κατάλληλων υποψηφίων. Παράλληλα, όλοι μας βομβαρδιζόμαστε εκ νέου από μεγάλο αριθμό διαφημίσεων και πληροφοριών που αφορούν τις Ευρωεκλογές.

Ταυτόχρονα, εδώ και τουλάχιστον ένα έτος, όλοι μας έχουμε αρχίσει να εξοικειωνόμαστε όλο και περισσότερο με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Πολλές από τις καμπάνιες των υποψηφίων και των όσων, είτε ανοιχτά είτε υπογείως, τους υποστηρίζουν χρησιμοποιούν όλες τις δυνατότητες που τους παρέχουν οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων 20 ετών ώστε να ενισχύσουν τις πιθανότητες της επιτυχίας τους.

Όλα τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα ενώ δεν έχουν ξεχαστεί ακόμα οι καταγγελίες που αφορούσαν την χρήση νέων τεχνολογιών με στόχο την χειραγώγηση των ψηφοφόρων και τον επηρεασμό των αποτελεσμάτων εκλογικών διαδικασιών ανά τον κόσμο (π.χ. δημοψήφισμα για το Brexit, Προεδρικές Εκλογές ΗΠΑ 2016 κ.λπ.).

Όμως, πόσο ευάλωτοι είμαστε τελικά στις πρακτικές αυτές; Ποιους κινδύνους κρύβουν για τους ψηφοφόρους οι νέες τεχνολογίες; Τι σημαίνει, εν τέλει, voting manipulation; Τι κάνει ο Ευρωπαίος νομοθέτης για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους αυτούς; Και, πως τελικά μπορούμε οι ίδιοι να προστατέψουμε τον εαυτό μας ως πολίτες και ψηφοφόροι;

ΙΙ.Οι δυνατότητες που δίνουν οι νέες τεχνολογίες και το φαινόμενο του voting manipulation

Η διαδικτυακή χειραγώγηση της ψηφοφορίας/των ψηφοφόρων (voting manipulation) αναφέρεται στις διάφορες στρατηγικές και τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν τις απόψεις και τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων μέσω ψηφιακών μέσων (social media, online advertising κ.λπ.). Η χειραγώγηση αυτή αξιοποιεί τις σύγχρονες τεχνολογίες και τις μεθόδους που βασίζονται στην συλλογή των δεδομένων μας για να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκλογών και την κοινή γνώμη. Ακολουθεί μια αναφορά στις βασικές τεχνικές και τεχνολογίες που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό το φαινόμενο, τις οποίες θα πρέπει όλοι μας να λαμβάνουμε υπόψη όταν βρισκόμαστε στο διαδίκτυο:

1.Εξατομικευμένη διαφήμιση/μικροστόχευση

Η εξατομικευμένη διαφήμιση, γνωστή και ως μικροστόχευση (microtargeting), περιλαμβάνει τη χρήση λεπτομερών δεδομένων που, έχουν συλλεχθεί για εμάς, για την παροχή εξατομικευμένων πολιτικών μηνυμάτων. Online Πλατφόρμες όπως το Facebook, η Google και άλλες, συλλέγουν τεράστιο αριθμό δεδομένων σχετικά με τις προτιμήσεις μας, τη συμπεριφορά μας και το background μας, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργήσουν πολύ εξατομικευμένα προφίλ για εμάς και τις απόψεις μας. Οι προεκλογικές εκστρατείες χρησιμοποιούν αυτά τα δεδομένα για να δημιουργήσουν πολύ στοχευμένες διαφημίσεις που απευθύνονται σε υποομάδες του πληθυσμού, βάσει των παραπάνω προφίλ. Για παράδειγμα, μια καμπάνια μπορεί να στείλει διαφορετικά μηνύματα στους νέους ψηφοφόρους των πόλεων σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους ψηφοφόρους της υπαίθρου. Ο στόχος είναι να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της πολιτικής διαφήμισης, καθιστώντας την πιο σχετική με τον παραλήπτη.

Στην πιο εξελιγμένη και παρεμβατική μορφή της, η εξατομικευμένη πολιτική διαφήμιση μπορεί να στοχεύσει τους παραλήπτες βάσει του ψυχογραφικού τους προφίλ. Το ψυχογραφικό προφίλ μας υπερβαίνει την ανάλυση απλά των δημογραφικών μας στοιχείων και, αντ’ αυτού, εξετάζει τις προσωπικότητες, τις αξίες, τις απόψεις, τις στάσεις, τα ενδιαφέροντα και τον τρόπο ζωής μας.

Η δημιουργία ενός τέτοιου προφίλ, επιτρέπει στις εταιρείες διαφήμισης να κατανοήσουν τι μας παρακινεί σε ψυχολογικό/υποσυνείδητο επίπεδο. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται μηνύματα που μας επηρεάζουν σε ένα βαθύτερο συναισθηματικό επίπεδο, χωρίς να το κατανοούμε.

Αυτό μπορεί μερικές φορές να αγγίζει τα όρια της χειραγώγησης εάν οι διαφημίσεις είναι παραπλανητικές ή σχεδιασμένες για να εκμεταλλευτούν συγκεκριμένους φόβους ή προκαταλήψεις του παραλήπτη. Για παράδειγμα, ένας ψηφοφόρος που ανησυχεί για την εθνική ασφάλεια μπορεί να λάβει μηνύματα που δίνουν έμφαση σε ισχυρές αμυντικές πολιτικές, ενώ ένας ψηφοφόρος που είναι παθιασμένος με το περιβάλλον μπορεί να δει διαφημίσεις που εστιάζουν σε πράσινες πολιτικές.

2.Αυξημένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και των Deepfakes

Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) και τα deepfakes έχουν εισαγάγει νέες δυνατότητες για την διαδικτυακή χειραγώγηση μιας ψηφοφορίας. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αναλύσει τεράστιες ποσότητες δεδομένων για να εντοπίσει τάσεις, να προβλέψει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων και να δημιουργήσει πειστικό περιεχόμενο πιο γρήγορα από ποτέ. Τα deepfakes, τα οποία είναι βίντεο ή εικόνες που δημιουργούνται με τεχνητή νοημοσύνη και μιμούνται ρεαλιστικά πραγματικούς ανθρώπους (π.χ. υποψηφίους), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάδοση ψευδών πληροφοριών για τους ανθρώπους τους οποίους απεικονίζουν. Για παράδειγμα, ένα deepfake βίντεο μπορεί να δείχνει ένα πολιτικό πρόσωπο να λέει κάτι που δεν είπε ποτέ στην πραγματικότητα, βλάπτοντας ενδεχομένως τη φήμη του. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα αυτών των τεχνολογιών καθιστά δύσκολο για τον μέσο άνθρωπο να διακρίνει μεταξύ πραγματικού και ψεύτικου περιεχομένου, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα χειραγώγησης.

