Γράφει η Αναστασία Καραγιάννη*
Πριν λίγες εβδομάδες κλείσαμε ένα χρόνο από τη θέση σε ισχύ του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1].
Κάποιοι μπορούν να υποστηρίξουν ότι η υιοθέτηση του Κανονισμού συνέβαλε στην ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στον ψηφιακό χώρο, καθώς με βάση τον Κανονισμό χρειάζεται η συγκατάθεση των γονέων τόσο για την συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία και διανομή των προσωπικών δεδομένων του παιδιού, όσο και για την συμμετοχή του στην κοινωνία της πληροφορίας.
Άλλοι, αντιθέτως, μπορούν να υποστηρίξουν ότι όντως ο Κανονισμός έθεσε κάποιες βάσεις για την παιδική προστασία στον ψηφιακό χώρο.
Ωστόσο, οι προκλήσεις είναι ακόμη πολλές και ο δρόμος προς την ουσιαστική κατοχύρωση και εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού στον ψηφιακό χώρο είναι μακρύς.
Κατά πρώτο λόγο, ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού που χρήζει προστασίας στο ψηφιακό περιβάλλον είναι το δικαίωμα συμμετοχής και το δικαίωμα να ακούγεται και να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού κατά την λήψη των αποφάσεων. Τα παιδιά, μολονότι είναι ενεργά στο διαδίκτυο, και εν γένει στον ψηφιακό χώρο, δεν έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν κατά την λήψη των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, δε δίνεται η δυνατότητα στο παιδί να εκφράσει την άποψή του, τις επιθυμίες του και τις εμπειρίες του προτού ληφθούν οι πολιτικές αποφάσεις που θα επηρεάσουν σημαντικά την ζωή του.
Για παράδειγμα, ο Οργανισμός Eurochild διοργανώνει σε ετήσια βάση ένα Συνέδριο στο οποίο συμμετέχουν παιδιά ηλικίας 11 έως 16 ετών, που εκπροσωπούν κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εκφράζουν την άποψή τους πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα που τίθενται προς συζήτηση.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους, όσο και με ειδικούς εμπειρογνώμονες και πολιτικούς, οι οποίοι αν και δεν συμμετέχουν στο συμβούλιο, λαμβάνουν υπόψη κατά την λήψη των αποφάσεων τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν σε αυτό.
Ακόμη, η Unicef διοργανώνει συναντήσεις και σεμινάρια, στα οποία μπορούν να συμμετέχουν τα παιδιά και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς και με ειδικούς της Unicef. Το υλικό που προκύπτει από αυτές τις συναντήσεις χρησιμοποιείται από την Unicef κατά την διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων.
Η εφαρμογή του δικαιώματος συμμετοχής δεν συνεπάγεται απαραίτητα την κατοχύρωση μιας θέσης, μιας ‘καρέκλας’, κατά την πολιτική συνδιάσκεψη. Αντιθέτως, σημαίνει την ενίσχυση του ενεργητικού ρόλου του παιδιού σε ζητήματα που το αφορούν και, κατά συνέπεια, της ψηφιακής κοινωνικής του υπευθυνότητας σε μία δημοκρατική κοινωνία.
Η επιρροή της συμμετοχής των παιδιών στις πολιτικές αποφάσεις καθορίζει και τον βαθμό αποτελεσματικότητας της συμμετοχής. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν αρκεί να διαβουλεύονται με τα παιδιά, αλλά να είναι πράγματι διατεθειμένοι να αλληλεπιδράσουν μαζί τους και να ακούσουν πράγματι την γνώμη τους, λαμβάνοντάς την σοβαρά υπόψη.
«Ο γονέας ή ο ασκών την γονική μέριμνα θα πρέπει να ‘ακούει’ τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, ώστε να το εκπαιδεύει κατάλληλα.»
Με αυτόν τον τρόπο, η δημιουργία μιας κουλτούρας φιλικής και ανοιχτής για αλληλεπίδραση με το παιδί ενισχύει την μείωση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο ψηφιακός αλφαβητισμός δεν είναι μόνο η εκμάθηση τεχνικών γνώσεων, αλλά και η σωστή χρήση αυτών των δεξιοτήτων. Ο γονέας ή ο ασκών την γονική μέριμνα θα πρέπει να ‘ακούει’ τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού, ώστε να το εκπαιδεύει κατάλληλα. Για παράδειγμα, αν το παιδί χρησιμοποιεί μία εφαρμογή εκγύμνασης ή απώλειας βάρους, που χρειάζεται τα βιομετρικά του δεδομένα, θα πρέπει να ενημερώσει το παιδί για τους κινδύνους παραβίασης των προσωπικών του δεδομένων που χειρίζεται αυτή η εφαρμογή. Ο ψηφιακός αλφαβητισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο η πληροφόρηση, αλλά και η σωστή πληροφόρηση.
Πολλές φορές, εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης στην πληροφορία, λόγω έλλειψης τεχνικού εξοπλισμού ή περιορισμένης πρόσβασης στο διαδίκτυο, εμφανίζονται συμπεριφορές διακριτικής μεταχείρισης στον ψηφιακό χώρο, όπως ρατσιστικές, ξενοφοβικές, ομοφοβικές και σεξιστικές εκδηλώσεις.
