Εν έτει 2018 ο καθένας από εμάς προβαίνει σε ιδιαίτερα διευρυμένη χρήση του διαδικτύου, κατά την οποία σωρεύεται ένας τεράστιος όγκος ψηφιακών δεδομένων που μας αφορούν. Τα ψηφιακά αυτά δεδομένα προκύπτουν από δημιουργία προφίλ σε social media, από την διεύθυνση e-mail μας, από ιστοσελίδες που πιθανόν διατηρεί κάποιος για την επιχείρησή του (και όχι μόνο) κοκ. Τί συμβαίνει, όμως, με αυτά τα δεδομένα όταν κάποιος αποβιώσει;
Γράφει η Αγγελίνα Βλάχου*
Τι είναι η ψηφιακή κληρονομιά
Όταν το πρόσωπο στο οποίο αφορούν αποβιώσει, τα δεδομένα αυτά αποδίδονται συνολικά με τον όρο «ψηφιακή κληρονομιά». Ο διάλογος που έχει ανοίξει περί αυτής έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις.
Σ’αυτό το αρχικό στάδιο, θα πρέπει να επισημανθεί πως τόσο οι εθνικές αλλά και οι ευρωπαϊκές προστατευτικές των προσωπικών δεδομένων νομοθετικές διατάξεις (συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατου Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων ή κοινώς GDPR στο στοιχείο άρ. 27 του προοιμίου του Κανονισμού 2016/679), αφορούν σε προσωπικά δεδομένα που ανήκουν σε φυσικά εν ζωή πρόσωπα.
Συγκεκριμένα, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων καταλείπει στα κράτη-μέλη την ευχέρεια να αποφασίσουν εάν θα επεκτείνουν ή όχι την προστασία σε αποθανόντες. Υπάρχουν χώρες που έχουν ήδη προχωρήσει σε ανάλογη παροχή προστασίας (βλ. Δανία).
Προστατεύεται η ψηφιακή κληρονομιά;
Έτσι, ανακύπτει το νομικό (και πραγματικό) ζήτημα της δυνατότητας ή μη παροχής προστασίας, αλλά και της εν γένει νομικής μεταχείρισης, του όγκου των ψηφιακών δεδομένων που συναπαρτίζουν την ψηφιακή κληρονομία ενός προσώπου που έχει φύγει από τη ζωή.
Οι πιο διαδεδομένες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έχουν ήδη έρθει αντιμέτωπες με την ανάγκη διευθέτησης του ανωτέρω ζητήματος και συγκεκριμένα με την απάντηση στο ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι με τους λογαριασμούς των χρηστών τους που δεν είναι πλέον στη ζωή.
Οι υπάρχουσες δυνατότητες, είναι δύο, με ελάχιστες παραλλαγές και τροποποιήσεις ανάλογα με τους όρους και προϋποθέσεις της κάθε εταιρείας: Αφενός, υπάρχει η δυνατότητα της ολικής διαγραφής λογαριασμού, η οποία συνήθως παρέχεται συνήθως μόνο στους στενούς συγγενείς του θανόντος και συχνά απαιτείται η συμπλήρωση ηλεκτρονικής φόρμας και η προσκόμιση κάποιου σχετικού αποδεικτικού εγγράφου.
Αφετέρου, πλατφόρμες όπως το Facebook, το Twitter και το Instagram, παρέχουν παράλληλα και την δυνατότητα τροποποίησης ενός λογαριασμού σε «ηλεκτρονικό μνημείο» (στην ελληνική εκδοχή του facebook αποδίδεται ως λογαριασμός «εις μνήμην»), στο οποίο διατηρείται το προφίλ του προσώπου που απεβίωσε, με αφαίρεση κάποιων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως είναι η διεύθυνση ή τα στοιχεία επικοινωνίας.
Επιπλέον, ειδικά το facebook στους λογαριασμούς αυτούς απενεργοποιεί και τις πληροφορίες σύνδεσης, με αποτέλεσμα εάν κάποιος επιθυμεί να εισέλθει στο λογαριασμό για να έχει πρόσβαση στα δεδομένα του θανόντος, να του εμφανίζεται το μήνυμα «Δεν μπορούμε να δώσουμε τα στοιχεία σύνδεσης ενός λογαριασμού “εις μνήμην”. Η σύνδεση στο λογαριασμού κάποιου άλλου παραβιάζει τις πολιτικές μας σε κάθε περίπτωση».