3.Παραπληροφόρηση

Η παραπληροφόρηση περιλαμβάνει τη σκόπιμη διάδοση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Αυτό μπορεί να λάβει πολλές μορφές, όπως ψευδείς ειδήσεις, παραποιημένες εικόνες και κατασκευασμένα στατιστικά στοιχεία. Οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος για την παραπληροφόρηση λόγω των δυνατοτήτων ταχείας ανταλλαγής τους. Η παραπληροφόρηση μπορεί να παραπλανήσει τους ψηφοφόρους σχετικά με τις πολιτικές, τις προηγούμενες πράξεις ή τον χαρακτήρα των υποψηφίων.

4.Echo Chambers

Η χρήση όλων των παραπάνω τεχνολογιών συνδυαστικά μπορεί να δημιουργήσει ένα πολιτικό echo chamber, δηλαδή ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, κατά την online περιήγησή του, συναντά μόνο πληροφορίες ή απόψεις που του είναι αρεστές και ενισχύουν τις δικές του, ανεξαρτήτως από το αν αυτές είναι αληθινές. Οι αλγόριθμοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συχνά συμβάλλουν σε αυτό, δείχνοντας στους χρήστες περιεχόμενο παρόμοιο με αυτό με το οποίο έχουν ασχοληθεί προηγουμένως. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει σε ένα φαύλο κύκλο, εντός του οποίου οι ψηφοφόροι εκτίθενται συνεχώς σε μια προκατειλημμένη άποψη του κόσμου. Στην πολιτική, τα echo chambers μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένη πόλωση των ψηφοφόρων και σε μειωμένη ενημέρωσή τους για τις πραγματικές θέσεις των υποψηφίων, καθώς οι άνθρωποι είναι πιο δεκτικοί εκ φύσεως σε απόψεις που είναι σύμφωνες με τις δικές τους.

5.Συμπέρασμα

Γίνεται σαφές ότι η συνδυαστική χρήση των παραπάνω φαινομένων και τεχνολογιών μπορεί να οδηγήσει στην χειραγώγηση ορισμένων ψηφοφόρων ή/και ομάδων ψηφοφόρων. Αν και το φαινόμενο της απόπειρας χειραγώγησης των υποψηφίων ήταν υπαρκτό ιστορικά σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση, η μεγάλη διαφορά του online voting manipulation είναι ότι η εξατομικευμένη φύση του, η έλλειψη διαφάνειας ως προς τον τρόπο που διενεργείται, και το χαμηλό επίπεδο εξοικείωσής μας με τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται προς επίτευξή του, καθιστούν πολύ πιο δύσκολο την εκ μέρους μας αναγνώριση ότι κάποιος προσπαθεί να μας χειραγωγήσει και, ταυτόχρονα, οδηγούν σε ψηφοφόρους οι οποίοι δεν έχουν κοινή πληροφόρηση για τις πολιτικές θέσεις των υποψηφίων (με ταυτόχρονη εξουδετέρωση του όποιου αποτελεσματικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ των ψηφοφόρων αυτών).

ΙΙΙ.Τι μέτρα έχει λάβει η Ευρώπη για την προστασία μας από το voting manipulation;

Ο ευρωπαίος νομοθέτης τα τελευταία χρόνια έχει προχωρήσει σε αρκετές νομοθετικές πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην ρύθμιση των παραπάνω τεχνολογιών και στην προστασία μας από το voting manipulation, τις οποίες καλό είναι να γνωρίζουμε ώστε να μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να προστατευθούμε. Συγκεκριμένα:

1.Digital Services Act -DSA

Η Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Κανονισμός [ΕΕ] 2065/2022 – “DSA”) εφαρμόζεται πλήρως ήδη από τον Φεβρουάριο του 2024.

Σύμφωνα με αυτή, οι διαδικτυακές πλατφόρμες οφείλουν να εφαρμόσουν σειρά μέτρων με στόχο την προστασία των θεμελιωδών μας δικαιωμάτων. Οι μεγάλες online πλατφόρμες – όπως το tik tok, το facebook, και το Instagram-  υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα κατά της παραπληροφόρησης και της χειραγώγησης των εκλογών.   Οι πλατφόρμες οφείλουν επίσης να διαθέτουν εργαλεία για τον έλεγχο του περιεχομένου, όπως η επισήμανση του περιεχομένου που περιέχει deepfake, καθώς και να αυξήσουν τη διαφάνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι αλγόριθμοι αποφασίζουν τι περιεχόμενο θα μας προτείνουν αλλά και ως προς τον λόγο για τον οποίο βλέπουμε κάποια διαφήμιση στην πλατφόρμα, αλλά και ποιος έχει πληρώσει γι’ αυτήν.

2.AI ACT

Η Ευρώπη είναι η πρώτη ήπειρος που επιχειρεί να ρυθμίσει την Τεχνητή Νοημοσύνη: Η Πράξη για την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ ACT) επιχειρεί να επιβάλει αυστηρούς κανόνες για την λειτουργία συστημάτων ΤΝ υψηλού κινδύνου και προσθέτει απαιτήσεις διαφάνειας για τα εργαλεία παραγωγικής ΤΝ (GenAI), όπως το ChatGPT.

Η Πράξη αναμένεται να τεθεί σε ισχύ εντός του καλοκαιριού.

3.Πολιτική Διαφήμιση

Τον Μάρτιο του 2024 δημοσιεύτηκε ο νέος Ευρωπαϊκός Κανονισμός σχετικά με τη διαφάνεια και τη στόχευση της πολιτικής διαφημιστικής προβολής (Κανονισμός [ΕΕ] 2024/900), ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ εντός του 2025.

Ο Κανονισμός εισάγει κανόνες για τις πολιτικές διαφημίσεις, με στόχο τον περιορισμό των αποπειρών χειραγώγησης των ψηφοφόρων από τρίτες/εξωτερικές δυνάμεις και χώρες, ιδίως στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, χορηγοί διαφημίσεων από τρίτες χώρες δεν θα μπορούν να πληρώνουν για την τοποθέτησης πολιτικής διαφήμισης στην ΕΕ κατά την τρίμηνη περίοδο πριν από εκλογές ή δημοψήφισμα.

