Γράφει η Ιωάννα Μπαλαούρα*
Οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος (γνωστοί με τον αγγλικό όρο “whistleblowers”) είναι τα πρόσωπα που καταγγέλλουν, όταν διαπιστώνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους, παρατυπίες ή πρακτικές αθέμιτες και καταχρηστικές.
Αυτές οι παρατυπίες και πρακτικές μπορούν να βλάψουν το δημόσιο συμφέρον έχοντας, για παράδειγμα, αρνητικές επιδράσεις στο περιβάλλον, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς και τα δημόσια οικονομικά.
Η προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος σήμερα χαρακτηρίζεται από νομοθετικό κατακερματισμό.
Επί του παρόντος, μόνο δέκα χώρες της ΕΕ διαθέτουν πλήρη νομοθεσία για την προστασία τους. Σε επίπεδο ΕΕ, μόνον σε πολύ περιορισμένο αριθμό τομέων (κυρίως στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών) υπάρχει νομοθεσία που περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος. Στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο για την προστασία τους είναι ανύπαρκτο.
Ειδικά στην Ελλάδα το νομικό οπλοστάσιο προστασίας αυτών των προσώπων είναι ανύπαρκτο. Το υπάρχον πλέγμα προστασίας μαρτύρων κατά τα προβλεπόμενα στην ποινική νομοθεσία δεν είναι επαρκές, ούτε θα μπορούσε να εξισωθεί με την γενική υποχρέωση αναφοράς αξιόποινων πράξεων.
Αυτό αιτιολογείται από την φύση, τον θεσμό και κυρίως τη δυναμική του βεληνεκούς του whistleblowing. Το whistleblowing εκφεύγει της γενικής νομικής υποχρέωσης οποιουδήποτε να αναφέρει αξιόποινες πράξεις.
Το whistleblowing ως διαδικασία και μηχανισμός αντλεί την ιδιότυπη φύση του από διαφορετικούς τομείς όπως τους κώδικες δεοντολογίας, το εργατικό δίκαιο, το αστικό δικονομικό δίκαιο, το δίκαιο των συμβάσεων, το νομικό πλαίσιο περί δυσφήμισης, τους συνταγματικούς κανόνες περί ελευθερίας της έκφρασης και της συνείδησης, την επαγγελματική ευθύνη, την εμπιστευτική και προνομιακή πληροφόρηση, την εταιρική διακυβέρνηση, την επίλυση διαφορών και την κανονιστική συμμόρφωση.
Η Οδηγία 1937/2019/ΕΕ επιχείρησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο πρότυπο εγγυήσεων και προδιαγραφών για το whistleblowing. Διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως πληροφοριοδότες, εντάσσοντας σε αυτούς τόσο όσους βοηθούν κάποιον πληροφοριοδότη όσο και κάποιον που παρέχει εθελοντική εργασία κι όχι απαραίτητα αμειβόμενη. Η Οδηγία θέτει ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο προστασίας σε περισσότερους από 10 καίριους τομείς της αγοράς, ενώ δεν παραλείπει να κάνει εκτενή αναφορά σε διαύλους εσωτερικής – εξωτερικής αναφοράς (καταγγελίας) περιστατικών διαφθοράς.
Η απάντηση στο ερώτημα γιατί χρειαζόμαστε το whistleblowing στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη – κι όχι μόνο- δεν μπορεί να απαντηθεί αυτόνομα, καθώς συνυφαίνεται έντονα με την παγκοσμιοποιημένη διαφθορά και κυρίως την αφανή, εκ των έσω διαφθορά σε επιχειρήσεις.
Για να έρθει στο φως μία διοικητική ή άλλη παρατυπία, μία καταχρηστική πρακτική που παραβιάζει δικαιώματα εργαζομένων ή μία εγκληματική πράξη περνάει αναγκαία από τα μάτια των εργαζομένων.
