Στις 16 Νοεμβρίου, η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στη συνέχεια η Αρχή), στο πλαίσιο του συνταγματικά κατοχυρωμένου ρόλου της, δημοσίευσε την με αριθ. 50/2021 απόφασή της σχετικά με την εφαρμογή του συστήματος τηλεκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση κατά τη διάρκειας της πανδημίας. Στην απόφαση αυτή η Αρχή εξέτασε αυτεπάγγελτα τη συμμόρφωση του Υπουργείου Παιδείας με τις συστάσεις της γνωμοδότησής της με αριθ. 4/2020 και επισήμανε ορισμένες ελλείψεις και παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα, για τις οποίες επέπληξε το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, θέτοντάς του προθεσμία προς συμμόρφωση.
Ειδικότερα, η Αρχή εξέτασε την επικαιροποιημένη Εκτίμηση Αντικτύπου σχετικά με την Προστασία Δεδομένων και διαπίστωσε ελλείψεις σε τομείς όπως: α) ως προς την αναλυτική διερεύνηση της νομιμότητας των σκοπών επεξεργασίας από την πλευρά του Υπουργείου, β) τις παρεχόμενες στα υποκείμενα δεδομένων πληροφορίες για τη λειτουργία του συστήματος, γ) τα εφαρμοζόμενα μέτρα ασφάλειας, δ) την έκφραση γνώμης των υποκειμένων των δεδομένων ή των εκπροσώπων τους για τη σχεδιαζόμενη επεξεργασία, ε) την ορθή αξιολόγηση της διαβίβασης δεδομένων σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Απλή ανάγνωση της αναλυτικής απόφασης της Αρχής, έκτασης 46 σελίδων, δείχνει την εξαιρετική μετριοπάθεια στον τόνο που είναι γραμμένη, τον υψηλό βαθμό αυτοσυγκράτησης και τον εν γένει ήπιο χαρακτήρα της, ο οποίος προκύπτει και από την έμφαση που θέτει στον αντικειμενικό χαρακτήρα των επισημάνσεών της. Επίσης η Αρχή προέβη στην έκδοση της απόφασής της σε χρόνο που δεν είναι η τηλεκπαίδευση σε εφαρμογή, ώστε να μην διαταραχθεί η ομαλή λειτουργία της εκπαιδευτικής διδασκαλίας. Δεν απομένει αμφιβολία στον καλόπιστο παρατηρητή ότι ο σκοπός και το πνεύμα της Αρχής είναι η βελτίωση του συστήματος ώστε, αν ο μη γένοιτο, χρειαστεί να επαναλειτουργήσει, να συμβεί αυτό κάτω από βελτιωμένες συνθήκες προστασίας των προσωπικών δεδομένων των χρηστών. Σημειώνεται ότι η επίπληξη στην οποία προχώρησε η Αρχή αποτελεί μία από τις πλέον ήπιες διορθωτικές εξουσίες της, καθώς ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (GDPR) επιτρέπει την επιβολή πολύ υψηλών διοικητικών προστίμων, τα οποία μπορούν να ανέλθουν σε πολλά εκατομμύρια ευρώ ανά παράβαση.
Η Αρχή προσέφερε στο Υπουργείο μια ιδανική ευκαιρία να αξιοποιήσει τις διαπιστώσεις της ιδίως όσον αφορά τις παρεχόμενες στα υποκείμενα δεδομένων πληροφορίες, τα εφαρμοζόμενα μέτρα ασφάλειας και την έκφραση γνώμης των υποκειμένων των δεδομένων για την επεξεργασία, ώστε το Υπουργείο να τις εντάξει στην εκπαιδευτική διαδικασία με σκοπό να εμβαθύνει την παιδεία των μαθητών για τα δικαιώματά τους απέναντι στις προκλήσεις της ψηφιακής τεχνολογίας. Με τον τρόπο αυτό το Υπουργείο θα έδινε το καλό παράδειγμα, δείχνοντας ότι η δημόσια εξουσία προσπαθεί πάντα να βελτιώνεται και να βελτιώνει το επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων των χρηστών των υπηρεσιών της.