Επίσης, θα απαγορεύονται οι πολιτικές διαφημίσεις που βασίζονται στην κατάρτιση προφίλ και στη χρήση δεδομένων ανηλίκων. Τέλος, κάθε πολιτική διαφήμιση θα πρέπει να επισημαίνεται σαφώς ως τέτοια και να περιλαμβάνει πληροφορίες όπως ποιος την πλήρωσε και πόσο κόστισε.

ΙV.Πως μπορούμε να προστατευτούμε από το voting manipulation σε αυτές τις Ευρωεκλογές;

  • Δεν βασίζουμε την πληροφόρησή μας για τους υποψηφίους και τις θέσεις τους μόνο στα social media και στα «προτεινόμενα άρθρα» που μας προωθούνται στο browser ή το κινητό μας.
  • Προσπαθούμε να ενημερωνόμαστε από διαφορετικές αξιόπιστες δημοσιογραφικές πηγές (websites, κανάλια, ραδιοφωνικούς σταθμούς, εφημερίδες κ.λπ., οι οποίες γνωρίζουμε ότι δεν μας έχουν παραπληροφορήσει στο παρελθόν.
  • Έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι μία πολιτική διαφήμιση μέσω internet μπορεί να στοχεύει αποκλειστικά εμάς, βάσει των προτιμήσεων ή των προκαταλήψεών μας.
  • Προσπαθούμε η ενημέρωσή μας να λαμβάνεται από αξιόπιστες πηγές που ανήκουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμα και αν δεν συμφωνούμε απόλυτα με αυτούς, ώστε να έχουμε σφαιρική εικόνα για τις πληροφορίες που λαμβάνουμε.
  • Δεν θεωρούμε δεδομένο ότι επειδή βλέπουμε κάτι με τα μάτια μας (video), το περιεχόμενο του βίντεο είναι οπωσδήποτε αληθές.
  • Όταν λαμβάνουμε γνώση μιας πληροφορίας ή μιας εικόνας που θεωρούμε ότι θα επηρεάσει σημαντικά την απόφασή μας ως προς την ψήφο μας, διασταυρώνουμε την ακρίβεια της πληροφορίας, αναζητώντας της και σε άλλες αξιόπιστες πηγές και μέσα, πριν την θεωρήσουμε αληθή.

Καλές Εκλογές!

*Δκηγόρος,Managing Partner, Σκόπα – Ζαγγανάς & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία

 


Έλληνες Ευρωβουλευτές: πώς ψηφίσανε τα τελευταία χρόνια σε θέματα περί ψηφιακών δικαιωμάτων;

Γράφει η Δανάη Σκεύη

Ι. Η συγκυρία

Τις επόμενες ημέρες κρίνεται η σύνθεση του νέου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την πενταετία 2024-2029 και μαζί μ’ αυτήν η εκπροσώπηση περίπου 440 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών∙ μεταξύ αυτών και 10,4 εκατομμυρίων Ελλήνων. Ενόψει της κάλπης της 9ης  Ιουνίου και μέσα στον προεκλογικό πυρετό των κομμάτων, οι επόμενες γραμμές έρχονται να φωτίσουν μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική πτυχή: πώς ψήφισαν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές τα τελευταία χρόνια σε θέματα περί ψηφιακών δικαιωμάτων.

Την περίοδο 2019-2024, οι Έλληνες Ευρωβουλευτές κλήθηκαν να πάρουν θέση σε μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που σχετίζονται με τα προβλήματα που γεννά η ψηφιακή εποχή. Πρόκειται για Ευρωπαϊκούς νόμους που είτε παρέχουν δικαιώματα στους πολίτες με άμεσο τρόπο, είτε βελτιώνοντας τους όρους λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, επηρεάζουν τη θέση των ευρωπαίων πολιτών-καταναλωτών με έμμεσο τρόπο.

Ανάμεσα στην πληθώρα των ψηφισμάτων και των νομοθεσιών ξεχωρίζουν τρεις Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κόσμου: η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act) [1] και η πράξη για τις ψηφιακές πλατφόρμες (Digital Markets Act) [2] που ψηφίσθηκαν τον Ιούλιο 2022, καθώς και η πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence Act) [3] που ψηφίσθηκε τον Μάρτιο 2024.  Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του επίσημου ιστοτόπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ιστοτόπου “HowTheyVote.eu” που συλλέγει δεδομένα ψηφοφορίας από διάφορες επίσημες πηγές και τα παρουσιάζει με «φιλικό» προς τον χρήστη τρόπο, ακολουθούν τα αποτελέσματα των τριών ψηφοφοριών.

ΙΙ. Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act) και η πράξη για τις ψηφιακές πλατφόρμες (Digital Markets Act)  Ιούλιος 2022

Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες θέτει σαφείς κανόνες για τη λειτουργία των ψηφιακών πλατφορμών (π.χ. google, amazon, meta κλπ.) και των βασικών δικαιωμάτων των πολιτών στο διαδίκτυο (π.χ. τήρηση μηχανισμών ειδοποίησης για να μπορούν οι χρήστες να υποβάλλουν αναφορές). Η πράξη για τις ψηφιακές πλατφόρμες θεσπίζει κανόνες δίκαιης πρόσβασης στις ψηφιακές αγορές όπου δραστηριοποιούνται μεγάλοι πάροχοι, ονομαζόμενοι ως πυλωροί (gatekeepers), με στόχο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Συνεπώς, η δεύτερη πράξη μόνο εμμέσως μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύει την προστασία των χρηστών (π.χ. με το να απαγορεύει τα σκοτεινά μοτίβα και να υποχρεώνει για σαφείς όρους χρήσης).

Από τα στοιχεία των δύο ψηφοφοριών παρατηρείται ότι οι περισσότεροι Έλληνες Ευρωβουλευτές υπερψήφισαν την πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη. Η στάση της πλειοψηφίας των βουλευτών της ΝΔ – και άρα του κόμματος – είναι εμφανώς υπέρ του Κανονισμού, ενώ δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα αν η απουσία των δύο βουλευτών από την ψηφοφορία (βλ. κκ. Κυμπουρόπουλο και Σπυράκη) αντανακλά την προσωπική διαφωνία ή αποδίδεται σε προσωπικό κώλυμα κατά την ημέρα της ψηφοφορίας. Αξιοσημείωτη είναι πάντως η υπερψήφιση του Κανονισμού από κόμματα με ιδεολογικές αποκλίσεις – πρβ. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση και Κόσμου – που έδωσαν τη θετική τους ψήφο.