Η απόφαση σταθμός για τα ψηφιακά δεδομένα μετά θάνατον
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, εύκολα διερωτάται κανείς τι γίνεται με την σωρεία ψηφιακών δεδομένων του προσώπου αυτού, που συγκεντρώνονται επί σειρά χρόνων και ιδίως στην περίπτωση που οι οικείοι του επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά, όπως συμβαίνει με τα υλικά και άυλα στοιχεία της κληρονομιάς του. Την απάντηση αυτή κλήθηκε να δώσει στις 12 Ιουλίου 2012 το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης στην Γερμανία. Η απόφαση αυτή, όπως είναι λογικό, δεν έχει καμία επίδραση στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί μία από τις πρώτες νομολογιακές προσεγγίσεις του εν λόγω ζητήματος που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, λοιπόν, ήχθη σε τελευταίο βαθμό η διαφορά μεταξύ των γονέων μίας άτυχης 15χρονης χρήστριας του facebook και της εταιρείας. Η διαφορά εκκίνησε από το γεγονός ότι μετά τον θάνατο της κόρης τους, οι γονείς που γνώριζαν τον κωδικό πρόσβασής της (καθώς αυτοί της είχαν δημιουργήσει το προφίλ υπό την συμφωνία και προϋπόθεση πως θα είχαν πρόσβαση και οι ίδιοι), θέλησαν να αναγνώσουν τις συνομιλίες της στο messenger ώστε να διαλευκάνουν εάν ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία ή όχι. Η τροποποίηση του λογαριασμού σε «εις μνήμην» (άγνωστο από ποιόν) δεν τους το επέτρεψε κατά τα ανωτέρω και έτσι η υπόθεση ακολούθησε την δικαστική οδό.
Σε πρώτο βαθμό, η οικογένεια δικαιώθηκε, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε πως οι νόμιμοι κληρονόμοι προσώπου που απεβίωσε κληρονομούν μαζί με τα λοιπά περιουσιακά του στοιχεία και τα ψηφιακά δεδομένα αυτού. Η κρίση αυτή ανετράπη στο Εφετείο, το οποίο προέταξε το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών των χρηστών που είναι εν ζωή και επικοινωνούσαν με την κόρη των διαδίκων και θεώρησε πως η άρση της απαγόρευσης πρόσβασης στα ψηφιακά της δεδομένα θα έπληττε υπέρμετρα το δικαίωμά τους αυτό.
Εν τέλει, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο συντάχθηκε με το πρωτοβάθμιο, κρίνοντας πως δεν δικαιολογείται διαφορετικός χειρισμός των ψηφιακών δεδομένων αποθανόντος προσώπου σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία (περιουσιακά ή μη) που καταλείπει πίσω του και μεταβιβάζονται στους εν ζωή κληρονόμους του.
Συγκεκριμένα, διατυπώθηκε η κρίση ότι η ανήλικη είχε συνάψει συμβόλαιο χρήσης με την Facebook, το οποίο- λόγω του θανάτου της- μεταβιβάζεται στους γονείς-κληρονόμους της. Ως εκ τούτου, τα ψηφιακά δεδομένα χορηγήθηκαν στους γονείς και η ψηφιακή κληρονομιά εξομοιώθηκε με την «αναλογική», κρίθηκε δηλαδή πως ο λογαριασμός της κοπέλας στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία που κατέλειψε στους συγγενείς της.
Παρόλα αυτά, η απόφαση αυτή δεν είναι παρά μόνο η αρχή της σχετικής συζήτησης που έχει ανοίξει και το νομικό «τοπίο» παραμένει θολό.
Οι δύο όψεις του νομίσματος
Από τη μία σκοπιά, εμφανίζεται όντως πειστική η εξομοίωση ψηφιακής με αναλογική κληρονομιά, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως μετά θάνατον καμία απαγόρευση δεν υφίσταται στην πρόσβαση σε γραπτή αλληλογραφία προσώπου. Από την άλλη, η ιδιαιτερότητα των ψηφιακών δεδομένων δεν μπορεί να αγνοηθεί, καθώς στην σύγχρονη καλπάζουσα τεχνολογικά εποχή, η μεταβίβαση τεράστιου όγκου ψηφιακών αρχείων σε πρόσωπα πέραν του αρχικού αποδέκτη, θέτει σε υπέρμετρη διακινδύνευση πληθώρα δικαιωμάτων (λόγου χάρη στο απόρρητο των επικοινωνιών, στα προσωπικά δεδομένα, στην προσωπικότητα) ιδιαίτερα διευρυμένου αριθμού προσώπων, πολύ μεγαλύτερου μάλιστα από αυτό που θα αφορούσε μία «παραδοσιακή» αλληλογραφία.
Τα πρόσωπα αυτά, φυσικά, δεν είναι άλλα από τους εν ζωή «συνομιλητές-ακολούθους-φίλους» του αποθανόντος. Ελλείψει σαφούς νομοθετικής πρόβλεψης (σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο) κρίνεται μάλλον προβληματικό να καλείται ο εκάστοτε Δικαστής να σταθμίσει κατά περίπτωση το επιτρεπτό ή μη της μεταβίβασης του ψηφιακού υλικού και ο φόβος έκδοσης αποφάσεων με εντελώς διαφορετική κρίση επί του θέματος είναι ιδιαίτερα υπαρκτός, καθόσον οι πλατφόρμες αυτές έχουν χρήστες- πολίτες Κρατών από όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, με διαφορετικές νομοθεσίες και διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα.
Η μόνη οδός φαίνεται να είναι η ενιαία- κατά το δυνατόν- ρύθμιση της υπό συζήτηση κατάστασης, όπως άλλωστε προτείνεται πάντα στα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την ψηφιακή εποχή. Το μόνο σίγουρο είναι πως η συζήτηση έχει μόλις ξεκινήσει.
* Η Αγγελίνα Βλάχου είναι δικηγόρος και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στο Δημόσιο Δίκαιο και την Πολιτική Επιστήμη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι υποψήφια διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.