Δυστυχώς, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων δεν αξιοποίησε την ευκαιρία αυτή. Εξέδωσε μία ανακοίνωση σε εξαιρετικά έντονο ύφος και το χειρότερο ενέταξε σε αυτήν και την απάντησή του στην Αξιωματική Αντιπολίτευση, αποκαλύπτοντας μια προσπάθεια έμπρακτης αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας της Αρχής με σκοπό να την πολιτικοποιήσει. Το ΥΠΑΙΘ υπέπεσε σε σοβαρό θεσμικό ατόπημα και προέβη σε μεγάλη θεσμική απρέπεια εκδηλώνοντας τελείως αδικαιολόγητα ένα πνεύμα αντιδικίας απέναντι στην Αρχή και χρησιμοποιώντας οξύτατες εκφράσεις, όπως: «Λόγω της ξαφνικής αλλαγής πλεύσης εκ μέρους της Αρχής και παράκαμψης του διαρκούς διαλόγου της με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων», «ουδέποτε επισημάνθηκαν αποκλίσεις από τους κανόνες προστασίας προσωπικών δεδομένων, ούτε βεβαίως αναφέρθηκαν τα όσα μόλις επικαλέστηκε για πρώτη φορά η Αρχή για να αιτιολογήσει τη νέα απόφασή της», «ενώ δεν εφαρμόζεται πλέον η τηλεκπαίδευση και τα σχολεία μας έχουν επιστρέψει στην κανονικότητα, συγκαλείται περιέργως έκτακτη συνεδρίαση», «μέχρι σήμερα ουδέποτε επισημάνθηκε από την Αρχή οποιαδήποτε αστοχία σε σχέση με την ενημέρωση η οποία παρασχέθηκε μεσούσης της πανδημίας», «Το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ασφαλώς σέβεται τις Αποφάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών. Οι αποφάσεις, όμως, αυτές υπόκεινται σε δικαστική κρίση». Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καλεί την Εκτελεστική Εξουσία και ιδίως την Κυβέρνηση και τα Υπουργεία να μην υπονομεύουν τη θέση και το έργο των Ανεξάρτητων Αρχών και να αποδεχθούν τον συνταγματικό ρόλο των Ανεξάρτητων Αρχών οι οποίες αποτελούν θεματοφύλακες των δικαιωμάτων των πολιτών και βρίσκονται στο πλευρό της κοινωνίας απέναντι στις δημόσιες και ιδιωτικές εξουσίες που απειλούν τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως στην ψηφιακή εποχή. Ήδη πολλές από τις Ανεξάρτητες Αρχές αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις καθώς λειτουργούν με περιορισμένους οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Οι Υπουργοί πρέπει να μάθουν να λογοδοτούν στις Ανεξάρτητες Αρχές και οφείλουν να συνεργάζονται με αυτές, επειδή σε τελευταία ανάλυση οι Ανεξάρτητες Αρχές αντλούν το κύρος του από την διευρυμένη πλειοψηφία της Βουλής που τις έχει επιλέξει και από το κύρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, η ΕΣΔΑ και η ΕΕ.
Η δημόσια αμφισβήτηση του έργου των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξαρτήτων Αρχών από Υπουργούς, με εκφράσεις και τοποθετήσεις που αποτελούν ευθεία μομφή για έλλειμμα ακεραιότητας και ανεξαρτησίας τους, δύναται να πλήξει την αξιοπιστία των Ανεξαρτήτων Αρχών, τα θεμέλια της λειτουργίας τους και εν τέλει την προστατευόμενη εμπιστοσύνη των πολιτών. Τέτοιες ενέργειες αμφισβητούν ευθέως την λαϊκή εντολή για την σύσταση και λειτουργία των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξαρτήτων Αρχών και κινούνται στα όρια της δημοκρατικής τάξης, εάν δεν τα ξεπερνούν. Οι Υπουργοί δεν ασκούν ιεραρχικό έλεγχο στις Ανεξάρτητες Αρχές. Καλό είναι να σέβονται τα ελάχιστα εναπομείναντα αντίβαρα της εξουσίας στη χώρα αυτή, για χάρη των πολιτών.
Αντί αυτών των ενεργειών, οι Υπουργοί θα έπρεπε να επιδιώκουν την ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες με περαιτέρω οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν σαφώς θετικότατη για την ενίσχυση του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας, με άμεσο αποτέλεσμα την ενίσχυση των θεμελίων του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.