ΙΙΙ. Η πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence Act)  Μάρτιος 2024

Η πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη εισάγει κανόνες για την ασφαλή ανάπτυξη, κυκλοφορία και μη καταναλωτική χρήση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης στην Ευρωπαϊκή αγορά. Με την τήρηση αυτών των κανόνων, εμμέσως προστατεύονται και οι πολίτες ως τελικοί αποδέκτες των προϊόντων με στοιχεία τεχνητής νοημοσύνης. Άμεση προστασία παρέχει ο Κανονισμός σε λίγες περιπτώσεις (π.χ. με την εισαγωγή του δικαιώματος επεξήγησης της ατομικής λήψης απόφασης, βλ. άρθρο 86).

Από τα στοιχεία των δύο ψηφοφοριών παρατηρείται ότι οι περισσότεροι Έλληνες Ευρωβουλευτές υπερψήφισαν την πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη. Η στάση της πλειοψηφίας των βουλευτών της ΝΔ – και άρα του κόμματος – είναι εμφανώς υπέρ του Κανονισμού, ενώ δεν μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα αν η απουσία των δύο βουλευτών από την ψηφοφορία (βλ. κκ. Κυμπουρόπουλο και Σπυράκη) αντανακλά την προσωπική διαφωνία ή αποδίδεται σε προσωπικό κώλυμα κατά την ημέρα της ψηφοφορίας. Αξιοσημείωτη είναι πάντως η υπερψήφιση του Κανονισμού από κόμματα με ιδεολογικές αποκλίσεις – πρβ. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση και Κόσμου – που έδωσαν τη θετική τους ψήφο.

Διαφοροποιημένη παρατηρείται η στάση των Ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που είτε απείχαν εντελώς από την ψηφοφορία, είτε συμμετείχαν όπως στην περίπτωση του κ. Παπαδημούλη ο οποίος όμως παρέσχε ψήφο αποχής. Καθότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ευρωομάδας της Αριστεράς (The Left) είτε καταψήφισε την πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη είτε παρείχε ψήφο αποχής, η στάση των μελών του ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνει με την επίσημη στάση της ευρύτερης ομάδας στην οποία ανήκει. Η κριτική από την ευρωομάδα αναφέρει βιασύνη θέσπισης του πρώτου κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη, υιοθετώντας έναν νέο νόμο που δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα των μεγάλων τεχνολογικών επιχειρήσεων (big tech) έναντι της ασφάλειας των πολιτών [9]. Τέλος, ευθέως αντίθετη στην Πράξη για την ΤΝ ήταν η στάση του ΚΚΕ, με την παροχή αρνητικής ψήφου από τους δύο ευρωβουλευτές του κόμματος.

ΙV. Τα συμπεράσματα;

Οι θέσεις των Ελλήνων Ευρωβουλευτών σκιαγραφούν τη θέση των εθνικών κομμάτων πάνω σε τρία «μεγάλα» ενωσιακά νομοθετήματα. Είναι, ωστόσο, νωρίς για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για τη συνολική στάση των κομμάτων απέναντι στα θέματα που άπτονται των δικαιωμάτων των πολιτών στην ψηφιακή εποχή. Η υπερψήφιση ή καταψήφιση ενός Κανονισμού δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως τη θέση υπέρ ή κατά των ψηφιακών δικαιωμάτων. Θα πρέπει να μην λησμονούμε ότι η ΕΕ στοχεύει να συγκεράσει αφενός την ομοιόμορφη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς και αφετέρου την διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των πολιτών και των καταναλωτών. Επειδή λοιπόν οι πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών στον τομέα της τεχνολογίας έχουν διττή στόχευση δεν είναι ευχερώς διαγνώσιμο – τουλάχιστον με όρους γενικευσιμότητας – σε τι βαθμό καταφέρνει ο κάθε νόμος να συγκεράσει αποτελεσματικά τα διαφορετικά συμφέροντα. Ενόψει δε των επερχόμενων εκλογών σκοπίμως αφήνουμε τα ειδικότερα συμπεράσματα στην κρίση του καθενός και της καθεμίας.

[1] Για: 539(87 %). Κατά: 54(9 %). Αποχές: 30(5 %). Συνολικά ψήφισαν 623 ευρωβουλευτές. 82 ευρωβουλευτές δεν ψήφισαν.

[2] Για: 588(93 %). Κατά: 11(2 %). Αποχές: 31(5 %). Συνολικά ψήφισαν 630 ευρωβουλευτές. 75 ευρωβουλευτές δεν ψήφισαν.

[3] Για: 523(85 %). Κατά: 46(7 %). Αποχές: 49(8 %). Συνολικά ψήφισαν 618 ευρωβουλευτές. 87 ευρωβουλευτές δεν ψήφισαν.

[4] Οι δύο Κανονισμοί ακολούθησαν κοινή πορεία νομικοτεχνικής επεξεργασίας και ψηφίσθηκαν την ίδια μέρα. Οι Έλληνες Ευρωβουλευτές ψήφισαν με ίδιο τρόπο και τους δύο Κανονισμούς, γι’ αυτό και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας αναφέρονται ενοποιημένα.

[5] Περαιτέρω, ο Γιώργος Κύρτσος που δεν είναι μέλος της ΝΔ, αλλά ανήκει στην Ευρωομάδα του κόμματος «Ανανεώστε την Ευρώπη» ψήφισε «ΥΠΕΡ», ο Αθανάσιος Κωνσταντίνου που δεν είναι πλέον μέλος της Χρυσής Αυγής «ΔΕΝ ΨΗΦΙΣΕ» και ο καταδικασθέντας και φυλακισμένος Ιωάννης Λαγός μέλος της Χρυσής Αυγής «ΔΕΝ ΨΗΦΙΣΕ».

[6] Αντικατέστησε τη Σεμίνα Διγενή, η οποία παραιτήθηκε λόγω εκλογής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

[7] Περαιτέρω, ο Γιώργος Κύρτσος που δεν είναι μέλος της ΝΔ, αλλά ανήκει στην Ευρωομάδα του κόμματος «Ανανεώστε την Ευρώπη» ψήφισε «ΥΠΕΡ», ο Αθανάσιος Κωνσταντίνου που δεν είναι πλέον μέλος της Χρυσής Αυγής ψήφισε «ΥΠΕΡ» και ο καταδικασθέντας και φυλακισμένος Ιωάννης Λαγός μέλος της Χρυσής Αυγής «ΔΕΝ ΨΗΦΙΣΕ».

