Γράφει η Κατερίνα Μεζίνη*
Ο κυβερνοχώρος έχει αναδειχθεί ως το βασικό μέσο επικοινωνίας της σύγχρονης εποχής. Όπως χαρακτηριστικά έχει υποστηριχθεί: «Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η κοινωνία, η διοίκηση και η οικονομία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των πληροφορικών συστημάτων». Οι εν λόγω εξελίξεις δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστη μία ακόμη πτυχή της κοινωνίας μας, την εγκληματικότητα και κατ’ επέκταση το ποινικό δίκαιο. Η τεχνολογική καινοτομία, όπως έχει αποδειχθεί και στην πράξη, μπορεί να αξιοποιηθεί για κοινωνικό καλό, αλλά εξίσου εύκολα και για κακόβουλους και παράνομους σκοπούς. Καθώς οι κοινωνίες βασίζονται όλο και περισσότερο στις πληροφορίες και την τεχνολογία, γίνονται όλο και πιο ευάλωτες στον κίνδυνο του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.
Ο κυβερνοχώρος εμφανίζεται συχνά στο ποινικό δίκαιο είτε ως πεδίο εγκληματικής συμπεριφοράς (ως τόπος ή ως εργαλείο του εγκλήματος ) είτε ως μέσο άντλησης των αποδείξεων.
Ηλεκτρονικό Έγκλημα θεωρείται η αξιόποινη εγκληματική πράξη που τελείται με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων. Ανάλογα με τον τρόπο τέλεσης τα ηλεκτρονικά εγκλήματα διαχωρίζονται σε εγκλήματα τελούμενα με τη χρήση Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (computer crimes) και, εάν τελέσθηκαν μέσω του Διαδικτύου, σε Κυβερνοεγκλήματα (cyber crimes).
Επιπλέον από τη θεωρία γίνεται ένας επιπλέον διαχωρισμός μεταξύ αδικημάτων που τελούνται αποκλειστικά μέσω (ή και κατά) ηλεκτρονικών συσκευών (κυβερνοεγκλημα με τη στενή έννοια) και αδικημάτων για τα οποία ο Η/Υ είναι βοηθητικό μέσο (κυβερνοέγκλημα με την ευρεία έννοια).
Μεταξύ των παραγόντων που ευνοούν την εν λόγω εγκληματικότητα και ωθούν τους δράστες στη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων συγκαταλέγεται η δυνατότητα απόστασης μεταξύ δράστη και θύματος. Η φυσική παρουσία του δράστη στον τόπο του εγκλήματος δεν είναι πλέον αναγκαία. Τα παραδοσιακά εδαφικά όρια δεν αποτελούν πλέον εμπόδιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αίρεται ο ηθικός και ο συναισθηματικός φραγμός που συγκρατεί το άτομο από τη διενέργεια εγκληματικών πράξεων.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του κυβερνοεγκλήματος είναι πως αυτό δε γνωρίζει σύνορα, μπορεί δηλαδή να λάβει διεθνείς και διασυνοριακές διαστάσεις. Επιπλέον η ανωνυμία του δράστη αλλά και οι δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο για το δυσχερέστερο εντοπισμό του (πχ. η ανώνυμη περιήγηση, η περιήγηση με τη χρήση VPN κ.α.) αποτελούν παράγοντες που παίζουν καταλυτικό ρόλο στην αύξηση της εγκληματικότητας στο διαδίκτυο.
Το ποινικό δίκαιο δεν παρέμεινε αδρανές στην απειλητική εμφάνιση και ραγδαία αύξηση του διαδικτυακού εγκλήματος. Αλλά και η εγκληματολογική επιστήμη έχει κάνει σημαντικά βήματα και έχει σημειώσει πρόοδο στην εξιχνίαση των εγκλημάτων και την αποκάλυψη των δραστών.
Μπορείτε να επιλέξετε μία από τις παρακάτω ενότητες προκειμένου να διαβάσετε το σχετικό κείμενο.
Σε διεθνές επίπεδο, ένα σημαντικό βήμα προς τη κατεύθυνση της ποινικοποίησης των συμπεριφορών αυτών αποτέλεσε η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο. Η εν λόγω Σύμβαση υπεγράφη το 2001 στην Βουδαπέστη από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης προκειμένου «να επιδιωχθεί κατά προτεραιότητα μία κοινή αντεγκληματική πολιτική που θα στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, κυρίως με την υιοθέτηση της κατάλληλης νομοθεσίας και την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας».
