Γράφει ο Ευάγγελος Φαρμακίδης*
Αυτό το μήνα γίναμε μάρτυρες μιας σειράς πρωτόγνωρων περιστατικών παράνομης βίας, η οποία ακολουθήθηκε από μια εξίσου πρωτόγνωρη προσβολή του συνταγματικώς και σε διεθνείς, ευρωπαϊκές και ενωσιακές συμβάσεις και συνθήκες κατοχυρωμένου δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή υπό την ειδικότερη έκφανση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ανθρώπων που υπήρξαν θύματα αυτών.
Το πρώτο περιστατικό βίας έλαβε χώρα στις 7-3-2021 και αφορά τον αδικαιολόγητο ξυλοδαρμό με μεταλλικό γκλοπ πολίτη από αστυνομικό στην πλατεία Νέας Σμύρνης.
Αυτό το περιστατικό βίας ακολουθήθηκε από μια βάναυση προσβολή του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων του πολίτη, ο οποίος την προηγούμενη ημέρα είχε ξυλοκοπηθεί.
Συγκεκριμένα, στις 8-3-2021 βουλευτής προσπαθώντας χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία να δικαιολογήσει την παραπάνω πράξη παράνομης βίας εκ μέρους του αστυνομικού, προχώρησε σε δημοσιοποίηση ακόμα και ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του πολίτη, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε.
Ο βουλευτής αποκάλυψε κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό τόσο δεδομένα που αφορούν την ταυτότητά του, όσο και δεδομένα που σχετίζονται με τις πολιτικές πεποιθήσεις του, τη συμμετοχή του σε ένωση προσώπων σχετική με τις παραπάνω πεποιθήσεις, καθώς και δεδομένα που αφορούν ποινικές διώξεις.
Μάλιστα ως «απάντηση» στην διαρροή των δεδομένων του πολίτη, διέρρευσαν στη συνέχεια στο διαδίκτυο και τα δεδομένα του αστυνομικού που τον ξυλοκόπησε, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών του και των πολιτικών του πεποιθήσεων.
Στις 9-3-2021 ακολούθησε ένα ακόμη περιστατικό βίας. Ένας 24χρονος αστυνομικός της ομάδας Δράση κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ξυλοκοπήθηκε βάναυσα από ομάδα διαδηλωτών, οι οποίοι κατάφεραν να τον ρίξουν από την υπηρεσιακή μηχανή στην οποία επέβαινε ως συνοδηγός.
Αμέσως μετά το παραπάνω περιστατικό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διέρρευσαν προσωπικά δεδομένα του αστυνομικού-θύματος που σχετίζονταν με την ταυτότητά του, την καταγωγή του, την οικογένειά του, την επαγγελματική και προσωπική του ζωή κατά τη διάρκεια και πριν την κατάταξή του στην Ελληνική Αστυνομία, καθώς και δεδομένα που αφορούν τα πολιτικά του φρονήματα, τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές του πεποιθήσεις και τη συμμετοχή του σε σχετικές οργανώσεις.
Τις επόμενες ημέρες «παρέλασαν» μπροστά από τις οθόνες μας πλήθος δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπόπτων και κατηγορουμένων για την παραπάνω αξιόποινη πράξη κατά του αστυνομικού.
Μεταξύ των άλλων διέρρευσαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσωπικά δεδομένα που αφορούσαν την ταυτότητα τους, την καταγωγή τους, την οικογενειακή και επαγγελματική τους ζωή, προηγούμενες ποινικές διώξεις και καταδίκες, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνον το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, αλλά και το τεκμήριο αθωότητας των υπόπτων/κατηγορουμένων, άλλο ένα αρνητικό φαινόμενο της εποχής μας, το οποίο έχει λάβει επίσης ενδημικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με τους ισχύοντες σήμερα ορισμούς του άρθρου 2 περ. β του Ν. 2472/1997 (το οποίο παραμένει σε ισχύ και μετά τον Ν. 4624/2019, δυνάμει του άρθρου 84 του τελευταίου), τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων αποτελούν «ευαίσθητα δεδομένα» (ή δεδομένα ειδικών κατηγοριών, σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων).
Κατά κανόνα η επεξεργασία των παραπάνω δεδομένων απαγορεύεται, ενώ κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται για τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.
Μάλιστα, η αντίθετη με τις παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων (ή δεδομένων ειδικών κατηγοριών), πέρα από τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις, αποτελεί και ποινικό αδίκημα (άρθρο 38 του Ν. 4624/2019).
Εξαίρεση από τον παραπάνω κανόνα αποτελεί για παράδειγμα η δημοσιοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες από εισαγγελική αρχή.
Ο εξαιρετικός λόγος της δημοσιοποίησης των παραπάνω ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και οι ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες θέτει ο Νόμος αποδεικνύει τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης στην προστασία των δεδομένων αυτών.
Πιο συγκεκριμένα η δημοσιοποίηση αυτή είναι επιτρεπτή για ορισμένα μόνον αδικήματα, γίνεται με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα, η οποία θα πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη και θα πρέπει να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει.
Η εξαιρετική αυτή περίπτωση δημοσιοποίησης αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των αδικημάτων.
Μάλιστα, κατά αυτής της εισαγγελικής διάταξης δίνεται η δυνατότητα στον θιγόμενο να αμυνθεί, αφού ο νόμος επιτρέπει στον κατηγορούμενο ή τον κατάδικο την προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση σε αυτόν της εισαγγελικής διάταξης.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης επιφύλαξε την παραπάνω δυνατότητα δημοσιοποίησης ευαίσθητων δεδομένων μόνο για τους εισαγγελείς, θέτοντας όμως ακόμα και σε αυτούς ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο περιορισμών.
Καταληκτικά, το γεγονός ότι πολίτες, δημοσιογράφοι, αλλά ακόμα και βουλευτές παραβιάζουν τον Νόμο είναι σαφώς ανησυχητικό.
Αυτό που προκαλεί όμως τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι ολοένα και περισσότερο το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ανθρώπων, οι οποίοι μάλιστα υπήρξαν προηγουμένως θύματα αξιόποινων πράξεων, θυσιάζεται στον βωμό των likes, της τηλεθέασης και πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Οι «εκπτώσεις» στην προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της εποχής μας, το οποίο τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας.
*Ο Ευάγγελος Φαρμακίδης είναι δικηγόρος, διαπιστευμένος διαμεσολαβητής και μέλος της Homo Digitalis.