[8] Αντικατέστησε τον Νίκο Ανδρουλάκη στις 21 Μαΐου 2023 λόγω εκλογής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

[9] https://left.eu/ai-act-big-tech-says-jump-eu-asks-how-high/

 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Γράφει ο Δημοσθένης Κωστούλας, MBA MSc BSc *

Έξι ολόκληρα χρόνια από την έναρξη εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (679/2016 / GDPR), τίθεται το ερώτημα του πόσες επιχειρήσεις, οργανισμοί και φορείς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα είναι ουσιωδώς συμμορφωμένοι με τους βασικούς κανόνες και τις απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων που επεξεργάζονται στα πλαίσια της δραστηριότητας τους. Και δεν γίνεται λόγος μόνο για τον ορισμό ενός υπεύθυνου προστασίας δεδομένων (ο οποίος στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι τυπικός), αλλά για την ουσιαστική ανάπτυξη και εφαρμογή ενός στιβαρού προγράμματος συμμόρφωσης, μέσω του οποίου θα μεγιστοποιείται η ασφάλεια και η ακεραιότητα των – υπό επεξεργασία – προσωπικών δεδομένων και θα ελαχιστοποιείται η πιθανότητα διαρροής τους ή/και κακόβουλης μεταχείρισης τους.

Στο πλαίσιο αυτό, ένας οργανισμός (ως “υπεύθυνος επεξεργασίας”) θα έπρεπε να αποδεχθεί ότι, για μια ουσιαστική συμμόρφωση, απαιτούνται ανθρώπινοι και υλικοί πόροι, καθώς και η δέσμευση της ίδιας της Διοίκησης και των ανθρώπων που συμμετέχουν στην λήψη αποφάσεων. 

ΦΑΣΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Εφόσον κριθεί ότι η συμμόρφωση είναι απαραίτητη, η διοίκηση ενός οργανισμού θα πρέπει να επιλέξει σε ποιόν θα ανατεθεί το έργο της συμμόρφωσης. Όπως και στην περίπτωση διορισμού του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων (εφεξής DPO), ένας οργανισμός θα  μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο της ανάθεσης του έργου συμμόρφωσης σε καταρτισμένο άτομο ή άτομα που απασχολούνται ήδη στον οργανισμό ή να εξετάσει το ενδεχόμενο ανάθεσης του έργου συμμόρφωσης σε εξωτερικό σύμβουλο με αποδεδειγμένη δραστηριότητα στο συγκεκριμένο τομέα.

Από την στιγμή που θα γίνει η τελική επιλογή του τρόπου συμμόρφωσης, θα πρέπει να ξεκινήσουν οι διαδικασίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Καταρχάς, και στις δύο περιπτώσεις (εσωτερική ή εξωτερική ανάθεση), θα πρέπει να συμπληρώνεται ένα ερωτηματολόγιο αρχικής αυτο-αξιολόγησης σχετικά με το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας δεδομένων του οργανισμού. Αυτό θα βοηθήσει τόσο τον οργανισμό, όσο και τον υπεύθυνο συμμόρφωσης, για να γνωρίζουν από ποια βάση εκκινούν. Η διαδικασία της αυτο-αξιολόγησης θα πρέπει να είναι ενδελεχής και να επεκταθεί σε όλες τις δραστηριότητες και διεργασίες του οργανισμού.

Επιπλέον, σε περίπτωση εξωτερικής ανάθεσης, θα πρέπει ο οργανισμός να ορίσει έναν ή και παραπάνω υπεύθυνους επικοινωνίας με την ομάδα συμμόρφωσης και, επιπλέον, να ορίσει μια στενή «ομάδα εργασίας».

Τέλος, σε αυτήν την φάση, κρίνεται απαραίτητη και μια επίσημη ενημέρωση του προσωπικού, σχετικά με την επικείμενη ανάπτυξη και εφαρμογή του προγράμματος συμμόρφωσης, καθώς και για την εμπλοκή όλων των βαθμίδων ιεραρχίας και όλων των τμημάτων σε αυτήν την συλλογική προσπάθεια.

ΦΑΣΗ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Όπως είναι αντιληπτό, σκοπός είναι η διασφάλιση του μέγιστου βαθμού συμμόρφωσης του οργανισμού στις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις του GDPR, με γνώμονα η συμμόρφωση να μην δημιουργεί εμπόδια στην καθημερινή λειτουργία και δραστηριότητα του οργανισμού. Το πρόγραμμα συμμόρφωσης χωρίζεται σε επιμέρους στάδια, κάθε ένα από τα οποία είναι σημαντικό, αφού αποτελούν ενδιάμεσους κρίκους που θα οδηγήσουν στην τελική συμμόρφωση του οργανισμού.

1.ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το έργο συμμόρφωσης ξεκινάει με μια πρώτη συνάντηση, για να ακολουθήσουν πολλές άλλες συναντήσεις και ανταλλαγές πληροφοριών. Στην πρώτη συνάντηση διαμορφώνεται ένα κοινά αποδεκτό πλάνο ενεργειών, χωρισμένο σε επιμέρους στάδια και με σαφή χρονοδιαγράμματα, ενώ παράλληλα τίθενται επί τάπητος τα βασικά θέματα και οι διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθηθούν.

Στην φάση αυτή πραγματοποιούνται οι πρώτες γενικές εκπαιδεύσεις για την ευαισθητοποίηση Διοίκησης και προσωπικού, με απώτερο σκοπό την σταδιακή ανάπτυξη μιας κουλτούρας προστασίας δεδομένων.

  • Ευρετήριο Προσωπικών Δεδομένων και Αρχείο Ροών Δεδομένων

Τόσο το Ευρετήριο Προσωπικών Δεδομένων, όσο και το Αρχείο Ροών Δεδομένων, αποτελούν προπομπούς του Αρχείου Χαρτογράφησης, του Αρχείου Δραστηριοτήτων Επεξεργασίας, αλλά και της μετέπειτα Μελέτης Αποκλίσεων. Τα δεδομένα συλλέγονται από συμπεράσματα που προκύπτουν τόσο από συναντήσεις και προφορικές συζητήσεις, όσο και μέσω της διανομής και συμπλήρωσης ειδικού ερωτηματολογίου.

  • Αρχείο Χαρτογράφησης

Αποτελεί μια χρήσιμη ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων και των κινδύνων που ελλοχεύουν. Στο συγκεκριμένο αρχείο πραγματοποιείται μια παρουσίαση των ευρημάτων ανά τμήμα ή/και θέση εργασίας που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων. Η συγκεκριμένη μελέτη θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις ήδη εντοπισμένες δραστηριότητες του οργανισμού και αποτελεί την βάση όλων των επόμενων παραδοτέων.