Για αυτόν τον λόγο, οι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην ψηφιακή γνώση, η υλοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης, καθώς και η αύξηση των πόρων προκειμένου όλα τα παιδιά, από κάθε μειονοτική ομάδα και ευαλωτότητα, να έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα εργαλεία και εξοπλισμό, συμβάλλει στην ενίσχυση του ψηφιακού αλφαβητισμού.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι και οι ενήλικες, οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα, χρειάζονται επιμόρφωση και κατάρτιση για την εξοικείωσή τους με τον ψηφιακό χώρο και τις προκλήσεις που αυτός θέτει.
Μιλώντας για εξοικείωση και γονείς, φυσικά δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στον ρόλο των γονέων και των ασκούντων την γονική μέριμνα. Συγκεκριμένα, είναι σημαντικό οι γονείς να ξεπεράσουν την ιδεολογία του ‘προστατευτισμού’, της υπερβολικής αντίδρασης και της μονοδιάστατης λήψης των αποφάσεων, προστατεύοντας στην ουσία το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, επιτελώντας δηλαδή τον κύριο ρόλο τους ως γονείς και ασκούντες την γονική μέριμνα.
Οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα καλούνται να καλύψουν τις σωματικές, ψυχικές, πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες του παιδιού, ακούγοντας πραγματικά τις ανάγκες και επιθυμίες του.
Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, πλέον, στον ψηφιακό χώρο. Είναι πολίτες του διαδικτύου, και το ίδιο καλούνται να κάνουν και οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα.
Γι’ αυτόν τον λόγο, οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να προσαρμοστούν στο ψηφιακό περιβάλλον, να ενημερώνονται για τους κινδύνους που κρύβει ζητώντας την υποστήριξη του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών.
«Οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να εξοικειώσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία με την έννοια της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και να ελέγχουν την αλόγιστη έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.»
Φυσικά, όσο επάγρυπνοι πρέπει να είναι οι γονείς ή οι ασκούντες την γονική μέριμνα με τους κινδύνους του διαδικτύου, τόσο προσεκτικοί πρέπει να είναι με τη δική τους ψηφιακή συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα με τις φωτογραφίες και τις πληροφορίες των παιδιών που οι ίδιοι δημοσιεύουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εν γένει στο διαδίκτυο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι γονείς και οι ασκούντες την γονική μέριμνα θα πρέπει να εξοικειώσουν τα παιδιά από μικρή ηλικία με την έννοια της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων και να ελέγχουν την αλόγιστη έκθεσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, το παιδί θα μπορέσει να βάλει όρια στο ψηφιακό περιβάλλον, να περιορίσει τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του και να τα προστατεύσει.
Συνοψίζοντας, τόσο τα κράτη όσο και o ιδιωτικός τομέας, οι εταιρίες μάρκετινγκ και διαφήμισης, θα πρέπει να θεωρούν τα παιδιά ως κατόχους δικαιωμάτων, να περιορίζουν τις πρακτικές χειραγώγησης και εκμετάλλευσης και τις παραβιάσεις της ιδιωτικής τους ζωής και των δικαιωμάτων τους.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά θα πρέπει να ενημερωθούν και να κατανοήσουν τις τακτικές και παραπλανητικές μορφές του ψηφιακού μάρκετινγκ, ούτως ώστε να αναπτύξουν κριτική σκέψη και να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους ως καταναλωτές.
Η αναγνώριση των παιδιών ως υποκειμένων ψηφιακών δικαιωμάτων καθορίζει σημαντικά την αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων τους ως ψηφιακών εργαζομένων, ψηφιακών πολιτών, ψηφιακών μαθητών, ψηφιακών καταναλωτών, ψηφιακών ασθενών, ψηφιακών εναγόντων ή κατηγορουμένων.
Η ρύθμιση ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου για τα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών είναι απαραίτητη για την ολιστική και ουσιαστική προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών.
Ενημερωθείτε για τις δράσεις της Homo Digitalis στα σχολεία της Ευαγγελικής Σχολής Νέας Σμύρνης εδώ και στην Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιά “Saint Paul”εδώ.
[1] Να σημειωθεί ότι ακόμη δεν έχει τεθεί προς ψήφιση το νομοσχέδιο εφαρμογής του Κανονισμού στην εθνική μας έννομη τάξη.
*Η Αναστασία Καραγιάννη είναι νομικός με εξειδίκευση στα ψηφιακά δικαιώματα των παιδιών. Είναι μέλος της Homo Digitalis και συνδημιουργός της ChildAct, η οποία έχει ως σκοπό την προστασία των ψηφιακών δικαιωμάτων των παιδιών. Στις 8 Νοεμβρίου 2018 εκπροσώπησε τη Homo Digitalis στη συνεδρίαση με θέμα ‘Facebook και άλλοι κοινωνικοί κίνδυνοι’, που έλαβε χώρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.