Η εν λόγω Σύμβαση ήταν αναγκαία για να αποτρέψει τις ενέργειες που στρέφονται κατά των συστημάτων υπολογιστών, των δικτύων υπολογιστών και των ηλεκτρονικών δεδομένων καθώς και την μη νόμιμη χρήση αυτών των συστημάτων, με την ποινικοποίηση αυτής και την υιοθέτηση μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση αυτών των εγκληματικών πράξεων, διευκολύνοντας τον εντοπισμό, την έρευνα και την δίωξή τους ,τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και προβλέποντας ρυθμίσεις για ταχεία και αξιόπιστη διεθνή συνεργασία.
Στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η εν λόγω Σύμβαση περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες αδικημάτων για τα οποία τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να θεσπίσουν κατάλληλα μέτρα:
Α) Εγκλήματα κατά της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας των δεδομένων και συστημάτων υπολογιστών. Εδώ περιλαμβάνεται:
1) Η παράνομη πρόσβαση (ιδίως το γνωστό ως “hacking”).
2) Η υποκλοπή δια τεχνικών μέσων μη δημοσίων διαβιβάσεων δεδομένων υπολογιστή από και προς ή εντός ενός συστήματος υπολογιστή.
3) Οι Παρεμβολές σε δεδομένα (η άνευ δικαιώματος βλάβη, διαγραφή, φθορά, αλλοίωση ή καταστολή δεδομένων υπολογιστών, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση).
4) Οι Παρεμβολές σε συστήματα (η άνευ δικαιώματος σοβαρή παρακώλυση της λειτουργίας ενός συστήματος υπολογιστή δια της εισαγωγής, διαβίβασης, βλάβης, διαγραφής, φθοράς, αλλοίωσης ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση).
5) Η Κακή χρήση συσκευών (η εκ προθέσεως και άνευ δικαιώματος παραγωγή, πώληση, προμήθεια προς χρήση, εισαγωγή, διανομή ή άλλως διάθεση συσκευής ή κωδικών Η/Υ, κωδικών πρόσβασης ή συναφών δεδομένων με σκοπό τη διάπραξη των παραπάνω εγκλημάτων).
Β) Εγκλήματα σχετικά με υπολογιστές. Εδώ περιλαμβάνεται η:
1)Πλαστογραφία σχετική με υπολογιστές (δηλαδή η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή καταστολή δεδομένων υπολογιστή, που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη αυθεντικών δεδομένων, με σκοπό να θεωρηθούν αυτά αυθεντικά ή να γίνουν ενέργειες με βάση αυτά ωσάν να είναι αυθεντικά για νόμιμους σκοπούς, ασχέτως του εάν αυτά τα δεδομένα είναι ή όχι άμεσα αναγνώσιμα ή αντιληπτά).
2) Η απάτη σχετική με υπολογιστές (η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος πρόκληση απώλειας ξένης περιουσίας δια της α) εισαγωγής, αλλοίωσης, διαγραφής ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή, β) παρέμβασης στη λειτουργία ενός συστήματος υπολογιστή με δόλια ή αθέμιτη πρόθεση για να προσπορισθεί, άνευ δικαιώματος, οικονομικό όφελος για τον ίδιο ή για άλλο πρόσωπο).
Γ) Εγκλήματα σχετικά με το περιεχόμενο
Εδώ περιλαμβάνονται εγκλήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία, δηλαδή η από πρόθεση παραγωγή με σκοπό τη διανομή, η προσφορά ή διάθεση, η διανομή ή μετάδοση, η προμήθεια για ιδία χρήση ή για άλλο πρόσωπο και η κατοχή παιδικής πορνογραφίας σε ένα σύστημα υπολογιστή.
Ενδιαφέρον είναι να αναφερθεί πως ο όρος παιδική πορνογραφία περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει οπτικά:
α. ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά
β. ένα πρόσωπο που φαίνεται ότι είναι ανήλικο να συμμετέχει σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά,
γ. ρεαλιστικές εικόνες που απεικονίζουν ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά (περιλαμβάνονται ζωγραφιές, κινούμενα σχέδια κ.τ.λ.)