  • Αρχείο Δραστηριοτήτων Επεξεργασίας

Μαζί με την Αρχείο Χαρτογράφησης, σε αυτήν την φάση προετοιμάζεται και απαραίτητο Αρχείο Δραστηριοτήτων, στο οποίο θα πρέπει να απεικονίζονται με λεπτομέρεια όλα όσα ορίζει ο GDPR.

Πέρα από τα παραδοτέα αρχεία που προαναφέρθηκαν, στην πρώτη φάση του προγράμματος συμμόρφωσης συστήνεται να ξεκινήσει η υλοποίηση και συγκεκριμένων κρίσιμων διορθωτικών οργανωτικών και τεχνικών μέτρων, για τα οποία κρίνεται σκόπιμο να μην υπάρξουν καθόλου καθυστερήσεις.

2.ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Στην δεύτερη φάση του προγράμματος συμμόρφωσης,  πραγματοποιούνται νέες επισκέψεις σύμφωνα με την εξέλιξη της συμμόρφωσης, ενώ συζητούνται τα παραδοτέα αρχεία της πρώτης φάσης, με περαιτέρω εμβάθυνση σε όσα πεδία είναι σημαντικά ή για τα οποία ενδεχομένως να υπάρχουν απορίες.

  • Ανάλυση Αποκλίσεων

H Ανάλυση Αποκλίσεων έχει σκοπό τον εύρεση των νομικών, κανονιστικών, οργανωτικών και τεχνολογικών αποκλίσεων ως προς τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις του Κανονισμού. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη ανάλυση αφορά μια επαλήθευση των προβληματικών πεδίων που βρέθηκαν από την φάση της αρχικής χαρτογράφησης, μόνο που εδώ συσχετίζονται με συγκεκριμένες απαιτήσεις του Κανονισμού και της κείμενης νομοθεσίας.

  • Ανάλυση Κινδύνων

Αν και η ενδεδειγμένη μέθοδος για την εκτίμηση του επιπέδου ασφάλειας σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αποτελεί η υλοποίηση της Μελέτης Αντικτύπου (DPIA), σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 35 του ΓΚΠΔ, η προαναφερόμενη εκτίμηση και αξιολόγηση των κινδύνων, που απορρέουν από την επεξεργασία, πρέπει να διενεργείται σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στις περιπτώσεις επεξεργασιών για τις οποίες δεν απαιτείται διενέργεια μελέτης αντικτύπου. Η ανάλυση συστήνεται να υλοποιείται τόσο πριν, όσο και μετά από την εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων.

  • Μελέτη Αντικτύπου

Σύμφωνα με τον Άρθρο 35 του Κανονισμού 679/2016, «όταν ένα τύπος επεξεργασίας, ιδίως με την χρήση τεχνολογιών, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, του πλαισίου, του πεδίου εφαρμογής και των σκοπών επεξεργασίας, είναι πιθανόν να προκαλέσει μεγάλο κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες  των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πριν από την επεξεργασία, προβαίνει σε εκτίμηση επιπτώσεων των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

3.ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ 

H τελευταία φάση του προγράμματος συμμόρφωσης αποτελείται από συναντήσεις κατά τις οποίες συνοψίζονται εκ νέου όλα τα παραδοτέα αρχεία, με αναφορά στους κινδύνους / ευρήματα και στα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα. Τα επόμενα βήματα που θα ακολουθήσει ο οργανισμός είναι πολύ σημαντικά για την διαρκή και ουσιαστική του συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του GDPR. Παράλληλα, υλοποιούνται και οι τελευταίες εκπαιδεύσεις για το προσωπικό που πιθανόν απουσίαζε από τις αρχικές εκπαιδεύσεις.

  • Πρόγραμμα Υλοποίησης Προτεινόμενων Μέτρων

Σε αυτήν την φάση υλοποιείται και παραδίδεται το Πρόγραμμα Υλοποίησης Προτεινόμενων Μέτρων για την Προστασία Προσωπικών Δεδομένων (Action Plan). Πρόκειται μια λίστα των μέτρων με λεπτομέρειες για το ποιος / ποιοι θα το υλοποιήσουν, το status υλοποίησης, ένα χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και σχετικές παρατηρήσεις. Το συγκεκριμένο αρχείο πρέπει να παρακολουθείται στην συνέχεια από τον DPO, ο οποίος και θα πρέπει να το διατηρεί μονίμως επικαιροποιημένο.

Βάσει του Προγράμματος Υλοποίησης Προτεινόμενων Μέτρων, σε αυτήν την φάση σχεδιάζονται και διανέμονται επίσημα καταγεγραμμένες πολιτικές, διαδικασίες και οδηγίες εργασίας, οι οποίες σχετίζονται με την  ασφάλειας των δεδομένων και έχουν σαν σκοπό την κάλυψη των αποκλίσεων που εντοπίστηκαν κατά την δεύτερη φάση.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ

Με την παράδοση και των τελευταίων Πολιτικών, Διαδικασιών, Οδηγιών Εργασίας, Εντύπων και άλλων παραδοτέων που συγκαταλέγονται στα προτεινόμενα μέτρα, μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνεται επισήμως το πρόγραμμα συμμόρφωσης του οργανισμού.

Ωστόσο, οι οργανισμοί είθισται να παρουσιάζουν σημεία απόκλισης μετά από το τέλος της περιόδου επίσημης συμμόρφωσης, με τα σημεία απόκλισης να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αντίδραση μπορεί να θεωρηθεί σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη και αναμενόμενη, αφού η πίεση της καθημερινότητας και οι μεγάλες απαιτήσεις σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα και την απρόσκοπτη λειτουργία ενός οργανισμού, μπορεί να θέσουν σταδιακά την προστασία των δεδομένων σε δεύτερη προτεραιότητα.

Για τους παραπάνω λόγους, η παρουσία ενός καταρτισμένου Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO) πρέπει να είναι ουσιαστική και συνεχόμενη, μέσα από μια σειρά ενεργειών, οι οποίες θα καλλιεργούν και θα συντηρούν μια πιο μόνιμη κουλτούρα συμμόρφωσης εντός του οργανισμού. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται η παρουσία ενός DPO, οι οργανισμοί θα πρέπει από μόνοι τους να εφαρμόζουν όλα τα απαραίτητα για μια ουσιαστική συμμόρφωση με το GDPR και την κείμενη νομοθεσία σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων.