Είναι ο ίδιος ο εργαζόμενος ή άλλος που τελεί σε ευρεία έννοια εργασιακή σχέση μισθωτή ή μη, επ’ αμοιβή ή μη, που έρχεται πρώτος σε επαφή με περιστατικά διαφθοράς (δωροδοκίας, δωροληψίας και πάει λέγοντας), που καθιστούν το κανονιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης και ηθικής δεοντολογίας αναποτελεσματικό.
Δε θα ήταν διόλου υπερβολή να ειπωθεί ότι ο εργαζόμενος είναι το προληπτικό στάδιο για την εκρίζωση της εκ των έσω διαφθοράς, ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί το κατασταλτικό στάδιο με αβέβαιη την εκρίζωση και πάταξη της εκ των έσω διαφθοράς.
Το whistleblowing δε θα μπορούσε να προσεγγιστεί κοντόφθαλμα και μυωπικά ,αλλά τριαξονικά:
- ως προληπτικό όπλο κατά της διαφθοράς που συμβάλλει στην εξιχνίαση – διαλεύκανση διεφθαρμένων ενεργειών ή παραλείψεων με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους εργαζομένους
- ως δικαίωμα ενάσκησης της ελευθερίας έκφρασης του λόγου
- ως πρακτική καλής εταιρικής διακυβέρνησης
Η θέαση αυτή προσφέρει μια κάλυψη ολιστική και σαφώς πιο ηθική. Η ηθική δεν είναι κάτι που επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά παράγεται πρωτίστως από τον συνειδησιακό μηχανισμό του πολίτη.
Η τήρηση αρχών ηθικής και επαγγελματικής δεοντολογίας, αν πράγματι θέλουμε να είμαστε επιχειρησιακώς «ηθικοί» κι όχι «ηθικολόγοι», διέρχεται και υλοποιείται από την δυναμική του θεσμού του whistleblowing.
Είναι μία μέθοδος αυτενέργειας του ίδιου του πολίτη, άρα και εργαζομένου, που αποκαλύπτει, δημοσιοποιεί, γνωστοποιεί μία αθέμιτη, καταχρηστική, αξιόποινη πρακτική εθελουσίως λόγω ενεργών ηθικών ανακλαστικών και για λόγο υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Η δυναμική αυτού του βεληνεκούς, ωστόσο, έχει εχθρό της τον φόβο. Ο φόβος αυτός διακρίνεται σε φόβο για αντίποινα, φόβο για απόλυση, φόβο για απώλεια εισοδήματος, φόβο για εκβιασμό ιδίου εργαζομένου ή οικογενείας του, φόβο για επίθεση και δολοφονία του.
Αντίβαρο στο καθεστώς αντιποίνων συνιστά η παροχή χρηματικού ανταλλάγματος ως επιβράβευση στον εργαζόμενο που αποκάλυψε δημοσίως φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής πάσης φύσεως για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.
Η χρηματική αυτή ανταμοιβή με όρους ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη είναι μη συνήθης μιας και το whistleblowing έλκει την καταγωγή του από διαφορετικό νομικό σύστημα στο οποίο η χρηματική ανταμοιβή είναι δόκιμη πρακτική.
Κάθε αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπίας ακολουθεί την τακτική των μικρών βημάτων, προκειμένου να εμβαθύνει συνειδησιακά και μετέπειτα κοινωνικά με τα ανάλογα νομικά και κοινωνικά επιτεύγματα.
Το whistleblowing φέρνει σε πρώτη μοίρα τον πολίτη (ενν. εργαζόμενο) και τον φέρνει αντιμέτωπο με το κράτος σε ρόλο ισοσθενή και ισότιμο. Αλλάζει τον τρόπο διακυβέρνησης και φέρνει περισσότερη ισοτιμία στους ρόλους αρχόντων και αρχομένων καθώς πρωταγωνιστές στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος γίνονται οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εθελουσίως κι όχι ως υποχρέωση.
Αυτό δεν είναι ηθικό και δημοκρατικό;
*Η Ιωάννα Μπαλαούρα είναι δικηγόρος και στα ενδιαφέροντά της εμπίπτει ο νομικός ακτιβισμός με έμφαση σε επίκαιρα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικού δικαίου και διακυβέρνησης.