Δ) Εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις συγγραφικών και συγγενικών δικαιωμάτων
Σημαντικό είναι στο σημείο αυτό να επισημανθεί πως την εν λόγω Σύμβαση ακολούθησε το Πρόσθετο Πρωτόκολλο (της 28ης /1/2003) της Σύμβασης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο. Το εν λόγω νομοθετικό κείμενο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν στο εσωτερικό ποινικό τους δίκαιο πράξεις όπως τη διάδοση ρατσιστικού και ξενοφοβικού υλικού μέσω συστημάτων υπολογιστών, την απειλή και την προσβολή με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα, καθώς και την άρνηση, την υποβάθμιση της σημασίας, την έγκριση ή δικαιολόγηση γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Επιπλέον, η ΕΕ έχει θεσπίσει πλήθος οδηγιών για την αντιμετώπιση του διαδικτυακού εγκλήματος. Η οδηγία 2011/92/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας καθώς και η Οδηγία 2013/40/ΕΕ για τις επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφορικής με την οποία καταργήθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24.12.2005 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) ζήτησε την 14η/12/2021, μια ευρωπαϊκή οδηγία για την εξάλειψη της έμφυλης βίας στον κυβερνοχώρο. Η Ολομέλεια του ΕΚ υπερψήφισε την έκθεση νομοθετικής πρωτοβουλίας για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας στο διαδίκτυο με 513 ψήφους υπέρ, 122 κατά και 58 αποχές.
Στις 8 Μαρτίου 2022, η Επιτροπή υιοθέτησε πρόταση οδηγίας για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας (ενδοοικογενειακής βίας). Η οδηγία έχει ως στόχο να καταπολεμήσει και να ποινικοποιήσει την έμφυλη βία, στην οποία περιλαμβάνεται και η διαδικτυακή βία, η «κυβερνοβία». Ενδιαφέρον είναι να σημειωθεί πως το 2020 εκτιμήθηκε ότι 1 στις 2 νέες γυναίκες είχε υποστεί έμφυλη κυβερνοβία[1].
Οι ειδικότερες διατάξεις που αφορούν την κυβερνοβία είναι:
- Μη συναινετική κοινοχρησία υλικού προσωπικής φύσης ή παραποιημένου υλικού (άρθρο 7). Το αδίκημα αυτό αφορά την χωρίς συναίνεση παραγωγή, επεξεργασία και θέση σε κατάσταση διαθεσιμότητας για πλήθος τελικών χρηστών μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών εικόνων, βίντεο ή υλικού που απεικονίζουν σεξουαλικές δραστηριότητες ενός προσώπου.
- Παρενοχλητική κυβερνοπαρακολούθηση (άρθρο 8), η οποία περιλαμβάνει:
α) την επανειλημμένη συμμετοχή σε απειλητική ή εκφοβιστική συμπεριφορά που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο, μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών,
β) τη θέση άλλου προσώπου υπό συνεχή παρακολούθηση, χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω προσώπου ή νόμιμη άδεια, μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών,
γ) τη θέση υλικού που περιέχει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα άλλου προσώπου, χωρίς τη συναίνεση του εν λόγω προσώπου, σε κατάσταση προσβασιμότητας για πλήθος τελικών χρηστών, μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, με σκοπό την υποκίνηση των εν λόγω τελικών χρηστών να προκαλέσουν σωματική ή σημαντική ψυχολογική βλάβη στο εν λόγω πρόσωπο.
- Κυβερνοπαρενόχληση (άρθρο 9), που συνίσταται στην έναρξη επίθεσης με τρίτους κατά άλλου προσώπου, καθιστώντας απειλητικό ή προσβλητικό υλικό προσβάσιμο για πλήθος τελικών χρηστών, μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, με αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικής ψυχολογικής βλάβης στο πρόσωπο που δέχεται την επίθεση.
- Κυβερνοϋποκίνηση βίας ή μίσους (άρθρο 10), που συνίσταται στην υποκίνηση βίας ή μίσους κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας προσδιοριζόμενης βάσει του βιολογικού ή του κοινωνικού φύλου, με τη διάδοση στο κοινό υλικού που περιέχει τέτοια υποκίνηση μέσω τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών.
Επιπλέον προβλέπεται πως τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα θύματα μπορούν να αναφέρουν στις αρμόδιες αρχές τα ποινικά αδικήματα της βίας κατά των γυναικών ή της εξ οικείων βίας με εύκολο και προσβάσιμο τρόπο. Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα αναφοράς ποινικών αδικημάτων στο διαδίκτυο ή μέσω άλλων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας υποβολής αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όσον αφορά την καταγγελία ποινικών αδικημάτων κυβερνοβίας. Επιπλέον, περιλαμβάνει και την υποχρέωση για τη θέσπιση μέτρων για την απομάκρυνση του διαδικτυακού υλικού.