 

Πηγές: Τσιπτσέ, Ο. και Κωστούλας, Δ. (Ιανουάριος 2020), Η συμμόρφωση με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων GDPR EU 2016/679 – Πρακτικά Ζητήματα Υποδείγματα, Νομικές Εκδόσεις ΝΟΜΟΡΑΜΑ.ΝΤ, Αθήνα

 

 

* Ο Δημοσθένης Κωστούλας είναι έμπειρο στέλεχος με πλούσιες σπουδές και πολυετή εμπειρία σε θέσεις ευθύνης. Είναι κάτοχος τίτλου MBA , τίτλου MSc και τίτλου BSc, ενώ ταυτόχρονα είναι πιστοποιημένος Lead Auditor ISO 9001:2015, ISO 27001:2013 και DPO Executive / GDPR Expert. Ειδικότερα, από το 2011 έχει εξειδικευτεί: 

  • σε θέματα Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέσω της ανάπτυξης & εφαρμογής προγραμμάτων συμμόρφωσης με τον ΓΚΠΔ (GDPR), την παροχή υπηρεσιών Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων και την σχετική εκπαίδευση φορέων & οργανισμών.
  • σε Συστήματα Διαχείρισης Ποιότητας, μέσω της συμμετοχής / υποστήριξης στον εσωτερικό σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή Συστημάτων Ποιότητας, με γνώμονα πάντα την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και την ασφάλεια των ενδιαφερόμενων μερών.

 


Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών: Ασφάλεια στο Διαδίκτυο και Ελεύθερη Έκφραση

Γράφει ο Τάσος Αραμπατζής

Η Πράξη Ψηφιακών Υπηρεσιών (DSA) της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ορόσημο στην προσπάθεια να μπει μεγαλύτερη τάξη στο συχνά χαοτικό πεδίο του διαδικτύου. Η νομοθεσία αποσκοπεί στη θέσπιση σαφών κανόνων και αρμοδιοτήτων για τις διαδικτυακές πλατφόρμες, αντιμετωπίζοντας ένα φάσμα προβλημάτων από την προστασία των καταναλωτών έως την καταπολέμηση του επιβλαβούς περιεχομένου. Ωστόσο, μέσα στις καλοπροαίρετες διατάξεις του DSA υπάρχει μια θεμελιώδης ένσταση που εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για τις δημοκρατίες παγκοσμίως: πώς εξασφαλίζουμε ένα ασφαλέστερο, πιο πολιτισμένο διαδικτυακό περιβάλλον χωρίς να παραβιάζουμε τις θεμελιώδεις αρχές της ελεύθερης έκφρασης;

Αυτό το άρθρο εξετάζει την πολυπλοκότητα των διατάξεων της DSA σχετικά με τις συνομιλίες και τον έλεγχο του περιεχομένου. Θα διερευνήσουμε πώς η καταπολέμηση των διαδικτυακών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης της εξάπλωσης της παραπληροφόρησης και των deepfakes, πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά έναντι των κινδύνων της λογοκρισίας και της καταστολής του νόμιμου λόγου. Πρόκειται για μια πράξη εξισορρόπησης με εκτεταμένες συνέπειες για το μέλλον της ψηφιακής μας κοινωνίας.

Διαδικτυακοί κίνδυνοι και η απάντηση της DSA

Το ψηφιακό πεδίο, παρ’ όλη την υπόσχεσή του για σύνδεση και γνώση, έχει μετατραπεί σε εκτροφείο για ένα ευρύ φάσμα διαδικτυακών κινδύνων.  Οι εκστρατείες παραπληροφόρησης διαβρώνουν την εμπιστοσύνη απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς και σπέρνουν τη διχόνοια, ενώ η ρητορική μίσους τροφοδοτεί τις διακρίσεις και τη βία κατά περιθωριοποιημένων ομάδων. Ο διαδικτυακός εκφοβισμός καταστρέφει ζωές, ιδίως των ευάλωτων νέων.

Για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων, η DSA θέτει νέες υποχρεώσεις στις διαδικτυακές πλατφόρμες, ιδίως στις Πολύ Μεγάλες Διαδικτυακές Πλατφόρμες (VLOP). Οι απαιτήσεις έχουν σημαντική εμβέλεια και περιλαμβάνουν:

  • Αυξημένη διαφάνεια: Οι πλατφόρμες πρέπει να εξηγούν τον τρόπο λειτουργίας των αλγορίθμων τους και τα κριτήρια που χρησιμοποιούν για τη σύσταση και τον έλεγχο του περιεχομένου.
  • Λογοδοσία: Οι εταιρείες θα αντιμετωπίσουν πιθανά πρόστιμα και κυρώσεις για την αποτυχία τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο.
  • Μετριασμός περιεχομένου: Οι πλατφόρμες πρέπει να αναφέρουν με σαφήνεια τις πολιτικές για την αφαίρεση περιεχομένου και να εφαρμόζουν αποτελεσματικά και φιλικά προς τον χρήστη συστήματα αναφοράς προβληματικού περιεχομένου.

Στόχος αυτών των διατάξεων της DSA είναι η δημιουργία ενός πιο υπεύθυνου ψηφιακού οικοσυστήματος όπου το επιβλαβές περιεχόμενο είναι λιγότερο πιθανό να ανθίσει και όπου οι χρήστες έχουν περισσότερα εργαλεία για να προστατευθούν.

Ο κίνδυνος της λογοκρισίας

Ενώ οι προθέσεις της DSA είναι αξιοθαύμαστες, τα μέτρα για την καταπολέμηση των διαδικτυακών κινδύνων εγείρουν εύλογες ανησυχίες σχετικά με τη λογοκρισία και την πιθανή καταστολή της ελευθερίας του λόγου. Η ιστορία είναι γεμάτη από περιπτώσεις όπου η καταπολέμηση του επιβλαβούς περιεχομένου χρησίμευσε ως πρόσχημα για να φιμωθούν οι αντίθετες φωνές, να ασκηθεί κριτική στους κυβερνώντες ή να κατασταλούν περιθωριοποιημένες ομάδες.

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν τονίσει την ανάγκη να συμπεριλάβει η DSA σαφείς εγγυήσεις για να αποτρέψει το ενδεχόμενο οι καλοπροαίρετες διατάξεις της να μετατραπούν σε εργαλεία λογοκρισίας. Είναι απαραίτητο να υπάρχουν ακριβείς ορισμοί του “παράνομου” ή “επιβλαβούς” περιεχομένου – εκείνου που υποκινεί άμεσα τη βία ή παραβιάζει τους ισχύοντες νόμους. Οι υπερβολικά ευρείς ορισμοί κινδυνεύουν να συμπεριλάβουν τη σάτιρα, την πολιτική διαφωνία και την καλλιτεχνική έκφραση, οι οποίες αποτελούν όλες προστατευόμενες μορφές λόγου.

Η καταστολή αυτών των μορφών λόγου υπό το πρόσχημα της ασφάλειας μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, αποθαρρύνοντας τη δημιουργικότητα, την καινοτομία και την ανοιχτή ανταλλαγή ιδεών που είναι ζωτικής σημασίας για μια υγιή δημοκρατία. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτό που προσβάλλει ένα άτομο μπορεί να είναι βαθιά σημαντικό για ένα άλλο. Η DSA πρέπει να βαδίσει προσεκτικά για να αποφύγει την εξουσιοδότηση κυβερνήσεων ή πλατφορμών να αποφασίζουν μονομερώς τι συνιστά αποδεκτό διάλογο.

Deepfakes και η καταπολέμηση της παραπληροφόρησης

Τα deepfakes, τα συνθετικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την παραποίηση της πραγματικότητας, αποτελούν μια ιδιαίτερα ύπουλη απειλή για την ακεραιότητα της πληροφόρησης. Η ικανότητά τους να κάνουν να φαίνεται ότι κάποιος είπε ή έκανε κάτι που δεν έκανε ποτέ, έχει τη δυνατότητα να καταστρέψει τη φήμη, να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη σε θεσμούς, ακόμη και να αποσταθεροποιήσει πολιτικές διαδικασίες.

Η DSA αναγνωρίζει δικαίως τον κίνδυνο των deepfakes και θέτει την υποχρέωση στις πλατφόρμες να καταβάλλουν προσπάθειες για την καταπολέμηση της επιβλαβούς χρήσης τους. Ωστόσο, πρόκειται για έναν πολύπλοκο τομέα όπου η γραμμή μεταξύ της επιβλαβούς χειραγώγησης και των νόμιμων χρήσεων μπορεί να θολώσει. Η τεχνολογία deepfake μπορεί επίσης να αξιοποιηθεί για σκοπούς σάτιρας, παρωδίας ή καλλιτεχνικούς σκοπούς.

Η πρόκληση για την DSA έγκειται στον εντοπισμό των deepfakes που δημιουργούνται με κακόβουλη πρόθεση, προστατεύοντας παράλληλα αυτά που δημιουργούνται για νόμιμες μορφές έκφρασης. Οι πλατφόρμες θα πρέπει πιθανότατα να αναπτύξουν έναν συνδυασμό τεχνολογικών εργαλείων ανίχνευσης και ανθρώπινων μηχανισμών αναθεώρησης για να κάνουν αυτές τις διακρίσεις αποτελεσματικά.

Η ευθύνη των τεχνολογικών κολοσσών

Όταν πρόκειται για τη διάδοση επιβλαβούς περιεχομένου και τη δυνατότητα διαδικτυακής λογοκρισίας, μεγάλο μέρος της ευθύνης πέφτει εξ ολοκλήρου στους ώμους των μεγάλων διαδικτυακών πλατφορμών. Αυτοί οι τεχνολογικοί γίγαντες διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου που βλέπουμε και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούμε στο διαδίκτυο.

Η DSA αντιμετωπίζει άμεσα αυτή την τεράστια δύναμη επιβάλλοντας αυστηρότερες απαιτήσεις στις μεγαλύτερες πλατφόρμες, αυτές που θεωρούνται πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες. Οι απαιτήσεις αυτές έχουν σχεδιαστεί για να προωθήσουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα και να ωθήσουν αυτές τις πλατφόρμες να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο στον περιορισμό του επιβλαβούς περιεχομένου.

Βασικό στοιχείο της DSA είναι η προώθηση της διαφάνειας. Οι πλατφόρμες θα πρέπει να παρέχουν λεπτομερείς εξηγήσεις για τις πρακτικές τους σχετικά με τη συγκράτηση του περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων των αλγορίθμων που χρησιμοποιούνται για το φιλτράρισμα και τη σύσταση περιεχομένου. Αυτή η αυξημένη ορατότητα αποσκοπεί στην αποφυγή αυθαίρετων ή μεροληπτικών αποφάσεων και προσφέρει στους χρήστες καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τις διαδικτυακές τους εμπειρίες.

Προστασία της ελευθερίας του λόγου – Πού είναι το όριο;

Η προστασία της ελευθερίας του λόγου αποτελεί θεμελιώδη αρχή κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Επιτρέπει τη δυναμική ανταλλαγή ιδεών, την αμφισβήτηση της εξουσίας και παρέχει φωνή σε όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Ωστόσο, καθώς εξελίσσεται ο ψηφιακός κόσμος, τα όρια της ελευθερίας του λόγου αμφισβητούνται όλο και περισσότερο.

Η DSA αντιπροσωπεύει μια ειλικρινή προσπάθεια να πλοηγηθούμε σε αυτό το πολύπλοκο πεδίο, αλλά είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Το όριο μεταξύ επιβλαβούς περιεχομένου και προστατευόμενων μορφών έκφρασης είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί. Η εφαρμογή της DSA πρέπει να περιλαμβάνει ισχυρές εγγυήσεις που να βασίζονται στις θεμελιώδεις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε να διασφαλίζεται χώρος για ποικίλες απόψεις και κριτική.

Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στην ενδυνάμωση των χρηστών. Η επένδυση στην εκπαίδευση για τον γραμματισμό στα μέσα ενημέρωσης και η προώθηση εργαλείων για κριτική σκέψη είναι ουσιώδεις για να βοηθηθούν τα άτομα να γίνουν πιο απαιτητικοί καταναλωτές των διαδικτυακών πληροφοριών.

Συμπέρασμα

Ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες σηματοδοτεί μια σημαντική καμπή στη ρύθμιση του διαδικτυακού κόσμου. Ο αγώνας για την εξισορρόπηση της διαδικτυακής ασφάλειας και της ελευθερίας της έκφρασης δεν έχει ακόμη τελειώσει. Η DSA παρέχει ένα ισχυρό θεμέλιο, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως ένα βήμα σε μια συνεχή διαδικασία και όχι ως τελική λύση. Για να εξασφαλίσουμε ένα πραγματικά ανοικτό, δημοκρατικό και ασφαλές διαδίκτυο, χρειαζόμαστε συνεχή επαγρύπνηση, στιβαρή συζήτηση και την ενεργό συμμετοχή τόσο των ατόμων όσο και της κοινωνίας των πολιτών.