[1] Υπηρεσία Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EPRS), Combating gender-based violence: Cyberviolence, European added value assessment, 2021 (Καταπολέμηση της έμφυλης βίας: κυβερνοβία, αξιολόγηση της ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας, 2021).
Η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο κυρώθηκε με τον ν. 4411/2016 με τον οποίο μεταφέρθηκαν στο ελληνικό δίκαιο και οι διατάξεις της οδηγίας 2013/40/ΕΕ για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών. Η ενσωμάτωση της σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο έγινε με καθυστέρηση καθώς παρότι η χώρα μας υπέγραψε την 21/11/2001, την κύρωσε μετά την πάροδο 15 ετών!
Εν συντομία, οι διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν το ελληνικό ποινικό δίκαιο του διαδικτύου είναι οι: 292Α, 292Β, 292Γ, 292Δ, 292Ε, 370 παρ.2, 370Α, 370Β, 370Γ, 370Δ, 370Ε, 348Α παρ. 2, 386Α.
Αν έχετε πέσει θύμα ή υποψιάζεστε την τέλεση ενός από τα παραπάνω εγκλήματα θα πρέπει να απευθυνθείτε άμεσα στις αρμόδιες αρχές.
-
- Η αρμόδια υπηρεσία είναι η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Για οποιοδήποτε θέμα αφορά παραβατική συμπεριφορά μέσω Διαδικτύου, επικοινωνήστε με τη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος με τους ακόλουθους τρόπους:
-
- Τηλέφωνο : 11188
- Email: ccu@cybercrimeunit.gov.gr
- μέσω του portal σε αυτή τη διεύθυνση
- Ταχυδρομική διεύθυνση: Λ. Αλεξάνδρας 173, Τ.Κ. 11522, Αθήνα
Ο ενδιαφερόμενος μπορεί πλέον να υποβάλει προς τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος μέσω της ψηφιακής πύλης της Δημόσιας Διοίκησης gov.gr, στην ενότητα «Πολίτης και καθημερινότητα» και την υποενότητα «Καταγγελίες», την καταγγελία του για:
-
- Αδικήματα τελούμενα σε βάρος ανηλίκων μέσω διαδικτύου
- Οικονομικά κυβερνοεγκλήματα όπου εμπλέκονται ηλεκτρονικά/ψηφιακά νομίσματα
- Παραβίαση του απορρήτου των ηλεκτρονικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών
- Παράνομη διακίνηση οπτικοακουστικών έργων μέσω διαδικτύου
- Παράνομη πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
- Περιπτώσεις απάτης με υπολογιστή
Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας, ο πολίτης ενημερώνεται από την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας για τυχόν επόμενα βήματα.
-
- Για την υποβολή μιας καταγγελίας σχετικά με περιεχόμενο που συναντάς στο διαδίκτυο και το οποίο θεωρείς παράνομο, μπορείς να επικοινωνήσεις με τη SafeLine με έναν από τους παρακάτω τρόπους:
Συμπληρώνοντας την ηλεκτρονική φόρμα υποβολής καταγγελίας της ιστοσελίδας ή στέλνοντας e-mail στην ηλεκτρονική διεύθυνση report@safeline.gr
*Η Κατερίνα Μεζίνη είναι απόφοιτη του τμήματος Νομικής του ΕΚΠΑ και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «Δίκαιο και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών» του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
ΠΗΓΕΣ:
-
- Σύμβαση της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο.
- Επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας.
- Ζέκος Γεώργιος, Διαδίκτυο και Τεχνητή Νοημοσύνη στο ελληνικό δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 2022, σελ. 349 επ.
- Ιγγλεζάκης Ιωάννης, Δίκαιο πληροφορικής, εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σελ. 399 επ.
- Council of Europe action against Cybercrime, διαθέσιμο εδώ.
- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «Έμφυλη βία στο διαδίκτυο: το ΕΚ ζητά ευρωπαϊκή νομοθεσία για την αντιμετώπισή της», 14/12/2021, διαθέσιμο εδώ.
- Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας, διαθέσιμη εδώ.